Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΔΑΡΙ

Ήταν πάλι εκεί, στην ώρα της, το μαύρο σκοτάδι γινόταν γαλάζιο, η σελήνη υπήρχε ακόμα, πίσω απ’ το βουνό έβγαινε η πρώτη αχτίδα της μέρας. Το μέσο της γέφυρας απέχει απ’ τη στεριά εξακόσια εικοσιπέντε βήματα, δικά της, δέκα φορές μετρημένα και τσεκαρισμένα. Καπνίζει αργά ξεφυσώντας λευκούς δακτύλιους ηρεμίας απ’ τη θάλασσα μέσα της. Εδώ πάνω πάντα φυσάει. Σήμερα το αεράκι δεν την παγώνει.
Ευτυχώς ο ταξιτζής σ’ όλη τη διαδρομή έμεινε μούγκα, νυσταγμένος ακόμα, κάπου κάπου ρουφούσε τον καφέ του και ψαχούλευε το ραδιόφωνο, στο τέλος βαρέθηκε και το ‘κλεισε. Χωρίς τις χειρονομίες του χτεσινού πατσοκοιλιά ή την πολυλογία του προχτεσινού ξερόλα,  μόνο το μάτι του άγγιξε για μια στιγμή τις γαλακτερές της μπουτάρες μέσα απ’ το στενό μίνι, όμως το δεξί του χέρι συνέχισε να χαϊδεύει τον λεβιέ των ταχυτήτων, καμιά κίνηση προς το μέρος της. Σίγουρα, υπό άλλες συνθήκες δεν θα ‘λεγε όχι, γύρω στα τριάντα, ωραίο καυλάκι, θα πάτσιζε και την κούρσα. Γενικά είχε τον τρόπο της, σήμερα όμως δεν είχε όρεξη, όπως και χτες και προχτές και όλες αυτές  τις μέρες. Στη διαδρομή κοίταζε ζαλισμένη το κενό μπροστά της χωρίς να βλέπει τίποτα, κάποια στιγμή έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και έκλεισε τα μάτια. «Κυρία, φτάσαμε» άκουσε ξαφνικά. Το ταξί είχε σταματήσει στην άκρη της γέφυρα. Όπως κατέβαινε, με την άκρη του ματιού είδε στο βάθος στα σκοτεινά, ακουμπισμένες στο τεράστιο τσιμεντένιο πόδι, δύο κολλημένες σκιές. Χαμουρευόντουσαν. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν το χτεσινό ή το προχτεσινό ζευγαράκι. Ήταν απλά δυο φιγούρες που σε λίγο θα  γαμιόντουσαν με πάθος στα όρθια, φόρα παρτίδα, τουλάχιστον για το δικό της  εξασκημένο μάτι. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Μέτρησε για άλλη μια φορά τρεκλίζοντας εξακόσια τόσα βήματα και έφτασε στη θέση της, στη μέση της γέφυρας.
Την ώρα αυτή η γέφυρα είναι τελείως άδεια, μόνο αυτή και η καύτρα του τσιγάρου, άχρηστος φάρος στη μέση του πελάγους αναβοσβήνει κάθε τριάντα  δευτερόλεπτα. Δεν περνά ούτε αυτοκίνητο, ούτε διαβάτης άνδρας. Κανείς. Ακόμη και αυτοί που σκέφτονται να βάλουν τέλος στην μάταιη ζωούλα τους τέτοια ώρα αγριεύονται, συνήθως φουντάρουν τα μεσημέρια. Τα λίγα λεπτά που έσβησε το μυαλό της μέσα στο ταξί κάπως την αναζωογόνησαν, όπως και ο αέρας που φυσά. Οι επιστήμονες λένε πως ο άνθρωπος δεν αντέχει μια βδομάδα χωρίς κανονικό ύπνο, αυτή όμως μπορεί. Και αυτοί που λένε ότι το αλκοόλ βοηθάει δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Ακουμπά στην κουπαστή και αγναντεύει τον απέραντο κόλπο. Ο ήλιος θέλει δε θέλει σε λίγο θα φανεί, το νοσοκομείο και το πανεπιστήμιο φαίνονται άδεια και έρημα, χωρίς ζωή, απ’ την άλλη όχθη πάνω στα βουνά η πυκνή ομίχλη είναι μόνιμη σαν άσπρος σκούφος, δεν μπορεί να τα δει μα ξέρει ότι εκεί ψηλά, μέσα στην πάχνη υπάρχουν κάτι μικρά χωριουδάκια περίκλειστα και απομονωμένα απ’ τον έξω κόσμο. Εκεί είναι και το χωριό της, μα αυτή πλέον εδώ και χρόνια ανήκει στον έξω κόσμο. Τα γοβάκια είναι στενά και ψηλοτάκουνα, την χτυπούν, μα βαριέται να σκύψει, ο πόνος γίνεται ανυπόφορος, δεν μπορεί άλλο να τον αγνοήσει, τα βγάζει και μαλάζει τις πρησμένες πατούσες. Νιώθει