Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΕΡΑΙΑΣ


Με τον τρόπο του Γιώργου Χρονά

Μόλις σκοτείνιασε τράβηξαν για το λιμάνι
ο Νικηφόρος
ο Σαρλώ
ο Άσιμος
ο Βελουχιώτης
ο οξυγονοκολλητής από τη Βηρυτό
η Νάταλι Σμιθ
ο Ντρες
η Λιάνα Τεκίλα
ο Σωκράτης
ο Μάνος
και ο

Μάρκος ο Βαμβακάρης

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, την λογική του κράτους
και την ηθική των συγγενών μου.
Αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους
και τους αναθεωρητές.
                                             
                                                                                 Μ.Χ.

Μόλις τέλειωσα το τελευταίο τεύχος του «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ», αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στον Μάνο Χατζιδάκι. Αν έλεγα ότι το διάβασα μονορούφι θα ήταν ψέμα. Τετρακόσιες και περιπλέον σελίδες δεν διαβάζονται μονορούφι. Ο Νίκος Γκροσδάνης, επιμελητής του αφιερώματος, έκανε θαυμάσια δουλειά με αγάπη και έρωτα για τον μεγάλο Έλληνα. Αν και άλλες φορές στο παρελθόν το «Οδός Πανός» έχει κάνει αφιερώματα στον Μάνο Χατζιδάκι, αυτό νομίζω ότι είναι το καλύτερο. Και στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του θα είναι ακόμη καλύτερο! Ο Γιώργος Χρονάς θα θυμάται και θα ξαναθυμάται τον Μεγάλο μας Ερωτικό που όχι άδικα στιγμάτισε τόσους ανθρώπους που τον γνώρισαν προσωπικά, αλλά και πολλούς άλλους που «απλά» άκουσαν τις μουσικές του ή διάβασαν τα γραφτά του. Γιατί ο Μάνος δεν υπήρξε απλά ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης ή ένας μελωδιστής παγκόσμιας κλάσης. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας προοδευτικός διανοούμενος, πρόσωπο δημόσιο με συνεχείς παρεμβάσεις καθόλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης που δεν μάσαγε τα λόγια του. Ήταν εκατό χρόνια μπροστά από την εποχή του, ντόμπρος και σταράτος, άντρας χίλια τα εκατό, σίγουρα πολύ περισσότερο απ’ όσους κατά καιρούς ασήμαντους και πλέον ξεχασμένους τον χλεύασαν και τον λοιδόρησαν οι έρμοι, όχι βέβαια για την εργασία του, ούτε για τις ιδέες του αλλά γιατί απλά αγάπησε τολμηρά και παράφορα το ανδρικό νεανικό σώμα, όπως ένας Σωκράτης ας πούμε ή ένας Ντα βίντσι, ή ένας Καβάφης και τόσοι άλλοι μεγάλοι άντρες τις ανθρωπότητας. Από καμιά εποχή δεν έλειψαν οι «τα φαιά φορούντες» ηθικολόγοι, μέτριοι σε όλα τους, βρωμεροί και τρισάθλιοι,  κομπλεξικοί, καβατζωμένοι στην δήθεν οικογενειακή τους θαλπωρή και στην ακόμα πιο δήθεν επαγγελματική τους καταξίωση. Όλοι αυτοί οι άτριχοι πίθηκοι που με τα ατροφικά τους εγώ στέκονται  κατά καιρούς τροχοπέδη στην πρόοδο του ανθρώπου. Μα η ιστορία προχωράει μπροστά με τις εξαιρέσεις, τους ελάχιστους, τους προορισμένους. Και ένας από αυτούς υπήρξε και ο μέγιστος Μάνος Χατζιδάκις. Ένας Έλληνας σοφός, εφάμιλλος των αρχαίων, και Μεγάλος Ερωτικός που όπως είχε γράψει και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είναι αναντικατάστατος. Η απουσία του στοιχίζει στην Ελλάδα της κρίσης, της αναξιοπρέπειας και της Χρυσής Αυγής, στην Ελλάδα της διαρκούς ξεφτίλας που στερείται σήμερα ελεύθερων φωνών, πραγματικών διανοουμένων με λογική και ευαισθησία. Που όταν πρέπει δεν θα μασήσουν τα λόγια τους και δεν θα σιωπήσουν.

