Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 9

Ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας.

                                                                    Αρχαία ελληνική παροιμία

Είναι ο πούστης της νέας χιλιετίας. Τα νυχτερινά πάρκα και τα δημόσια ουρητήρια έχουν αδειάσει, τα τσοντάδικα έχουν κλείσει. Όλοι μινάρουν ακατάπαυστα και ναρκισσιστικά μπροστά στους υπολογιστές, μα και ενοχικά, με πανικό και φόβο, γι’ αυτό και οι μαλακίες τους πέφτουν στο κενό. Αξόδευτη ομορφιά που δεν εξαργυρώνεται σε ηδονή και έρωτα. Αντίθετα, εκείνος είναι παλιακός. Παίρνει επικίνδυνα ρίσκα, ψάχνει συνοδοιπόρους, ελπίζει στην καλοσύνη των ξένων, κυνηγάει στα σκοτεινά τη χαμένη του νιότη, συνουσιάζεται με αντρικά νεανικά σώματα,  συνομιλεί με  ανδρείους και  απεγνωσμένους, ρομαντικούς και μοναχικούς περιπατητές της νύχτας, τους μεγάλους ερωτικούς. Εκεί που λαϊκά τσόλια μιας χρήσης ζευγαρώνουν στα όρθια με βιαστικούς και ανώδυνους εραστές, όπου απλά η καύλα αποτελεί το πρόσχημα, μα  και τη μόνη τους παρηγοριά, έστω και προσωρινά, μέχρι την επόμενη νύχτα. Γιατί η αληθινή αγάπη είναι δύσκολη και αβέβαιη, ίσως και να  μην υπάρχει. Ή πάλι, εκείνος να είναι ακατάλληλος, αδέξιος, ανίκανος να τη βρει, να δώσει και να πάρει. Με την παλιά πληγή πάντα ανοιχτή, να πονάει και  να έχει κακοφορμίσει επικίνδυνα.

 

*Το βιβλίο με τίτλο «Ο ΠΟΥΣΤΗΣ» αποτελείται από δεκαεπτά ερωτικές ιστορίες (ασπόνδυλο μυθιστόρημα) και αφιερώνεται σε όλα τα αγόρια του Πάρκου και τους ανδρείους της Ηδονής. Θα κυκλοφορήσει με τον συνήθη τρόπο τον Ιούνιο 2024, ίσως και νωρίτερα, μα πάντα μόνο για φίλους.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΧΟΝΤΡΟΥΛΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΑ

 

Αν δεν ήμουν πάντα μαζί του, στο πλάι του, να του κρατάω το χεράκι σαν φιλόστοργος πατέρας ή μεγάλος αδερφός και να τον καθοδηγώ σε κάθε του βήμα, για να παίρνει κουράγιο, να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά, να κερδίζει είκοσι πόντους ύψος κάθε φορά, αν δεν γινόντουσαν όλα αυτά, δεν θα πήγαινε, όσο και να του τρέχανε τα σάλια και τα ζουμιά, όσο κι αν είχε γλυκαθεί απ’ την υπόθεση. Γιατί, όπως και να το κάνεις, για κάθε ώριμο άνδρα το γαμήσι είναι η μέγιστη απόλαυση, κι ας τους ευνουχισμένους διανοούμενους και τους διάφορους ηθικολόγους του κώλου να λένε τις παπαρδέλες τους, ποιος τους ακούει. Έτσι κι αλλιώς, το ‘βλεπε σαν μια νυκτερινή περιπέτεια, ότι έβγαινε απ’ την καθημερινή του ρουτίνα και μιζέρια, ότι έκανε κι αυτός μία πράξη επαναστατική, μια υπέρβαση, μια αντίσταση, ότι για κάποια λεπτά της ώρας έγραφε τα χρηστά ήθη της κοινωνίας στα παλιά του τα παπούτσια. Με αυτά που γαλουχήθηκε και πορεύτηκε σε ολόκληρο τον βίο του. Βέβαια, ήταν υπερβολικά ντροπαλός και συνεσταλμένος, ένας κλασικός καταπιεσμένος μαμάκιας, μαμμόθρεφτο περιωπής ετών πενήντα πέντε, με όλες τις σφραγίδες και τα δικαιολογητικά. Σκυφτούλης και υποτακτικός. Βλέπεις, υπήρχαν τρανταχτές και αδιάσειστες αποδείξεις. Πρώτα απ’ όλα, το φανέρωνε και το σουλούπι του. Κοντός, παχουλός, καραφλός, γυαλάκιας, με μικρά στρογγυλά ματάκια, μαζεμένος και φοβισμένος. Ένα καθαρόαιμο ανθρωπάκι. Ζούσε ακόμα με την υπερήλικη μητέρα του, έχοντας σώα τα φρένα της εκείνη και το μυαλό της δεκατέσσερα, μέσα στο κεφάλι, ενώ συστηματικά διαφέντευε  και γαμούσε τη ζωή του μονάκριβου κανακάρη της, του πολύτιμου γιόκα της, θέλοντας και μη, ποιος ξέρει. Εκείνος δεν είχε ακόμα καταφέρει να απογαλακτιστεί και να ενηλικιωθεί. Μα τουλάχιστον η πράξη του αυτή, η συνουσία του μήνα, ήταν ανατρεπτική, ενάντια στη σεβάσμια θέληση της μαμάς και την ηθική των συγγενών, παρ’ όλο που ευτυχώς για κείνον δεν το γνώριζαν, και που γινόταν με καλλίγραμμες πουτάνες των λαϊκών μπουρδέλων της κατωτέρας υποστάθμης, απέναντι από την ιχθυόσκαλα, πλάι στο παλιό λιμάνι της πόλης. Όμως, όλα αυτά αποτελούσαν ασήμαντες λεπτομέρειες. Σημασία είχε το δεκάλεπτο γαμήσι του μήνα, τίποτε άλλο.

Ήταν άνθρωπος μετρίων ικανοτήτων και μειωμένων δυνατοτήτων, μα καλός, άκακος και ευαίσθητος,  που βιοποριζόταν σταθερά και αποκλειστικά τα τελευταία τριάντα χρόνια ως μόνιμος κλητήρας σε κάποια ξεχασμένη δημόσια υπηρεσία, δηλαδή το παιδί για όλες τις δουλειές, καφέδες, τυρόπιττες, φωτοτυπίες και τα ρέστα, θέση που καβάτζωσε έγκαιρα μέσω κομματικών φίλων του πατέρα του, θεός σχωρέστον, το έκανε κι αυτός το χρέος του, βόλεψε το ανήμπορο παιδί του προτού τα κακαρώσει, να έχει τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό. Τον ήξερα από παλιά, μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, δέκα χρόνια μικρότερος από μένα και πάντα στην απέξω, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, του κλότσου και του μπάτσου από τα άλλα παιδιά, τον λυπόμουν και όποτε μπορούσα έμπαινα στη μέση για να τον υπερασπιστώ. Γι’ αυτό με θαύμαζε και με θεωρούσε προστάτη, φύλακα άγγελο και μεγαλύτερο αδερφό του. Μεγαλώνοντας χαθήκαμε. Εγώ έφυγα για την πρωτεύουσα, εκείνος βάλτωσε στην πόλη που γεννήθηκε, τσουλώντας και οι δυο μας, όπως μπορούσαμε, ο καθένας με τον τρόπο του, τις άμοιρες ζωούλες μας. Βέβαια, κι εγώ κάποια στιγμή γύρισα πίσω, επέστρεψα στη βάση μου, μα τον είχα ξεχάσει εντελώς, δεν υπήρξε κάτι σημαντικό στη ζωή μου για να τον θυμάμαι, όταν πριν από ένα χρόνο συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο. Μετά από σαράντα χρόνια είχαμε αλλάξει και οι δύο πολύ, μα εκείνος με θυμήθηκε, απίστευτο, παρ’ όλα τα χάλια μου και τον ξεπεσμό μου, αφού τον τελευταίο καιρό είχα φάει όλα τα έτοιμα και είχα απομείνει ταπί και ψύχραιμος. Ήμουν σε άθλια κατάσταση, μα όταν με αντίκρισε, έκανε σαν τρελός απ’ τη χαρά του, έπεσε με φόρα κατά πάνω μου, με αγκάλιασε, άρχισε να με φυλάει και να κλαίει από χαρά και ευτυχία. Εκτυλίχθησαν στιγμές άκρως συγκινητικές και απείρου κάλλους μεταξύ δύο παλιών φίλων. Εγώ πάλι έκανα ώρα να καταλάβω ποιος είναι, να συνειδητοποιήσω ποιον έχω απέναντί μου. Στην αρχή τον πέρασα για κάποιον ψυχοπαθή που μόλις βγήκε απ’ το άσυλο, το ‘σκασε ή τον αμολήσανε, δεν έχει μεγάλη σημασία, αν και ήταν ευπαρουσίαστος και καλοντυμένος, μα ολομόναχος. Φαγώθηκε να πάμε να με κεράσει, πρώτα για καφέ, μετά για φαγητό. Δεν είχα καμία όρεξη να θυμηθώ τα παλιά, μα πεινούσα, ήμουν άφραγκος, ρέστος και ατσίγαρος, οπότε αποδέχτηκα με μεγάλη ικανοποίηση την πρόσκλησή του. Ήταν θείο δώρο το ξανασμίξιμο μαζί του, ο από μηχανής θεός που θα ‘δινε κάποια λύση στα φλέγοντα ζητήματα που με απασχολούσαν εκείνο τον καιρό, τουλάχιστον έτσι νόμισα και δεν έπεσα έξω, ο χρόνος με δικαίωσε. Πάντως, εκείνο το βράδυ θα την έβγαζα καθαρή, θα περνούσα μπέικα, σωστός μαχαραγιάς, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Είχα σταθεί πολύ τυχερός, μόλις μου είχε κληρωθεί το πρώτο λαχείο.

Από κείνη τη μέρα έγινε ο τελευταίος και καλύτερος φίλος της ζωής μου, πλέον δεν είχα άλλους, με τους υπόλοιπους ανθρώπους διατηρούσα μόνο τις απαραίτητες τυπικές συναλλαγές και ευγένειες, τίποτα περισσότερο. Με λίγα λόγια, μου ήταν αδιάφοροι, δεν τους άφηνα να μπουν στον περίκλειστο βίο μου και να αναταράξουν την άγια μοναξιά μου. Μα εκείνος ήταν η εξαίρεση. Κρατήσαμε σταθερή επαφή, κάθε τόσο βρισκόμασταν και τα λέγαμε, συνήθως στην αρχή του μήνα, που έπαιρνε το μισθό του, θυμόμασταν τα παλιά, γελούσαμε και μελαγχολούσαμε για τα χρόνια που πέρασαν βιαστικά, τη σύντομη νιότη μας που έφυγε χωρίς να μας ρωτήσει, που σπαταλήθηκε άσκοπα και ασυλλόγιστα, για τον αδυσώπητο χρόνο που δεν σέβεται καθόλου τις επιθυμίες μας και μας γράφει στα παλιά του τα υποδήματα, για τα όνειρα που είχαμε κάποτε, όταν ήμασταν παιδιά, για όλα αυτά που μας βασάνιζαν. Παραδόξως, ήταν καλός και μυαλωμένος συζητητής. Πιο πολύ μιλούσε εκείνος, εγώ άκουγα. Δεν είχε φίλους, μου έλεγε, όλοι κοιτούσαν να τον εκμεταλλευτούν, λες και ήταν ηλίθιος και δεν καταλάβαινε, μα έδινε πάντα τόπο στην οργή, δεν τους κρατούσε κακία, απλά τους απέφευγε, και αναγκαζόταν να γυρίζει μόνος του στους δρόμους και τα μαγαζιά σαν την άδικη κατάρα. Η μοναξιά είναι δύσκολη, ολοκλήρωνε θυμόσοφα το λογύδριο του, χαμογελώντας και μένοντας ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό του. Μα το βασικό ήταν ότι πλήρωνε πάντα εκείνος και τον καφέ και την ταβέρνα και όταν χωρίζαμε με χαρτζιλίκωνε κι από πάνω. Δίχως να του έχω πει λεπτομέρειες, από ντροπή και αξιοπρέπεια, καταλάβαινε πως βρισκόμουν σε δύσκολη κατάσταση, τσοντάριζε και μου ‘κανε πάσες διάφορα χρηματικά ποσά, με τρόπο πάντα και συστολή, προσπαθώντας να μην με προσβάλει, παρ’ όλο που ήξερα ότι κι αυτός μισθωτός ήταν, δεν έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά είχε και τη σύνταξη της καλής του μητερούλας. Είχε γίνει ο μεγάλος ευεργέτης μου, έπρεπε να του στήσω άγαλμα στην κεντρική πλατεία της πόλης, του άξιζε ένας μπρούτζινος μεγαλοπρεπής ανδριάντας για όλα τα καλά που μου έκανε, δεν είχα παράπονο. Τον ευχαριστούσα και τα ‘βαζα στην τσέπη με μισή καρδιά, μα είχα ανάγκη και κόψιμο, εκείνη την εποχή λιμοκτονούσα, ήταν ζήτημα επιβίωσης και δεν χωρούσαν στη μέση ψεύτικοι εγωισμοί και υπερηφάνειες. Μα εκεί που πραγματικά με συγκίνησε, δάκρυσα και θέλησα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου ήταν όταν την πρωτοχρονιά πήγαμε και μου αγόρασε ρούχα και παπούτσια, ολοκαίνουργιο με έκανε, από την κορυφή ως τα νύχια, ξοδεύοντας αρκετά χρήματα, ούτε βαφτιστήρι του να ήμουνα. Χρειαζόμουνα σουλούπωμα, είχα παραμελήσει τελείως τον εαυτό μου, είπε και δεν είχε άδικο. Είχα κάψει φλάντζες και βαρέσει μπιέλες, χρειαζόμουν ανακαίνιση και γενικό ρεκτιφιέ. Και μου το έκανε. Πλύθηκα, κουρεύτηκα, ξυρίστηκα κι έγινα σένιος, άλλος άνθρωπος, ντυμένος στην πένα, σωστός γαμπρός, πλέον μόνο μια νύφη μου έλειπε, μακριά από μας. Τώρα μπορούμε να κυκλοφορούμε πιο άνετα, μου δικαιολογήθηκε συνεσταλμένα και μου ‘ρθε να τον φιλήσω. Κανείς άλλος δεν μου είχε ξηγηθεί με τέτοιο τρόπο, δεν μου είχε φερθεί τόσο καλά. Είχα αρχίσει να τον αγαπώ τον χοντρούλη.

