Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Η ΠΡΟΑΓΩΓΗ

Είχε βαρύνει από το φαγητό και χάζευε στην τηλεόραση τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Σήμερα έμεινε σπίτι, δεν πήγε πουθενά, ούτε για έναν καφέ δεν βγήκε. Χρειαζότανε ξεκούραση. Αύριο ξεκινούσε άλλη μια δύσκολη βδομάδα.
Χτες γιορτάσανε μέχρι αργά όλοι μαζί -γονείς, αδέρφια, πεθερικά- στην κοντινή ταβέρνα την προαγωγή του. Από απλός ταμίας γινόταν υπεύθυνος δανείων, δεν ήταν μικρό πράγμα. Δούλευε στην τράπεζα κοντά τέσσερα χρόνια και οι ικανότητές του επιτέλους αναγνωρίζονταν. Δεν τον ένοιαζαν οι  παραπάνω ώρες της δουλειάς, ούτε οι περισσότερες ευθύνες. Ήταν τριάντα χρονών και λαμπρές προοπτικές καριέρας ανοίγονταν πλέον μπροστά του.
«Πω, πω, τι πράγματα είναι αυτά; πάει, χάλασε ο κόσμος», σχολίαζε έκπληκτη η πεθερά του, με το φρύδι της διαρκώς σηκωμένο και ύφος τριακοσίων και βάλε καρδιναλίων. Το ρεπορτάζ έδειχνε κάποιες γυναίκες χωρίς πρόσωπο και γδαρμένη τη φωνή να περιγράφουν το οικογενειακό τους δράμα. Παραδίπλα τα παιδιά τους, με σβησμένα πρόσωπα κι αυτά, έκλαιγαν τρομαγμένα. Η κοινή γνώμη για άλλη μια φορά παρακολουθούσε σοκαρισμένη την κτηνωδία της ανθρώπινης φύσης, σχολίαζε η παρουσιάστρια του καναλιού. «Μα υπάρχουν τέτοια τέρατα που δέρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους;» συνέχισε η πεθερά να απορεί. Ο άντρας της, σιωπηλός, τακτοποιούσε τα κούτσουρα στο τζάκι  και η φωτιά κάθε τόσο δυνάμωνε. Η κοπέλα κρατούσε τρυφερά το χέρι του αρραβωνιαστικού της και χαμογελούσε. Είχαν πρόσφατα δώσει λόγο, μετά από τρία χρόνια σχέσης, και σύντομα θα παντρευόντουσαν.  Ειδικά τώρα, μετά και από την προαγωγή του.
«Ντουφέκι χρειάζονται τα καθάρματα»  συμπλήρωσε  και κείνος, θυμωμένος από την επιείκεια του νομοθέτη και μετά από λίγο ρεύτηκε σιγανά. Όμως πιο πολύ τον εκνεύριζε  η δειλία των θυμάτων.  Καλά τα παιδιά, αυτά μπορούσε κάπως να τα δικαιολογήσει, μα κι αυτές οι γυναίκες, πως ανέχονταν τέτοιες συμπεριφορές; Σ’ αυτό συμφωνούσε και η πεθερά του, μα και η αρραβωνιαστικιά του χαμογελώντας κουνούσε κι αυτή με συγκατάβαση το κεφάλι. Προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Δεν μπορείς  να βγάλεις άκρη με τους ανθρώπους, ποιος ξέρει τι κουβαλά ο καθένας μέσα του, έλεγε, έτσι είναι η ζωή, δύσκολη και επικίνδυνη. Τα παιδιά, αυτά τα αδύναμα πλάσματα λυπόταν πιο πολύ, που δεν φταίγανε σε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, αυτή ήταν πάντα των ήρεμων και φυσιολογικών πραγμάτων. Αυτά του έλεγε και τον χάιδευε για να ηρεμήσει. Η μητέρα της παρακολουθούσε έκπληκτη και λίγο με δυσφορία. Ήταν αυτά λόγια της μονάκριβης κορούλας της ή μήπως δεν είχε ακούσει καλά; Μόνο ο πεθερός παραπέρα χάζευε αμίλητος την φωτιά που κάθε τόσο δυνάμωνε.
