Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ



Περπατούσαν αργά χωρίς να μιλάνε. Η πάνω πόλη ήταν ήσυχη και σκοτεινή, μόνο το φωτισμένο κάστρο έδειχνε στην κορυφή το δρόμο. Κάπου κάπου του έριχνε καμιά λοξή ματιά και κείνος του γύριζε πίσω ένα παιδικό χαμόγελο.
Δεν είχε ώρα που τον γνώρισε. Μια τρύπια σκιά με κάτασπρα μάτια που γυάλιζε στο κατακόκκινο σκοτάδι. Είχε σκαρφαλώσει στον κάδο των σκουπιδιών και ψαχούλευε. Στο υπόστεγο παραδίπλα ήταν το σπίτι του φτιαγμένο από χαρτόκουτα, είχε στρώσει και δυο κουβέρτες χάμω στο πεζοδρόμιο για να κοιμάται. Έξι χρόνια είχε στη χώρα, από τους πρώτους πρόσφυγες που ήρθαν. Πλέον μιλούσε και τη γλώσσα κάπως, έστω και σπαστά, για να συνεννοείται. Στην πατρίδα δεν είχε κανέναν πια. Γονείς, αδέρφια, συγγενείς όλοι νεκροί, σκοτωμένοι στον εμφύλιο. Αυτός κατάφερε να γλυτώσει. Ήταν πολύ μικρός τότε, του χάρισαν τη ζωή μάλλον, ίσως πάλι πρόλαβε να κρυφτεί και δεν τον βρήκαν, ποιος ξέρει. Πάντως είχε άγιο που έφτασε ως εδώ. Του αρέσει εδώ γιατί βλέπει θάλασσα και δεν έχει πόλεμο. Και οι άνθρωποι είναι καλοί, τον συμπαθούν. Δεν θέλει να φύγει, που αλλού να πάει. Τη μέρα πλένει τζάμια στα φανάρια, τα βράδια προσεύχεται. Είναι αισιόδοξος και συνέχεια χαμογελά.
Να λοιπόν που υπάρχουν και χειρότερα, σκέφτηκε. Όχι πως δεν το ήξερε, μα το χαμόγελο αυτού του μικρού αραπάκου αμέσως του έκανε εντύπωση και κάπως του έφτιαξε το κέφι. «Πάμε να πιούμε μια μπύρα;» του πρότεινε, αυτός θα κερνούσε. Αρχικά ο μικρός ξαφνιάστηκε, θα προτιμούσε να του έδινε κανά ψιλό να την βγάλει, μα και πάλι δεν είχε τίποτα να χάσει. Έτσι δέχτηκε να του κάνει παρέα, ίσως που τον είδε μόνο του και κάπως λυπημένο. Παρόλο που την περίοδο εκείνη είχε ραμαζάνι. Θα πήγαινε, μα δεν θα έπινε πολύ.
Έξω από την ταβέρνα τους υποδέχτηκε μια κατάμαυρη σκύλα σαν αραπίνα κουνώντας την ουρά της. Φοβήθηκε ο μικρός και τραβήχτηκε πίσω. «Δεν δαγκώνει» του είπε και την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι. Αυτή χαμογελαστή σηκώθηκε όρθια και τους άνοιξε την πόρτα. Μπήκαν μέσα και τους ακολούθησε.
Το μαγαζί είχε λίγο κόσμο. Δυο-τρεις παρέες είχαν απομείνει, μα οι μουσικοί, αν και παράωρα, έπαιζαν ακόμα. Τους καλησπέρισε και κάθισε στο μεσαίο τραπέζι πλάι στον τοίχο. Αρχικά σκεφτόταν να πάρει καμιά μπύρα, μα προτίμησε κάτι πιο δυνατό, ένα καραφάκι τσίπουρο, το πρότεινε και στον φίλο του. Είχε χρόνια να περάσει απ’  το μαγαζί, μα θυμόταν πως είχε καλό τσίπουρο, σπιτικό, το έφερνε  ένας ξάδερφος του μαγαζάτορα. Ο μαυρούλης δεν είχε ξαναπιεί απ’ αυτό, μα δεν είχε πρόβλημα να δοκιμάσει. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελε να παραπιεί, πιο πολύ για τη βόλτα πήγε, για  να περάσει κάπως η νύχτα, του είπε.
Δεν πρέπει να τον θυμήθηκε, τόσοι και τόσοι που έχουν περάσει κατά καιρούς. Δεν ήταν τακτικός πελάτης, πιο πολύ σαν φοιτητής ερχόταν και είχε να περάσει πάνω από δέκα χρόνια, πριν από τον γάμο του ακόμα. Αφότου παντρεύτηκε άλλαξε συνήθειες, το ίδιο και η γυναίκα του. Αυτός τον θυμόταν καλά. Παρά τα χρόνια, δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο είχε ασπρίσει λίγο. Έπινε παρέα με κάτι γνωστούς του,  κάπνιζε κάτι άφιλτρα και κουβέντιαζε χαμηλόφωνα.     
Πριν δέκα μέρες ο προϊστάμενος τον ενημέρωσε ότι η επιχείρηση δεν τον χρειαζόταν πλέον. Με την κρίση, τα τελευταία χρόνια η δουλειά έχει πέσει παρά πολύ, κάθε χρόνο απ’ το κακό στο χειρότερο πάνε, έπρεπε να γίνει και άλλη μείωση του προσωπικού. Είχε δώδεκα χρόνια στην εταιρία, άριστος υπάλληλος, με εμπειρία και προσόντα, παντρεμένος  και με παιδί. Όμως πλέον δεν ήταν απαραίτητος. «Ο κλάδος μας περνάει μεγάλη κρίση», δικαιολογήθηκε ο προϊστάμενος. Και ο κόσμος έχει γεμίσει από λογιστές που κανείς δεν χρειάζεται πλέον. Έτσι του είπαν και τον απέλυσαν.
Κατέβασαν το τσίπουρο μονοκοπανιά. Παρήγγειλαν και άλλο καραφάκι. Πίνανε και καπνίζαν χωρίς να μιλούν. Η ώρα είχε πάει τέσσερις και οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν, δεν καταλάβαιναν από κούραση και νύστα. Τραγουδούσαν για έναν βαρκάρη που θα έρθει να πάρει την όμορφη χανούμισσα. «Γκιελ, γκιελ, καιξή…» Είχε χρόνια να το ακούσει αυτό το τραγούδι.
Δεν είπε τα δυσάρεστα στη γυναίκα του, μα αυτή δεν άργησε να το καταλάβει. Ευτυχώς δούλευε ακόμα –ήταν υπάλληλος του δημοσίου-  μα δεν μπορούσε να τον ταΐζει και από πάνω. Οι υποχρεώσεις τρέχανε, ο γιος τους μεγάλωνε, μαζί και τα έξοδα. Είχε κουραστεί, του είπε, δεν άντεχε άλλο. Χτες πήρε το παιδί και έφυγε, πήγε στους δικούς της. Ήθελε να μείνει μόνη για λίγο, να σκεφτεί. Αυτός δεν είχε κανέναν να πάει για να σκεφτεί. Ήρθε εδώ, στο μαγαζί που την πρωτογνώρισε.  
Στο τραπέζι τους έφτασαν απρόσκλητα άλλα δύο καραφάκια και ο κάπελας από μακριά τους έκανε νόημα. Ήταν κερασμένα και αυτοί σήκωσαν τα ποτήρια για να χαιρετήσουν. Το μαγαζί ήταν πλέον άδειο, είχανε μείνει τελευταίοι. Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν, η κιθάρα και το μπουζούκι μπήκαν στις θήκες, σε λίγο φύγανε κι αυτοί. Το αφεντικό σηκώθηκε βαριεστημένα και έβαλε στο κασετόφωνο να παίζουν κάτι παλιά μπλουζ.  Η Μαύρα σε μια γωνιά, είχε ακουμπήσει τη μουσούδα στα μπροστινά της πόδια και κοιμόταν. Την θυμόταν από κουτάβι σ’ αυτό το μαγαζί, τώρα είχε γεράσει κι αυτή.
Παρατηρούσε πάνω απ’ το κεφάλι του, κρεμασμένη στον τοίχο, το κάδρο με τη διακήρυξη της παρισινής κομμούνας. Η όμορφη κοπέλα που γνώρισε εκείνο το βράδυ ήξερε γαλλικά και του έκανε τη μετάφραση. Ήταν μετά από μια διαδήλωση που πήρε άσχημη τροπή. Έγιναν επεισόδια, κυνηγητά, συλλήψεις, τραυματισμοί. Τουλάχιστον δεν είχανε νεκρούς. Αυτή σπούδαζε ιστορία τέχνης και ήταν οργανωμένη σε κάποια αριστερή παράταξη. Εκείνο το βράδυ είχε τα χάλια της. Βομβαρδισμένη και μπαρουτοκαπνισμένη,  μ’ ένα σκίσιμο στο αριστερό φρύδι, αναμαλλιασμένη,  μα έδειχνε ευτυχισμένη. Μιλούσε με την παρέα της για τους μπάτσους και τα δακρυγόνα που πέσανε, ποιος έφαγε το περισσότερο ξύλο, για τον σύντροφο που πιάσανε και θα πέρναγε το πρωί αυτόφωρο, που έπρεπε να πάνε κι αυτοί στο δικαστήριο για συμπαράσταση. Τέτοια λέγανε και πίνανε  κρασιά και τσίπουρα και ακούγανε παλιά ρεμπέτικα, και αγκαλιάζονταν, και φιλιόντουσαν  και γελούσανε με την ψυχή τους, μέσα σε κείνη την απόκρημνη ρωγμή του κόσμου. Όλο εκείνο το βράδυ του χαλασμού τα εικοσάχρονα πεφταστέρια ετοιμάζαμε την επόμενη επανάσταση που θα έφερνε στον κόσμο την ευτυχία.