Τέλος για μένα ο Μάνος Χατζιδάκις δεν υπήρξε μόνο ο μεγαλύτερος Έλληνας του εικοστού αιώνα ή απλά  ο πιο τρανός μελωδιστής του κόσμου.  Είναι και κείνο το μακρινό τρεμάμενο αστέρι του βοριά που φωτίζει το δρόμο μου τα βράδια, όταν γυρνάω κουρασμένος σπίτι μέσα από τα σκοτεινά και κακοτράχαλα δρομάκια της μοναξιάς και του έρωτα. Πάντα μόνος και λίγο πριν να φέξει.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΚΙΜΑΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

    Ξυπνάει μόνος του σε ένα βρωμερό υπόγειο, λίγο πιο πάνω από την κόλαση, ξέσκεπος κι ολόγυμνος. Το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό, το ξυπνητήρι στριγκλίζει και κάποιος χτυπά επίμονα την πόρτα. Φωνάζει το όνομά του, μα αυτός κρυώνει και  κατουριέται. Το κεφάλι του κουδουνίζει επικίνδυνα από χτες, τα μάτια του μάταια προσπαθεί να τα ανοίξει. Ή ονειρεύεται ή έχει πάθει κάτι σαν μόρα. Δεν τον πιάνει πλέον πανικός, όπως παλιότερα. Είναι προτιμότερο απ’ το να υπνοβατεί με ορθάνοιχτα μάτια, να σκοντάφτει πάνω στα έπιπλα, να ξυπνά απότομα μέσα στη λεκάνη και να μην θυμάται πως βρέθηκε εκεί. Τουλάχιστον τώρα τα θυμάται όλα. Το παράλυτο χέρι του επιτέλους υπακούει και ψάχνει στα τυφλά το μαξιλάρι, πεταμένο κάπου στο πάτωμα, προς το μέρος της. Την ακουμπά λιγάκι, μα δε σαλεύει, σαν να πέθανε.
    Δεν μίλησε, ούτε έδειξε να ενοχλείται απ’ το άγγιγμα. Όλη τη νύχτα, στο πάτωμα ανάσκελα, έσβηνε αργά. Γύρω  της έντεκα κατσαρίδες και κάμποσα σκαθάρια την ξενυχτούσαν, μάλιστα το ένα αυτοκτόνησε για χάρη της. Δεν το έβαζε κάτω. Αγκομαχούσε, τιναζόταν απότομα, μουρμούριζε φράσεις ακατάληπτες, πάλευε να γυρίσει από την άλλη, να σταθεί στα πόδια της, να τινάξει τα σκονισμένα της φτερά και να πετάξει μακριά. Ήταν νέα ακόμα, μπορούσες να την πεις και όμορφη, αφράτη, στρουμπουλή, τα νύχια της περιποιημένα και τα μαλλιά της κόκκινα φρεσκοβαμμένα.  Φορούσε ένα καφεκίτρινο φουστάνι λουλουδιστό και διψούσε ακόμα για ζωή.
   Όλα είχαν συμβεί ξαφνικά και αναπάντεχα. Την προηγούμενη μέρα ήταν ευδιάθετη, χαρούμενη, πήγε την βόλτα της, έκανε τα ψώνια της, αύριο θα έφτιαχνε μπιφτέκια στον φούρνο με πατάτες, όπως κάθε Σάββατο. Είχε βγάλει αποβραδίς τον κιμά να ξεπαγώνει. Αυτός γύρισε αργά στο σπίτι, κλείστηκε αμέσως στο δωμάτιό του, ούτε που μπήκε στον κόπο να της πει μια καληνύχτα ή έστω να δει τι κάνει. Τελευταία η επικοινωνία τους είχε γίνει κάπως τυπική. Σπάνια βλεπόντουσαν, διαφορετικές ώρες τρώγανε, λιγοστές οι κουβέντες τους. Ακόμη και αν τύχαινε να κάτσουν πλάι πλάι, χάζευαν αμίλητοι και αφηρημένοι την τηλεόραση. 
   Η μέρα έμπαινε αργά από τα κατεβασμένα στόρια. Η πρώτη ακτίνα του ήλιου την έβρισκε κατ’ ευθείαν στο ιδρωμένο  μέτωπο και την πύρωνε επικίνδυνα.  Είχε αναψοκοκκινίσει  και ζητούσε  ξέπνοα νερό. Την κοιτούσε με απάθεια, χωρίς λύπη και οίκτο, χωρίς συμπόνια. Κι ας ήξερε πλέον ότι θα έμενε απελπιστικά μόνος, χωρίς αγάπη, ελπίδα και παρηγοριά. Είχε φτάσει πια  η ώρα του τελεσίδικου χωρισμού. Τόσες νύχτες πάλευε χωρίς αποτέλεσμα, δεν μπορούσε άλλο να την βλέπει να βασανίζεται.