Η δημοσιογράφος, φανερά στεναχωρημένη, μιλούσε τώρα για τα καραβάνια των εξαθλιωμένων προσφύγων από τις χώρες της ανατολής  και μετά από λίγο κάπως τα έμπλεξε με την συνεχιζόμενη πτώση του χρηματιστηρίου και την αύξηση της ανεργίας.  Ήταν αργά και όλα αυτά μπερδεύονταν μέσα στο κεφάλι του, μαζί με τα αθλητικά που ακολούθησαν και το ντέρμπι των αιωνίων που δεν άρχισε καν λόγω αιματηρών επεισοδίων.  Ο καιρός αύριο θα είναι αίθριος με λίγες νεφώσεις στα δυτικά, είπαν στο τέλος, μα τουλάχιστον αυτά δεν τον αφορούσαν άμεσα. Ρεύτηκε για δεύτερη φορά και ταυτόχρονα η πεθερά του χασμουρήθηκε, σταυρώνοντας το ορθάνοιχτο στόμα της.
Αυτό ήταν τουλάχιστον ένα ευχάριστο μήνυμα. Σε λίγο η κωλόγρια με το διαρκώς υψωμένο φρύδι και το αγέρωχο ύφος τριακοσίων και βάλε καρδιναλίων που είχε μπαστικωθεί απ’ το πρωί στο σπίτι τους θα έδινε εντολή στον άντρα της για αναχώρηση. Ήταν ώρα για ύπνο και αυτός ο σκυφτούλης ο άντρας της άχνα δεν θα έβγαζε και θα υπάκουε. Δεν θα πηγαίνανε μακριά, από πάνω μένανε, μα τουλάχιστον θα μπορούσε επιτέλους να κλειδώσει την πόρτα του. Είναι αυτός ο άντρας του σπιτιού ή δεν είναι, απορούσε κάποιες φορές. Και μπορεί να είχε όλους τους γαμημένους διευθυντές και  προϊστάμενους  να του σκοτίζουνε τ’ αρχίδια στη δουλειά, είχε κι αυτόν τον διάολο  στο κεφάλι του μόλις γύριζε σπίτι. Μα έφταιγε κι αυτός. Ας μην έμπαινε σώγαμπρος στο κωλόσπιτο. Μιλιά δεν μπορούσε να βγάλει εκεί μέσα, κιχ. Μόνο απ’ την αρραβωνιαστικιά του δεν είχε κανένα παράπονο, αυτή δεν του χάλαγε χατίρι.   
Όταν φύγανε οι γονείς, μείνανε τους και κάνανε έρωτα. Απ’ την αρχή της φάνηκε πολύ βίαιος. Βέβαια είχαν καιρό να βρεθούν στο κρεβάτι, είχε κι αυτός τρεχάματα με τη δουλειά, κουραζόταν πολύ τελευταία. Όμως παλιότερα ήταν πιο τρυφερός, πιο μαλακός, την φιλούσε παθιάρικα, την χάιδευε σ’ όλο της το κορμί, της έλεγε γλυκόλογα. Σήμερα όρμηξε πάνω της σαν ταύρος, της χούφτωσε με δύναμη το βυζί, δάγκωσε τις ρόγες πεινασμένα και έχωσε το χέρι του βαθιά μέσα στο μουνί της. Ούρλιαξε απ’ τον πόνο, μα κείνος το πέρασε για κραυγή ηδονής και καύλωσε πιο πολύ. «Μη, σταμάτα, δεν μπορώ!» τον παρακαλούσε κλαίγοντας, μα ήδη αυτός της είχε σκίσει την κιλότα και είχε μπει μέσα της. Της έριχνε χαστούκια στο πρόσωπο, της τραβούσε τα μαλλιά και της δάγκωνε τα χείλη μέχρι που μάτωσαν. Μετά την γύρισε ανάποδα και την γάμησε από πίσω. Την έβριζε χυδαία και την τραβούσε με δύναμη απ’ τα μαλλιά. «Θα σε φάω καριόλα!» της έλεγε και δάγκωνε τον αφράτο λαιμό της, κάποια στιγμή της χτύπησε και το κεφάλι στον τοίχο. Αυτή συνέχιζε να κλαίει και να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη  ώσπου λιποθύμησε. Αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχισε να την γαμάει με δύναμη μέχρι που έχυσε μέσα στον κώλο της και έπεσε ξέπνοος επάνω της.