Αυτός καθόταν παραδίπλα με τους φίλους του. Ήταν και κείνος στην πορεία, κάπου στη μέση με το μπούγιο. Δεν τον απασχολούσε φανατικά η πολιτική -από τότε δεν ήταν με κανέναν- πιο πολύ από περιέργεια πήγε παρασυρμένος απ’ τους φίλους και τους συμφοιτητές το . Ήταν κάπως απαισιόδοξος, δεν πολυπίστευε στις μεγάλες επαναστάσεις, το έβρισκε άσκοπο τόσο αίμα.  Έψαχνε κάποιον άλλο τρόπο, ένα δικό του τρόπο,  για να αλλάξει ο κόσμος, έστω και αργά, έστω και μετά από χίλια χρόνια, κι ας μη το προλάβαινε ο ίδιος. Τόση αδικία, τόσος πόνος και κακό ήταν απάνθρωπο, έπρεπε να νικηθεί. Όμως όσο και να έστυβε το κεφάλι του, δεν έβρισκε τίποτα, καμία λύση κι έμενε σε πλήρη σύγχυση. Και αφηνόταν στο ένστικτο, χωρίς βεβαιότητες και αλήθειες, χωρίς πίστη και ελπίδα.
Αυτή αντίθετα ήταν κατασταλαγμένη εξαρχής. Θυελλώδης και παρορμητική, πάντα παθιασμένη, πάντα ανυπότακτη, κρατούσε το λάβαρο ψηλά στην πρώτη γραμμή. Την ψέκασαν, την ποδοπάτησαν, παραλίγο να την συλλάβουν, μα τους ξέφυγε. Πάντα τους ξέφευγε η αντάρτισσα. Και κείνο το βράδυ του εξηγούσε χαμογελαστή για την παρισινή κομμούνα πίνοντας τσίπουρα και ρακές , ακούγοντας παλιά ρεμπέτικα προπολεμικά και δίνοντάς του λίγο πριν το ξημέρωμα ένα ατελείωτο φιλί στο στόμα. Κατόπιν έτρεξαν να φωνάξουνε μαζί στο αυτόφωρο του συντρόφου που είχε πιαστεί στη μέγγενη της εξουσίας.
Τώρα όλα αυτά αποτελούσαν μακρινό παρελθόν. Η αντάρτισσα είχε παντρευτεί, είχε βολευτεί καλά σε μια δημόσια θεσούλα, είχε γίνει μάνα και τελικά είχε κουραστεί. Και μόνο η ιδέα ότι θα τον τάιζε, λέει, της ήταν ανυπόφορη. Έπρεπε να βρει σύντομα δουλειά και να ξαναδεί το γιο του. Είχε αρχίσει να του μαθαίνει σκάκι, όπως και ο δικός του πατέρας κάποια μακρινά καλοκαίρια, του άρεσε κι αυτού πολύ, ήταν έξυπνος, όλο και βελτιωνόταν, σε λίγο θα κατάφερνε να τον κερδίζει, μπορεί μια μέρα να γινόταν και πρωταθλητής , ο καλύτερος απ’ όλους, αυτός, ο γιος του, το καμάρι του, που προτιμούσε τα πολυμήχανα άλογα από τους τρελούς και μεγαλομανείς αξιωματικούς, και αντιπαθούσε τις δολοπλόκες βασίλισσες, και προχωρούσε ατρόμητα το βασιλιά του στο μέσο της σκακιέρας χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Κάποτε θα τους νικούσε όλους αυτός. Έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς αυτή δεν ήξερε σκάκι, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.   
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και η ταβέρνα γέμισε ζωσμένους μαυροσκούφηδες με άρματα και φυσεκλίκια. Έμπαιναν  σαν κυνηγημένοι. Μπροστά ο αρχηγός, κοντός, τετράγωνος και στιβαρός,  σπινθηροβόλος, αποφασισμένος για όλα, από πίσω ακολουθούσαν οι λεβέντες, ολόκληρος λόχος από πολεμιστές. «Εδώ είναι τα γουναράδικα, λοιπόν!» φώναξε γελώντας δυνατά και σφιχταγκάλιασε τον μαγαζάτορα. Παρήγγειλαν κρασιά και τσίπουρα και στρογγυλοκάθισαν στα άδεια τραπέζια να ξεκουραστούν από τη μάχη. Το μαγαζί ξαφνικά είχε γεμίσει. Η σκύλα από τη φασαρία ζωντάνεψε και άρχισε να γαυγίζει τρομαγμένη. Όταν κατάλαβε πως όλοι αυτοί οι αγριάνθρωποι ήταν φίλοι, ανέβηκε στην καρέκλα του πιάνου και άρχισε να παίζει ένα κομμάτι τζαζ για να τους ευχαριστήσει. Οι αντάρτες πίνανε και γελούσαν, χαρούμενοι  που έστω και στο τσακ γλύτωσαν και  τούτη τη φορά. Αυτουνού δεν του έδινε κανείς σημασία εκεί μέσα, σαν να μην υπήρχε. Ίσως να τον θεωρούσαν πράκτορα, προδότη, ύποπτο πρόσωπο, ανυπόληπτο ή έστω εχθρό του λαού, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. Και ήταν ολομόναχος, δεν είχε κανέναν να του συμπαρασταθεί μέσα σ’ αυτή την ερημιά, αυτός, ο πιο ξένος απ’ όλους. Ο μαυρούλης δίπλα του φαινόταν να μην ενοχλείται από την ξαφνική έφοδο μα δεν μπορούσε και να τον βοηθήσει. Είχε ξαπλώσει φαρδιά πλατιά πάνω στο τραπέζι, κοιμόταν του καλού καιρού και παραμιλούσε στη γλώσσα των προγόνων του. Άλλωστε είχε και ραμαζάνι, δεν έπρεπε να πιει πολύ.
«Ένα ζειμπέκικο,» παράγγειλε στη σκύλα δυνατά, έτσι για να δείξει ότι είναι  κι αυτός εκεί. Κάποιοι τον αγριοκοίταξαν, άλλοι χάιδεψαν με νόημα τα κουμπούρια τους, μα δεν πτοήθηκε. Η Μαύρα κούνησε χαρούμενη την ουρά της και υπάκουσε. Σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε διάπλατα τα χέρια. Προς γενική έκπληξη, τον ακολούθησε και ο υπασπιστής του αρχηγού, ένα ξανθό αμούστακο αγόρι, γύρω στα είκοσι φαινόταν. Χόρευαν αντικριστά σαν να παλεύανε και όλο το μαγαζί τους είχε κυκλώσει. Σφύριζαν με κέφι και χτυπούσαν παλαμάκια, κάποιοι άλλοι που ήξεραν το κομμάτι τραγουδούσανε  φάλτσα. «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα…»  Τους κερνούσαν τσίπουρα ατελείωτα και κρασιά και ούζα και αυτοί χόρευαν για ώρες, παραπατούσαν, αγκαλιάζονταν και χώριζαν, σκόνταφταν πάνω σε τραπέζια και καρέκλες, έσπαγαν ποτήρια και καράφες, έπεσε και έσπασε και το κάδρο της κομμούνας, μα κανείς δεν ανυσήχησε.  Ήταν όλοι στο τσακίρ κέφι και μόνο ο αρχηγός με τον κάπελα από μακριά  παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Ο μικρός αράπης συνέχιζε να κοιμάται γαλήνια σαν παιδάκι και να χαμογελά.
Η πόρτα ξανάνοιξε απότομα και μπήκε και κείνη. Την κυνηγούσαν οι κυβερνητικοί, είπε. Ούτε αυτή η καβάτζα ήταν πλέον ασφαλής. «Το μαγαζί είναι περικυκλωμένο» ούρλιαξε τρομαγμένη και στάθηκε στη μέση του μαγαζιού. Ανταλλάξανε σουβλερές ματιές, μα κείνος δεν σταμάτησε να χορεύει. Αυτή τον πλησίασε αργά, παραμέρισε τον νεαρό μαυροσκούφη και άρχισε να χορεύει μαζί του. Είδε στα πόδια της το σπασμένο κάδρο και τον μάλωσε. «Αυτό δεν έπρεπε να σπάσει», του είπε θυμωμένα και κάθισε στο τραπέζι δίπλα στο κοιμισμένο αραπάκι. Αυτός συνέχιζε να περιστρέφεται, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, και μαζί μ’ αυτόν και όλο το μαγαζί  γύριζε σαν φρενιασμένο καρουσέλ, χαμήλωνε και χτυπούσε το πάτωμα με την παλάμη, πεταγόταν ψηλά στον αέρα, έπαιρνε τη καρέκλα και τη σήκωνε ψηλά, παραπατούσε και σκόνταφτε, ζαλιζόταν, έπεφτε χάμω και αμέσως σηκωνόταν, τον έπιανε ίλιγγος μα δεν σταμάταγε. «Ποιο γρήγορα Μαύρα, πιο γρήγορα» φώναζε στην πιανίστρια κι αυτή υπάκουε χαμογελώντας. Πλέον γύρω του έβλεπε μόνο  ένα τεράστιο σύννεφο με παντελόνια, θολό και γκρίζο από την καπνούρα και κείνο το γυμνό καρφί του τοίχου που του έγνεφε με νόημα και ύπουλα καραδοκούσε. Τότε που η πόρτα και του τελευταίου οχυρού σωριαζόταν με κρότο στο πάτωμα και έμπαιναν μέσα οι κυβερνητικοί.
Μετά όλα γίνανε κόκκινα.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΚΟΙΝΟΣ ΒΙΟΣ