   Γι’ αυτό και όταν έγινε πύρινη δάδα και άρχισε να ουρλιάζει, χωρίς να το πολυσκεφτεί, δίχως τύψεις, σήκωσε  το χέρι του ψηλά, άνοιξε διάπλατα την παλάμη και την πατίκωσε με δύναμη. Τυλιγμένη σε μια χαρτοπετσέτα, την πέταξε στα σκουπίδια. Μαζί με τον κιμά του Σαββάτου.  

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Μνήμη Μάνου Λοΐζου

Ένα μεσημέρι κάποιου μακρινού σκουριασμένου καλοκαιριού τον συνάντησε τυχαία στο περίπτερο μέσα σ’ ένα βιβλίο και σε μια φωτογραφία. «Κοίτα που μ’ έβαλε ο φίλος μου» του παραπονέθηκε και χαμογέλασε πικρά. Έδωσε απ’ το λιγοστό χαρτζιλίκι του τετρακόσιες δραχμές και το πήρε. Μέχρι εκείνη τη μέρα γνώριζε μόνο τα τραγούδια του, τα άκουγε και σιγοτραγουδούσε. «Υπομονή»  του ψιθύριζε αυτός. Ένα μικρό νησί μέσα στη θάλασσα της λύπης. Μόλις το διάβασε πειράχτηκε, παιδί ακόμα μα ένιωσε συγγενής. Το βλέμμα της μαύρης χολής. Μετά από λίγα χρόνια έφυγε απ’ το σπίτι και άλλαξε πουκάμισο, άλλαξε ζωή. Στην βιασύνη του τον ξέχασε. Εκείνος όμως όχι. Τον είδαν μετά από καιρό πάλι κοντά σε κείνο το περίπτερο και τον γύρευε. Ήθελε να τον ευχαριστήσει μα δεν τον βρήκε. Όταν κουράστηκε να ψάχνει κάθισε στο απέναντι καφενείο και άναψε τσιγάρο. Ήπιε πολύ ούζο και μέθυσε. Μόλις βράδιασε, σηκώθηκε σιωπηλός και χάθηκε στο σκοτάδι. Και από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Τον περιμένει χαμογελαστός στην είσοδο. Μέσα γιορτάζουν τον ερχομό του παλιοί φίλοι, οι γονείς, αγαπημένοι συγγενείς και κάποιοι αρχαίοι σοφοί. «Καλώς τονε κι ας άργησε! Τι σου ‘λεγα, μικρέ; Λίγη υπομονή ήθελε.»