Πρέπει να το ομολογήσω, απέναντί του ένιωθα μεγάλη υποχρέωση, αυτή ήταν η πικρή αλήθεια, κι έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι για το φίλο μου, που μου είχε σταθεί σαν αδερφός, να ανταποδώσω το ενδιαφέρον και την γενναιοδωρία του, να ξεπληρώσω ένα μέρος της φιλοτιμίας και της καλοσύνης του. Δεν θυμάμαι εκείνη τη βραδιά πώς το έφερε η κουβέντα. Ήμασταν στην ταβέρνα, τσιμπολογούσαμε ήσυχα τα μεζεδάκια μας και κουτσοπίναμε το κρασάκι μας σεμνά και ταπεινά. Είχαμε μιλήσει και καλαμπουρίσει αρκετά, οι γλώσσες και τα σαγόνια μας είχαν κουραστεί να ανεβοκατεβαίνουν και να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε και τώρα σιωπούσαμε βαριεστημένα και μελαγχολικά, δεν είχαμε και κάτι άλλο να πούμε, απλά χαζεύαμε και ρεμβάζαμε έξω απ’ την τζαμαρία την ηρεμία της νύχτας. Κάποια στιγμή τον ρώτησα, μάλλον αδιάφορα, έτσι, για να πω κάτι, χωρίς περίεργους σκοπούς και δεύτερες σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλό μου. Πώς τα πας  με τα ερωτικά; Κάνεις τίποτα; Ξαφνιάστηκε, έγινε κατακόκκινος απ’ την ντροπή του και για κάμποση ώρα έχασε τη μιλιά του. Δεν μου απάντησε ξεκάθαρα, μόνο κάτι δικαιολογίες και μισόλογα ψέλλισε μέσα από τα δόντια του, μα κατάλαβα ότι μάλλον δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα, δεν είχε δει το πράμα της ούτε ζωγραφιστό. Όσο για το ανδρικό φύλο, ούτε λόγος να γίνεται, δεν πρέπει να του είχε περάσει ούτε καν σαν ιδέα απ’ το μυαλό του, έτσι τουλάχιστον φαινόταν, μα και να ‘ταν του γούστου του, θα το είχε σίγουρα καταχωνιάσει στα τρίσβαθα της ψυχής και του πουλιού του. Ο φίλος μου σίγουρα δεν ήταν για τόσο μεγάλα άλματα, ούτε καν από περιέργεια, έτσι, απλά για να δοκιμάσει. Ούτε και μπορούσα να γνωρίζω τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις και επιθυμίες. Τόσα χρόνια μαραμένος, άπραγος, αγάμητος και ανέραστος, ίσως να είχαν παρεκκλίνει προς κακοτράχαλα και αδιέξοδα μονοπάτια, ποιος ξέρει, ίσως ούτε κι ο ίδιος. Πάντως, εγώ όχι, μόνο υποθέσεις μπορούσα να κάνω με τον διεστραμμένο μου εγκέφαλο και το έμπειρο πουλί μου. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ήταν ανεπίτρεπτο, κρίμα πήγαινε ο άνθρωπος χαραμίζοντας τα χρόνια του, έπρεπε να ξεμπλοκάρει το γρηγορότερο, τώρα που είναι ακόμα καιρός, σκεφτόμουν από μέσα μου και έβαζα το πολυμήχανο μυαλό μου να δουλεύει πυρετωδώς. Φάγαμε, ήπιαμε, πλήρωσε το λογαριασμό και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Πάμε κάπου, του λέω, σου έχω μια έκπληξη, τραβώντας τον απ’ το μανίκι. Στην αρχή απόρησε, με κοίταξε περίεργα, με το στόμα ανοιχτό, μα με ακολούθησε δίχως αντιρρήσεις, σαν πειθήνιο και υπάκουο σκυλάκι. Μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, μα κι εγώ  δεν τον είχα απογοητεύσει ποτέ.

Φτάσαμε στα μπουρδέλα απέναντι από την ιχθυόσκαλα, διάλεξα ένα στην τύχη και μπήκαμε μέσα ανεβαίνοντας βιαστικά τις απότομες σκάλες. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πού πάμε και πού βρισκόμαστε, πρέπει να αγνοούσε τελείως την ύπαρξή τους και το θεάρεστο κοινωνικό έργο που επιτελούσαν εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κάποια στιγμή τον έζωσαν τα φίδια και με ρώτησε. Πάμε να γαμήσουμε, του απάντησα, γελώντας. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά, μα ευτυχώς έδειξε θάρρος και δεν το έβαλε στα πόδια. Είχε χρήματα πάνω του. Στην τσατσά εξήγησα με τρόπο πως ήτανε πρωτάρης κι έπρεπε να του γίνει ιδιαίτερη μεταχείριση, αργά και με το μαλακό. Ξαφνιάστηκε λόγω της ηλικίας του, γούρλωσε τα μάτια, μα συμφώνησε, δεν είχε πρόβλημα. Ευτυχώς, εκείνο το βράδυ δεν είχαν πολύ δουλειά. Ενημέρωσε την κοπέλα για τα καθέκαστα και την ειδική περιποίηση, μια αλλοδαπή ξανθιά κουκλάρα γύρω στα τριάντα, κι ο φίλος μου μουδιασμένος και υπνωτισμένος προχώρησε στα ενδότερα. Εγώ κάθισα στο σαλονάκι και τον περίμενα με αγωνία και ανυπομονησία, είχα άγχος να δω αν θα τα καταφέρει. Κάνα μισάωρο κράτησε το βάπτισμα του πυρός και όλα πήγανε δεξιά. Πλήρωσε κάτι παραπάνω, μα άξιζε τον κόπο. Επέστρεψε μεταμορφωμένος, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, ανάλαφρος και ξανανιωμένος. Έλαμπε ολόκληρος. Δεν ξέρω τι έκανε με την πουτάνα, ούτε τον ρώτησα λεπτομέρειες, ούτε κι ο ίδιος μου είπε από μόνος του, μα σίγουρα πέρασε καλά και το ευχαριστήθηκε. Έτσι, από κείνο το βράδυ το βάλαμε στο πρόγραμμα, καθιερώθηκε και επίσημα ως το κλου των συναντήσεών μας. Όποτε βρισκόμασταν, μετά το καφενείο και την ταβέρνα, ντουγρού για τους οίκους ανοχής και βουρ στο ψητό ο φίλος μου, εγώ απείχα διακριτικά. Σύντομα, είχε γίνει άλλος άνθρωπος, φαινόταν ότι βελτιωνόταν στο άθλημα και αποκτούσε αυτοπεποίθηση, είχε ξυπνήσει απότομα το αρσενικό μέσα του, μα από συστολή και σεμνότητα ποτέ δεν παρασύρθηκε σε πικάντικες διηγήσεις και περιγραφές των κατορθωμάτων του στα σκοτεινά και αρωματισμένα δωμάτια των λαϊκών πορνείων, ούτε κι εγώ τον παρότρυνα για κάτι τέτοιο. Μόνο με ήθελε δίπλα του για να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Να τον περιμένω στο σαλόνι να επιστρέψει θριαμβευτής από άλλη μια δύσκολη μάχη. Κι ας μην έκανα τίποτα εγώ, δεν με πείραζε, χαιρόμουν απλά και μόνο με την ευτυχία του. Πάντως, εκείνος μου το είχε προτείνει, θα πλήρωνε και για μένα, δεν είχε πρόβλημα, και παραξενεύτηκε όταν αρνήθηκα. Με ρώτησε το λόγο με την απορία και την αφέλεια ενός μικρού παιδιού. Τι να του ‘λεγα; Πάει, στέρεψε το πηγάδι, άδειασε το βαρέλι, χάλασε η κάνουλα, απάντησα σιβυλλικά. Τώρα, καλέ μου φίλε, έχω άλλα, πιο δύσκολα γούστα που εδώ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Πρέπει να κατάλαβε τι εννοούσα, μα η κουβέντα μας κόπηκε απότομα σε εκείνο το σημείο, από λεπτότητα δεν ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις. Στα εξήντα πέντε είτε παρατάς τελείως το άθλημα είτε μπαίνεις σε άλλα, πιο δύσβατα μονοπάτια. Πάντως, ο φίλος μου, έστω και αργά, είχε αρχίσει να μπαίνει στα βαθιά νοήματα της ζωής, να σακουλεύεται τις πιο ζόρικες καταστάσεις της. Είχε κάνει άλματα και ήμουν πολύ περήφανος για αυτόν. Ούτε γιος μου να ‘τανε, είχε γίνει ένας γνήσιος πουτανιάρης. Κάλιο αργά παρά ποτέ.

***

Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε δεν κρατιόταν με τίποτα, ήταν σε παροξυσμό και βιαζόταν να πάμε στην κοκκινομάλλα. Ήταν το νέο του αμόρε, το πιο πρόσφατο. Είχε φάει άγριο κόλλημα μαζί της, τρελή καψούρα, ένα όμορφο πιπίνι γύρω στα είκοσι, μα ξεπεταγμένο και μάλιστα ντόπιας προέλευσης, είχε βγει πρόσφατα στο κλαρί και έκανε θραύση στην πιάτσα. Είχε ξετρελαθεί μαζί της. Τον φώναζε χαϊδευτικά χοντρούλη κι εκείνος δεν παρεξηγιόταν, του άρεσε αυτή η οικειότητα. Από κει του έμεινε, έτσι τον έλεγα κι εγώ, πιο σοβαρά και αυστηρά, και ρούτζωνε τα μούτρα του, αν και στο τέλος το κατάπινε. Δεν φταίω εγώ, άλλη σου κόλλησε το παρατσούκλι, του έλεγα και δεν έβγαζε άχνα. Είχε πολύ πλάκα. Παρ’ όλο που η τσατσά χρέωνε κάτι παραπάνω, σχεδόν διπλή ταρίφα. Βλέπεις, στους καλούς και σοβαρούς πελάτες προσέφερε και ιδιαίτερες υπηρεσίες, μα σίγουρα άξιζε τα λεφτά της, μου έλεγε ο φίλος μου, αν ήθελα, μια δοκιμή θα με έπειθε, και γελούσε σαν μικρό άτακτο παιδί με τα μούτρα που έκανα. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι, καταλάβαινα τον ενθουσιασμό του, αν και πλέον δεν τον θεωρούσα νεοφώτιστο. Άντε, πάμε να τελειώνουμε, του λέω, με έπρηξες με τις ερωμένες σου και τις γκομενοδουλειές σου, τελευταία το ξέρεις, έχεις εξελιχθεί σε μεγάλο αγαπητικό, κοίταξε να μείνεις κι εσύ στον άσσο, να σου τα φάνε όλα οι πουτάνες, οι τραγουδιάρες και οι λελούδες. Τον δούλευα ψιλό γαζί, μα δεν παρεξηγιόταν, ήταν μέσα στην τρελή χαρά, ίσως και πάνω στη φούρια του να μην έπιανε την ειρωνεία και τα υπονοούμενα που του σερβίριζα, πάντα μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Φτάσαμε κατάκοποι και ασθμαίνοντας, μεγάλοι άνθρωποι, έξω απ’ τον οίκο ανοχής των σωμάτων και απωλείας των ψυχών. Το κόκκινο φανάρι ήταν αναμμένο. Ανεβήκαμε τις σκάλες, μα φτάνοντας στο σαλόνι του μπουρδέλου έγινε μια αναπάντεχη συνάντηση. Ήταν ένας νεαρός, γύρω στα δεκάξι, τόσο φαινόταν, παιδί ακόμα, μα ξεπεταγμένο μαγκάκι. Απέναντί του ο λεκανάς τον αποκαλούσε υποτιμητικά νιάνιαρο, του ζητούσε ταυτότητα και τον έδιωχνε σαν ανήλικο κακήν κακώς να πάει να βυζάξει τη μαμά του. Τον έκανε ρόμπα, σκουπίδι, τον  ξεφτίλισε και τον ταπείνωσε, αν και ενδόμυχα πρέπει να τον γούσταρε κι εκείνος, να ήθελε να το φάει το τεκνό, μα φοβόταν και τις συνέπειες του νόμου. Δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες μέσα να ακούσουν, μόνο εγώ και ο φίλος μου. Γινόταν μεγάλη φασαρία, καβγάς τρικούβερτος, ευτυχώς μόνο φραστικά και από μακριά, δεν πιαστήκανε στα χέρια, και κείνη την ώρα βγήκε και η τσατσά ως το αφεντικό του μαγαζιού να καθαρίσει την κατάσταση. Στο τέλος ο νεαρός έβρισε χυδαία τη λεκανατζού πουστόγρια, μου ‘ριξε και μένα ένα βιαστικό βλέμμα αγανάκτησης και αδικίας και έκανε να φύγει. Στεκόμουν στο κεφαλόσκαλο φράζοντας την έξοδο, όταν περνώντας από δίπλα μου του έπιασα με τρόπο τον κώλο και του έκανα ένα νεύμα να με περιμένει από κάτω. Δεν είπε τίποτα. Στην αρχή μόνο ξαφνιάστηκε λίγο, μα μπήκε αμέσως στο νόημα. Μετά την αποχώρηση του καυλωμένου ανήλικου ξεπρόβαλλε χαμογελαστή η κοκκινομάλλα ως ημίγυμνη θεά. Πάμε χοντρούλη μου, του είπε, τον πήρε απ’ το χεράκι  και αποτραβήχτηκαν στο βάθος, στα πίσω δωμάτια, σαν δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια. Τέτοια του έκανε, κι όχι μόνο τα γλυκά μάτια, και εκείνος είχε χάσει τον ύπνο και ξύπνιο του με την πάρτη της, δεν μπορούσες να του ρίξεις άδικο. Συγχρόνως, αποσύρθηκε και η τσατσά στο γραφείο της. Έμεινα μόνος στο σαλόνι, με τον λεκανά απέναντί μου να μου χαμογελάει και να ξερογλείφεται. Δεν ξέρω τι περίεργες ιδέες έμπαιναν στο έκφυλο μυαλό του, μα εγώ δεν είχα καμιά όρεξη να τον σιγοντάρω.

Δεν έχασα ούτε λεπτό. Άφησα τον λεκανά σύξυλο με το στόμα ανοιχτό και κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας, βγήκα έξω και έψαξα για τον μικρό. Με περίμενε λίγο παραπέρα, σε μια σκοτεινή γωνία γεμάτη από πυκνές φυλλωσιές. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Μπήκαμε στην καβάτζα, τον στρίμωξα, κόλλησα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω. Είχα πολλά χρόνια να νιώσω τέτοια απόλαυση, δεν μου το επέτρεπε η ηλικία μου, πλέον όλοι με φτύνανε κατάμουτρα. Μα σήμερα είχε γίνει το μέγα θαύμα. Ο καλός θεός των σαφρακιασμένων και ταλαίπωρων πουστόγερων με είχε λυπηθεί και μου ‘χε στείλει για δώρο αυτόν τον ξανθό άγγελο. Και από πάνω, δεν είχα κάνει λάθος. Δεκάξι χρονών, μα έμπειρος και περπατημένος, πότε πρόλαβε, αναρωτιόμουν. Την έβγαλε έξω και μου την έβαλε στο στόμα, ήθελε να τον τσιμπουκώσω. Δεν αρνήθηκα, δεν είχα πρόβλημα, μου άρεσε. Μα το ήδη ερεθισμένο του εργαλείο ήταν μεγάλο και χοντρό και με μπούκωσε, έφτασε μέχρι το λάρυγγα και τον οισοφάγο και παραλίγο να με πνίξει. Ήταν κι εκείνος βιαστικός, μάλλον δεν είχε χρόνο για πέταμα. Μου κατέβασε το παντελόνι, με ξεβράκωσε, με γύρισε απ’ την άλλη, με πίεσε με το χέρι του να σκύψω και μου τον έχωσε στο κώλο. Έτσι, στεγνά, χωρίς καπότα, ούτε καν λίγο σάλιο δεν έβαλε για να διευκολύνει τη διείσδυση. Πόνεσα, μου κόπηκε η ανάσα και τα ήπατα, μα μου άρεσε. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με γρήγορες και δυνατές κινήσεις, σκαμπιλίζοντας εναλλάξ τα ασπρουλιάρικα κωλομέρια μου. Ξέσκιζε τον πλαδαρό και ξεχειλωμένο μου κώλο,  τη γέρικη σούφρα και την αραχνιασμένη κωλοτρυπίδα μου κι εγώ πονούσα και βογκούσα από κάβλα και ηδονή και να του φώναζα ευτυχισμένος έτσι αγόρι μου, γάμα με, δυνατά, μη σταματάς, κι άλλο, ακόμα πιο πολύ, πιο βαθιά, μέχρι τον πάτο μου, ξέσκισέ με, καργιόλη. Ευτυχώς, ήμασταν ολομόναχοι μέσα στη νύχτα και κανείς δεν μπορούσε να μας ακούσει, γιατί κι αυτός με έβριζε χυδαία και πρόστυχα, με λέξεις ακατανόμαστες, ανάξιες να καταγραφούν σε ένα σοβαρό λογοτεχνικό κείμενο υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών. Δεν ξέρω το αγόρι μου πόση ώρα με πηδούσε τουρλοκωλιασμένο, μα μου φάνηκε μια αιωνιότητα μέσα στον παράδεισο. Στο τέλος, χωρίς να τραβηχτεί, φώναξε χύνω και τέλειωσε μέσα μου. Μη βγαίνεις ακόμα, μείνε μέσα, τον διέταξα με απόγνωση και άρχισα να την παίζω. Εκείνη μεγάλωνε,  φούσκωνε, κοκκίνιζε και μετά από λίγο τρέμοντας έσταξα τα λιγοστά μου χύσια κάτω στο χώμα, ανάμεσα στα σκέλια μου. Ακόμα το πηγάδι δεν είχε τελείως στερέψει, κάτι έβγαζε.