Γύριζε κουρασμένος  απ’ το νοσοκομείο με τα αποτελέσματα των εξετάσεων χωμένα βαθειά στη τσέπη του σακακιού. Δεν ήθελε να της το φανερώσει, μα σαν τον είδε κατάλαβε. Δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Ήταν ανέκαθεν κακός ηθοποιός και κείνη σπίρτο αναμμένο. Κάποτε θα έφτανε η ώρα να το αντιμετωπίσουν κι αυτό, είπε. Όλα με τη σειρά τους.
 Είχαν γνωριστεί σε μια από τις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα, μια θεοσκότεινη νύχτα του χειμώνα γεμάτη υγρασία και μοναξιά. Το πάθος που τους κυρίευσε ήταν κεραυνοβόλο και μοιραίο, σπάνιος για τέτοιες περιστάσεις. Αυτή είχε έρθει απ’ το χωριό της πρόσφατα, διωγμένη κακήν κακώς. Την έβγαζε στο δρόμο, όπως όπως, και για λίγα κέρματα τα έκανε όλα. Αυτός δούλευε λογιστής σε μια μεγάλη εταιρεία, έβγαζε καλά λεφτά, ανύπαντρος, είχε και δικό του σπίτι. Περνούσαν καλά μαζί, παρόλο που  συγγενείς και γείτονες απ’ την αρχή τους κοιτούσαν με μισό μάτι. Με τους συναδέλφους ποτέ δεν είχε πολλά πάρε δώσε, ούτε έδινε λογαριασμό για τη ζωή του. Είχε τουλάχιστον δυο-τρεις καλούς φίλους εκτός δουλειάς που του αρκούσαν.
Σε λίγες μέρες έκλειναν μισό αιώνα μαζί, πολλά χρόνια, με κάποια ενδιάμεσα διαλλείματα. Τότε που ακόμα ήταν νέοι και άμυαλοι και αχόρταγοι και ζήλευαν πολύ και δεν συγχωρούσαν τις απιστίες και χώριζαν με το παραμικρό. Έστω και αν μετά από λίγο τους περνούσε και ξανασμίγαν.  Μα ο μεγάλος καβγάς ξέσπασε τη μέρα που του είπε πως ήθελε να κάνει την επέμβαση, να τον κόψει, να νιώσει κανονική γυναίκα. Έτσι, θα άλλαζε και την ταυτότητά της, θα μπορούσαν και να παντρευτούν, ο νόμος πλέον δεν θα στεκόταν εμπόδιο.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Απ’ την αρχή δεν ήθελε να τον πολυδείχνει,  ούτε τον άφηνε να τον χαϊδέψει. Οι ρόλοι τους ήταν καθορισμένοι, του έλεγε και αυτός θέλοντας και μη υπάκουε. Γιατί τον αγαπούσε. Ένα πανέμορφο ξανθό αγόρι είκοσι δύο χρόνων όλο γλύκα, σκέτος άγγελος, το πιο καλό παιδί ήταν, παρά τα όσα είχε περάσει. Δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση.  Πολύ αργότερα άρχισε δειλά δειλά να βάφεται και να φοράει φούστες και ψιλότακουνα γοβάκια, αλλά μόνο γι’ αυτόν. Ήταν μέρος του παιχνιδιού και του άρεσε.
Όταν ξεκίνησε θεραπεία και τα βυζιά του άρχισαν να φουσκώνουν, έγινε πυρ και μανία. «Αν ήθελα να πιάνω μαστάρια, θα πήγαινα με κανονική γυναίκα» του είχε πει τσαντισμένος. Μα το κατάπιε κι αυτό. Γιατί τον αγαπούσε. Τώρα όμως δεν πήγαινε άλλο. Τσακώθηκαν άγρια. Τον σκυλόβρισε, τον χτύπησε άσχημα και  τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι.
Αμέσως, το μετάνιωσε πικρά. Όταν έμεινε μόνος κατάλαβε πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Κι ας τον έκλεψε από πάνω. Δεν μπορούσε να τον βγάλει απ’ το μυαλό του. Ούτε δέκα μέρες δεν είχαν περάσει και άρχισε να τον ψάχνει. Άφαντος. Τον έψαξε παντού. Στην αστυνομία, στα νοσοκομεία, στα νεκροτομεία, πουθενά. Φοβήθηκε μην είχε κάνει καμιά τρέλα. Ώσπου έμαθε πως είχε φύγει για την πρωτεύουσα και ηρέμησε κάπως. Και προσπάθησε να τον ξεχάσει.
Την ξανασυνάντησε τυχαία ένα απόγευμα στον μόλο, λίγο πριν να πέσει ο ήλιος. Καθόταν στο παγκάκι ολομόναχη, κάπνιζε και αγνάντευε την κίτρινη θάλασσα. Δυσκολεύτηκε να την γνωρίσει. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε και είχε αλλάξει πολύ.   
 Είχε μια φίλη κοντοχωριανή στην πρωτεύουσα που τη βοήθησε να κάνει την εγχείρηση. Χάλασε πολλά λεφτά, ότι του έκλεψε εκείνη τη μέρα εκεί πήγαν. Κατόπιν δούλεψε σε κάποια μαγαζιά -και στο δρόμο- μα δεν της άρεσε και γύρισε πίσω. «Ζούγκλα η μεγάλη πόλη», του είπε κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά. Την πήρε πάλι στο σπίτι,  μετά από λίγο παντρεύτηκαν και δεν ξαναχώρισαν. Για κανένα λόγο.
Ο πόνοι μέρα με τη μέρα όλο και δυνάμωναν, ο πυρετός πλέον μόνιμος και ο γιατρός τακτικός στο σπίτι. Σπάνια σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι, μέρα με τη μέρα έλιωνε, μα δεν ήθελε να πεθάνει σε νοσοκομείο. Είναι πολύ δυνατά τα φώτα των θαλάμων, δεν τα αντέχει, της είχε πει. Αυτή πάντα δίπλα του και ολομόναχη, δεν ήθελε από κανέναν βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι με τα χρόνια είχαν λιγοστέψει.  Και τούτη δω η  γάτα που την είχαν από νεογέννητο, είχε γεράσει η κακομοίρα,  κουρασμένη κι αυτή, δεν έφευγε από τα πόδια του.
Στο τέλος η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη, ούτε οι κορτιζόνες τον έπιαναν ούτε άλλα παυσίπονα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Τρέμανε τα κόκαλά του, ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ο γιατρός πλέον συνιστούσε υπομονή. Ο θεός είναι μεγάλος. Η επιστήμη έκανε το χρέος της, δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο.
Τουλάχιστον ήταν εξασφαλισμένη. Θα έπαιρνε τη σύνταξή του, είχε και κάποια χρήματα στην άκρη. Είχε γράψει και το διαμέρισμα στο όνομά της. Κανένας ξεχασμένος ξάδελφος απ’ το πουθενά ή κανά κωλοανήψι του κερατά δεν θα μπορούσε να το διεκδικήσει απ’ τη γυναίκα της ζωής του, τον άνθρωπο που κοιμόταν δίπλα του τα βράδια, αυτόν που αγάπησε πιο πολύ και απ’ τον εαυτό του. Μόνο να έβρισκε έναν άνθρωπο, της είπε, είναι άγριο πράγμα η μοναξιά, δεν αντέχεται. Μα όλα αυτά δεν μπορούσαν να την παρηγορήσουν. Δεν είχε περάσει άσχημα μαζί του, κανένα παράπονο. Ίσως μόνο κανά παιδί, μα και πάλι ποιος ξέρει, κάθε εμπόδιο για καλό. Έτσι κι αλλιώς, αυτό το έργο σπάνια έχει χάπυ έντ.
Μοίρασε το μπουκαλάκι στα ίσα, τον ανασήκωσε λίγο και του έδωσε να πιεί. Του φάνηκε πικρό μα δεν παραπονέθηκε. Ήπιε κι αυτή. Ένιωθε κουρασμένη και ξάπλωσε δίπλα του, κρατώντας του απαλά το χέρι.