Την άλλη μέρα προφασίστηκε ασθένεια και δεν πήγε στη δουλειά.  Έκλαιγε και την παρακαλούσε γονατιστός να τον συγχωρέσει. Και οι γονείς της, προπαντός η μάνα της, δεν έπρεπε να μάθουνε τίποτα. Δεν κατάλαβε πως  θόλωσε ξαφνικά, πως έκανε τέτοια πράγματα, αυτός που τόσο την αγαπούσε. Δεν θα ξαναγινόταν, έπαιρνε όρκους, φύλαγε σταυρούς. Έπρεπε να τον πιστέψει και να τον συγχωρέσει.

 Μα αυτή δεν τον συγχώρεσε.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ήταν ολομόναχος στο σπίτι και ψόφιος στην κούραση. Δεν πεινούσε, μόνο το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Βρήκε στην κουζίνα κάτι παυσίπονα και τα πήρε. Δεν πρόσεξε, μπορεί να ήταν και ληγμένα. Η σημερινή μέρα πήγε τελείως στραβά. Στη δουλειά το αφεντικό τον είχε παρασκοτίσει. Ύστερα αυτό.
Το έμαθε τυχαία στο δρόμο από έναν παλιό τους συμφοιτητή.  Όλα γύρω του σκοτείνιασαν, ίσα που κρατήθηκε από μια κολώνα να μην πέσει χάμω. Πάει ο φίλος μας, του είπε, σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν από δυο χρόνια. Πάντως δεν έφταιγε εκείνος, ένας μαλάκας κάγκουρας πέρασε με κόκκινο και τον πήρε παραμάζωμα. Εκατό μέτρα μακριά τον έστειλε, αλλού αυτός αλλού το μηχανάκι. Ευτυχώς, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος -έτσι είπαν οι γιατροί- ούτε που τον κατάλαβε ο φίλος μας.
Είχανε χαθεί από τότε, πέρασαν και τριάντα χρόνια. Κάπου κάπου τον σκεφτότανε, ήθελε να τον ξανάβλεπε, να μάθει νέα του, να θυμηθούνε τα παλιά -όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις- να συνδέσουν και πάλι το  νήμα της ζωής τους. Μα δεν τον πήρε ένα τηλέφωνό, δεν τον έψαξε τόσα χρόνια, αν ζει ή αν πέθανε. Ούτε και κείνος.
Ο παλιός συμφοιτητής ήταν βιαστικός, δεν είπανε πολλά. Αυτοί είχαν κρατήσει μια επικοινωνία, είχαν βρεθεί και από κοντά, δηλαδή ο άλλος ήταν που τον θυμόταν κάπου κάπου για δανεικά κι αγύριστα, μα δε βαριέσαι, ο μακαρίτης είχε παραμείνει αδιόρθωτος, τίποτα δεν είχε καταφέρει. Και τη σχολή την παράτησε στη μέση –ναι, αυτό το θυμότανε κι ο ίδιος- ούτε στο στρατό πήγε, ούτε παντρεύτηκε, ούτε πολυδούλεψε, τίποτα. Μια ζωή του σχοινιού και του παλουκιού. Ευτυχώς που είχε η μάνα του μια ψευτοσύνταξη,  ήταν και το σπίτι δικό τους και κάπως την ψιλοέβγαζε. Αυτή τον έθαψε. Είχε πάει στην κηδεία, λίγος ο κόσμος, μόνο κάτι γερόντια. Μα ένα  περίεργο πράγμα, το πρόσωπό του, παρά τη σύγκρουση,  ανέπαφο, χαμογελαστό και ροδοκόκκινο όπως πάντα, πανέμορφο, και ο χρόνος δεν είχε αφήσει πάνω του σημάδια. «Έφυγε ευτυχισμένος ο μακαρίτης», του είπε στο τέλος χαχανίζοντας ο παλιός συμφοιτητής και του έκλεισε με νόημα το μάτι.