Σκουπιστήκαμε βιαστικά, ντυθήκαμε και βγήκαμε στο ξέφωτο. Όταν ανάψαμε τσιγάρο, οι ανάσες μας ήταν ακόμα βαριές και λαχανιασμένες. Δεν είπαμε πολλές κουβέντες, ούτε καν συστηθήκαμε. Δεν είχα καν την περιέργεια να μάθω πού μένει, αν δουλεύει, αν πηγαίνει σχολείο, αν έχει κοπέλα ή πώς περνά με την οικογένειά του. Εκείνη την ώρα της χαλάρωσης και της ανείπωτης πληρότητας το μυαλό μου είχε σταματήσει τελείως. Θα μπορούσε και να ήταν εγγονός μου, μόνο αυτό σκέφτηκα. Τον κοίταζα στα μάτια τρισευτυχισμένος, ήταν πολύ όμορφος και ήθελα πολύ να τον ξανασφίξω στην αγκαλιά μου και να τον γεμίσω με χάδια και φιλιά. Εκείνος δεν ήξερα τι μπορεί να σκεφτόταν, ίσως και να ένιωθε κάπως αμήχανα και άβολα μετά το χώσιμο και το χύσιμο, τώρα που δεν υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος να βρίσκεται μαζί μου. Πάντως, δεν του έφτανε που είχε γλυτώσει τη διπλή ταρίφα της κοκκινομάλλας, αλλά από πάνω μού ζήτησε και χρήματα. Δεν με ενόχλησε, ούτε και φοβήθηκα τίποτα, τα άξιζε και σίγουρα θα τα είχε ανάγκη. Επιπλέον, δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω και να του χαλάσω τη διάθεση, τώρα που θα χωρίζαμε, ούτε και τη μεταξύ μας όμορφη ατμόσφαιρα. Έψαξα τις τσέπες μου και του ‘δωσα ότι βρήκα. Είπαμε να ξαναβρεθούμε αύριο, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, και καληνυχτιστήκαμε. Τον φίλο μου, τον χοντρούλη, εδώ και τόση ώρα, τον είχα ξεχάσει εντελώς.    

Τον βρήκα να με περιμένει σαν όρθιο ξυλάγγουρο έξω απ’ το μπουρδέλο μη ξέροντας τι να κάνει. Όταν τον πλησίασα και με αναγνώρισε μέσα στο ημίφως, το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν πανσέληνος, έλαμψε από χαρά και ένιωσε ανακούφιση. Που ήσουν; με ρώτησε με αγωνία. Είχα πάει παραπέρα για κατούρημα, του είπα, μα δεν νομίζω να το ‘χαψε. Συνέχιζε να με κοιτάζει περίεργα, μα δεν επέμεινε με κάποια άλλη απορία. Πώς τα πήγες με την κοκκινομάλλα; Ρώτησα με τη σειρά μου, όχι από αληθινό ενδιαφέρον, αλλά πιο πολύ  για να ξεχαστεί το θέμα της ξαφνικής μου εξαφάνισης. Για άλλη μια φορά ήταν περιχαρής και κατενθουσιασμένος, άλλο να στα λέω και άλλο να τα βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, μου είπε. Μπα, δεν είμαι μπανιστηριτζής, δεν μου αρέσει να σε παρακολουθώ, του είπα και γελάσαμε, παρότι βέβαια είχα μεγάλη περιέργεια για τις σεξουαλικές του επιδόσεις. Όμως, δεν θα μάθαινα ποτέ τις προόδους του. Είπαμε λίγες κουβέντες ακόμα και χωρίσαμε. Έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς και να πάει στην εκκλησία από τα άγρια χαράματα, ξημέρωνε μεγάλη γιορτή για τη χριστιανοσύνη, μου είπε. Προτού καληνυχτιστούμε, του ζήτησα να μου δώσει κάνα ψιλό, γιατί είχα μείνει άφραγκος πάλι, ταπί και ψύχραιμος. Δεν μου αρνήθηκε, έβγαλε απ’ την τσέπη του και μου πάσαρε λίγα χαρτονομίσματα για να βολευτώ. Τελευταία έχεις γίνει πολύ σπάταλος, σχολίασε μόνο χαμογελώντας. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω τον λόγο. Μπορεί εκείνος να πήγαινε για νανάκια και όνειρα γλυκά, με συντροφιά την όμορφη κοκκινομάλλα του, μα για μένα η σημερινή νύχτα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Λοιπόν, καλή αυριανή, του ευχήθηκα και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.    

***

Απόψε είχα ύπαρξη, με πλάκωνε βαριά πάνω στο στήθος και δεν ήξερα το λόγο. Έτσι ξαφνικά ήρθε. Ο φίλος μου με είχε εγκαταλείψει και περιπλανιόμουν άσκοπα μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμα και καμιά μεταφυσική παρηγοριά δεν μπορούσε να καθησυχάσει την αγωνία μου για τα μελλούμενα. Είχα βρεθεί πάλι ολομόναχος στη μέση κάποιου αλλόκοτου σαββατόβραδου, ένα από τα πολλά του άθλιου και κακορίζικου βίου μου. Ξαφνικά διψούσα και ζεσταινόμουν. Μπήκα στο πρώτο μπαράκι που βρέθηκε στο δρόμο μου και ήπια, μέθυσα, έγινα σκνίπα, στουπέτσι, δεν ήξερα πού πατώ και πού βρίσκομαι. Ήταν γεμάτο από χαρούμενο και κεφάτο κόσμο που γλεντούσε, χόρευε και τραγουδούσε, μα η ευτυχία τους δεν μπορούσε να με αγγίξει διόλου. Ένιωθα τελείως ξένος, μακριά απ’ όλους. Όλα γύριζαν δεξιόστροφα, όσο περνούσε η ώρα ζαλιζόμουν και θόλωνα ακόμα πιο πολύ. Πλήρωσα και βγήκα έξω να με φυσήξει ο καθαρός αέρας. Σαν βιαστική γάτα έπρεπε να διασχίσω κάθετα τον άδειο δρόμο και να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς σοβαρό λόγο και αιτία, γιατί έτσι μου την κάρφωσε, δεν είχα κάπου συγκεκριμένα να πάω και φυσικά κανείς δεν με περίμενε. Πάντως, δεν ήθελα από τώρα να γυρίσω στο σπίτι. Βρέθηκα στη μέση, πάνω στη διαχωριστική γραμμή και σταμάτησα. Είδα ένα σκοτωμένο περιστέρι με ανοιγμένα τα φτερά, έτοιμο να πετάξει μα δεν πρόλαβε, κολλημένο και πατικωμένο σαν χαλκομανία στην άσφαλτο. Ήταν σύντομη η ζωή σου, πουλάκι μου, τι πρόλαβες να χαρείς, σκέφτηκα. Σίγουρα το ταίρι σου θα σε ψάχνει και θα σε θρηνεί, θα του λείπεις. Εμένα κανείς.

Ξαφνικά εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο βάθος ένα αυτοκίνητο με μεγάλα στρογγυλά φωτά. Ερχόταν προς το μέρος μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με τύφλωνε. Σίγουρα με έβλεπε κι έπρεπε να σταματήσει. Εγώ είχα καρφωθεί στη θέση μου, ήμουν μουδιασμένος και δεν μπορούσα να κουνηθώ ρούπι, είχα ξεχάσει καν προς τα πού έπρεπε να πάω. Ο νεαρός οδηγός του ήταν και κείνος πιωμένος, δίπλα του η ξανθιά γκόμενα χασκογελούσε ηλίθια και προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι. Δεν με είδαν. Πέσανε πάνω μου και με χτύπησαν. Βρέθηκα πεταμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος, μα το λευκό περιστέρι είχε εξαφανιστεί. Δεν σταμάτησαν να με βοηθήσουν, ούτε καν έκοψαν ταχύτητα, μα τους συγχωρώ, σαν νέοι άνθρωποι ήταν λιγάκι βιαστικοί και απρόσεκτοι, ίσως πηγαίνανε να γαμηθούν, πάντως σίγουρα δεν κατάλαβαν τι έγινε, ότι μπορεί να χτύπησαν έναν άνθρωπο ή κάποιο ζώο, δεν το έκαναν επίτηδες, δεν είχαν τέτοια πρόθεση, ούτε άκουσαν τον γδούπο. Ίσως πάλι κατάλαβαν ότι δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Δεν στραπατσαρίστηκα, είμαι γερό σκαρί, έχω αντέξει πολλά, κι από αυτή τη σύγκρουση βγήκα αλώβητος,  Σηκώθηκα όρθιος και έψαξα το σώμα μου, δεν υπήρχε κανένα τραύμα, καμία πληγή, ούτε καν η ελάχιστη αμυχή, κάποια γρατζουνιά, φτηνά την είχα γλυτώσει. Μάλλον μόνος μου είχα πέσει από τη ζάλη και το μεθύσι μου, το αμάξι με είχε αποφύγει επιδέξια, άδικα τους κατηγόρησα, ίσως να ‘ταν ένα όραμα, προϊόν της νυσταγμένης φαντασίας μου. Ξεσκόνισα τα ρούχα μου, τακτοποίησα τα μαλλιά μου, τσίμπησα τα μάγουλά μου να δω αν ονειρεύομαι και συνέχισα τον δρόμο μου για τα κάστρα και την απάνω πόλη. Τότε θυμήθηκα πού ήθελα να πάω. Απ’ την τρομάρα μου είχα ξεμεθύσει για τα καλά, ήμουν πλέον νηφάλιος και ξάστερος, περπατούσα σταθερά και γρήγορα, βιαζόμουν να φτάσω στον προορισμό μου και να  προλάβω το μαγαζί ανοιχτό.

Ευτυχώς, αν και παράωρα, η ταβέρνα δούλευε ακόμα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μία μεγαλόσωμη κατάμαυρη σκύλα, μόλις με είδε, μου έκανε χαρές κουνώντας την ουρά της, σαν να με γνώριζε από παλιά. Της χάιδεψα το κεφαλάκι και κατόπιν πήγε και ξάπλωσε ευχαριστημένη στη γωνιά της. Οι πελάτες ήταν λιγοστοί, οι πιο πολλοί είχαν φύγει, τα τραπέζια βομβαρδισμένα, γεμάτα από άδεια πιάτα και μπουκάλια. Οι μουσικοί είχαν σταματήσει και κουβέντιαζαν ήσυχα μεταξύ τους, οι κιθάρες, οι μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια είχαν μπει στις θήκες τους. Το στερεοφωνικό έπαιζε μπλουζ στο σπινό. Πήγα και κάθισα στο βάθος, στο τραπεζάκι απέναντι από την τουαλέτα. Τότε ήρθε η γκαρσόνα να πάρει παραγγελία. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Ήταν η κοκκινομάλλα απ’ το μπουρδέλο της ιχθυόσκαλας, η νέα ερωτική κατάκτηση του φίλου μου του χοντρούλη, δεν ήξερα ότι δούλευε κι εδώ. Τι θα πάρετε; ρώτησε χαμογελώντας. Ντυμένη είσαι πιο όμορφη, πήγα να της πω, μα το βούλωσα. Ίσως να ‘ταν κάποια που της έμοιαζε, δεν ήθελα να εκτεθώ, σε τούτη την παλιοζωή όλοι έχουμε τους σωσίες μας. Ένα τσίπουρο, της είπα, και κάνα ξηροκάρπι. Ξέρετε, σε λίγο κλείνουμε, είμαστε στα μαζέματα, με ενημέρωσε ευγενικά. Θα είμαι γρήγορος, κούκλα μου, την καθησύχασα, κλείνοντάς της το μάτι με νόημα. Το αφεντικό σου που είναι; τη ρώτησα με αγωνία. Εδώ γύρω, κάπου έχει πεταχτεί, μα θα γυρίσει, με καθησύχασε. Θα τον περίμενα με κάθε κόστος. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτόν είχα έρθει. Και είχα μπει ακάθεκτος σε μια ξεχαρβαλωμένη χρονοκάψουλα θολών εικόνων και αβέβαιων αισθημάτων, με προορισμό το μακρινό και αθώο μου παρελθόν.    

Εδώ με είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, θυμάμαι, δέκα χρονών παιδάκι, πριν από μισό αιώνα και βάλε. Είχα πολλά χρόνια να έρθω, όμως λίγα είχαν αλλάξει από τότε. Ο μπαμπάς ήταν καλός φίλος με τον ταβερνιάρη, ερχόταν συχνά με παρέα ή μόνος του, όποτε βέβαια δεν ταξίδευε, ήταν ένα από τα στέκια του, τα πίνανε και τα λέγανε, καμιά φορά έπαιρνε κι εμένα μαζί του, όταν την άλλη μέρα δεν είχα σχολείο, για να μαθαίνω τα κατατόπια, έλεγε, αν και η μαμά είχε τις αντιρρήσεις της, δεν ήθελε από τόσο μικρός να ξενυχτώ μέσα στους καπνούς και τα ντουμάνια, ανάμεσα σε περίεργες φάτσες. Φώναζε, μα ποιος την άκουγε. Φοβόταν ότι από τότε θα έπαιρνα τον κακό δρόμο. Έπινα πορτοκαλάδα, με κερνούσαν σοκολατάκια και απ’ το ραδιόφωνο άκουγα ρεμπέτικα και λαϊκά, τότε το μαγαζί δεν έβαζε ζωντανή μουσική. Ήμουν ο μικρότερος εκεί μέσα, δεν σύχναζαν άλλα παιδιά της ηλικίας μου, μόνο κάτι παράξενοι τύποι, μυστήρια τρένα, ο καθένας με τη δική του πονεμένη ιστορία, ναυάγια της ζωής, μα κατά βάθος άκακοι, ψυχούλες, αν δεν τους ενοχλούσες δεν είχες να φοβάσαι για τίποτα, και γερά ποτήρια. Όταν μεθούσαν κι έρχονταν στο κέφι, με πείραζαν για να σπάσουνε πλάκα και οι γκόμενές τους έρχονταν και μου τσίμπαγαν τα μάγουλα και μου χάιδευαν τα μαλλιά, κι εγώ δεν έχανα την ευκαιρία, έχωνα κατά λάθος δήθεν το χέρι μου κάτω από τις φούστες τους και μέσα απ’ τις κυλόττες τους, μα δεν βγάζανε άχνα, ούτε με μαλώνανε, ούτε μου λέγανε να σταματήσω, μόνο γελούσαν και χαχάνιζαν συνέχεια και μου ψιθυρίζανε στο αυτί πως όταν μεγαλώσω εξαιτίας μου οι γυναίκες θα ζητούν κρύο νερό. Μετά από χρόνια κατάλαβα τι εννοούσαν, ας πέσαν έξω στις προβλέψεις τους κι εγώ τράβηξα τον δικό μου δρόμο. Μα τότε ο πατέρας καμάρωνε, όταν με έβλεπε να τις πασπατεύω και γελούσε με την ψυχή του μαζί με τον φίλο του τον ταβερνιάρη. Μπράβο λεβέντη μου, έλεγε, δωσ’ τους να καταλάβουν. Έκανα ότι μπορούσα για να νιώθει περήφανος για τον κανακάρη του. Από κείνες τις αξέχαστες βραδιές χρονολογούνται και οι πρώτες μου σηκωμάρες, αρκετά πρόωρες για την ηλικία μου. Τώρα όλα αυτά δεν έχουν σημασία, είναι όλοι τους από καιρό πεθαμένοι, χωμένοι κάτω από τη γη, φαγωμένοι από τα σκουλήκια. Ακόμα και τα κόκαλά τους έχουν λιώσει, δεν έχει μείνει τίποτα.