Τους βρήκαν μετά από μέρες και τους τρεις στο κρεβάτι, πλάι πλάι, αγκαλιασμένους.   

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΟΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΥ


Έβγαινε το σούρουπο που έπεφτε ο ήλιος, κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, χειμώνα καλοκαίρι, πάντα με τα πόδια, από το κάστρο στο λιμάνι, αργά και ράθυμα περνούσε μέσα από πολύβουες πλατείες και δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα, αφηρημένος συνήθως  και ρουφούσε λαίμαργα τα καυσαέρια, σκόνταφτε στα σπασμένα πεζοδρόμια, έπεφτε μέσα στις λακκούβες, όλα ωραία και καλά, και χάζευε τα πλήθη των ανθρώπων, παρέες παρέες και χαρούμενα ζευγάρια, τα παιδιά με τις μαμάδες που γκρινιάζαν, οι γέροι ολομονάχοι, όλοι τελείως άγνωστοι μα συμπαθείς, κουρασμένοι στο τέλειωμα της μέρας, όπως κι αυτός που κάπου κάπου σταματούσε για λίγο -δεν βιαζόταν πλέον, είχε πολύ χρόνο για πέταμα- και τραβούσε καμιά φωτογραφία. Πάνω από δυο ώρες κρατούσε η καθημερινή του βόλτα. Πάντα εντός δακτυλίου.
Εκείνη τη μέρα δεν είχε πάρει μαζί του την φωτογραφική μηχανή. Είχε βραδιάσει για τα καλά και έβρεχε. Γύριζε σπίτι ψάχνοντας υπόστεγα να προφυλαχτεί. Περνούσε μπροστά απ’ το παλιό τελωνείο, ο δρόμος κάπως σκοτεινός, οι περαστικοί λιγοστοί. Κάποια στιγμή άκουσε απ’ το βάθος φωνές και κακό. Βρισιές, χτυπήματα και ουρλιαχτά. Τρεις μαυροντυμένοι  χτυπούσαν ανελέητα κάποιον πεσμένο και κουλουριασμένο στο πεζοδρόμιο. Αυτός βογκούσε και κρατούσε το κεφάλι του. Οι μηχανές ήταν αραγμένες στο πλάι και οι ασύρματοι βούιζαν ασταμάτητα. Κάποιοι περαστικοί, χωμένοι στις ομπρέλες τους, με σκυμμένο το κεφάλι, προσπερνούσαν βιαστικά.
Τουλάχιστον δεν είχε ακούσει πυροβολισμούς. Είναι πειρασμός να κουβαλάς όπλο μαζί σου. Καθόταν σε μια μεριά και τους κοιτούσε.  Παρόλο που βρεχόταν, δεν τον ένοιαζε. Όταν τον πήραν χαμπάρι, του φώναξαν να ξεκουμπιστεί να φύγει από μπροστά τους, μα αυτός συνέχισε να τους κοιτάζει. Πλησίασαν δίπλα του και άρχισαν να τον σπρώχνουν.  «Γιατί τον χτυπάτε;» τους ρώτησε ατάραχος και αυτοί τον τράβηξαν  πιο μέσα στη γωνιά, για εξακρίβωση στοιχείων, είπαν. Δεν είχε ταυτότητα μαζί του, ήταν ύποπτος. Άρχισαν να τον ψάχνουν, μα αυτός αντιστάθηκε, όσο μπορούσε. Τον έριξαν ανάσκελα κάτω και τον ακινητοποίησαν.  «Είναι παράνομα αυτά που κάνετε» φώναξε, «θα δώσετε λόγο στη δικαιοσύνη». Άρχισαν να τον χτυπάνε λυσσασμένα, με κλοτσιές και ροπαλιές, όπου έβρισκαν. «Μουνόπανο, για να μάθεις να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» ούρλιαξε ο πιο γεροδεμένος  -πρέπει να ήταν ο επικεφαλής- και του έριξε έναν τελευταίο κατακέφαλο. Μα τις τελευταίες του βρισιές δεν τις άκουσε. Είχε προλάβει να λιποθυμήσει. Τον άφησαν εκεί, σωριασμένο χάμω, έβαλαν μπρος τις μηχανές και έφυγαν.
Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν υπήρχε γύρω του κανείς. Τουλάχιστον, είχε σταματήσει να βρέχει, μα κρύωνε και πονούσε σε όλα του τα μέρη. Ήθελε να κλάψει, μα δεν μπορούσε. Για να παρηγορηθεί σκέφτηκε πως όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο, σε λίγο θα ξύπναγε. Έβλεπε συχνά τέτοιους εφιάλτες, μα στο τέλος πάντα ξυπνούσε. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια και περπάτησε μέχρι το σπίτι. Ευτυχώς, έμενε κοντά. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Θα ξημέρωνε σε λίγο.
Τελικά ο κόσμος είναι μικρός. Τους ξανασυνάντησε τυχαία μετά από καμιά δεκαριά μέρες, έξω από ένα φαστφουντάδικο. Χαλαροί και οι τρεις, βαριεστημένοι, τρώγανε πίτες και μιλούσαν για ποδόσφαιρο. Οι μοτοσικλέτες αραγμένες παραπέρα και οι ασύρματοι βούιζαν ασταμάτητα. Πλησίασε κοντά τους. Όταν τον είδαν, πρέπει να τον θυμήθηκαν, γιατί άρχισαν να γελούν. «Τι κοιτάς ρε; Ξεκουμπίσου από δω!» του είπε ο πιο γεροδεμένος  και συνέχισε το μασούλημα. Αυτός συνέχισε να τους κοιτά αμίλητος και ανέκφραστος. «Φύγε, ρε!!!» ούρλιαξε πάλι ο μπάτσος και άρχισε να μαζεύεται κόσμος απ’ το μαγαζί και τους γύρω δρόμους.  Είχε πολύ φως το μέρος, σαββατόβραδο, γύρω στις δέκα. Έσκασε ένα  γελάκι και ατάραχος τράβηξε το πιστόλι. Σήκωσε το δεξί χέρι και τους σημάδεψε. Για λίγα δευτερόλεπτα όλα πάγωσαν. Κατόπιν, ακούστηκαν έξι πυροβολισμοί.
Ούτε στον ανακριτή, ούτε και αργότερα στο δικαστήριο, είπε γιατί το έκανε. Δεν δήλωσε ούτε αθώος ούτε ένοχος. Όσο και αν τον πίεσαν,  δεν έβγαλε άχνα, τσιμουδιά. «Έχω δικαίωμα να μη μιλήσω», τους είπε ήρεμα και σταθερά και μετά σιώπησε.
Για καιρό η περίπτωσή του έγινε πρώτη είδηση στα κανάλια και τις εφημερίδες. Αρχικά προσπάθησαν να τον συνδέσουν με την τρομοκρατία και τις διάφορες ομάδες αναρχικών, μα απέτυχαν. Αυτός δεν ήταν με κανέναν. Ίσως λίγο ελευθεριακός, λίγο ανένταχτος, λίγο μοναχικός αλλά ως εκεί. Και το ποινικό του μητρώο ήταν κατάλευκο. Δεν είχε απασχολήσει ξανά την δικαιοσύνη, ούτε καν την αστυνομία, τίποτα, απόλυτα νομοταγής.
Στη δίκη δεν παρευρέθηκε, έμεινε κλεισμένος στο κελί του, ούτε και ζήτησε κάποιον δικηγόρο να τον υπερασπιστεί. Οι συγγενείς του τον παρακαλούσαν. Έπρεπε να δείξει κάπως μεταμέλεια, να ελαφρύνει τη θέση του, μα αυτός αμετάπιστος. Είχε φτάσει η ώρα της τελικής ρίξης.  Δεν είχε να κερδίσει τίποτα, προτίμησε την πλήρη περιφρόνηση, ούτε να τους βρίσει δεν μπήκε στον κόπο. Ήξερε ότι δεν θα τον πίστευαν και δεν θα του αναγνώριζαν κανένα ελαφρυντικό. Ήταν μια ψυχρή δολοφονία ανθρώπων του νόμου και της τάξης, εν ώρα υπηρεσίας, ούτε καν σε κατάσταση αυτοάμυνας. Υπήρχαν τόσοι μάρτυρες. Ακόμη και ο πρότερος έντιμος βίος του θα αποδεικνυόταν γκρίζος και αμφιλεγόμενος. Με σκιές.
Ο εισαγγελέας μίλησε για ειδεχθή και αποτρόπαια πράξη ενάντια  στους πυλώνες του συστήματος, χωρίς κάποιο εμφανές κίνητρο. Ούτε τρομοκρατία, ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά και ούτε για ψυχοπαθής φαινόταν ο κατηγορούμενος, Ίσως μόνο λίγο κυνικός. Ήταν λοιπόν εχθρός της κοινωνίας και έπρεπε να αποβληθεί απ’ αυτή, να καταδικαστεί με τη μεγίστη των ποινών. Απ’ την άλλη, ήταν και η προσβλητική του συμπεριφορά προς το δικαστήριο, τελείως ανάρμοστη. Γι’ αυτήν θα του άξιζε ακόμα και η ποινή του θανάτου.
Η αγόρευση του εισαγγελέα έγινε απολύτως πιστευτή. Δικάστηκε τρεις ισόβια που μετατράπηκαν σε είκοσι χρόνια. Όταν το πληροφορήθηκε απ’ τον διευθυντή της φυλακής, έμεινε ανέκφραστος. «Ευχαριστώ πολύ, κύριε» του είπε ευγενικά και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο του. Ούτε έφεση έκανε.
Στη φυλακή κράτησε τις αποστάσεις του απ’ όλους, σχεδόν απομονωμένος,  με τα βιβλία, τα χαρτιά και τα μολύβια του. Ακόμη και στο προαύλιο ζήτησε να βγαίνει ολομόναχος, να περπατά με τις ώρες και να εκτονώνεται. Δεν θα χαριζόταν σε κανέναν, τους είπε.