Ήτανε κολλητοί. Σούρες ολονύχτιες στα ουζερί και στα μπαράκια, καυγάδες για τα πολιτικά, κουλτουριτζίδικες κουβέντες για βιβλία και ταινίες, ώρες ατέλειωτες μαζί, αχώριστοι. Ακόμα και όταν τσακώνονταν –μια φορά είχανε παίξει και μπουνιές, δεν θυμάται γιατί- μετά από λίγο τα ξανάβρισκαν, γελούσαν και  αγκαλιάζονταν σαν τα μικρά παιδιά. Δεν έκανε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Μια-δυο φορές είχε πάει και στο σπίτι του, την είχε γνωρίσει την μητέρα του, καλή γυναίκα. Τον πατέρα του τον είχε χάσει από παιδί, αδέρφια δεν είχε. Ήταν ο κολλητός του. Και όμως, όταν βρέθηκε σε ανάγκη δεν ζήτησε βοήθεια από αυτόν, αλλά από κείνον τον γλοιώδη, τον χοντρομπαλά συμφοιτητή τους,  τον φύτουλα της σχολής, που όλοι τον είχαν του κλώτσου και του μπάτσου τότε. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Το καυτό ντους ξεπέτσιασε το κορμί του και ένιωσε καλύτερα.  Έσταζε ολόγυμνος πάνω στη μοκέτα του καθιστικού. Ευτυχώς που η γυναίκα και η κόρη του λείπαν απόψε σε ένα γιορτάσι και θα αργούσαν να γυρίσουν. Τους το είχε υποσχεθεί, μόλις θα γύριζε από τη δουλειά θα πήγαινε κι αυτός, θα προσπαθούσε να μην αργήσει. Μα η ώρα είχε περάσει. Κάθε τόσο το κινητό αναβόσβηνε. Στην πρώτη τους κλήση το έβαλε στο αθόρυβο, τώρα που έγιναν έντεκα δεν άντεξε άλλο, το έκλεισε τελείως.
Έβαλε ουίσκι και άναψε τσιγάρο. Άρχισε να περπατά με γρήγορο βήμα πάνω κάτω, από το χωλ στο σαλόνι, στροφή και πάλι πίσω, ώσπου ζαλίστηκε. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει με τίποτα. Ήταν όλα πολύ στενάχωρα μέσα σ’ αυτό το τριάρι των ενενήντα τετραγωνικών, τα νεύρα του παρέμεναν τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν. Σταμάτησε στην είσοδο μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Το προικίλι του έμοιαζε με έγγυο στον ένατο μήνα, έπρεπε κάπως να χάσει κιλά. Έσκυψε το κεφάλι του μπροστά μα τα χαμνά του δεν φαίνονταν. Μόνο μέσα απ’ το γυαλί διέκρινε με δυσκολία δυο μικρά  μπαλάκια και μια ζαρωμένη προβοσκίδα. Αν και είχε πολύ καιρό να τα παρατηρήσει,  αυτά δεν έμοιαζαν με τα δικά του. Ακόμα  και όταν τα ψαχούλεψε, πάλι δεν τα αναγνώρισε. Αν τον έσπαζε θα ένιωθε μεγάλη ανακούφιση, μα ύστερα θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις, να απολογηθεί στις γυναίκες, να τις πείσει πως ήταν ατύχημα, πως ήταν λιγάκι απρόσεκτος, σκόνταψε και έπεσε πάνω του με όλα τα κιλά του, γι’ αυτό έγινε θρύψαλα.  Έπρεπε να  δείξει και τις πληγές του, το χαρακωμένο του κορμί για να  πιστέψουν. Πάλι όμως δεν θα την γλύτωνε, ούτε και θα τον λυπόντουσαν. Είναι σκληρές και παμπόνηρες, δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Αυτός στα ψέματα δεν είναι καλός, ποτέ δεν ήταν, θα τον παίρνανε χαμπάρι. Σίγουρα, δεν θα την γλύτωνε. Τώρα μάλιστα που τις είχε στήσει και στο γιορτάσι, που δεν θα πήγαινε καν, και σε λίγο θα γύριζαν μανιασμένες, όλο νεύρα και υποψίες, ναι, σίγουρα δεν θα την γλύτωνε. Έριξε μια χοντρή ροχάλα στο γιαλί και γύρισε να μην τον βλέπει.
