Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΜΕ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ


Είχε πολλά χρόνια να δει αυτό το όνειρο, πάνω από τριάντα. Το ξαναείδε χτες. Μέσα στο παλιό τους σπίτι η μητέρα τον κυνηγούσε  κι αυτός έτρεχε να ξεφύγει.
 Συνήθως, σε παρόμοιες περιπτώσεις,  χωνόταν κάτω απ’ το κρεβάτι και περίμενε με κρατημένη την  ανάσα να περάσει το κακό. Από  κει κάτω έβλεπε μόνο  την άκρη του νυχτικού και τα γυμνά της πόδια να πλησιάζουν και την άκουγε να φωνάζει αγριεμένα το όνομά του. Μετά από κάποιες επαναλήψεις, ήξερε πως ήταν όνειρο και ο φόβος κάπως μετριαζόταν. Τότε κάποια καρφίτσα θα βρισκόταν στο χέρι του να τον βοηθήσει να ξυπνήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε  ή  θα έκλεινε τα μάτια του σφιχτά και θα έλεγε από μέσα του: «τώρα ανοίγω τα μάτια και ξυπνάω». Μάταια όλα. Τα φτηνά του κόλπα δεν έπιαναν και κάποια στιγμή  η μητέρα τον  ανακάλυπτε. Τότε αυτός θα έτρεχε πάλι να ξεφύγει. Άλλες πάλι  φορές  κάτι τον κρατούσε κολλημένο στη θέση του και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τον έπιανε πανικός. Ούτε όμως  η μητέρα μπορούσε να τρέξει -όλα ξαφνικά πάγωναν-  μόνο  στεκόταν  παραπέρα σαν άγαλμα και τον κοίταζε με το σκοτεινό της βλέμμα. Ή  όποτε  κατάφερνε να τον πλησιάσει,  αυτός έκανε ένα τεράστιο άλμα μέχρι το ταβάνι και της ξέφευγε πάλι. Γιατί πάντα της ξέφευγε, ακόμα  και όταν έφταναν οι ενισχύσεις και το σπίτι γέμιζε με άγνωστους άντρες  οπλισμένους σαν αστακούς που έψαχναν να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στην εκτέλεση. Τότε  άνοιγε το μικρό παράθυρο του σαλονιού και πήδαγε πίσω στην αυλή και ανέβαινε  στο λιακωτό και τα κεραμίδια και  βουτούσε στο βάραθρο του διπλανού σπιτιού  –κάποιες φορές είχε παρακολουθήσει και την κηδεία του εκεί-  ή άλλες φορές κατέβαινε στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και από κει έξω στον δρόμο. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει βρισκόταν κάπου μακριά,  στον κήπο κάποιου άγνωστου σπιτιού και λούφαζε πρηνής  ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα  μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Όλη τη νύχτα άκουγε γύρω του κραυγές και ποδοβολητά, μα ποτέ δεν τον έπιασαν. Κι ύστερα ξύπναγε κατουρημένος.
Τώρα, μετά από τριάντα χρόνια, τον κυνηγούσε μόνο η μητέρα.  Και για πρώτη φορά, πράγμα απρόσμενο, κατάφερε να τον γραπώσει. Τότε  αναγκάστηκε να της βγάλει και τα δύο της μάτια. Ξέφυγε πάλι από τα χέρια της, μα αυτή συνέχισε να τον κυνηγά. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε  στο δρόμο. Δεν πρόσεξε αν τον ακολούθησε. Απ’ τον φόβο του δεν γύρισε ούτε μια φορά να κοιτάξει πίσω. Μόνο έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε πολύ, ώσπου έφτασε στην πλατεία. Εκεί είδε τον πατέρα και τον θείο του καθισμένους  έξω από την ταβέρνα. Έπιναν χαμογελαστοί το κρασί τους χωρίς να μιλούν. Τους πλησίασε έντρομος και τους είπε τι συνέβη στο σπίτι, μα αυτοί δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Συνέχισαν να πίνουν το κρασάκι τους και να χαμογελούν. Κάποια στιγμή ο θείος τον χάιδεψε στο κεφάλι και μετά από λίγο ο πατέρας τού μίλησε. Να μην ανησυχεί, του είπε. Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να το ξέρει καλά. Οι νεκροί δεν μπορούν να βλάψουν τους ζωντανούς.

Ύστερα ξύπνησε κατουρημένος.

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Σ' ΕΝΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ



Μνήμη Μένη Κουμανταρέα

Ήταν το 1997 που για πρώτη φορά θυμάμαι έπεσε στα χέρια μου βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα. Εκείνον τον καιρό υπηρετούσα ακόμα στον στρατό και μάλιστα κάπως μακριά απ’ τον τόπο μου, την Πάτρα, σ’ ένα νησί του Αιγαίου πλάι στην Τουρκία και σ’ ένα στρατόπεδο πραγματικά στην άκρη του κόσμου. Ο διοικητής, ανίκανος και παρανοϊκός -κατά τ’ άλλα ευσεβής χριστιανός και αριστερός ψάλτης στην εκκλησία του χωριού- φώναζε συνέχεια ότι του πριονίζουμε την καρέκλα και ο Ταξίαρχος, διοικητής ολόκληρου του νησιού, πάντα ετοιμοπόλεμος, παρίστανε σε κουκλοθέατρο τον Μέγα Ναπολέοντα. Τα πράγματα λοιπόν ήταν ζόρικα, όχι μόνο για τους φαντάρους, αλλά και για τους μόνιμους, και φυσικά και για μένα, φέρελπις τότε αξιωματικός, στην αρχή της καριέρας του, που παρόλη τη σκληρή μου ψυχολογική προετοιμασία από τη Σχολή Ευελπίδων -τη μεγάλη του γένους σχολή, όπως μας λέγανε τότε για να καμαρώνουμε- άντεχα και δεν άντεχα. Όπως και να το κάνουμε, στα είκοσι πέντε σου χρόνια, τα πράγματα είναι δύσκολα έτσι κι αλλιώς.
Στην πρώτη μου άδεια απ’ το νησί, μπαίνοντας σ’ ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, έπεσα πάνω στον «ΩΡΑΙΟ ΛΟΧΑΓΟ», βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα ,που ο τίτλος του με τράβηξε σαν μαγνήτης, παρόλο που ακόμα δεν ήμουν ούτε ωραίος ούτε Λοχαγός, πάντως έτρεφα πολλές και βάσιμες ελπίδες πως κάποτε θα γινόμουν και τα δύο. Το ίδιο βράδυ διάβασα το βιβλίο απνευστί και ένιωσα πραγματικά μια συμπόνια και μια κατανόηση για κείνον τον παλιό μου συνάδελφο  που σε πιο δύσκολους καιρούς απ’ τους δικούς μου ταλαιπωριόταν κι αυτός, τριγυρνώντας στους σκοτεινούς και πολυδαίδαλους διαδρόμους των Υπηρεσιών, ψάχνοντας να βρει το δίκιο του. Μα οι εξουσίες πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι πανίσχυρες, και δεν θα χαμπαριάζουν από δικαιοσύνη, και το άτομο θα είναι απροστάτευτο και μόνο, και ο χρόνος θα περνάει ανεπιστρεπτεί, και ο ωραίοι Λοχαγοί θα κουράζονται, θα τσακίζουν και θα σπάνε, και στο τέλος, όπως και οι άλλοι ήρωες του Κουμανταρέα, θα παραιτούνται οριστικά. Και νομίζω ότι αυτός είναι και ο πιο σημαντικός άξονας των ιστοριών του Κουμανταρέα: η φθορά του αδυσώπητου χρόνου και η τελική παραίτηση, αφού έτσι κι αλλιώς το να ζεις είναι δύσκολο πράγμα, κουράζει.
Όμως, από κείνη την πρώτη ανάγνωση του «ΩΡΑΙΟΥ ΛΟΧΑΓΟΥ», σε κάπως άγουρη θα πρέπει να ομολογήσω ηλικία, συνέλαβα μόνο αυτή τη συνιστώσα του, την καφκική. Πολύ αργότερα που θα το ξαναδιάβαζα πιο ώριμος, και έχοντας αποκτήσει ανάλογες με τον συγγραφέα ανησυχίες, θα με άγγιζε και ο άλλος του άξονας, η λανθάνουσα δηλαδή επιθυμία και η σύγχυση των συναισθημάτων του ηλικιωμένου δικαστή για τον νεαρό αξιωματικό, μα και αυτό ειδικά το απαράμιλλο υπαινικτικό ύφος του συγγραφέα  –τα «κρυμμένα» που θα έλεγε και ο Καβάφης- που θα το συναντούσα αργότερα και σε άλλα κορυφαία του έργα, όπως τα «ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΑΙ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ», την «ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΥΑΛΙΚΩΝ» και την «ΚΥΡΙΑ ΚΟΥΛΑ».
Μα τα χρόνια πέρασαν όπως περνούν, γρήγορα και άτσαλα, κι εγώ, για άλλη μια φορά,  άλλαξα πουκάμισο. Από χρόνια πλέον οι στολές και τα γαλόνια είναι παρελθόν και ξεφτισμένη ανάμνηση εκείνης της δίσεκτης και μοναξιασμένης νεότητας, που θα πρέπει να ομολογήσω ότι δεν νοσταλγώ και ιδιαίτερα. Στο γεγονός αυτό, η γνωριμία μου με τον Μένη Κουμανταρέα υπήρξε καθοριστική. Αυτός, αλλά και άλλοι σπουδαίοι ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Καβάφης, ο Καμύ, ο Ξανθούλης, ο Χρονάς και ο Τσαγκαρουσιάνος, που ευτυχώς γνώρισα έγκαιρα, σε ηλικία δηλαδή που  ακόμα ήμουν υπό διαμόρφωση, καθόρισαν τόσο την ηθική μου, όσο και την αισθητική μου, και τη ζωή μου και την τέχνη μου, δίνοντάς μου κουράγιο να ψάξω μέσα μου και να βρω τον αληθινό μου εαυτό, χωρίς ντροπές και περιττές μεταμέλειες, όπως θα έλεγε κι ο Ποιητής. Και γι’ αυτό τους ευγνωμονώ.
Και κάτι ακόμα. Πέρα από το προσωπικό μου γούστο, θεωρώ τον Μένη Κουμανταρέα σπουδαίο συγγραφέα, πολύ επιδραστικό για τις γενιές του μέλλοντος που θα ‘ρθουν, γιατί μέσα από τα γραφτά του βγάζει όλη του την αλήθεια, δεν κοροϊδεύει τον αναγνώστη, δεν παίζει παιχνίδια, δεν αστειεύται.
Ναι, ο Μένης Κουμανταρέας είναι μεγάλος συγγραφέας, γιατί ότι έγραψε το έγραψε, όχι μόνο με το μυαλό του, αλλά βάζοντας μπροστά ολόκληρο το σώμα του. Με το αίμα του και το σπέρμα του, δηλαδή. Όπως πρέπει.