Όση ώρα έπινα το τσίπουρο και το μυαλό μου έτρεχε στα περασμένα, η ταβέρνα είχε αδειάσει εντελώς, όλοι είχανε φύγει, και οι τελευταίοι πελάτες και οι μουσικοί. Είχε μείνει μόνο η κοκκινομάλλα που μάζευε τα τραπέζια κι έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, μάλλον για να με ξαποστείλει και μένα το γρηγορότερο. Σκεφτόμουν να της προτείνω, μόλις θα σχόλαγε, να φύγουμε μαζί, να πάμε μια βόλτα, κι ότι προκύψει, αλλά δεν ήξερα αν ήτανε μόνη και ακόμα πιο πολύ αν με έκανε κέφι. Τότε άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και ξεπρόβαλλε ο ταβερνιάρης, ο παλιός φίλος του πατέρα μου, γελαστός, βαστώντας στα χέρια του το τσιγάρο και το ποτήρι με το ουίσκι. Συγνώμη που άργησα, μα είχα πάει για κατούρημα, δικαιολογήθηκε περιπαιχτικά στην γκαρσόνα, το νου σου, του είπε εκείνη γελώντας. Ύστερα ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε, μόνο τα μαλλιά και τα γένια του είχαν μακρύνει και ασπρίσει κι έμοιαζε κάπως με προφήτη της παλαιάς διαθήκης. Με κοίταξε καλά και χαμογέλασε πονηρά. Λοχαγέ, ζεις; Ακόμα δεν πέθανες; Σε αμολήσανε ή τους έφυγες; Άλλο κακό να μη μας βρει, άντε, γεια μας, είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Δεν κατάλαβα τι έλεγε, μάλλον ασυναρτησίες. Σίγουρα ήταν πιωμένος, δεν μπορεί, με μπέρδευε με κάποιον άλλο, ίσως με τον πατέρα μου. Όσο μεγάλωνα τόσο του έμοιαζα, μα και κείνος δεν ήταν ποτέ αξιωματικός του στρατού, παρά μόνο ένας ταπεινός οδηγός νταλίκας. Ούτε κι εγώ ονειρεύτηκα ποτέ να φορέσω στολή με αστέρια και παράσημα για να παραστήσω τον καμπόσο. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν, δεν μπορούσα να τα συνδέσω μέσα στο κεφάλι μου. Δεν είπαμε τίποτε άλλο, ούτε του εξήγησα ποιος είμαι και γιατί ήρθα απόψε να τον δω, από νοσταλγία, μετά από τόσα χρόνια, δεν θα είχε κανένα νόημα, ας πίστευε πως είμαι και στρατηγός. Μέσα στην εκκωφαντική μας σιωπή, αφήσαμε τα παλιά μπλουζ των μαύρων να μιλάνε ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα τους δόντια, κι ας μην καταλαβαίναμε τι ήθελαν να πουν, απλά τα νιώθαμε. Μόλις τέλειωσε τις δουλειές της, η κοκκινομάλλα ήρθε και κάθισε δίπλα μας, παρέα με το ποτό της. Έξω ξημέρωνε, ερχόταν η καινούργια μέρα κι ο ουρανός γινόταν ξανά γαλάζιος. Η καμπάνα χτυπούσε αργά καλώντας τους πιστούς να προσέλθουν. Με το πρώτο χτύπημα κάποιες θεοσεβούμενες γριούλες κατηφόρισαν για την εκκλησία, για τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Μα το ονειροπαρμένο μου μυαλό ταξίδευε αλλού.

Είχε φτάσει λοιπόν η ώρα του τελικού απολογισμού. Η αποψινή βραδιά, η τελευταία του ασήμαντου βίου μου, υπήρξε εκ μέρους μου μεγάλη ύβρις και αμετροέπεια, έπρεπε να τιμωρηθώ. Μα τώρα που ο χρόνος μου τέλειωσε, διαπιστώνω ότι λίγες στιγμές θα άξιζε να συμπεριλάβω στο μεγάλο φλας μπακ της ζωής μου, ίσως τις πιο χυδαίες και καυλωτικές, τις πιο αυθεντικές, αυτές που εκπροσωπούσαν το βαθύτερο σάπιο είναι μου, το πραγματικό μου εγώ κι όχι τις προσταγές των άλλων. Γεννήθηκα παράξενος, μοναχικός και ξένος, αυτή ήταν η μοίρα μου. Ένας γνήσιος απόγονος της μοναξιασμένης νύχτας, ο τελευταίος. Τον περισσότερο καιρό έζησα μέσα στη φαντασία μου, στη φυλακή του μυαλού μου, παρά έξω στην πραγματικότητα. Δεν έβαλα ποτέ αστυφύλακα στην πούτσα μου και θυρωρό στον κώλο μου. Παρόλο που με τους ανθρώπους γενικότερα δεν τα πήγα και πολύ καλά, δεν τους εμπιστευόμουν, τους φοβόμουν, ελάχιστους εκτιμούσα και σεβόμουν, κι αυτούς από μακριά, κρατούσα απ’ όλους ασφαλείς αποστάσεις και τουλάχιστον κατάφερα να μην τους βλάψω, ούτε κι αυτοί εμένα, να μην τους κάνω κακό, κι όσο μπόρεσα, βοήθησα, εκεί που άξιζε, τα αδύναμα πλάσματα, από οίκτο και λύπηση. Έζησα μόνος με τον εαυτό μου και σε πλήρη συμφιλίωση. Τον γνώρισα, τον κατάλαβα, τον βελτίωσα, τον συμπόνεσα και τον αγάπησα πολύ. Απέναντί του υπήρξα αυθεντικός, ειλικρινής και τίμιος. Τον χόρτασα ηδονή, απόλαυση και ικανοποίηση, ποτέ δεν τον πρόδωσα. Καθυπόταξα το κτήνος μέσα μου με χίλιους τρόπους, εξολόθρευσα τον ρατσιστή και τον φασίστα, μα πιο πολύ αγάπησα και θαύμασα τα αθώα και αξιοπρεπή ζώα, κυρίως τις γάτες, που μου δίδαξαν σοφά και διακριτικά πώς πρέπει να ζω και πώς να πεθαίνω, τους είμαι ευγνώμων. Δεν υπήρξα ποτέ ταπεινός και δούλος, έζησα ελεύθερος. Είμαι ευχαριστημένος, έκανα ότι μπορούσα, παράπονο ουδέν. Αν και πλέον τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν σημασία, κανέναν δεν νοιάζουν. Ίσως και να είμαι ήδη νεκρός.    

Οι τελευταίες μου σκέψεις με είχαν εξαντλήσει και αποκαρδιώσει, ένιωθα κατάκοπος, δεν άντεχα άλλο την ύπαρξή μου, με έπνιγε στο λαιμό. Νύσταζα, ήμουν πτώμα απ’ την κούραση, ίσα που κατάφερα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα μου. Εδώ και ώρα η μαύρα, η όμορφη σκύλα, κοιμόταν στα πόδια του αφεντικού της του καλού καιρού. Έπρεπε να ακολουθήσω το παράδειγμά της. Τα ζώα είναι σοφά, ξέρουν πάντα τι πρέπει να κάνουν και δεν ταλαιπωρούνται από ανόητες απορίες. Τους καληνύχτισα και υποσχέθηκα, τώρα που γνωριστήκαμε καλύτερα, να ξαναπεράσω. Έβγαλα να πληρώσω τα ποτά μου, μα ο ταβερνιάρης με μια απότομη κίνηση του χεριού του με σταμάτησε. Είναι κερασμένα, είπε και χαιρετισμούς στον πατέρα σου. Και μη χάνεσαι, να περνάς να σε βλέπουμε. Χαιρετισμούς και στο φίλο σου τον χοντρούλη, πετάχτηκε και η κοκκινομάλλα όλο τσαχπινιά και νάζι. Φερ’ τον και κείνον κανά βράδυ μαζί σου να ξεσκάσει. Θα του κάνει καλό. 

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

ΟΒΕΛΙΣΤΗΡΙΟΝ Ο ΤΣΟΛΙΑΣ

Πήγαινα κάθε σαββατόβραδο γιατί είχε καλό λευκό κρασί, σπιτικό, δικιάς τους παραγωγής, εύγευστο και διαυγές, χωρίς φάρμακα και συντηρητικά, το φέρνανε από το χωριό, μου είχανε πει, γεγονός ασυνήθιστο και σπάνιο για τέτοια μαγαζιά. Δεν είχα λόγους να μην τους πιστέψω. Ανακάλυψα την ψησταριά τυχαία σε μια απ’ τις μακρινές και ατέλειωτες περιπλανήσεις μου, μπήκα μέσα και ήμουν απ’ τους λίγους τυχερούς. Οι περισσότεροι έρχονταν και ψώνιζαν πίτες, σουβλάκια και κοντοσούβλια για το σπίτι, πίνοντας κόκα κόλα και σπανιότερα μπύρα. Θεωρούσαν τον οίνο παλιακό και ξεπερασμένο, οι άσχετοι. Μάλλον ήταν και ζήτημα αισθητικής, τον είχαν συσχετίσει αποκλειστικά με την ταβέρνα, άντε και με το πιο νεωτερικό μεζεδοπωλείο. Στο φουλ δούλευαν και οι ντελιβεράδες του μαγαζιού, τρία παιδιά με μηχανάκια, όλες τις μέρες. Όμως, υπήρχαν και κάποια τραπέζια στο πίσω μέρος του μαγαζιού για όσους ήταν μόνοι και δεν βιάζονταν πολύ. Εκεί καθόμουν και απολάμβανα το λιτό σαββατιάτικο δείπνο μου.  Και πάντα στο τέλος, λίγο πριν σηκωθώ να φύγω, έχωνα στην τσέπη κρυφά μη με πάρουν χαμπάρι, λίγες οδοντογλυφίδες και χαρτοπετσέτες για τα σπασμένα μου δόντια, τις μύξες και τα φλέματα. Δεν ήμουν κλεπτομανής, δεν υπήρξα ποτέ, απλά ήταν η μικρή μου αταξία, η ζαβολιά που με έκανε χαρούμενο και μου θύμιζε κάτι από τα μακρινά παιδικά μου χρόνια.      

Κάθε φορά παράγγελνα μία πίτα ανοιχτή, απ’ όλα, χωρίς κρέας και μισό κιλό κρασί κατά την έξοδό μου στην αγαπημένη πολιτεία, μέχρι πρωίας, νοσταλγώντας τις παλιές καλές εποχές, όταν ήμουν νεότερος και πιο ακμαίος, αν και το ίδιο μόνος, μα τότε δεν είχε μεγάλη σημασία, περνούσα το ίδιο καλά παρέα με τον εαυτό μου. Πιο πριν, το απόγευμα, θα έκανα μια μεγάλη βόλτα χαζεύοντας την κίνηση των καταστημάτων και των ανθρώπων, θα έπινα τον καφέ μου σε κάποιο κεντρικό σημείο και κατόπιν θα ανηφόριζα ασθμαίνοντας προς την παλιά πόλη για την ψησταριά, κοντά στο φωτισμένο κάστρο. Απέξω οι γατούλες περίμεναν υπομονετικά για τα αποφάγια και τα περισσεύματα, μέσα η τηλεόραση έπαιζε τραγούδια λαϊκά. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε, έρχονταν κι έφευγαν με τις σακούλες στο χέρι. Απλοί, λαϊκοί, καθημερινοί άνθρωποι του μεροκάματου και της βιοπάλης, έντιμες φάτσες, και πολλοί νεαροί. Οι σερβιτόροι και οι ψήστες, αν και είχαν πάντα πολύ δουλειά,  με εξυπηρετούσαν σχεδόν αμέσως. Πλέον, με είχανε μάθει για τα καλά, τα τελευταία δύο χρόνια ήμουν τακτικός πελάτης, έστω και μόνο μια φορά τη βδομάδα. Επιπλέον, δεν τους δυσκόλευα, είχα σταθερές προτιμήσεις. Μια από τα ίδια, τους έλεγα, τα γνωστά, κι αμέσως έμπαιναν στο νόημα, τα υπόλοιπα γίνονταν αυτόματα και αστραπιαία. Μέχρι να πάω στην τουαλέτα, να κατουρήσω, να πλύνω τη μούρη μου και να ξαναβγώ, είχα ήδη σερβιριστεί και όλα τα πράγματα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Ένιωθα άρχοντας, έστω και για μία μέρα τη βδομάδα.

Θέλω να είμαι ειλικρινής, δεν με τράβηξε μόνο το καλό κρασί, μα και ο νεαρός που ερχόταν να πάρει παραγγελία και να με σερβίρει. Είχε ωραίο χαμόγελο, σφιχτό καλοσχηματισμένο κωλαράκι και φαινόταν καλό παιδί, γι’ αυτό και από ευχαρίστηση του άφηνα πάντα ένα μικρό πουρμπουάρ. Ακόμα και αργότερα, όταν έμαθα πως ήταν ο μικρότερος γιος του μαγαζάτορα. Και ο πιο όμορφος. Όχι πως έτρεφα ιδιαίτερες ελπίδες να συμβεί κάτι μεταξύ μας, μου ήταν εντελώς αδιανόητο, πλέον δεν είχα τίποτα πάνω μου για να τον τραβήξω, ένα χάλι και μισό είχα καταντήσει, μα ούτε και φαινόταν να του αρέσουν ο ώριμοι και παρασιτεμένοι άνδρες. Έτσι κι αλλιώς είχε τη σχέση του, μια όμορφη κοπέλα στην ηλικία του, και περνούσε καλά, φαινόταν πως το απολάμβανε. Δεν πετούσα στα σύννεφα και ανέκαθεν σε τέτοια δύσκολα θέματα δεν ήμουν αισιόδοξος. Πήγαινα μόνο για τον βλέπω, τίποτε άλλο. Και για να αγγίζω ελαφριά τα δάχτυλα των λευκών και απαλών χεριών του όταν στο τέλος που θα πλήρωνα το λογαριασμό. Τα ρέστα δικά σου, του ‘λεγα και με ευχαριστούσε χαμογελώντας. Βλέπεις, όλα έχουν το αντίτιμό τους και με τα χρόνια η επιθυμία δεν μειώνεται, μα ευτυχώς η ορμή δεν σε καταδυναστεύει και σίγουρα δεν έχει τον πρώτο λόγο, όλα είναι υπό έλεγχο πια. Τουλάχιστον, δεν κινδυνεύεις να ξεφτιλιστείς, να γίνεις ρόμπα ξεκούμπωτη, μπροστά σε ένα νέο παιδί και να κοκκινίσεις από ντροπή, αν ου ‘χει απομείνει λίγη τσίπα και κάποιο φιλότιμο ακόμα. Όλα τα άλλα είναι ζήτημα της αναπτυγμένης φαντασίας σου και των ανεξίτηλων ηδονικών στιγμών του παρελθόντος. Έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι στερημένος, χόρτασες από φρέσκια σφριγηλή σάρκα, μην είσαι άπληστος, είναι καιρός να αποσυρθείς και το σημαντικότερο, να μην ενοχλείς. Φάε ήσυχα την πιτούλα σου, πιες το κρασάκι σου, θυμήσου τις όμορφες στιγμές της νιότης σου και άντε στο καλό. Κι αύριο μέρα είναι, σκατοκωλόγερε.  