 Ξαφνικά θυμήθηκε το δίσκο που του είχε χαρίσει –αν και άφραγκος- σε κάποια γιορτή του. Του άρεσαν πολύ τα ρεμπέτικα. Μάλιστα είχε αγοράσει και ένα μπουζούκι από δεύτερο χέρι και προσπαθούσε να μάθει μόνος του. Εκείνα τα χρόνια, που τα ρεμπέτικα δεν ήταν ακόμα στη μόδα, τότε που όλοι παρίσταναν τους ροκάδες και οι γκόμενες ψοφάγαν για κιθάρες και βιολιά. Όμως αυτός δεν ήταν της μπαλάντας και της καντάδας, τα έβρισκε πολύ φλώρικα για τα γούστα του, έτσι κι αλλιώς δεν είχε ανάγκη από τέτοιες τσιριμόνιες για να ρίχνει τις γυναίκες. Τον βρήκε στο κάτω ράφι χωμένο γεμάτο σκόνες. Τον φύσηξε και τον έβαλε στο πικάπ. Δεν τον είχε ακούσει ποτέ. «Μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά…»
Του άρεσαν αυτά τα τραγούδια γιατί μύριζαν έρωτα και θάνατο, έλεγε, έρωτα όμως όχι δήθεν, κοιτάτε μας γειτόνισσες και της τρελλής χαράς, με χαχαχούχα και χλειαρά ερωτόλογα, όχι τέτοιον, αλλά απ’ τον άλλο που σου τρώει τα σωθικά και σιγοβράζεις στο ζουμί σου, τον ανεκπλήρωτο και τον καταστραμένο, τον μοναξιασμένο, του ζωντανού του χωρισμού που είναι χειρότερος και από θάνατο. Όλα τα άλλα είναι για να ξεχνιόμαστε φίλε μου, έλεγε, μόνο για την πούτσα μας, να χύνουμε και να ξεχνάμε ότι κάποτε θα ψοφίσουμε. Και μιλούσε πολύ για θάνατο ο φίλος του, τόσο νέος,  ειδικά κάτι άγρια χαράματα προτού να φέξει που  περπατούσαν στρεκλώντας οι δυο τους στους άδειους δρόμους της πόλης, όταν δεν ήταν και στα καλύτερά του, όλο εκεί την πήγαινε την κουβέντα. «Γιατί ρε φίλε, άδικο έχω, κάποια μέρα όλοι δεν θα πεθάνουμε;» και άλλα παρόμοια έλεγε  κι έγερνε πάνω στον ώμο του ξεσπώντας σε κλάμματα.  Τέτοιες ώρες, άγρια χαράματα, ήταν που σχεδίαζε και την κηδεία του με κάθε λεπτομέρεια. Τόν είχε ορίσει γενικό εντολοδόχο του. Ίσως κάποια μέρα να του τα έδινε και γραμμένα, επίσημα, με σφραγίδες και υπογραφή, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος. Όμως τα πράγματα γίνανε αλλιώς.