ανακούφιση. Σκαρφαλώνει πάνω στην σιδερένια δοκό, ανοίγει διάπλατα τα χέρια και εισπνέει με δύναμη τον αρμυρό αέρα. Μια ξαφνική ριπή  ανακατώνει τα μαλλιά της και κυματίζουν σαν ματωμένη σημαία. Θέλει να φωνάξει δυνατά, να ξεθυμάνει με ουρλιαχτά που δεν θα ακούσει κανείς, μα δεν της έρχεται κάτι να πει, το μυαλό της είναι  άδειο. Μένει έτσι αρκετή ώρα, με τα μάτια κλειστά και το στόμα ανοιχτό στην άκρη της αβύσσου. Παρόλα τα κιλά της νιώθει ανάλαφρη. Να την έβλεπε πόσο άνετα περπατά πάνω στην κουπαστή στις μύτες των ποδιών της, χωρίς να βλέπει, σαν υπνοβάτης που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, μια λαστιχένια αθλήτρια  έτοιμη για το επικίνδυνο ακροβατικό. Το κοινό χειροκροτεί δυνατά, απ’ την πρώτη σειρά χειροκροτεί και αυτός. Όλοι την αποθεώνουν, «πέσε, πέσε, πέσε…» φωνάζουν ρυθμικά και περιμένουν.
 «Μην το κάνεις  κοπέλα μου, θα σκοτωθείς» ακούει μια άγνωστη μπάσα φωνή. Γυρίζει αργά το κεφάλι της πίσω να δει. Ένα σταματημένο αυτοκίνητο και ένας υπάλληλος με  πορτοκαλί φωσφοριζέ γιλέκο. Την κοιτάζει έντρομος, αυτή του χαμογελά με συγκατάβαση. Φαίνεται μεγαλούτσικος, κοντά στη σύνταξη. Άραγε έχει δει πολλούς σ’ αυτή τη στάση; Γυναίκα όμως δεν έχει ξαναδεί. Τέτοιες βάναυσοι μέθοδοι αποχώρησης δεν ταιριάζουν στο ασθενές φύλο, υπάρχουν και πιο ευγενικοί τρόποι να ανοίξεις την πόρτα. «Μην ανησυχείτε, κύριε, κατεβαίνω αμέσως» του φώναξε και πήδηξε κάτω.
Το νεαρό ζευγάρι γαμιότανε στα όρθια. Είχε σταματήσει πιο πέρα και τους κοίταζε, ούτε τσιγάρο δεν άναψε για να μην τους ενοχλήσει, όμως πρέπει να την  είδαν, δεν φάνηκε να ενοχλούνται, συνέχισαν απτόητοι τη δουλειά τους. Η πολύ ζαλάδα είχε φύγει, η αδρεναλίνη ανέβαινε σιγά σιγά και  άρχιζε να ερεθίζεται, μα είχε τα χάλια της, ντρεπόταν να πλησιάσει πιο κοντά, κρατούσε ακόμα τις ταλαιπωρημένες γόβες στα χέρια, το σκισμένο από το πέσιμο διχτυωτό καλσόν είχε γίνει ιπτάμενο πουκάμισο φιδιού και ταξίδευε στους πέντε ανέμους, τα χείλη της χρειάζονταν επειγόντως ένα κερασένιο φρεσκάρισμα. Έψαξε στην τσάντα της για το καθρεφτάκι και το κραγιόν. Έπρεπε επειγόντως να ανακτήσει την χαμένη της αυτοπεποίθηση. Ήταν δυνατή αυτή, δεν το έβαζε εύκολα κάτω.   
Εκεί ακριβώς είχανε σμίξει για πρώτη φορά, τέτοια εποχή, τελειώματα του Μάη, είχαν αρχίσει οι ζέστες, εκείνα τα παιδιά ήταν στην κούνια τους ακόμα, δεκαπέντε χρόνια πριν, σαν χτες. Ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε, δεν είχε ξανάρθει μέχρι τότε  στη γέφυρα, οι ερημιές την τρομάζανε, τόσα γίνονταν κάθε μέρα, μα αυτόν τον εμπιστεύτηκε, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Ίσως απ’ το ακριβό του αμάξι, ίσως το όμορφο κουστούμι, το παρουσιαστικό του, όλα αυτά. Όταν την σταμάτησε στο δρόμο μπήκε χωρίς ενδοιασμό. Την έφερε εδώ, στο σκοτεινό ποδάρι. Ήταν διευθυντής σε κάποια τράπεζα, δεν ήθελε να της αποκαλύψει σε ποια, παντρεμένος με δυο παιδιά,  καλοστεκούμενος πενηντάρης, εμφανίσιμος, είχε κρατήσει τα μαλλιά του, δεν είχε ξεχειλώσει ακόμα. Εκείνο το βράδυ δεν κάνανε τίποτα, μόνο την χάιδευε και την φιλούσε. «Αγκάλιασέ με» της έλεγε και ήθελε πιο σφιχτά. Στο τέλος την πλήρωσε καλά και την πήγε σπίτι της. Της ζήτησε και το τηλέφωνο, αυτός δεν της έδωσε το δικό του, θα την έπαιρνε, σίγουρα, ήθελε πολύ να ξαναβρεθούν.