Ήταν οικογενειακή επιχείρηση, τη δούλευαν οι γονείς και τα δυο παιδιά, ίσως και κάποιοι άλλοι κοντινοί συγγενείς. Ήταν πάντα ευγενικοί και καλοκάγαθοι, με το χαμόγελο στα χείλη, καλοί επαγγελματίες, σε όλα τους. Σπάνια έκαναν ερωτήσεις, πάντα καλοπροαίρετα, ποτέ δεν γίνονταν αδιάκριτοι και ενοχλητικοί. Μια φορά, στην αρχή, είχαν την απορία γιατί παίρνω την πίτα ορφανή, χωρίς κρέας. Ίσως να νόμισαν ότι δεν εμπιστεύομαι την ποιότητα και την καθαριότητα των προϊόντων τους και θα ήταν έτοιμοι να με διαβεβαιώσουν για το αντίθετο, πως ήταν άριστα, από ντόπια και φρέσκα κρέατα, και τόσα χρόνια κανένας πελάτης τους δεν είχε το παραμικρό παράπονο. Όχι πάντως επειδή νηστεύω και αύριο πρέπει να πάω στην εκκλησία για να κοινωνήσω, τους είχα απαντήσει χαριτολογώντας και γελάσαμε. Εδώ και κάμποσο καιρό είμαι χορτοφάγος, τους εξήγησα, σοβαρά πλέον, τα λυπάμαι τα κακόμοιρα τα ζωάκια, δεν μπορώ να τα φάω, και συμφώνησαν μαζί μου, έστω με μισή καρδιά, δίχως αντιρρήσεις και περαιτέρω περιττές εξηγήσεις για τις ωφέλειες των ζωικών πρωτεϊνών στον ανθρώπινο οργανισμό. Απλά δαγκώθηκαν κι έκοψαν τη συζήτηση μαχαίρι. Ήξεραν πως δεν είχαν σοβαρά επιχειρήματα, ότι δεν μπορούσαν να με πείσουν, απλά έκαναν τη δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Τουλάχιστον δεν παρεξηγήθηκαν, δεν το πήραν στραβά, πιο προσωπικά. Ίσως μόνο να απόρησαν που με τέτοιες απόψεις και ευαισθησίες συνέχιζα να τρώω σε ψησταριές, σε έναν απ’ τους τόπους θυσίας και μαρτυρίου των κακόμοιρων ζωντανών. Χίλια δίκια θα είχαν να περάσουν για μουρλό και ανισόρροπο, δεν θα τους παρεξηγούσα.

Ούτε και θα με ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς, τους είχα πει τη μισή αλήθεια. Τα τελευταία χρόνια ζούσα με το γλίσχρο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης της πρόνοιας και μετρούσα και το τελευταίο κέρμα που βρισκόταν στις τρύπιες μου τσέπες. Έκοβα από όπου μπορούσα κι έτσι έγινα βίγκαν από ανάγκη, γι’ αυτό σταμάτησα και το κάπνισμα, πέρα από την τράκα, δηλαδή να αγοράζω τσιγάρα, όχι βέβαια για το καλό της υγείας μου κι επειδή μου το είπαν οι γιατροί. Ίσως και να το κατάλαβαν, δεν ήταν μαλάκες, έκοβε το μάτι τους, είχαν εμπειρία από ανθρώπους. Τα παλιά και βρώμικα ρούχα με πρόδιδαν, το ίδιο και η απλυσιά μου. Ζούσα σε μια μικρή εγκαταλειμμένη αποθήκη στην άκρη της πόλης, αυτό δεν τον ξέρανε, αγνώστου ιδιοκτήτη, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, παρέα με τις γάτες και τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, μακριά απ’ τους ανθρώπους. Όμως, έστω και με χίλιες θυσίες και φορώντας βρώμικα παλιόρουχα, διατηρούσα για τον εαυτό μου την πολυτέλεια της σαββατιάτικης εξόδου, ως ανάμνηση στιγμών ελκυστικών από τις προηγούμενες ζωές μου. Και άφηνα πάντα ένα μικρό πουρμπουάρ στα ωραία αγόρια που συναντούσα στο δρόμο μου. Την ομορφιά ποτέ δεν την πρόδωσα.          

Μια άλλη φορά ο μαγαζάτορας με είχε ρώτησε γιατί έρχομαι μόνο τη συγκεκριμένη μέρα. Είμαι σαββατόμαγκας, του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και γελάσαμε ξανά. Τη ζωή πρέπει να την παίρνεις με χιούμορ και ελαφράδα, αλλιώς δεν βγαίνει εύκολα πέρα, αυτή είναι η φιλοσοφία μου, τώρα που μεγάλωσα επικίνδυνα, γέρασα και βρίσκομαι στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας. Όμως, αμέσως σοβάρεψα και άλλαξα ρόλο, έγινα λίγο πιο τραγικός, πιο μελοδραματικός, δεν ξέρω πως μου ‘ρθε, μάλλον είμαι παραμυθάς, μου αρέσει να σκαρφίζομαι και να πλάθω ιστορίες, και του είπα ότι είμαι φυλακή, ισόβια για φόνο, και πλέον κάθε Σάββατο μου δίνουν άδεια με διανυκτέρευση, αφού όλα αυτά τα χρόνια που είμαι μέσα έχω δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και καλή διαγωγή, βελτιώθηκα, έγινα καλύτερος άνθρωπος. Πρέπει να ‘μουν πολύ πιστευτός, καλός ηθοποιός, μέσα στο ρόλο, γιατί αμέσως σοβάρεψε και έχασε το χρώμα και τη μιλιά του. Δεν το περίμενε, μα δεν ρώτησε λεπτομέρειες, δεν είπε τίποτα άλλο κι αμέσως επέστρεψε στη δουλειά του. Σχεδόν τον λυπήθηκα κι ένιωσα τύψεις για το ψέμα μου. Στο βλέμμα του αναγνώρισα, όχι φόβο ή απέχθεια, αλλά ειλικρινή συμπόνια και σεβασμό, ένα σφίξιμο για το πού μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος. Από κείνη τη στιγμή τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο, ένιωσα σχεδόν έναν απέραντο θαυμασμό για αυτόν. Και όχι μόνο επειδή συχνά μου κερνούσε το κρασί.

Η σαββατιάτικη νύχτα είναι μεγάλη, αν και πλέον δεν έχω τις παλιές αντοχές, δεν είμαι για πολλά και σε λίγο καιρό θα γίνω απλά ένας σκατόγερος, δίχως σκοπό και νόημα, που απλά θα πιάνει χώρο πάνω στον πλανήτη μέχρι να ψοφήσει και να τον πετάξουν στο μεγάλο λάκκο. Όπως, ακόμα δηλώνω παρόν και είμαι ολοζώντανος. Μετά την ψησταριά θα πάω σε κάνα νεανικό καφενείο ή μπαράκι να πιω κάνα τσίπουρο. Θα το συνοδεύσω με τσιπς ή ξηροκάρπια και θα τσουλήσω την ώρα χαζεύοντας όμορφες φατσούλες, θεσπέσια κωλαράκια και υπεροπτικά καβλάκια, αλλάζοντας φλογερές ματιές με πολύχρωμες αδερφές του ελέους και του στρατού της σωτηρίας, κάπως ασχημούλες, βέβαια, με φρικαρισμένες αγριόφατσες, μα κατά βάθος καλές ψυχούλες, άγρια τριαντάφυλλα με μεγάλα δηλητηριώδη αγκάθια, στερημένες ψυχικά και σαρκικά, που και μαζί μου θα πήγαιναν αν μπορούσα να ανταποκριθώ, δηλαδή με έναν ξοφλημένο, βρωμερό και τρισάθλιο πουστόγερο της κακιάς ώρας, ειδικά λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν οι ορμόνες και το αλκοόλ σε τρελαίνουν και η κάβλα χτυπάει στα κόκκινα, την ώρα που γίνεσαι ευάλωτος και καθόλου εκλεκτικός, ψάχνοντας έστω και για μια πίπα στα όρθια, λίγα χάδια και φιλιά, μια ζεστή αγκαλιά. Τότε, μέσα στο συνωστισμό και τη δυνατή μουσική του μαγαζιού, θα φερθώ πρόστυχα, θα πάω και θα κολλήσω από πίσω τους, θα τριφτώ πάνω τους, θα τους πιάσω τον κώλο και θα τους βάλω αυστηρό κωλοδάκτυλο, θα τους το χώσω βαθιά μέσα στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα τους για να θυμηθώ τα παλιά μήπως και ερεθιστώ, θα τους αρέσει, μες στο σκοτάδι οι άλλοι δεν θα μας βλέπουν, μα θα τις καυλώσω μάταια, τις κακόμοιρες, πλέον δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, να φτάσω στο αίσιο τέλος, να τις εκτονώσω και να τις ικανοποιήσω έτσι όπως πρέπει, αντρίκια, έτσι όπως έκανα κάποτε. Παρ’ όλα αυτά, παράπονο ουδέν. Έτσι είναι η ζωή. Δεν ζηλεύω την νιότη και την ορμή τους, δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο, τον αφήνω να τρέχει αδιάφορα.

Δηλαδή, του κώλου τα εννιάμερα και το μουνί της χάιδως. Όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια, είμαι ένας αδύναμος παλιόγερος κι εκείνες λυσσάρες, δηλαδή σαν να παλεύω με ανεμόμυλους. Ίσως μόνο να καταφέρω να ξεροχύσω και τότε, πλήρης ηδονής, θα πληρώσω τα ποτά μου, θα βγω βιαστικά απ’ το μαγαζί, σχεδόν τρέχοντας, παρά την ηλικία μου, για να χαθώ, να εξαφανιστώ από προσώπου γης, μακριά απ’ τους ανθρώπους, που θα συνεχίζουν να χορεύουν, να τραγουδούν και να διασκεδάζουν, να ερωτεύονται και να αγαπιούνται, να τσακώνονται και να μισούνται, να γαμιούνται και να αλληλοσπαράζονται, να τρώνε τις σάρκες τους και τα σωθικά τους, και να επιστρέψω στην ετοιμόρροπη παράγκα μου, στο άγιο κελί μου, εκεί που με περιμένουν υπομονετικά τα ευλογημένα πλάσματα με τις υγρές μυτούλες, τα αδέσποτα με τα θλιμμένα μάτια και τις καυτές ανάσες για να τα ταΐσω. Την ώρα που τελειώνει άλλη μια μεγάλη νύχτα, που αρχίζει άλλη μια μικρή μέρα, με το πρώτο κικιρίκου, λίγο πριν να φέξει.


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Η ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ

Εκείνη έμενε στον πρώτο όροφο, στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας, εγώ στο υπόγειο. Ας το πούμε έτσι, αφού είχα το πλεονέκτημα να βγαίνω στον ακάλυπτο από ολόδικιά μου ξεχωριστή πόρτα και να τον έχω για αυλή. Το κομμάτι που μου αναλογούσε το είχα οριοθετήσει αυστηρά με λουλούδια, φυτά και γλάστρες, είχα φτιάξει ένα μικρό κήπο, ενώ ανάμεσά τους οι γάτες και τα ποντίκια κυνηγιόντουσαν παίζοντας κλέφτες κι αστυνόμους με τις γνωστές πάντα τραγικές και ολέθριες συνέπειες. Καμιά φορά εμφανιζόταν και κάνα περιστέρι, ξεκουραζόταν για λίγο, έτρωγε σπόρια απ’ το τσιμέντο και μετά χανόταν ξανά ψηλά στον ουρανό. Όλο το ζωικό βασίλειο της πόλης στα πόδια μου. Είχα βγάλει έξω και ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες, αν και τις περισσότερες φορές, σχεδόν πάντα, καθόμουν μόνος, με το φόβο να μου πέσουν κατακέφαλα απ’ τα μπαλκόνια των επάνω ορόφων ρούχα, μπάλες, παιχνίδια, κιλότες, σουτιέν και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Μια φορά είχε σκάσει ακριβώς δίπλα μου ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι γεμάτο με νερό και παραλίγο να μου ανοίξει το κεφάλι. Τους γαμοσταύρισα κανονικά αρχίζοντας τα μπινελίκια και τις χριστοπαναγίες, αν και δεν είδα από πού μου ‘ρθε, πρόλαβαν και κρύφτηκαν οι ξεφτίλες και ούτε μια συγνώμη δεν ζήτησαν. Πάντως, από κείνο το απόγευμα όλοι τους γίνανε πιο προσεκτικοί. Υπήρχε άνθρωπος από κάτω, πλέον το ήξεραν καλά. Οι καταραμένοι γειτόνοι μου.

Όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι της με χαιρετούσε. Συμπαθητική γυναίκα, αν και σπασμένη, γύρω στα εξηνταπέντε την έκανα, μα δούλευε ακόμα σκληρά, πάλευε για τον επιούσιο. Συναντιόμασταν συχνά στο διάδρομο και στην είσοδο της πολυκατοικίας και αλλάζαμε καλημέρες. Εκείνη πάντα με το ξεσκονόπανο, τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στο χέρι, τα σύνεργα της εργασίας και του μεροκάματου. Κάθε τόσο έβγαινε και καθάριζε και τον ακάλυπτο από σκουπίδια και πεσμένα φύλα, έπλενε με το λάστιχο το τσιμέντο, πότιζε τις γλάστρες, αν και αυτό ήταν πέρα από τα καθήκοντά της, όμως αγαπούσε πολύ τα φυτά και τα λουλούδια, αλλά και τις γάτες που τάιζε. Έμενε μόνη της, όπως κι εγώ. Δεν είχα αντιληφθεί κάποιο άλλο πρόσωπο στη ζωή της, ούτε να δέχεται επισκέψεις από συγγενείς, φίλους ή γνωστούς. Συνήθως το μπαλκόνι της στον πρώτο όροφο έμενε σκοτεινό και έρημο. Ίσως πάλι να είχε κάποια δεύτερη μυστική ζωή και απλά δεν ήθελε να δίνει λαβές για κουτσομπολιά και για σχόλια από τους γείτονες και τους περίοικους, ποιος ξέρει. Πάντως, δεν ήξερα τίποτα για κείνη, δυο τυπικές κουβέντες είχαμε ανταλλάξει όλες κι όλες, μάλλον από ευγένεια. Από την άλλη ντρεπόμουν να ρωτήσω τον διαχειριστή, ένα ξερακιανό, καλόβολο και κοτσονάτο γεροντάκι, μη μπουν περίεργες και πονηρές ιδέες στο έμπειρο μυαλό του. Βέβαια, ήταν σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος, μικροαστός παλαιάς κοπής, δεν φαινόταν για κουτσομπόλης, μα πλέον η ζωή με είχε διδάξει να φυλάγομαι απ’ τις κακοτοπιές, να προσέχω και να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα. Είχα γίνει με όλους πολύ καχύποπτος, σε βαθμό παράνοιας, μα δεν είχα κι άδικο.  