Στο συρτάρι με τις φωτογραφίες γινότανε χαμός. Όλο έλεγε να τις βάλει σε μια σειρά, σε μια τάξη μα δεν έβρισκε την όρεξη και γρήγορα το ξέχναγε. Έψαξε πολύ ώρα με τσαντίλα και χριστοπαναγίες, ευτυχώς κάποια στιγμή την βρήκε. Παρά τα χρόνια, θυμότανε καλά ότι υπάρχει. Οι δυο τους, εκείνη και μια φίλη της καθισμένοι σε μια καφετέρια να πειράζονται και να τραντάζονται απ’ τα γέλια. Κανείς δεν κοίταζε την κάμερα. Δεν θυμόταν ποιος τους είχε τραβήξει ούτε το μέρος. Γέμισε πάλι το ποτήρι του με ουίσκι, άναψε και άλλο τσιγάρο και ξάπλωσε στον καναπέ. Κάπως είχε αρχίσει να χαλαρώνει. «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα…»
Πάντα τσαντιζόταν που ήταν τόσο ντροπαλός με τις γυναίκες. «Ρε σπασίκλα, σ’ έχει φάει  το μινάρισμα και το διάβασμα» του φώναζε κάθε τόσο. Αυτός δεν διάβαζε καθόλου, ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε σ’ αυτή την κωλοσχολή, μα ήταν  μουνάκιας,  είχε πολλές κατακτήσεις, ποτέ όμως κάτι το σοβαρό και σίγουρο. Ήθελε την ελευθερία του, έλεγε, και πώς να το κάνουμε, του άρεσε και η ποικιλία. Με κείνη γνωρίστηκαν κάποιες απόκριες. Ήταν πεντ’ έξι χρόνια μεγαλύτερη και μάλλον αυτή πρέπει να τον αποπλάνησε. Ήταν το κάτι άλλο, του ‘λεγε, σκέτη δασκάλα, είχε ξετρελαθεί μαζί της. Δεν είχε ξανακάνει τέτοια πράγματα. «Σκέτη δασκάλα, φίλε μου, σκέτη δασκάλα!», του κοπάναγε συνέχεια και τον τσίτωνε. Είχε αρχίσει να ανάβει. Τον χάιδευε και μεγάλωνε. Το τσιγάρο από ώρα σβηστό, το ποτήρι άδειο. Το βλέμμα του διαπερνούσε τη φωτογραφία, το πικάπ συνέχιζε να παίζει. «Κάνε κουράγιο καρδιά μου, μη τυχόν και μ’ αρρωστήσεις…»
«Έλα και συ ρε, αφού σε γουστάρει. Ξέρεις, καυλώνει με τους ντροπαλούς» του ‘λεγε, μα αυτός δείλιαζε. Μέχρι τότε δεν είχε κάνει τίποτα, ακόμα και σ’ ένα μπουρδέλο που είχανε πάει ένα βράδυ μετά από άγρια σούρα, σκέτη αποτυχία ήτανε, φοβήθηκε και λάκιξε. Τελικά ένα απόγευμα πήγανε στην γκαρσονιέρα της, μόνο για καφέ, έτσι του είχε πει ο κολλητός του για να τον ψήσει. Έβγαλε μια βαθειά ανάσα. Ο δίσκος είχε τελειώσει και μόνο η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε γίνει πέτρα, σκληρός και κατακόκκινος και άρχισε να μουδιάζει γλυκά. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Μετά τις καλησπέρες, τις χαιρετούρες και τα τυπικά βρέθηκαν στο κρεβάτι, ούτε τον καφέ δεν πρόλαβαν να πιουν. Την βάλανε στη μέση, ο ένας από μπροστά, αργά και τρυφερά, με φιλιά και χάδια, ο άλλος από πίσω, γρήγορα και μανιασμένα, με σκαμπίλια και δαγκώματα. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο μουγκρητά και αγκομαχητά άκουγες. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Στο τέλος έμειναν ξέπνοοι να κοιτάζουν το ταβάνι. Αυτή πήγε στην τουαλέτα. «Καλό ήταν;» τον ρώτησε ήρεμος πια και χαμογελαστός και του χάιδεψε τα πυκνά του μαλιά. Πριν προλάβει να απαντήσει τον φίλησε στο στόμα.

Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω! Έσυρε κραυγή θριάμβου και έχυσε στη μνήμη του.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Την πρωτοείδε καθισμένη στα σκαλοπάτια, έξω από το σπίτι της, μαζί με τη φίλη της. Χτενίζανε τις κούκλες τους και τις μάλωναν αυστηρά για κάποια αταξία τους. Αυτός βοηθούσε τους γονείς στη μετακόμιση, κουβαλούσε τα μικροπράγματα. Ο πατέρας του στρατιωτικός, είχε πάρει πάλι μετάθεση. Πέρασε από μπροστά τους και τις χαιρέτησε, μα αυτές δεν καταδέχτηκαν να του μιλήσουν. «Είναι ψηλομύτες!», σκέφτηκε.