Βγήκε μετά από δεκαπέντε χρόνια, λόγω καλής διαγωγής και επέστρεψε στην κοινωνία. Ήταν εξήντα χρονών. Ξανάρχισε τις βόλτες του στην πόλη, το σούρουπο, αφού πέσει ο ήλιος. Και πάντα εντός δακτυλίου.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ


Μνήμη Γιάννη Ντρε

   Έμπαινε στο στρατόπεδο αργοπορημένος. Ο υπεύθυνος της πύλης στάθηκε προσοχή και τον χαιρέτησε με συγκατάβαση. Το έγραφε στο πρόσωπό του. Ερχόταν από κακιά νύχτα, ταλαιπωρημένος και άυπνος. Μα η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή για την Μονάδα και δεν σήκωνε αργοπορίες. Παρ’ όλα αυτά, αυτός δεν βιαζόταν. Βάδιζε πάνω στην μεγάλη ευθεία προς το Διοικητήριο αργά και με σκυμμένο το κεφάλι.
   Όλο το στρατόπεδο ήταν ανάστατο. Φαντάροι και αξιωματικοί,  υπάλληλοι και ένστολοι, έτρεχαν πανικόβλητοι για τις αγγαρείες της τελευταίας στιγμής. Καθαριότητες, τακτοποιήσεις, κάποιες ενημερώσεις των προϊσταμένων, όλα έπρεπε να γίνουν στην εντέλεια. Ακόμα και ο διοικητής ήταν αγχωμένος. Φορούσε την επίσημη στολή του και ο ιδρώτας έτρεχε ρυάκι στο κούτελό του, τα γυαλιά του θάμπωναν. Παρ’ όλο το τρέξιμο του τελευταίου μήνα, οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ και εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο, συνήθιζε να τους λέει με έμφαση. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια, άψογα. Σε λίγο, θα έφτανε ο στρατηγός για την επιθεώρηση.
   Όταν τον είδε να έρχεται με το πάσο του έγινε πυρ και μανία, κατακόκκινος απ’ το κακό του. Τον ρώτησε τι ώρα είναι αυτή που έρχεται, τα χάλια του έχει, είναι και αξύριστος. Αυτός με ψύχραιμη, σιγανή φωνή του είπε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως για την πόλη του.  Πέθανε χτες  ένας καλός του φίλος, η κηδεία θα γινόταν σήμερα το μεσημέρι στις τρεις, προλάβαινε δεν προλάβαινε να πάει. Ο διοικητής γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια. Αυτό αποκλείεται, του είπε, ειδικά σήμερα που είναι η επιθεώρηση, το πόστο του είναι κρίσιμο, δεν θα μπορούσε να λείψει, αν τουλάχιστον ήταν κάποιος στενός συγγενής του ίσως. Ο Λοχαγός δεν επέμεινε, ούτε είπε κάτι άλλο, έστω ένα «μάλιστα, κύριε διοικητά» που θα ταίριαζε στην περίσταση.
   Ήταν καλός φίλος, μα άτυχος. Μια παλιά πνευμονία, ένα μικρόβιο στα νεφρά είπαν οι γιατροί, εξετάσεις, αιμοκαθάρσεις, ταλαιπωρίες, μα δεν το ‘βαζε κάτω, χωρίς κλάψες και πάντα με  το χαμόγελο. Πέθανε στον ύπνο του από ανακοπή. Τουλάχιστον δεν κατάλαβε τίποτα, ωραίος θάνατος. Και δεν ήταν ούτε σαράντα πέντε χρόνων.
   Τους έβλεπε απ’ το παράθυρο του γραφείου του, σε παράταξη, με τα κράνη, τις εξαρτήσεις και τα όπλα παραμάσχαλα, μούσκεμα στον ιδρώτα να περιμένουν. Ο διοικητής περπατούσε νευρικά πέρα δώθε και έριχνε κλεφτές ματιές προς το σιντριβάνι. Δικό του επίτευγμα, ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό, ειδικά για το γύψινο αγαλματάκι, τον φύλακα-άγγελο του στρατοπέδου. Μα ο Λοχαγός δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, η ώρα περνούσε. Φόρεσε το τζόκεϊ και βγήκε έξω.
   Όταν τον είδε,  έγινε πάλι έξω φρενών. Να ξεκουμπιστεί από μπροστά του, να πάει να κρυφτεί, εκθέτει όλο το στρατόπεδο, φώναζε. Και την άδεια να την ξεχάσει. Αυτός δεν είπε τίποτα, μόνο του χαμογέλασε, όπως και στους φοβισμένους συναδέλφους του. Τους χαιρέτησε με το αριστερό του χέρι και τράβηξε για την πύλη.
   Ο διοικητής τα είχε πλέον χαμένα. «Που πας;» του φώναξε ξαφνιασμένος και τον έπιασε απ’ το μπράτσο και κείνος γύρισε προς το μέρος του και του άστραψε δυο χαστούκια, αλλού  τα γυαλιά, αλλού το καπέλο, έχασε και την ισορροπία του και βρέθηκε μες στο  σιντριβάνι να τον κατουράει γελώντας το όμορφο χερουβείμ. Ο διοικητής είχε ξαφνικά χλομιάσει και  φώναζε βοήθεια, κάποιος να τον βγάλει από κει μέσα. Κάποιοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, μα ο Λοχαγός πλέον δεν έδινε σημασία και βάδιζε προς την έξοδο.
   Πλησίαζε δώδεκα, η ώρα του στρατηγού. Δεν είχε ρολόι, μα το ένιωθε. Ο ήλιος στο ψηλότερο σημείο, πύρωνε τα κράσπεδα και τις λαμαρίνες. Είχε μόνο διακόσια μέτρα να διανύσει. Έβραζε ολόκληρος, έσταζε σαν κατουρημένος.  Ξεκούμπωσε το χιτώνιο και το πέταξε πλάι, στα χορτάρια μαζί με το τζόκεϊ. Οι αρβύλες τον βάραιναν,  τις κλότσησε κι αυτές μακριά και οι πατούσες του τσουρουφλίστηκαν. Μπροστά του έβλεπε την αφρισμένη θάλασσα με τα πράσινα νερά και του ερχόταν να βουτήξει, μα έκανε υπομονή, λίγα μέτρα ήθελε ακόμα. Το παντελόνι του σερνόταν στην καυτή άμμο, το έβγαλε κι αυτό και έμεινε ολόγυμνος, όπως τον γέννησε η μάνα του.
   Έφτασε στην κεντρική πύλη και σταμάτησε στη σιδερένια μπάρα. Απ’ την άλλη μεριά επίσημες στολές, αστραφτερά  παράσημα και  μαύρες πολυτελείς λιμουζίνες τον τύφλωναν. Τόση λάμψη δεν μπορούσε άλλο να την αντέξει. Τον κοιτούσαν αμήχανα και  μιλούσαν ψιθυριστά, κάποιοι χαζογελούσαν μεταξύ τους, μα δεν τον ένοιαζε. Ήταν ολόγυμνος, ζεσταινόταν πολύ και ο φίλος του σε λίγο θα έμπαινε μέσα στο χώμα.