Τελευταία, η κυρία κατέβαινε συχνά στον ακάλυπτο και φρόντιζε ένα μικρό ολομόναχο ασπρόμαυρο γατάκι που το είχε παρατήσει η μάνα του. Το κακόμοιρο φαινόταν άρρωστο, δίχως ζωντάνια και κέφι για παιχνίδι και ζωή. Του έβαζε νερό και τροφή και του χάιδευε στοργικά το κεφαλάκι. Με πραγματική συμπόνια, φαινόταν στο κουρασμένο και ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Του είχε φτιάξει και ένα μικρό σπιτάκι από σκληρό χαρτόνι για να προστατεύεται από τη βροχή και το κρύο, του είχε βάλει μέσα και μια μικρή κουβέρτα. Με τον καιρό το πλασματάκι πήγαινε καλύτερα, έπαιρνε τα πάνω του, η υγεία του βελτιωνόταν, όπως και η διάθεσή του για αταξίες και ζαβολιές. Η καθαρίστρια χαιρότανε. Μου είχε πει να έχω κι εγώ το νου μου, να προσέχω μη το πειράξει καμιά μεγαλύτερη γάτα, ήταν εύκολος στόχος. Πρόσεχα, μέχρι που μια μέρα το γατάκι εξαφανίστηκε και δεν ξαναφάνηκε. Εκείνη ήταν απαρηγόρητη, το μυαλό της πήγε αμέσως στο κακό, ότι το έρμο ψόφησε ή με κάποιο τρόπο βγήκε στο δρόμο και το πάτησε κάποιο αυτοκίνητο. Μάταια το αναζήτησε στη γειτονιά και τη γύρω περιοχή, έψαξε και στους κάδους απορριμμάτων, δεν το βρήκε πουθενά, ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο. Αν το έβλεπε κάπου, σίγουρα θα το αναγνώριζε. Έπρεπε να το είχε πάρει στο διαμέρισμά της, μονολογούσε, εκεί θα ήταν πιο ασφαλές. Ή να το πάει στον κτηνίατρο, μα δεν τις περίσσευαν τα χρήματα. Την λυπήθηκα την κακομοίρα, φαινόταν πολύ στενοχωρημένη. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, να τις δώσω ελπίδες ότι ζει, είναι μια χαρά και έχει επιστρέψει στους δικούς του, διαφορετικά κάπου θα το είχε πετύχει. Πάντως, εκείνη είχε κάνει το καθήκον της και ότι καλύτερο μπορούσε, γι’ αυτό και έπρεπε να έχει τη συνείδησή της ήσυχη. Με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια και μου έπιασε το χέρι σφιχτά. Τα μάτια της ήταν υγρά και κόκκινα. Σίγουρα το αγαπούσε πολύ, σαν παιδί της.

Από τότε κατέβαινε συχνά τα απογεύματα στον ακάλυπτο, τάιζε τις άλλες γάτες και κατόπιν της έφτιαχνα καφέ και κουβεντιάζαμε. Όμως το μάτι της ήταν πάντα ανήσυχο, γεμάτο αγωνία, κοιτάζοντας τριγύρω μη και φανεί το μικρό γατάκι, δεν μπορούσε να το ξεχάσει, να το βγάλει απ’ το μυαλό της. Συνήθως λέγαμε χαζομάρες για να περάσει η ώρα, συνηθισμένα πράγματα, για τον καιρό, την πολιτική, την ακρίβεια της αγοράς. Σχολιάζαμε την επικαιρότητα, μέχρι να σκοτεινιάσει, να κουραστούμε και απ’ την πάρλα και να πάμε στα σπίτια μας να κοιμηθούμε. Ειδικά εγώ που ήμουν αργόσχολος και βαριόμουνα τη ζωή μου κι εκείνη την εποχή έκανα αποχή από τις τσάρκες και τα νυχτοπερπατήματα, είχα σταματήσει τις βραδινές εξόδους και την κοινωνική ζωή γενικότερα. Έκανα τις κλειστές μου, είχα γίνει σπιτόγατος, είχα βαρεθεί τα πάντα και δεν είχα όρεξη για τίποτα. Πιο πολύ μιλούσε εκείνη, εγώ απλώς άκουγα. Φαινόταν έξυπνη και καπάτσα γυναίκα, περπατημένη στη ζωή, που δύσκολα μπορούσες να την γελάσεις, διαβόλου κάλτσα. Είχε και την πλάκα της, όταν γινόταν πολύ παραστατική, κουτσομπολεύοντας τους γειτόνους και τους άλλους ένοικους της πολυκατοικίας, πάντα καλοπροαίρετα. Γνώριζε πρόσωπα και πράγματα με λεπτομέρειες, αν και συνήθως δεν ήθελε να τους εκθέτει. Άγνωστο πώς τα ήξερε όλα αυτά. Υπήρχαν και στιγμές που γελούσαμε με την ψυχή μας. Πάντως φαινόταν καλή ψυχή. Για μένα, για τα προσωπικά μου δεν με είχε ρωτήσει τίποτα, αν δουλεύω, αν έχω οικογένεια. Το γεγονός αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ίσως φοβόταν μη την παρεξηγήσω. Μα κι εγώ απέναντί της ήμουν εξίσου προσεχτικός και πολύ διακριτικός, δεν τις έκανα δύσκολες ερωτήσεις, παρόλο που με έτρωγε η περιέργεια. Ας μέναμε δυο γνωστοί άγνωστοι, άλλη μια ρηχή και επιφανειακή γνωριμία, όπως τόσες, οι περισσότερες, και τι έγινε. Μέχρι που ένα σαββατιάτικο απόγευμα, ποιος ξέρει γιατί, τι την έπιασε, τι έπαθε, μου τα ξεφούρνισε η ίδια χωρίς να την τσιγκλήσω.

Η καταγωγή της ήταν από ένα χωριό της περιοχής, μα έφυγε από μικρή για να αναζητήσει τη μοίρα της, αρχικά εδώ, στη μικρή επαρχιακή πόλη, και κατόπιν στην πρωτεύουσα όπου έμενε μια ξαδέρφη της μάνας της. Ήταν δραστήρια κοπέλα, δεν την χωρούσε ο τόπος, μα δεν είχε τα κατάλληλα εφόδια να προκόψει. Κουτσά στραβά κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό, αν και ήταν ξύπνια και τα έπαιρνε τα γράμματα, μα δεν βοηθούσαν οι περιστάσεις. Τουλάχιστον να σπούδαζε και να γινόταν δασκάλα ή νοσοκόμα, αυτά ήταν τα όνειρά της τότε. Δούλεψε σαν κλωστηρού σε διάφορα εργοστάσια, αλλά και σαν υπηρέτρια σε σπίτια, με τις τραγικές και ολέθριες πάντα συνέπειες. Όλοι ήθελαν να την εκμεταλλευτούν και να κάνουν τη δουλειά τους, την έβλεπαν απλά σαν μια τρύπα περιωπής, τίποτα περισσότερο. Ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της. Από παντού αναγκαζόταν να φύγει, ακόμα κι από τη θεια που την είχε περιμαζέψει τον πρώτο καιρό, αν και δεν μου εξήγησε το λόγο. Αναγκαστικά την τράβηξε η νύχτα που είχε περισσότερα λεφτά. Εκεί τουλάχιστον την γαμούσαν, μα και την πλήρωναν καλά. Και ήταν πάντα μόνη και ανεξάρτητη, κυρία του εαυτού της, δίχως νταβατζήδες και αγαπητικούς, χωρίς ενοχλητικούς μεσάζοντες. Δούλεψε στα καμπαρέ και στα μπαρ του μεγάλου λιμανιού, με ντόπιους αλλά και με ξένους, έβγαλε καλά λεφτά, που τα κράτησε και αγόρασε αυτό εδώ το διαμέρισμα. Δεν έμπλεξε με ουσίες, μόνο το κάπνισμα έχει για παρηγοριά, έπινε και λίγο κρασάκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μια δυο φορές έμεινε έγκυος, μα δεν τα κράτησε τα παιδιά και δεν το μετάνιωσε. Δεν έκανε για μάνα και δεν ήθελε να βασανιστούν όπως εκείνη. Τουλάχιστον, γνώριζε καλά τον εαυτό της. Είχε αποφασίσει να βγάλει πέρα τη ζωή της ολομόναχη, όσο άντεχε και μπορούσε. Κατόπιν, όταν μεγάλωσε και πέρασε η μπογιά της, ξέπεσε στα μπορντέλα και  στα λαϊκά πορνεία τρίτης και βάλε κατηγορίας. Τώρα έχει αποσυρθεί από όλα αυτά και είναι μία απλή καθαρίστρια. Κανείς δεν γνωρίζει το ύποπτο παρελθόν της. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων μέσα στην πρωτεύουσα, την μεγάλη πόλη.

Δεν ξέρω γιατί μου τα εξομολογήθηκε όλα αυτά, πάντως όχι απλά για να περάσει η ώρα. Ίσως να την πνίγανε, να ήθελε κάπου να τα πει και να ξαλαφρώσει, να τα βγάλει από μέσα της, να τα ξεφορτωθεί. Και με εμπιστεύτηκε, αν και της ήμουν ένας άγνωστος και δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή μου, για το δικό μου ύποπτο και πονηρό παρελθόν. Πήρε το ρίσκο που της αναλογούσε και δεν φοβήθηκε μην την προδώσω, μη γελάσω με τα χάλια της, μην την εκβιάσω και εκμεταλλευτώ την αδυναμία της. Φταίει που όταν σουρουπώνει η μοναξιά και η απελπισία φουσκώνει, γίνεται τσουνάμι και σε πνίγει, τότε που όλες οι ματαιωμένες ελπίδες και προσδοκίες σου επιστρέφουν, σε βαραίνουν και πλακώνουν το στήθος σου μέχρι ασφυξίας κι είσαι έτοιμος να σκάσεις. Τότε είσαι ευάλωτος και απροστάτευτος και η ζωή σε πάει εκεί που θέλει αυτή χωρίς να σε ρωτήσει. Είσαι απλά ένα πεσμένο κίτρινο φυλλαράκι έρμαιο του παλιόκαιρου, των βροχών και των ανέμων, του άγριου χειμώνα που έρχεται. Μέχρι να θρυμματιστείς και να λιώσεις ή να σε σαρώσει η σκούπα κάποιου ευσυνείδητου οδοκαθαριστή με κίτρινο γιλέκο. Η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη, αποκλείεται να γλυτώσεις. Είσαι ένα άχρηστο σκουπιδάκι του δρόμου. Μάταια ελπίζεις και απορείς.     

Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Μου πρότεινε να ανέβουμε στο διαμέρισμά της να μου κάνει το τραπέζι, με ότι πρόχειρο βρισκόταν και είχε μαγειρέψει απ’ το μεσημέρι. Ένιωθε υποχρεωμένη για τους τόσους καφέδες που της είχα φτιάξει και είχαμε πιει, ήθελε να ανταποδώσει, είπε, ίσως και γιατί κάθισα και την άκουσα με τόση υπομονή και κατανόηση, που με φόρτωσε με τα δικά της βάσανα, περασμένα μα όχι και λησμονημένα. Δέχτηκα, δεν ήθελα να της χαλάσω το χατίρι. Ανεβήκαμε πάνω. Το σπίτι της, ένα μικρό δυαράκι, ήταν ζεστό, λιτό και τακτοποιημένο, μόνο με τα απαραίτητα. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν καθόλου φωτογραφίες, μόνο κάποια κάδρα στους τοίχους. Ήταν χαρούμενη, χαμογελούσε κι έλαμπε το πρόσωπό της, που μετά από πολύ καιρό έμπαινε ένας άνθρωπος στο σπίτι της. Έστρωσε το τραπέζι και φάγαμε, ήπιαμε κρασί και καπνίσαμε. Χαζέψαμε στην τηλεόραση μια κεφλίδικη εκπομπή με τραγούδια. Κουρασμένοι και ζαλισμένοι πέσαμε για ύπνο και κοιμηθήκαμε μαζί. Εκείνη μου το ζήτησε, θα ήταν αγένεια, ανανδρία και απανθρωπιά να της αρνηθώ. Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε πρώτη, έφτιαξε καφέ και μου τον έφερε στο κρεβάτι μαζί με μια ζεστή καλημέρα.   

Συνεχίσαμε κάθε τόσο να βρισκόμαστε στο σπίτι της, συνήθως τα σαββατόβραδα, γιατί την άλλη μέρα δεν δούλευε και δεν είχε να ξυπνήσει νωρίς. Μια δυο φορές την κατέβασα και της έδειξα και το δικό μου υπόγειο κελί, παραδόξως της άρεσε. Κάθε απόγευμα συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα τον καφέ μας στον ακάλυπτο, ανάμεσα στα φυτά, τις γλάστρες και τα λουλούδια. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε το μικρό ασπρόμαυρο γατάκι, το είχαμε σχεδόν ξεχάσει, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας σαν φάντης μπαστούνι. Είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια όμορφη γατούλα. Σαν να μας αναγνώρισε, ήρθε κοντά μας και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μας. Η καθαρίστρια το σήκωσε στην αγκαλιά της, κόλλησε το πρόσωπό της στη μούρη του και άρχισε να το χαϊδεύει.    


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ

Το τελευταίο τριήμερο των αποκριών, στον τόπο που δοξαζόταν ο θεός καρνάβαλος, του τρελού κεφιού και της βακχικής μανίας, γινόταν κάθε χρόνο ο μεγάλος χαμός, βούλιαζε η πόλη απ’ τους εκδρομείς και τους επισκέπτες, κυρίως νέους ανθρώπους από την πρωτεύουσα και τις γύρω περιοχές. Όλοι έρχονταν για την μεγάλη κραιπάλη, τον απόλυτο διονυσιασμό, τον οξύ ερεθισμό των αισθήσεων, κι ας φώναζαν όσο ήθελαν οι παπάδες και οι άλλοι ηθικολόγοι για αμαρτίες και δαιμόνια, κανείς δεν τους άκουγε, κανείς δεν νοιαζόταν, κανείς δεν φοβόταν τα καζάνια της κόλασης και τις άλλες φοβερές τιμωρίες που περίμεναν τους αμαρτωλούς, κυρίως τους ερωτολάγνους και τους κίναιδους, έτσι μας απειλούσαν. Για την εκκλησία μας, ανέκαθεν, οι πόθοι και οι ανάγκες της σάρκας αποτελούσαν τα μεγαλύτερα και πιο σοβαρά αμαρτήματα. Οι σωματικές ηδονές απαγορεύονταν δια ροπάλου, ακόμα και το αθώο και άκακο μινάρισμα. Και φυσικά οι θεοσεβούμενοι ιερείς μας όλες αυτές τις διαβολικές δοκιμασίες τις είχαν υπερνικήσει. Έδιναν το καλό παράδειγμα, νοιάζονταν να σωθεί και το ποίμνιο.

Το πονηρό παιχνίδι παιζόταν από τον μόλο μέχρι το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, κυρίως το τελευταίο σαββατόβραδο των αποκριών. Νεαρά αγόρια και κορίτσια στην πρώτη τους νιότη φιλιόντουσαν, αγκαλιαζόντουσαν, γδυνόντουσαν και γαμιόντουσαν στα κρυφά και στα φανερά, στις σκοτεινές γωνιές του παλιού λιμανιού ή μέσα στις δημόσιες τουαλέτες στους σταθμούς των τρένων και των λεωφορείων. Το αλκοόλ έρεε άφθονο στις φλέβες τους, μπύρα, ούζο και κυρίως μαυροδάφνη, όλοι τους μεθυσμένοι, πίτα ή σχεδόν, κατουρούσαν και ξερνοβολούσαν όπου έβρισκαν κι όπου προλάβαιναν. Κάποιες φορές σου έρχονταν στη μύτη και αναθυμιάσεις χασισιού και το γλυκό έδενε. Γινόταν της πουτάνας, γλέντι και τρελός χορός, στα μαγαζιά, μα πιο πολύ στους δρόμους, δεν μπορούσε να περάσει αυτοκίνητο, παντού γινόταν το αδιαχώρητο, η κυκλοφορία κοβόταν στη μέση, κάποιοι βιαστικοί οδηγοί γαμοσταύριζαν την γκαντεμιά τους και χτυπούσαν το κεφάλι τους στο τιμόνι. Η αστυνομία, τα ασθενοφόρα και τα νοσοκομεία διανυκτέρευαν και βρίσκονταν σε επιφυλακή για κάθε ενδεχόμενο. Εκείνες τις άγριες βακχικές νύχτες είχαν μπόλικη δουλειά να κάνουν. Τουλάχιστον, δεν είχαμε νεκρούς. 