Του άρεσε πολύ και της έγινε κολλιτσίδα. Ήταν όλο κόνξες και νάζια και δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του, μα ούτε και με τα άλλα αγόρια τις γειτονιάς έπαιζε. Προτιμούσε τις φίλες της και πιο πολύ εκείνο το  αγοροκόριτσο που όλα τα παιδιά το τρέμανε, ακόμα και τα πιο μεγάλα. Όλο μαζί τις έβλεπες, στο κυνηγητό, στο σκοινάκι, στις κούκλες, ήταν αχώριστες . Αυτός έπαιζε με τα αγόρια μπάλα, πόλεμο, κάποιες φορές ανάβανε τα αίματα, τσακωνότανε και λίγο. Μα αυτή την αγαπούσε, ας ήταν στριμμένη, κι ας μη του έδινε σημασία, και ζήλευε πολύ που την έβλεπε συνέχεια με κείνο το αγοροκόριτσο.
 Ένα απόγευμα που καθόταν μόνη της στα σκαλοπάτια βρήκε το θάρρος και της τό ‘πε. Ναι, την αγαπούσε πολύ, όταν θα μεγαλώνανε θα  την παντρευότανε. Είχε γίνει κατακόκκινος απ’ την ντροπή του και έτρεμε. Παρ’ όλα αυτά την κοίταξε κατάματα και της έπιασε τα ολόλευκα χεράκια της. Πάνω στην ταραχή του προσπάθησε να της δώσει και ένα φιλί στο μάγουλο, μα  αυτή πρόλαβε και τραβήχτηκε μακριά του. Θύμωσε και τον απείλησε ότι θα τα πει όλα στους γονείς της. Έτσι κι αλλιώς ήταν ήδη αρραβωνιασμένη, ερχόταν δεύτερος, του είπε με κακία. Με τη φίλη της θα παντρευόταν αργότερα, όταν θα τέλειωναν το σχολείο, όχι εκείνον που ήταν τόσο άσχημος, κοντός και χοντρός. Το είχανε πει και στους γονείς τους. «Έχουμε φιληθεί κιόλας. Εσύ ζουμπά έχεις φιλήσει κορίτσι;», τον ειρωνεύτηκε και έβαλε τα γέλια. Την κοίταζε στεναχωρημένος, μα δεν μπορούσε και να καταλάβει. Δεν πρόλαβε να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις ή και να τις αστράψει κάνα χαστούκι, αυτό τις άξιζε. Είδε από μακριά το αγοροκόριτσο να πλησιάζει βιαστικά προς το μέρος τους, φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Έκανε πολλές μέρες να ξαναβγεί στη γειτονιά.
Κάποτε, ο πατέρας είπε ότι έπρεπε να φύγουν πάλι για κάποια άλλη  πόλη μακρινή. Η κατάρα της αράχνης. Έκλαψε πολύ. Της είπε τα δυσάρεστα, μα δεν την ένοιαξε καθόλου. «Καλά να πάθεις», του είπε με κακία και έβαλε τα γέλια. Της ζήτησε τουλάχιστον μια φωτογραφία για να τη θυμάται, μα κι αυτή του την αρνήθηκε. Την μίσησε πολύ. Ήθελε να πεθάνει, να την σκοτώσει, να την κάνει χίλια κομματάκια, να την τρυπήσει με το σπαθί του, να της κόψει το κεφάλι και να το δώσει στους φίλους  του να παίζουν μπάλα. Μα ήταν βέβαιος πως και τότε αυτή θα γέλαγε μαζί του, δεν θα την ένοιαζε.
Ξανάβλεπε το πρόσωπό της στην εφημερίδα, είκοσι χρόνια μετά. Φαινόταν ανέμελη κι ευτυχισμένη, όπως τότε. Ίδιο βλέμμα, ίδιο χαμόγελο, ακόμη και το χτένισμά της ολόιδιο είχε μείνει. Παραδίπλα ο άντρας της και στην αγκαλιά κρατούσε το γιο της μωρό ακόμα. Μόνο το αγοροκόριτσο έλειπε από τη φωτογραφία.