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΔΕΙΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

Μετά το δημοψήφισμα ήρθαν τα πάνω κάτω. Η αριστερή κυβέρνηση προσπάθησε μα δεν μπόρεσε και έφερε το τρίτο μνημόνιο. Αμέσως το κόμμα διασπάστηκε και ο νεαρός πρωθυπουργός ζήτησε ξανά την ψήφο του ελληνικού λαού. Γνωρίζει ότι έχει πλεονέκτημα απέναντι  στο παλαιό πολιτικό σύστημα που πλέον έχει σαπίσει. Μα κι αυτόν ο κόσμος πλέον λίγο τον εμπιστεύεται. Ίσως να υπερέχει στις λεπτομέρειες, ίσως να διαθέτει πράγματι καλές προθέσεις και «αριστερή» ευαισθησία, να θέλει να φορολογήσει το μεγάλο κεφάλαιο και να κυνηγήσει τις λίστες της διαφθοράς, μα και πάλι μπορεί να μας πει –πάντα κατόπιν εορτής- ότι προσπάθησε μα δεν μπόρεσε.

Αυτές οι εκλογές δεν μου φαίνονται και πολύ κρίσιμες. Από όποια κυβέρνηση και να προκύψει, ο λαός δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει. Έτσι κι εγώ, παρόλο που συνήθως ψηφίζω με τη λογική του μικρότερου κακού, αυτή  τη φορά λέω να ρίξω άδειο φάκελο. 