Μέσα σ’ αυτόν τον τρελό χαμό, τον είδα για πρώτη φορά στο σταθμό των τρένων και τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Γύρω στις έντεκα το βράδυ, ήταν μαζί με φίλους του, φορώντας τη στολή ενός γκρουπ χωρίς καπέλο ή μάσκα, περιμένοντας τον προαστιακό να γυρίσει στο σπίτι. Ανήλικος μάλλον, πήγαινε ακόμα σχολείο, τέλειωνε το λύκειο. Μου άρεσε, ξεχώριζε απ’ τους υπόλοιπους, ήταν μελαγχολικός και όμορφος γιατί ήξερε, από πολύ νωρίς ήταν συνειδητοποιημένος. Εγώ στην ηλικία του δεν γνώριζα. Τον κάρφωσα κατάματα, επέμεινα, πλησίασα προς το μέρος του. Εκείνος αφού κατάλαβε, ανταποκρίθηκε αμέσως, χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά, με νόημα. Σίγουρα ρισκάριζε πολλά, αν κάτι έπαιρναν χαμπάρι οι φίλοι και η παρέα του. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκε τον κίνδυνο, δεν πήγε το μυαλό του εκεί. Μήπως οι άλλοι ήξεραν ή υποπτεύονταν και δεν είχε πρόβλημα; Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να ‘ναι προσεκτικός. Πάντως, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Όλα γίνανε πολύ γρήγορα, αστραπιαία, σχεδόν στιγμιαία. Παίξαμε μόνο με τα μάτια, το πρόσωπο και λίγη παντομίμα. Μεγάλη τόλμη, μα τίποτα περισσότερο. Μετά από λίγο ήρθε το τρένο και τα παιδιά φύγανε γελώντας και τραγουδώντας. Ο σταθμός άδειασε. Πήγα κι εγώ για να ψάξω τίποτε άλλο λίγο παραπέρα. Η νύχτα ήταν ακόμη μεγάλη και με εκπλήξεις για τους τολμηρούς. 

Μετά από δυο τρία χρόνια, τον ξαναείδα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, στο πίσω μέρος, έξω από τις τουαλέτες, γύρω στις πέντε το πρωί, λίγο πριν να φέξει, την ώρα που γίνονται τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. Στην αρχή δεν τον γνώρισα, δεν τον θυμήθηκα, δεν πήγε το μυαλό μου. Είχε μεγαλώσει. Πολύ αργότερα σκέφτηκα πως είναι εκείνο το παιδί, μα και πάλι δεν ήμουν απολύτως σίγουρος, δεν τον ρώτησα για να μου το επιβεβαιώσει, ούτε κι εκείνος μου είπε κάτι για κείνη τη βραδιά στο σταθμό των τρένων. Έτσι κι αλλιώς δεν είπαμε πολλά. Μόνο τον κάρφωσα ξανά με το ίδιο βλέμμα, την ίδια επιθυμία, του έκανα νόημα και κατέβηκα τα σκαλάκια των ουρητηρίων. Παραδόξως με ακολούθησε αμέσως, δεν το περίμενα, μεγάλη τόλμη. Κάτω στις ανδρικές τουαλέτες γινόταν ο χαμός. Ήταν όλες πιασμένες, σε κάποιες ξερνοβολούσαν, σε άλλες φασώνονταν, στους νιπτήρες κατάβρεχαν τις μάπες τους. Περιμέναμε τη σειρά μας. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και μου χαμογέλασε. Είναι γεμάτες, του είπα και αυτόματα το χέρι μου χούφτωσε τον κώλο του, για να μην παρερμηνεύσει τις προθέσεις μου. Τέτοιες δύσκολες ώρες δεν ήθελα παρεξηγήσεις μεταξύ μας, ήμουν ξεκάθαρος. Δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα, παρέμεινε ψύχραιμος, χαμογελαστός και φουντωμένος. Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, όμορφος και μελαγχολικός. Στην πρώτη τουαλέτα που άδειασε χωθήκαμε μέσα και κλείσαμε την πόρτα.

Η ατσαλιά, η βρωμιά, τα πεταμένα χαρτιά, οι χρησιμοποιημένες καπότες, η δυσοσμία των σκατών και των ούρων δεν μας ένοιαξαν, δεν μας ενόχλησαν, ούτε καν τους δώσαμε σημασία. Απομονωθήκαμε από το περιβάλλον και τα αντικείμενα και συγκεντρωθήκαμε ο ένας στον άλλον. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτα γύρω μας και ανάμεσά μας ικανό να μας αποσπάσει την προσοχή. Δεν έφερε καμία αντίσταση, αφέθηκε ολοκληρωτικά στην εμπειρία και την αυτοπεποίθησή μου. Τον στρίμωξα αμέσως στον τοίχο, κόλλησα πάνω του, σήκωσα τη μπλούζα του, κατέβασα το παντελόνι του και άρχισα να τον φιλάω στα χείλη, στο λεμό, στις ρώγες, παντού. Ήταν σκέτη κάβλα. Το δεξί μου χέρι χώθηκε μέσα στην νεανική του ακαλλιέργητη κωλοτρυπίδα. Του άρεσε. Αναστενάζαμε και βογγούσαμε μαζί, νιώθαμε σαν να είχαμε βρεθεί ξαφνικά στον παράδεισο, η ευτυχία ήταν απερίγραπτη. Είχαμε γίνει μία ψυχή, ένα σώμα, σαν σιαμαία. Δεν ξέρω πόσο κράτησε η έκσταση, μάλλον λίγο, το πολύ κάνα τέταρτο, μα μου φάνηκε μια αιωνιότητα. Στο τέλος δεν αντέχαμε άλλο απ’ τον ερεθισμό, επειγόντως έπρεπε να εκτονωθούμε. Του ζήτησα ψιθυριστά στο αυτί να του τον βάλω λίγο, να τον γαμήσω, μα δεν ήθελε. Αρνήθηκε ευγενικά, μια άλλη φορά, είπε. Δεν ενοχλήθηκα, έδειξα κατανόηση, δεν καιγόμουν κιόλας, τα πιο σημαντικά είχαν γίνει. Γύρισα απ’ την άλλη και έχυσα με δύναμη το υγρό πυρ πιτσιλώντας την λεκάνη και το πάτωμα. Αμέσως τέλειωσε κι αυτός. Είχε ωραίο πούτσο και άτριχα μεγάλα αρχίδια.

Ανοίξαμε την πόρτα και βγήκαμε έξω. Είχανε φύγει όλοι, ήμασταν οι τελευταίοι. Πήγαμε στους νιπτήρες να πλυθούμε και να καθαριστούμε. Είπαμε και δυο κουβέντες. Συστηθήκαμε με τα μικρά μας ονόματα. Ήταν τριτοετής φοιτητής γεωπονίας, σπούδαζε στην πρωτεύουσα, μα καταγόταν από εδώ. Για μένα δεν ρώτησε τίποτα, δεν είχε καμία περιέργεια να μάθει, είχε αδειάσει από υγρά και απλά ήθελε να βρεθεί το γρηγορότερο στο κρεβάτι του και στην ασφάλεια του σπιτιού του. Ίσως να ήταν η πρώτη του φορά, σκέφτηκα, γι’ αυτό και δεν ήθελε να τον γαμήσω, φοβόταν, δεν είχε άλλη ανάλογη εμπειρία. Ούτε πίπα μου πήρε, ίσως και να σιχαινόταν, ούτε ζήτησε. Αρκέστηκε στις αγκαλιές, τα χάδια και τα φιλιά ενός ώριμου άντρα. Δεν είχα κανένα παράπονο. Ένα αγνό εικοσάχρονο μελαχρινό αρρενωπό αγόρι στην αγκαλιά ενός πενηνταπεντάρη, ένα γνήσιο παιδί του έρωτα, τι άλλο να θέλεις απ’ τη ζωή σου. Εκεί τα δίνεις όλα. Ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες, χαιρετηθήκαμε χωρίς περιττές και ψεύτικες υποσχέσεις και χωρίσαμε σαν δυο καλοί φίλοι.  Από πάνω μας ο σκοτεινός ουρανός άνοιγε και γινότανε γαλάζιος. Σε λίγο θα ξημέρωνε η καινούργια μέρα. Κι εγώ έπρεπε να πάω για ύπνο, να πέσω ξερός και ανάλαφρος στο κρεβάτι. Όπως κι εκείνος.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια από τότε, μα δεν τον ξαναείδα. Την μία και μοναδική φορά που βρεθήκαμε δεν αλλάξαμε τηλέφωνα και χαθήκαμε. Μόνο τα μικρά μας ονόματα είπαμε, με ειλικρίνεια, αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για τίποτα. Δεν ξέρω καν που μπορεί να βρίσκεται. Σίγουρα θα έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο, ίσως να κάνει κάνα μεταπτυχιακό ή να εργάζεται στο εξωτερικό, ποιος ξέρει. Εγώ πάντως τον θυμάμαι συχνά με ευγνωμοσύνη και τον νοσταλγώ. Και κάθε αποκριά, εδώ στην πόλη του βακχικού θεού καρνάβαλου, τον περιμένω στον σταθμό των αστικών λεωφορείων, στο πίσω μέρος, έξω από τις τουαλέτες. Που κάνει κρύο, έχει υγρασία και μοσχοβολάει σπέρμα και κάτουρο.   


Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Η ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Είχαν φτάσει και φέτος οι γιορτές, τέλος του χρόνου. Το πάρκινγκ έξω απ’ το σούπερ μάρκετ ήταν φίσκα στα αυτοκίνητα, κόσμος πολύς για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Στην είσοδο δυο τσιγγανάκια λέγανε τα κάλαντα, μπέρδευαν τα λόγια τους, τα ξεχνούσαν και αυτοσχεδίαζαν, μα δεν είχε και μεγάλη σημασία, δεν θα τα βαθμολογούσε κανείς. Σήμερα τουλάχιστον δεν ένιωθαν πως ζητιανεύουν αναζητώντας την καλοσύνη και τον οίκτο των μπαλαμών, απλά τηρούσαν ένα πατροπαράδοτο έθιμο και με τον τρόπο τους συνέχιζαν να υπηρετούν μια παράδοση. Να τα πούμε; Ρωτούσαν με φανερή την αγωνία στις ψιλές τους φωνούλες. Τα ‘παν άλλοι, τους απαντούσαν, και τα ρέστα. Κάθε τόσο εμφανιζόταν μπροστά τους ένας  ψηλός, βλοσυρός, γεροδεμένος και μαυροντυμένος σεκιουριτάς και τα έδιωχνε. Εκείνα τρομαγμένα πήγαιναν λίγο παραπέρα και συνέχιζαν να χτυπούν με μανία τα τριγωνάκια τους. Έψαξα τις τσέπες μου, βρήκα κάτι ψιλά και τους τα ‘δωσα. Ευχαριστούμε κύριε, είπαν χαμογελώντας και συνέχισαν το ψαλτήρι τους. Τα προσωπάκια τους ήταν φωτεινά και χαρούμενα, τα ρούχα τους καθαρά, γιορτινά και περιποιημένα, τα παπούτσια τους ολοκαίνουργια, χάρμα οφθαλμών. Τα προσπέρασα και μπήκα στο κατάστημα.

Τουλάχιστον τα σούπερ μάρκετ σε όλες τις πόλεις είναι ίδια. Μπορεί να άφησα οριστικά και αμετάκλητα την πρωτεύουσα, να επέστρεψα στην πόλη που γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, μα δεν πρόκειται να στερηθώ την υπεραφθονία των καταναλωτικών τους αγαθών, τα καροτσάκια στους διαδρόμους, τις ουρές στα ταμεία, όλα αυτά που θα μου θυμίζουν την μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα που έζησα τόσα χρόνια. Να μου την ξαναφέρνουν στο νου έστω και για λίγο, μια τζούρα μόνο, μέχρι να ξαναβγώ στους μικρούς δρόμους, στα στενά πεζοδρόμια, στις άδειες πλατείες, στους συνηθισμένους ανθρώπους και τότε κάθε ψευδαίσθηση θα διαλυθεί. Είσαι στην επαρχία, φίλε, μην το ξεχνάς και μην κάνεις όνειρα, ήρθες στο μικρό χωριό με τα μεγάλα φώτα, άλλο ένα τέλος εποχής για σένα και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου, εδώ πλέον πρέπει να προσαρμοστείς, να έχεις μια ήσυχη και μετρημένη ζωή, δίχως εξάρσεις και ανατροπές, χωρίς παρατράγουδα, τέρμα οι τρέλες και τα παιδιαρίσματα, καβάλησες τα εξήντα, άντε και καλά γεράματα. Αυτά έλεγα συχνά στον εαυτό μου για να τα πιστέψω. Έξι μήνες κι ακόμα να συνηθίσω στην αλλαγή περιβάλλοντος. Οι επισκέψεις κάθε τόσο στα σούπερ μάρκετ κάπως βοηθούσαν την κατάσταση, έμοιαζαν με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, ειδικά στις εορταστικές περιόδους με τα στολίδια, τα φώτα, τα τραγούδια και τα πολύχρωμα λαμπιόνια, σου έφτιαχνε η διάθεση, ένιωθες λιγότερο μόνος. Κι όμως, είχα ήδη αρχίσει να νιώθω νοσταλγία, μου έλειπε η προηγούμενη ζωή μου. Τι ήρθα να κάνω εδώ πέρα; Άγνωστο. Μάλλον να πεθάνω, να τελειώσω ήρεμα την ασήμαντη ζωούλα μου. Ένας ξένος είμαι, δεν γνωρίζω κανέναν, τίποτα δεν με συνδέει με το παρελθόν, μόνο κάποιες αβέβαιες μνήμες και οι νεκροί. Ξανά από την αρχή λοιπόν, μηδενίζοντας το κοντέρ. Για τελευταία φορά.

Μπήκα μέσα και πίσω μου τρύπωσαν και τα δυο τσιγγανάκια με τρίγωνα για ένα μικρό διάλλειμα από τη σκληρή εργασία τους. Τόση ώρα στέκονταν στο αγιάζι και στο τάραμα, τους είχε φάει το κρύο εκεί έξω, και κατευθείαν πήγαν στο διάδρομο με τις σοκολάτες και τα γλυκίσματα. Γινόταν το αδιαχώρητο, οι διάδρομοι πήχτρα στο κόσμο. Ο βλοσυρός σεκιουριτάς έκοβε φάτσες και μάντευε προθέσεις. Μου ‘ριξε κι εμένα μια γρήγορη επαγγελματική ματιά, μα δεν ήμουν για δεύτερη. Η αθώα, αγγελική μου φατσούλα δεν του κίνησε τις υποψίες, ούτε καν την περιέργεια, του φάνηκα καθημερινός, συνηθισμένος και αδιάφορος, τίποτα το ιδιαίτερο, με προσπέρασε βιαστικά και πήγε παρακάτω. Πιστός στα καθήκοντά του, παρακολουθούσε μία ύποπτη ομάδα σκουρόχρωμων που ψώνιζαν διάφορα, φαγώσιμα κυρίως, σπρώχνοντας αργά το καρότσι τους και γελώντας δυνατά, ήταν κεφάτοι κι έκαναν μπόλικη φασαρία. Συγκεκριμένα κοιτούσε προσεχτικά τα χέρια τους, μη χώσουν τίποτα κάτω από τα ρούχα τους, τότε θα έπρεπε να επέμβει. Εγώ βέβαια δεν είμαι γύφτος ή αλλοδαπός, φαίνομαι καθωσπρέπει, δεν δίνω στόχο, μα το παλτό μου είναι μακρύ, φαρδύ, ευρύχωρο, με πολλές τσέπες και κρυψώνες και χωράει πολλά πράγματα. Με τα χρόνια έχω γίνει πολύ επιδέξιος και μέσα στον συνωστισμό δεν πρόκειται να με πάρει κανείς χαμπάρι, βάζω και τίποτα στο κόκκινο καλαθάκι, έτσι, για ξεκάρφωμα. Ήταν βέβαιο, και φέτος θα έκανα καλές γιορτές.