  Άνοιξε τα χέρια διάπλατα, τέντωσε το γυμνό του κορμί και βούτηξε στα παγωμένα νερά.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο ΚΑΛΟΣ ΞΑΔΕΛΦΟΣ


   Εκείνη τη μέρα του καλοκαιριού ο καλός ξάδελφος τα ξύπνησε νωρίς.  Στο σπίτι της θείας λείπανε όλοι. Ντυθήκανε, πήρανε πρωινό και μπήκανε βιαστικά στο αμάξι. Έπρεπε να πάνε στην πόλη σήμερα.
  Ο ήλιος ήταν χλωμός και η θάλασσα μολυβένια. Η παραλία δεν είχε κόσμο, μόνο κάτι γριές εδώ και κει που κοιτούσαν με περιέργεια τον ουρανό. Ο καλός ξάδελφος οδηγούσε αμίλητος, αργά, στην άκρη του δρόμου. Σε όλη τη διαδρομή κανείς δεν μίλησε.
   Στην πόλη φύσαγε κρύος δυνατός αέρας. Ο κόσμος είχε βγει έξω, στους δρόμους και στις πλατείες, τα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα και οι οδηγοί περίμεναν υπομονετικά. Όλοι κοιτούσαν ανήσυχοι τον ουρανό, που όλο και σκοτείνιαζε.
   Δεν μπόρεσαν να μπουν στο στενό δρομάκι, σταμάτησαν στην γωνία. Κόσμος πολύς,  γείτονες, αλλά και άγνωστοι, είχαν φράξει το δρόμο μέχρι την πόρτα του σπιτιού τους. Στέκονταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Άλλοι κάπνιζαν νευρικά και άλλοι κοιτούσαν τον σκοτεινό ουρανό. Φαίνονταν άυπνοι και ταλαιπωρημένοι, σαν να μην είχαν κλείσει μάτι όλη την νύχτα. «Ο ήλιος θα σβήσει σε λίγο» κάποιος ψιθύρισε, μα τα τρία παιδάκια δεν φοβήθηκαν, πίστεψαν ότι έφτασε τελικά η Δευτέρα παρουσία που τους λέγανε στο σχολείο και στο κατηχητικό. Πλάι στην πόρτα είδαν όρθιο ένα όμορφο γυαλιστερό καπάκι και στον τοίχο δυο χαρτιά κολλημένα μα δεν πρόλαβαν να τα διαβάσουν, μπήκαν βιαστικά μέσα.
   Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Όσο και να φώναζαν, τον μπαμπά, τη μαμά, δεν έπαιρναν απάντηση. Και ο καλός ξάδελφος δεν ήταν πλέον μαζί τους. Προχώρησαν στον σκοτεινό διάδρομο  και είδαν στο βάθος το πωρ-μαντώ. Ο καθρέπτης του ήταν σκεπασμένος μ’ ένα λευκό σεντόνι και στα άγκιστρα κρέμονταν μόνο κάτι μαύρα κουρέλια. Μα και πιο μέσα, στο σαλόνι, όλα τα έπιπλα και οι καναπέδες ήταν σκεπασμένοι με άσπρα καλύμματα. 
   Ξαφνικά, ξεπρόβαλλε μπροστά τους ένας γέρος που χαμογελούσε χωρίς δόντια. Στα χέρια του κρατούσε ένα φαλακρό κεφάλι, φωτεινό σαν μαγική σφαίρα που χαμογελούσε με τα μάτια κλειστά, λες και έβλεπε κάποιο ευχάριστο όνειρο. «Φιλήστε τον πατέρα σας, παιδάκια» πρόσταξε ο ασχημόγερος και αυτά υπάκουσαν τρομαγμένα. Το κούτελο ήταν παγωμένο  και ένα κομμάτι απ’ τα ροδαλά τους χειλάκια κόλλησε πάνω του.
   Τότε άνοιξε απότομα τα μάτια. «Δεν μπορεί να βρει κανείς λίγη ησυχία σ’ αυτό το σπίτι!», φώναξε δυνατά και τα παιδάκια έβαλαν τα κλάματα. Πιασμένα χέρι χέρι και κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, βρήκαν τελικά το κουράγιο να τρέξουν προς την εξώπορτα.
   Απ’ το δρόμο ακούγονταν φωνές, κάποιοι τα φώναζαν να βγουν έξω. Άκουσαν και τη φωνή του καλού ξάδελφου.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