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΟΜΠΡΕΣΕΡ

   Είχε κουραστεί να περπατά και σε κάθε του βήμα φοβόταν ότι θα πέσει. «Κάνε υπομονή, φτάνουμε σε λίγο», του έδινε κουράγιο η θεία και τον κρατούσε γερά απ’ το χέρι. Ο σκοτεινός διάδρομος έμοιαζε ατέλειωτος. Για μια στιγμή μετάνιωσε για όλη αυτή την ταλαιπωρία απ’ το πρωί, μα δεν είχε άλλη επιλογή, ακόμη δεν έπαιρνε αυτός τις αποφάσεις, ούτε καν τον ρωτούσαν. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε να μείνει και στο σπίτι με όλον αυτό το θόρυβο και τη σκόνη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, λοιπόν.
  Επιτέλους, φτάσανε. Όταν μπήκε στο θάλαμο, ζαλίστηκε απ’ την εκτυφλωτική λάμψη και παραλίγο να πέσει κάτω. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, φωτεινό, λευκοντυμένο. Οι τοίχοι, τα κρεβάτια, τα λίγα έπιπλα, όλα. Και ο φθινοπωρινός  ήλιος έμπαινε με ορμή απ’ τα μεγάλα παράθυρα. Στο βάθος η μαμά χαμογελούσε. Μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια λεπτή κουβέρτα, κρατούσε ευτυχισμένη στην αγκαλιά της μια πανάσχημη κούκλα, με κλειστά μάτια, λίγες τρίχες στο κεφάλι –καραφλή σχεδόν- και ντυμένη στα ροζ.
Η θεία την πλησίασε, την φίλησε και χάιδεψε το μικρό τέρας. Αυτός, όσο και να του φώναζαν να πλησιάσει κοντά τους, στεκόταν τρομαγμένος στη μέση του θαλάμου. Αν μπορούσε, θα το έβαζε στα πόδια.
   Κάποια στιγμή πέρασε από μπροστά του μια όμορφη κοπέλα -στα άσπρα κι αυτή- με ένα ένα μπωλ γεμάτο σοκολατάκια τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Του πρόσφερε ευγενικά ένα, άρπαξε άλλο ένα από μόνος του και άρχισε να τα ξετυλίγει. Μετά από λίγο, είχε πασαλειφθεί ολόκληρος. Η κοπέλα έσκυψε μπροστά του και με μια χαρτοπετσέτα άρχισε να του καθαρίζει το στόμα και τα χέρια. Μύριζε όμορφα και χαμογελούσε, είναι καλό παιδάκι του έλεγε, μα δεν πρέπει να τρώει πολλά γλυκά γιατί θα πονέσει η κοιλίτσα του και άλλα τέτοια σιχαμερά γλυκόλογα. Στο τέλος του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Συνέχιζε να την κοιτάει μέσα από τον τοίχο.     
   Τον φώναζαν πάλι. Πλησίασε αργά αργά σαν υπνοβάτης και έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Είχε μέρες να την δει,  νόμιζε πως αρρώστησε, πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Τον έπιασε το παράπονο, παραλίγο να βάλει τα κλάματα, μα κρατήθηκε και κόλλησε πάνω της με όλη του την δύναμη. Δεν θυμάται πόση ώρα έμειναν έτσι, αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή η θεία είπε ότι έπρεπε να φύγουν, η μαμά χρειαζότανε ξεκούραση. Θα ερχόντουσαν αύριο πάλι. Αυτός δεν ήθελε να φύγει. Είχε συνηθίσει το δυνατό φως και την γλυκιά ζέστη και αν μπορούσε θα έμενε για πάντα μαζί της μέσα σ’ αυτό το λευκό δωμάτιο. Η μαμά του είπε να μην ανησυχεί. Είναι πολύ καλά και σε λίγες μέρες θα γυρίσει κοντά τους, μαζί με τη μπέμπα. Να είναι καλό παιδί, να ακούει τη θεία και τη γιαγιά του και να μην τις στεναχωρεί.
   Όταν γύρισαν σπίτι οι εργάτες δούλευαν ακόμα. Το κομπρεσέρ είχε σπάσει το πεζοδρόμιο και έμπαινε στον μακρόστενο διάδρομο του σπιτιού. Είχε γεμίσει παντού λακκούβες, χώματα, πέτρες και σκόνη και μια άσχημη οσμή απ’ τον σπασμένο υπόνομο. Στο σαλόνι η γιαγιά καθόταν στην αναπαυτική της πολυθρόνα και η αδερφή του μπουσούλαγε στο πάτωμα. Η γιαγιά φορούσε πάντα μαύρα και δεν έλεγε ποτέ παραμύθια.  Η μπουμπού φορούσε συνήθως ένα κίτρινο ολόσωμο φορμάκι και έπαιζε με τα παιχνίδια της. Αυτός κάθισε σε μια γωνιά και της παρακολουθούσε Κρατούσαν κάτι μικρές κουκλίτσες και έπαιζαν. Δεν του έδιναν σημασία, σαν να ήταν αόρατος. Ούτε η σκόνη τις ενοχλούσε ούτε ο θόρυβος.
   Μόνο αυτός έβλεπε τη συμφορά να πλησιάζει. Το μεγάλο τρυπάνι είχε φτάσει στη μέση του διαδρόμου και έβγαζε άγρια μουγκρητά. Στο πιτς φυτίλι έκανε κομμάτια το πωρ μαντώ, θρύψαλα τον μεγάλο καθρέφτη, αλλά και τις γλάστρες με τα σπαθιά της μαμάς και προχωρούσε ακάθεκτο προς το σαλόνι.
Κρύφτηκε φοβισμένος κάτω από την πολυθρόνα της γιαγιάς, ανάμεσα στα ασπριδερά της μπούτια και τις μπεζ καλτσοδέτες που έφταναν λίγο πάνω από το γόνατο. «Φύγε από δω, θα το πω στον πατέρα σου» του φώναζε, μα αυτός συνέχισε να την χαϊδεύει και να την τσιμπάει. Σταμάτησε μόνο όταν το κομπρεσέρ μπήκε στο σαλόνι και έκανε τη γιαγιά χίλια κομμάτια.

   Όταν το βράδυ γύρισε ο πατέρας απ’ τη δουλειά τον χτύπησε άσχημα. Ήταν η τρίτη φορά που τον έδερνε με τη δερμάτινη ζωστήρα. Και η τελευταία.