Και τότε την είδα. Ήταν ψηλή και όμορφη κοπέλα. Φαινόταν θερμή, καυλιάρα. Ένα φλογερό κράμα τσιγγάνικης και αράπικης ομορφιάς. Σπανιόλα. Μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά, έντονες βλεφαρίδες, πρόσωπο γωνιώδες, χείλη λεπτά, μικρά στήθη. Φορούσε μαύρο κολάν και την κόκκινη μπλούζα του καταστήματος και τοποθετούσε με τάξη τα κουτιά πάνω στα ράφια. Όποτε διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας ένιωθα την ταραχή της, ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη, σίγουρα καταλάβαινε κι εκείνη τη δικιά μου. Την κάρφωνα προκλητικά και ανελέητα, δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ το μαγνητικό μου πεδίο. Πέρασα από δίπλα της σύρριζα, ψάχνοντας δήθεν για κάποιο προϊόν, μόνο και μόνο για να μυρίσω το άρωμά της, να θαυμάσω από κοντά το λαιμό και τον όμορφο κώλο της. Μου ήρθε να τον πιάσω, η επιθυμία ήταν αβάσταχτη, η ανάγκη αδήριτη, με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα. Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε μετά, τι θα γινόταν, μα δεν βρήκα το θάρρος να το κάνω, δεν ρίσκαρα. Αυτό βέβαια λέγεται σεξουαλικά παρενόχληση εν ώρα εργασίας και είναι προσβλητικό και άκοσμο, παραπέμπει σε ασυγκράτητο σαλιάρη ή άγριο αρσενικό, εγώ δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Απλά την χαιρέτησα χαμογελώντας κι εκείνη ανταπέδωσε με ευγένεια και πάντα με ταραχή. Χρειάζεστε κάποια βοήθεια; Κάθε φορά ο πληθυντικός της με έσφαζε με το βαμβάκι, με έλιωνε, με πέθαινε. Δεν ήξερα τίποτα για την προσωπική της ζωή, μου ήταν εντελώς άγνωστη. Σκέφτηκα να της μιλήσω, να της την πέσω ανοιχτά, φόρα παρτίδα, μα τι να της πω, τις συνηθισμένες μαλακίες; Τι ώρα σχολάει, ποιες μέρες έχει ρεπό, ή πως μου αρέσει πολύ, τη γουστάρω, με καυλώνει και θέλω να την γαμήσω; Αν και ειλικρινής, θα γινόμουν χυδαίος και ξεδιάντροπος, θα έπεφτα στα μάτια της. Ή μήπως όχι; Πάντως, ένα ήταν βέβαιο, θα κάναμε ωραίο κρεβάτι οι δυο μας, σεισμός θα γινόταν, άντεχα ακόμα. Κι ύστερα όμως τι; Ο καθένας στο σπιτάκι του, το είχα ξαναδεί το όνειρο, δεν έβγαινε τίποτα. Πάντως, ήταν απ’ τις λίγες γυναίκες που μου άρεσαν και με τραβούσαν ερωτικά. Εξαίρεση και σε όλα της εξαιρετική. Όποτε την έβλεπα καθυστερούσα το ψάξιμο, γυρίζοντας μες στο μαγαζί απ’ τον ένα διάδρομο στον άλλο σαν την άδικη κατάρα για να την ξανασυναντήσω. Και πάντα κατέληγα τριγύρω της. Θα συναντιόμασταν αρκετές φορές πέρα δώθε και θα χαμογελούσαμε ντροπαλά ο ένας στον άλλο, σαν σχολιαρόπαιδα. Ήταν ωραίο, μα και επικίνδυνο παιχνίδι. Ειδικά για την ηλικία μου.

Αφού χάζεψα κάμποση ώρα στα ράφια, σούφρωσα και αγόρασα αυτά που χρειαζόμουν, πήγα στο ταμείο με τα πράγματα στο καλάθι και περίμενα στην ουρά. Μία γατόφιλη κυρία κουβέντιαζε με τη σκυλόφιλη ταμία για τα αγαπημένα τους κατοικίδια κι εγώ ο σκατόφιλος της παρακολουθούσα. Το κατάστημα είχε βάλει προσφορές στις τροφές των ζώων, να κάνουν κι αυτά τα καημένα γιορτές, να χαρούν λιγάκι. Μπροστά μου ήταν και τα γυφτόπουλα που λέγανε προηγουμένως τα κάλαντα. Ένα από αυτά ήθελε να πληρώσει δύο σοκολάτες μα δεν έφταναν τα κέρματα, έπρεπε να πάρει μόνο τη μία, του είπε αυστηρά η ταμίας. Ακούστηκαν κάποια ειρωνικά σχόλια απ’ τις γυναίκες, μα έβαλε όσα λείπανε ένας ηλικιωμένος κύριος που μόλις είχε πληρώσει και ήταν έτοιμος να φύγει.

Πλήρωσα κι εγώ και βγήκα έξω με τη σακούλα στο χέρι. Σκέφτηκα να περιμένω την κοπέλα του σούπερ μάρκετ να σχολάσει, να βρω μια δικαιολογία για να περπατήσουμε για λίγο μαζί, ίσως και να γνωριζόμασταν, να ανταλλάζαμε συστάσεις και τηλέφωνα, μα γρήγορα η επιθυμία μου ατόνησε και έσβησε. Για άλλη μια φορά επικράτησε η απαισιοδοξία και η ματαιότητα που έχω για τις καταστάσεις της ζωής, ειδικά για τον έρωτα. Σίγουρα κάποιος νέος και όμορφος άντρας θα την περίμενε, τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις είναι σίγουρα από τα πριν καπαρωμένες. Όμως, γιατί όλα αυτά τα φλογερά βλέμματα κι εκείνη η σύγκορμη ταραχή; Ποιος ξέρει τι μου έβρισκε, άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων. Ήμουν πια μεγάλος και χορτάτος για επιπόλαιες περιπέτειες της μιας νύχτας, δεν ψηνόμουν, τα είχα ξαναζήσει. Παραφορτωμένος, ερεθισμένος και βιαστικός έπρεπε να επιστρέψω στο καλό μου το σπιτάκι και να αδειάσω το παλτό με τα πράγματα.


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΔΙΑΣΗΜΟΣ

Ήταν ένας μικρός και ασήμαντος άνθρωπος, δίχως μεγαλεπήβολα σχέδια, ούτε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή. Σχολείο πήγε με το ζόρι μέχρι το δημοτικό, δεν έπαιρνε τα γράμματα. Ούτε κάποια τέχνη έμαθε. Βγήκε ανειδίκευτος στο μεροκάματο σε αγγαρείες και δουλειές του ποδαριού. Οικοδομές, ασφαλτοστρώσεις, φορτοεκφορτώσεις και άλλες χειρωνακτικές, χαμάλης για τον επιούσιο. Έμεινε στην μικρή πόλη μαζί με τους γονείς του, μέχρι που πέθαναν. Ήταν μοναχοπαίδι, τουλάχιστον του έμεινε το σπιτάκι. Στα νιάτα του δυο τρεις φορές παραλίγο να παντρευτεί, μα την τελευταία στιγμή κάτι γινόταν και το συνοικέσιο χάλαγε. Άτυχος, αν και όμορφος άντρας, ξανθός με γαλανά μάτια, μα ελαφρούτσικος στη σκέψη και κάπως κενός και άτσαλος, ανεκπαίδευτος στα συναισθήματα. Τελικά, η έμπειρη προξενήτρα, φίλη της μητέρας του, σήκωσε τα χέρια ψηλά, παραιτήθηκε από κάθε περαιτέρω προσπάθεια. Απ’ τον καημό τους για τον ανεπρόκοπο πήγαν οι δικοί του, είπαν οι συγγενείς και κάποιοι γνωστοί. Εκείνοι δεν κινδύνευαν να τους βρει το κακό, ήταν καλοί νοικοκυραίοι και τα παιδιά τους συνετά και μετρημένα, τους έμοιαζαν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, μοναχικά, απλά και μονότονα. Χαμαλοδουλειά, καφενείο και ταβέρνα. Και η ερωτική του ζωή ανύπαρκτη ή σκοτεινή, θαμμένη στο ημίφως. Πολλά ακούγονταν και λέγονταν, λίγα γνώριζε ο κόσμος. Δεν το είχε δει ούτε ζωγραφιστό, κουτσομπόλευαν οι κακές γλώσσες. Πάντως εκείνος είχε κάνει κάποιες προσπάθειες. Μια δυο φορές είχε ανέβει τις απότομες σκάλες των μπουρδέλων, εκεί που τουλάχιστον τον ανέχονταν, με οικτρά όμως αποτελέσματα. Και κει δεν τα κατάφερε, αυτή η βρώμα είχε βγει.

Μέχρι που καβάλησε τα εξήντα και ξαφνικά η φάτσα του, αυστηρή, βλοσυρή και θυμωμένη, μοστράρισε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, αλλά και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Για πολλές μέρες έγινε το πρώτο θέμα της επικαιρότητας. Πρώτη φορά διάσημος. Τον είχαν πιάσει στα πράσα με έναν ανήλικο να επιδίδεται σε ασελγείς πράξεις, είχε παιδοφιλικές τάσεις, είπαν, ήταν διεστραμμένος και ανώμαλος. Το παιδί ήταν μόλις εννιά χρονών. Το είχε ξεμοναχιάσει σε μια ερημική τοποθεσία στην άκρη της πόλης μέσα σε κάτι ψηλές καλαμιές, δίνοντάς του καραμέλες και σοκολάτες. Όμως, ήταν άπειρος και απρόσεχτος, δεν είχε ξανακάνει τέτοια πράγματα. Με τα πρώτα χάδια και αγκαλιές το αγόρι τρόμαξε και έβαλε τις φωνές. Το άκουσαν κάποιοι περαστικοί, έτρεξαν και κάλεσαν την αστυνομία, αφού πρώτα πήραν τον νόμο στα χέρια τους και τον ξυλοφόρτωσαν για να του γίνει από δω και στο εξής μάθημα, να μην το ξανακάνει. Παρόλο που δεν είχε προλάβει να κάνει κάτι, ίσως κάποιες ελαφριές και ασήμαντες θωπείες, ούτε παλιότερα υπήρξαν άλλες καταγγελίες. Ήταν η πρώτη του φορά και η τελευταία. Προφυλακίστηκε, μα στο δικαστήριο θα έπεφτε στα μαλακά, του είπε ο δικηγόρος, εφόσον είχε καθαρό ποινικό μητρώο και το αγόρι βρέθηκε ανέγγιχτο, δεν το είχε πειράξει. Ήταν η κακιά στιγμή, ο δαίμονας εαυτός που τον καβάλησε, ο διάβολος μέσα του, θα έλεγε στους δικαστές, εισαγγελείς και γραμματείς, στα όργανα του νόμου και της τάξης, και θα ζητούσε συγνώμη, δεν θα το ξανάκανε, δείχνοντας ειλικρινή μεταμέλεια. Έτσι, θα έτρωγε το πολύ δυο τρία χρονάκια με αναστολή και θα έβγαινε ελεύθερος στην κοινωνία, μεταμελημένος και πιο προσεκτικός. Κι ας τον κοιτούσαν πλέον όλοι στην πόλη με μισό μάτι. Ίσως και να πήγαινε για λίγο να μείνει κάπου αλλού, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να χαθούν τα ίχνη του, μέχρι να ξεχαστεί το θέμα.

Όμως, οι τρόφιμοι των φυλακών είναι ηθικά στοιχεία και δεν συγχωρούν τόσο σοβαρά παραπτώματα. Όχι, στους ανώμαλους δεν χωράει καμία επιείκεια, στα αποτρόπαια τέρατα της φύσης, που είναι τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας. Σκέψου να γινόταν στο δικό σου παιδί, λένε, κι ας έχουν καταδικαστεί για χειρότερα εγκλήματα. Ούτε όμως  έχουν εμπιστοσύνη και στην επίσημη δικαιοσύνη, στους νόμους και στα ψηφίσματα του κράτους. Γι’ αυτό και κάποιες φορές, όποτε χρειάζεται και μπορούν, παίρνουν οι ίδιοι τον νόμο στα χέρια τους, μόνο αυτοί που έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι ξέρουν να δικάζουν και να τιμωρούν. Τον λίντσαραν και τον σοδόμισαν με βαναυσότητα για συμμόρφωση και παραδειγματισμό, ενώ οι δεσμοφύλακες παραδίπλα έκαναν τα στραβά μάτια. Για να συνέλθει, έμεινε κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο, αν και το θέμα δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, ούτε καν στα ψηλά των εφημερίδων. Φήμες μόνο κυκλοφόρησαν από άλλους κρατούμενους, ανυπόστατες και αδιευκρίνιστες, που όμως ουδέποτε επαληθεύτηκαν. Όταν ρωτήθηκε σχετικά ο διευθυντής των φυλακών, διέψευσε το γεγονός. Ήταν κατηγορηματικός. Δεν βρισκόμαστε πλέον στον μεσαίωνα, δεν γίνονται τέτοια βάρβαρα βασανιστήρια σήμερα, είναι όλα συκοφαντίες και ψέματα. Και ούτε καν ένορκη διοικητική εξέταση δεν διατάχθηκε να γίνει. Όχι ότι θα έβγαζε κάποιο πόρισμα της προκοπής. Έστω, μόνο για τα μάτια του κόσμου.  

Η συγκεκριμένη υπόθεση παιδοφιλίας δεν εκδικάστηκε ποτέ, έκλεισε γρήγορα και μπήκε κατ’ ευθείαν στο αρχείο. Μετά από λίγο καιρό, ο παιδόφιλος βιαστής βρέθηκε μέσα στο κελί του απαγχονισμένος με σκοινί γύρω απ’ το λαιμό. Δεν αποδείχθηκε αν ήταν αυτοκτονία ή δολοφονία, ούτε βρέθηκε κάποιο σημείωμα που ίσως θα εξηγούσε τους λόγους της απονενοημένης του πράξης.  Η αποτρόπαιη φωτογραφία του φιγουράρισε ξανά στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά δελτία των ειδήσεων. Κρεμάστηκε απ’ τις τύψεις, είπαν οι δημοσιογράφοι και οι αρμόδιες αρχές βιάστηκαν να συμφωνήσουν, επαυξάνοντας. Στην μικρή πόλη κανείς από όσους τον γνώριζαν δεν βγήκε να μιλήσει ούτε για τα θετικά του ούτε για τα αρνητικά του, μάλλον από σεβασμό στο νεκρό. Μόνο μια γριούλα γειτόνισσα ενενήντα χρονών, με οργωμένο πρόσωπο και καμπουριαστό κορμί, που γνώριζε την οικογένειά του και τον ίδιο από μικρό. Ήταν καλό παιδί, αλλά άτυχο, είπε. Θεός σχωρέστον. Τουλάχιστον, εκείνη του έδωσε κάποια ελαφρυντικά.  

Το άψυχο σώμα, το ταλαίπωρο κορμί, το θλιβερό σαρκίο πετάχτηκε στα αζήτητα του νεκροτομείου και κανείς δεν έμαθε ποιος το πήρε από εκεί.  Δεν έγινε τελετή ταφής, ούτε κλάφτηκε από κανέναν, απλά πετάχτηκε στον μεγάλο  λάκκο και σκεπάστηκε απ’ το σκληρό χώμα. Θάφτηκε χωρίς κόσμο, ψαλμωδίες και παπάδες. Και ούτε μάθανε ποτέ ποιος δημοσίευσε την αγγελία του θανάτου του στην προτελευταία σελίδα των τοπικών εφημερίδων, μαζί με τη φωτογραφία του. Να τους κοιτάζει όλους αυστηρός, βλοσυρός και θυμωμένος. Στα εξήντα του χρόνια.