   Έλειπε χρόνια μακριά, μα αυτό ήταν το τελευταίο του ταξίδι, δεν θα ξανάφευγε από κοντά τους. Όταν τον είδε να μπαίνει, στην αρχή δεν τον γνώρισε, τον πέρασε για άγνωστο, ένας έκπτωτος άγγελος ή κάποιος κλέφτης ψυχών. Μόνο όταν τον κοίταξε επίμονα στα μάτια κατάλαβε πως ήταν αυτός και βούρκωσε. «Πάει  καιρός», της είπε χαμογελώντας και την αγκάλιασε σφιχτά.
   Το  σπίτι είχε μείνει το ίδιο, τόσα χρόνια, τίποτα  δεν είχε αλλάξει. Ο μακρόστενος διάδρομος με το καφετί χαλί, στην άκρη οι γλάστρες με τα σπαθιά και το θεόρατο πωρ-μαντώ, τα λερωμένα παλτά και τα φθαρμένα καπέλα πάνω στα άγκιστρα, οι μαύρες ομπρέλες με τη σουβλερή μύτη που στέγνωναν στον πάτο και το γκρίζο σακάκι πάντα γεμάτο κέρματα στις τσέπες. Όλα εκεί, στη θέση τους από πάντα, εκτός απ’ τον  σπασμένο καθρέφτη που πλέον δεν χρησίμευε σε τίποτα. «Τον κάναμε πόρτα για την αποθήκη» του εξήγησε και προχώρησαν στο βάθος αγκαλιασμένοι.
   Ρούφηξε μια καυτή γουλιά απ’ τον καφέ του –σκέτο πάντα- και άναψε τσιγάρο. Το σαλόνι είχε κι αυτό μείνει το ίδιο. Μόνο πάνω απ’ την παλιά πολυθρόνα της γιαγιάς είχε φυτρώσει μία μικρή συκιά, μάλιστα είχε και καρπούς. «Το κομπρεσέρ σκότωσε τη γιαγιά;» ρώτησε την μάνα του όσο πιο φυσικά μπορούσε μα κείνη δεν του απάντησε, μόνο για μια στιγμή σκοτείνιασε το βλέμμα της.
   Την ρώτησε και για τον μπαμπά τι κάνει, αν είναι καλά. «Δεν τον ξέρεις τώρα; Όλη τη μέρα στα καφενεία και τους δρόμους γυρίζει με τους φίλους, δεν τον βλέπει το σπίτι του. Μα το βράδυ που θα έρθει, θα χαρεί που θα σε δει». Κι αυτός θα χαιρόταν, μετά από τόσα χρόνια. Όταν έφυγε ήταν πολύ μικρός, αμυδρά τον θυμάται από κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Σίγουρα θα είχαν πολλά να πουν οι δυο τους και πιο πολύ για κείνο το πρωινό που έφυγε  απ’ το σπίτι χαμογελαστός  και δεν ξαναγύρισε.
   Τον κοιτούσε αμίλητη που ρούφαγε βαθιά τον καπνό του και καμάρωνε. «Άσπρισες», είπε και έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στα χιονισμένα του μαλλιά. Ναι, αυτός είχε γεράσει ενώ εκείνη παρέμενε ίδια κι απαράλλαχτη, αναλλοίωτη,  όπως την είδε την τελευταία φορά. Χαμογελαστή, στρουμπουλή, με τα μαλλιά βαμμένα κόκκινα και το καφεκίτρινο λουλουδιστό φουστάνι που φορούσε. Πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν.
   Ήθελε να μάθει και για τ’ αδέρφια του, πως είναι, τι κάνουν, αν είχαν φτιάξει οικογένειες, παιδιά, για τις δουλειές τους, τέτοια πράγματα. «Βασανίζονται, μαμά», απάντησε κοιτώντας το ξεφτισμένο ταβάνι. Δύσκολο πράγμα η ζωή -αυτή το ‘ξερε καλύτερα- μα κάνουν υπομονή, αντέχουν ακόμα. «Δεν βιάζονται να γυρίσουν», της είπε και έσκασε ένα πικρό χαμόγελο.

   Τότε πρόσεξε πως του λείπανε τα δόντια, όλα σχεδόν. Έπρεπε να τα φτιάξει, του χαλάγανε το πρόσωπο. «Δεν τα χρειάζομαι πλέον», της είπε και έσβησε τη γόπα στο τασάκι. 

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και λαμπερή, χαρά θεού. Το κασετόφωνο έπαιζε τα τραγούδια –ανάκατα λαϊκά με δημοτικά- στο διαπασών και η τσίκνα σου έσπαγε τη μύτη. Είχε μόλις βγει το κοκορέτσι. Οι καλεσμένοι τσιμπολογούσαν με μανία και οι συμπέθεροι, γελαστοί και ορεξάτοι, τους κερνούσαν κόκκινο κρασί.
Είχαν πολλούς λόγους να χαίρονται οι συμπέθεροι. Τα παιδιά τους -δεν είχαν πατήσει ακόμα τα εικοσιπέντε- πριν από δυο χρόνια γνωρίστηκαν, στο άψε σβήσε παντρεύτηκαν, γεννήθηκε και η κορούλα τους, όλα βιαστικά και πρόσφατα, αύριο θα γινόταν και το βαφτίσι.
Οι γιαγιάδες δεν τσακώνονταν πλέον για το όνομα της μπέμπας – θα έπαιρνε και τα δύο ονόματα- και την έπαιζαν εναλλάξ στην αγκαλιά τους. Είχε πολύ όρεξη και κέφι η μικρούλα, όλο χαρές και γελάκια ήταν και κουνούσε νευρικά την κουδουνίστρα της. Οι φίλοι και οι συγγενείς πίνανε και γλεντούσαν και κάθε τόσο φωνάζαν «να σας ζήσει», να την δούνε μεγάλη και τρανή. Εις αύριον τα καλύτερα, στο βαφτίσι που το γλέντι θα ήταν τρικούβερτο, καλύτερο κι απ’ το σημερινό το πασχαλιάτικο.
Όταν βγήκε και το αρνί είχαν έρθει όλοι στο τσακίρ κέφι. Οι συμπέθεροι έσερναν πρώτοι τον χορό –τσάμικα και καλαματιανά έπαιζε το κασετόφωνο- οι καλεσμένοι ακολουθούσαν. Ένας ξέδελφος τραβούσε βίντεο, κάποιοι άλλοι φωτογραφίες, κάπου κάπου στο δρόμο παραέξω πετούσαν και καμιά στρακαστρούκα που περίσσεψε από χτες. Παρόλο που φέτος μείνανε στην πόλη, γιόρταζαν την  ανάσταση με όλες τις παραδόσεις και τα έθιμα, Έστω και στριμωγμένοι στον μικρό κήπο του τριώροφου.
Το απόγευμα που άρχισε να πέφτει ο ήλιος τσούγκρισαν και τα αυγά. Ξεθεωμένοι απ’ το φαγητό, το πιοτό και τον χορό χαλάρωναν στις καρέκλες τους. Ένιωθαν πλήρεις και ευτυχισμένοι, ούτε τσακωμούς, ούτε ειρωνείες και βρισίματα που ήξεραν από άλλα γιορτάσια που μαζεύονταν τα σόγια. Όμως όχι, το δικό τους δεν ήταν τραπέζι μίσους, τίποτα δεν είχαν να χωρίσουν. Και κάποιοι τσακωμένοι τούτη την άγια μέρα έδιναν τόπο στην οργή και  ψευτοχαμογελούσαν. Μόνο το  αγγελούδι τους είχε από ώρα αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μαμάς του. Σε λίγο οι καλεσμένοι άρχισαν να  φεύγουν. Εις αύριον τα καλύτερα, ευχόντουσαν, και του χρόνου. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν αποχαιρετήθηκαν τελευταίοι και  οι συμπέθεροι.
Την άλλη μέρα έγινε και το βαφτίσι. Στο μαγαζί οι συμπεθέροι, γελαστοί και ορεξάτοι,  κερνούσαν πάλι κόκκινο κρασί τους καλεσμένους. Ο φωτογράφος αποθανάτιζε τους φίλους και τους συγγενείς χαρούμενους και ευτυχισμένους. Τελευταίες τραβήχτηκαν οι οικογενειακές φωτογραφίες των παιδιών με τον νουνό. Στη μέση κρατούσαν την κορούλα τους και χαμογελούσαν. Μόνο για μια στιγμή ο ένας συμπέθερος μιλώντας παράμερα με την αδερφή του, ξέσπασε σε κλάματα, μάλλον απ’ την συγκίνηση των ημερών.

Αργά το απόγευμα, μετά την τούρτα, οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να αραιώνουν. «Να σας ζήσει», ευχόντουσαν και ο παππάς  έδωσε για άλλη μια φορά την ευλογία του. «Ο θεός θέλει να σας βλέπει αγαπημένους και μονιασμένους» τους είπε και τους σταύρωσε τρεις φορές. Και αυτοί με σεβασμό έσκυψαν και φιλήσανε το χέρι του.
Μετά από λίγες μέρες, τα παιδιά πήγαν στους δικηγόρους τους. Το διαζύγιο βγήκε  κοινή συναινέσει -ασυμφωνία χαρακτήρων, είπαν- χωρίς διατροφές, κλάματα και άλλες τραγωδίες. Κοινή θα ήταν και η επιμέλεια της κόρης τους, έτσι αποφάσισαν.
Οι συμπέθεροι δεν βρέθηκαν ξανά στο ίδιο τραπέζι. 