Την αναγνώρισε αμέσως, προτού καν διαβάσει το όνομά της, στο ρεπορτάζ που ακολουθούσε. Σκοτώθηκε το προηγούμενο βράδυ σε τροχαίο, έγραφε. Επί τόπου. Ο άντρας της χαροπάλευε στην εντατική κάποιου κρατικού νοσοκομείου. Το παιδί της ήταν σώο και αβλαβές, δεν είχε πάθει τίποτα. «Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, το κεφάλι αποκολλήθηκε απ’ το σώμα, έσπασε το παρμπρίζ και…»

Δεν ήθελε να διαβάσει άλλες λεπτομέρειες. Έκοψε προσεκτικά την μικρή  φωτογραφία, τη δίπλωσε και τη φύλαξε στο πορτοφόλι του.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ

Χτυπήθηκε απ’ τον θάνατο
                                                                                      την στιγμή της δόξας  του

Οι γυναίκες του Μοντιλιάνι είναι γυμνά αερικά με στόματα μικρά και άδειες κόγχες. Το βλέμμα τους είναι πάντα μελαγχολικό και καρφώνει συνέχεια το άπειρο. Τους αρέσει μόνο να ξαπλώνουν νωχελικά σαν τις γατούλες και να χαϊδεύονται. Ο Αμεντέο κάθεται στο μπαρ και τις χαζεύει. Παραμένει ακόμα ανυπάκουος, ταραξίας και αδέκαρος. Πίνει αψέντι και διαβάζει Νίτσε, βήχει δυνατά και κάπου κάπου ξερνάει μαύρο σαπισμένο αίμα. Η Ζαν στέκεται δίπλα του. Τον παρακαλεί να προσέχει την υγεία του, μην πιει άλλο, του λέει. Κρατάει τρυφερά τα χέρια του και  χαϊδεύει τα όμορφα μακριά του μαλλιά. Αυτός πίνει άλλη μια γουλιά απ’ το πράσινο δυναμωτικό του  και της χαμογελά με αθωότητα. «Όταν γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω και τα μάτια σου», της λέει και  η τυφλή Ζαν κοκκινίζει από ντροπή.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ "ΜΥΣΤΡΙ"

Σαββατόβραδο στην χώρα των θαυμάτων, με ψιλόβροχο και βρώμικους δρόμους,  πανζουρλισμό και λιποθυμίες, μπαίνει δειλά στο μαγαζί από τον μαγικό καθρέφτη -η Αλίκη κάθεται στο μπαρ μονάχη και πίνει μπύρα-  όλα όπως κάθε μέρα, χωρίς σερπαντίνες και κομφετί, ο Αποστόλης σερβίρει καφέδες και ποτά, τα ηχεία παίζουν πανκ και μέταλ, όμορφες  φάτσες κουβεντιάζουν και ονειρεύονται, δεν φοράνε μάσκες ούτε πολύχρωμες στολές, δεν κοιτάζουν αγώνες ποδοσφαίρου, δεν χορεύουν καρναβαλικά, μόνο  χαμογελάνε μόνο ερωτεύονται, ψάχνουν την αγάπη. Μετά το κάψιμο του βασιλιά όλα, προσωρινά, θα πάρουν ένα τέλος. 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

ΝΤΟΥΠ

Είχε βραδιάσει για τα καλά, μεσάνυχτα και κάτι. Γυρνούσα σπίτι απ τον δρόμο της παραλίας και το είδα μπροστά μου ξαφνικά. Ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου, ζαλισμένο,  δεν μπορούσε να κάνει βήμα, ούτε και  να καταλάβει  τι του είχε συμβεί. Ήταν μικρό, κατάμαυρο και λίγες στιγμές πιο πριν κλωτσούσε πετρίτσες πλάι στο κύμα. Άκουσε τη μαμά του να το φωνάζει και θέλησε να περάσει τον δρόμο πάλι, να βρεθεί κοντά της. Δεν πρόλαβε. Τώρα είναι σωριασμένο στο δρόμο καταμεσίς και δεν βγάζει άχνα. Απ’ τα μάτια του τρέχουν αίματα, μα με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει σηκώνει το κεφαλάκι του και την κοιτάζει με απορία. Παραδίπλα τα αδέρφια του αμέριμνα παίζουν και γελούν. Το είδα κάπως αργά και δεν πρόλαβα να φρενάρω. Πρόσεξα τουλάχιστον να μην το πατήσω. Όμως την ώρα που πέρναγα από πάνω του άκουσα ένα «ντουπ». Κοίταξα πίσω στον καθρέφτη. Δεν φαινόταν τίποτα. Μόνο μια κόκκινη λίμνη.