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΛΙΓΑΚΙ ΑΠΡΟΣΕΧΤΟΣ


 Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και συνέχιζε να κάνει κύκλους σαν όρνιο με τ’ αμάξι. Την πρώτη φορά είδε απλά μια κόκκινη σκιά να στέκεται όρθια στη γωνία, λίγο πιο πέρα απ’ τον δρόμο των μπουρδέλων. Όταν ξαναπέρασε, έκοψε ταχύτητα και πρόσεξε καλύτερα. Ψιλός, μελαμψός, τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Όποτε περνούσε από μπροστά του, χούφτωνε προκλητικά τα αρχίδια του.
Μιλούσε σπαστά ελληνικά, η προφορά του ξενική. Ήταν είκοσι χρονών,   γεννημένος εδώ. Το όνομά του δεν είχε σημασία, πες με όπως θες, του είπε, κανένας. Ήξερε ένα μέρος, όχι πολύ μακριά, που είχε ησυχία.  Στο δρόμο δεν μιλούσαν. Οδηγούσε κάπως νευρικά και κάπου κάπου τον κοιτούσε και χαμογελούσε. Περνούσαν από αμαξοστάσια λεωφορείων, παλιές ερειπωμένες βιοτεχνίες και μάντρες γεμάτες παλιοσίδερα και μπάζα. Στο πλάι έβλεπαν καμιά νταλίκα αραγμένη ή κανά κουρασμένο κοπρίτη σωριασμένο στο κράσπεδο. Συνάντησαν και ένα νεκροταφείο όπου αναπαύονταν οι ψυχές, πέρασαν και κάτω από μια μεγάλη γέφυρα. Δρόμοι σκοτεινοί, λερωμένοι, γεμάτοι λακκούβες, περιοχές  που μύριζαν  θάνατο. Δεν τα ήξερε αυτά τα μέρη, εδώ, στην άκρη της πόλης. Τον καθοδηγούσε αυτός, που να στρίψει και που να προχωρήσει. Στο τέλος πέρασε τις γραμμές των τραίνων και έστριψε δεξιά, σ’ ένα στενό. Ήταν αδιέξοδο, θεοσκότεινα, με κάτι χαμηλά σπίτια τριγύρω και λίγα δέντρα.  Άρχισε να βγάζει τα ρούχα.
Ούτε που κατάλαβε πως του την έπεσαν. Ήταν τρεις. Πετάχτηκαν ξαφνικά πίσω από τα δέντρα, άρχισαν να τον χτυπούν και να τον βρίζουν. Του άδειασαν το πορτοφόλι, ότι λεφτά είχε, τις κάρτες και το κινητό. Όμως, αυτά δεν έφταναν, ήθελαν κι άλλα. Τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα. Στο δρόμο συνέχιζαν να τον βρίζουν και να τον χτυπούν, ώσπου βαρέθηκαν ή κουράστηκαν, ποιος ξέρει, και σταμάτησαν. Δεν καταλάβαινε που πήγαιναν, τα τζάμια είχαν θαμπώσει, του είχαν βγάλει και τα γυαλιά, δεν έβλεπε τίποτα. Για κάμποση ώρα προχωρούσαν σιωπηλοί, όταν ξαφνικά άρχισαν τις δικαιολογίες και τις μεταμέλειες, σαν να του ζητούσαν συγνώμη για την πράξη τους  και μάλιστα χωρίς να τους το ζητήσει. Είχαν μεγάλες ανάγκες, είπαν. Άλλος για τα παιδιά του, άλλος για ναρκωτικά. Ένας μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Κάπως έπρεπε να ζήσουν κι αυτοί, δεν είχαν άλλες επιλογές. Τους άκουγε χωρίς να μιλά, μόνο τους κοιτούσε κατ’ ευθείαν στα μάτια. Δεν τους πίστεψε, αλλά και δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει, αυτό μόνο σκεφτόταν όση ώρα του αράδιαζαν τα παραμύθια τους.
Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ ένα στενό. Ήθελαν να σηκώσει από την τράπεζα λεφτά και μετά θα τον αφήναν ελεύθερο. Του δώσανε πίσω το άδειο πορτοφόλι και τα γυαλιά στραβωμένα από τις μπουνιές. Κάποιος προσφέρθηκε να του τα ισιώσει κάπως. Μετά βγήκαν στον δρόμο. Δύο έμειναν στο αμάξι, οι άλλοι συνοδεία. Αν προσπαθούσε να το σκάσει, θα του καίγανε το αμάξι, είπαν.
 Περπατούσαν πλάι-πλάι, αυτός στη μέση. Δεν τον κρατούσαν και για το αυτοκίνητο δεν τον ένοιαζε, μόνο φοβόταν μην είχαν κάνα μαχαίρι πάνω τους. Έφτασαν σε μια πλατεία με φώτα, ανθρώπους και αυτοκίνητα. Πέρασαν και από μια πιάτσα με ταξί. Προχωρούσαν αργά, δήθεν αδιάφορα, σαν φιλαράκια, όμως χωρίς κουβέντες και πλάκες, σοβαροί και αμίλητοι. Κανείς δεν τους έδινε σημασία. Η τράπεζα βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Έπρεπε να περάσουν τον κεντρικό δρόμο. Σταμάτησαν και περίμεναν να αδειάσει ο δρόμος. Σαββατόβραδο, περασμένες τέσσερις, είχε πολύ κίνηση ακόμα. Τον κοίταξε για πρώτη φορά φοβισμένα -ίσως κάποιο προαίσθημα- και τα μάτια του είχαν πλέον σκοτεινιάσει, δεν έβγαζαν φλόγες. «Μη φύγεις», του  είπε και αυτός τον καθησύχασε με ένα χαμόγελο. 
Το περιπολικό κατέβαινε χωρίς βιασύνη, με σβηστούς τους φάρους, περιπολία ρουτίνας. Ούτε που κατάλαβαν πότε τους ξέφυγε. Πετάχτηκε στη μέση του δρόμου και άρχιζε να φωνάζει για βοήθεια. Όταν έφτασε το περιπολικό και μπήκε μέσα, αυτοί είχαν προλάβει να χαθούν στα γύρω σκοτάδια.
Στο Τμήμα έδωσε κατάθεση –δεν τα είπε όλα- και του είπαν ότι έπρεπε να υποβάλει μήνυση, έστω και κατά αγνώστων. Όταν ξημέρωσε, βρήκαν το αυτοκίνητο παρκαρισμένο και άθικτο, κλειδωμένο και τα κλειδιά πεταμένα από κάτω. Η σήμανση πήρε αποτυπώματα. Στην Ασφάλεια του έδειξαν κάποιες φωτογραφίες, αναγνώρισε έναν, μα δεν το είπε. Πλέον δεν τον ένοιαζε. Είχε γλυτώσει απ’ τα χειρότερα. Έτσι κι αλλιώς, έφταιγε κι αυτός.  Ήταν λιγάκι απρόσεκτος.
Τελικά, τους πιάσανε μετά από δύο χρόνια, όταν σκότωσαν έναν εισαγγελέα. Τον είχανε βρει στραγγαλισμένο, χωρίς ρούχα,  μέσα στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου του. Είχε γυναίκα και δύο παιδιά.
Στη δίκη καταθέσαν όλα τα θύματα της συμμορίας, καμιά δεκαριά συνολικά, εκτός απ’ τον νεκρό. Όλοι είπαν τις μισές αλήθειες. Αυτός, και πάλι, δεν αναγνώρισε κανέναν. Δεν θυμόταν, είχε περάσει πολύς καιρός και όλοι αυτοί μοιάζουν  μεταξύ τους, τέτοια έλεγε στους δικαστές, κι ας μην τον πίστευαν, δεν είχε πλέον σημασία. Υπήρχαν τα αποτυπώματα, οι ομολογίες και άλλα στοιχεία αδιάσειστα. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήταν ένοχοι.
Μόνο ο δικηγόρος τους προσπάθησε να τον στριμώξει με υπονοούμενα. Πως έγινε το συμβάν, τι γύρευε τέτοια ώρα σε κείνο το σημείο και άλλα παρόμοια που τον έφεραν κάπως σε δύσκολη θέση.  Δεν ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, είπε η πρόεδρος, αυτά είναι προσωπικά δεδομένα, δεν ενδιαφέρουν το δικαστήριο. Και δεν απάντησε. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν αυτός κατηγορούμενος.
Όταν τέλειωσε την κατάθεση, βγήκε από την αίθουσα και την άλλη μέρα πήγε κανονικά στη δουλειά του. Δεν έμαθε την ποινή τους, ούτε και τον ένοιαζε. Ήταν ανήλικοι, τσιγγάνοι, με γυναίκες και παιδιά, άνεργοι και τοξικομανείς. Είχαν πολλά ελαφρυντικά. Έτσι κι αλλιώς, έφταιγε κι αυτός. Ήταν λιγάκι απρόσεκτος.