Ο ταξιτζής της επιστροφής ήταν άγνωστος,  δεν την είχε ξαναπάρει κούρσα, άλλος ένας χοντρός και καραφλός βρικόλακας της ασφάλτου. Προσποιήθηκε την μεθυσμένη και έγειρε στο κάθισμα ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια. Αυτός δεν έχασε την ευκαιρία, τρύπωσε το χέρι του μέσα στην κυλότα της, αυτή βογκούσε και αναστέναζε, μα συνέχιζε να κάνει την κοιμισμένη, σαν να έβλεπε όνειρο, ο ταρίφας άναβε ακόμα πιο πολύ, σταμάτησε στην άκρη της εθνικής, την ξεκούμπωσε και άρχισε να  γλύφει τις ρόγες της, να χαϊδεύει χαμηλά, να φιλά τα κερασένια της χείλη, μέχρι που τράβηξε απαλά το κεφάλι της προς το μέρος του και έβαλε στο στόμα της το μαραμένο του σύκο, αυτό ως εκ θαύματος, άρχισε να μεγαλώνει, άρχισε και αυτή να χαϊδεύεται. Όταν φτάσανε την ξύπνησε απαλά και την καλημέρισε. Δεν της πήρε λεφτά για την κούρσα.
Το ταξί την άφησε έξω από την πόρτα της. Πεινούσε. Το περίπτερο είχε μόλις ανοίξει, αγόρασε δυο σακουλάκια τσιπς και άρχισε να μασουλά. Τις τελευταίες μέρες τρέφεται μόνο με αλκοόλ και πατατάκια, από μικρή της αρέσανε. Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας κοιμάται ο ζητιάνος σκεπασμένος με δυο κουβέρτες, προσπαθεί να περάσει από πάνω του, να μην τον ξυπνήσει, όμως αυτός ανοίγει απότομα τα μάτια, αλλάζουν χαμόγελα, βγάζει απ’ την τσάντα της ένα χαρτονόμισμα και του το δίνει. Βγαίνοντας από το ασανσέρ στον τρίτο πέφτει μούτρα με μούτρα με τις δυο ηλικιωμένες γριούλες, αδερφές γεροντοκόρες του διπλανού διαμερίσματος. Της παραπονιούνται ότι βγαίνει δυσοσμία απ’ το διαμέρισμά της, κάτι πρέπει να κάνει γι’ αυτό. Δεν τους δίνει σημασία, συνεχίζει αδιάφορα να μασουλάει τα πατατάκια της. Βάζει το κλειδί στην πόρτα και ανοίγει. Αυτής δεν της μυρίζει τίποτα. Είναι μουρλές αυτές οι κωλόγριες.
Είναι δεκαπέντε χρόνια μαζί, από κείνο το ρομαντικό βράδυ στο σκοτεινό ποδάρι. Δεν υπήρχε βέβαια λόγος να παρατήσει τη γυναικούλα του και τα παιδάκια του ο κύριος διευθυντής, κι αυτή ποτέ δεν του το ζήτησε, δεν είχε τέτοιες υπερβολικές απαιτήσεις, της νοίκιασε αυτό το δυαράκι και το είχε δίπορτο, πρόσεχε βέβαια, δεν ήθελε να μαθευτεί κάτι, να ρισκάρει την καριέρα του και την οικογενειακή του γαλήνη. Ούτε αυτή το ήθελε, τον αγαπούσε, τουλάχιστον στην αρχή έτσι νόμιζε, τίποτα δεν της έλειπε, χρήματα, δώρα και όλα τα σχετικά, είχε τον τρόπο του ο κύριος διευθυντής, και ήταν πολύ τρυφερός, πραγματικός έρωτας, όχι σκέτο γαμήσι, μόνο που όλα γίνονταν παράνομα, στα κρυφτά, της είχε λείψει τόσα χρόνια να βγουν μια βόλτα μαζί, όπως κάθε φυσιολογικό ζευγάρι, δεν ήθελε να εκτεθεί ο κύριος διευθυντής, και στο διαμέρισμα που ερχόταν δυο τρεις φορές την εβδομάδα πάντα στα γρήγορα και προσεχτικά, να έχει πέσει ο ήλιος, να έχουν κλείσει τα μαγαζιά, πάντα στα γρήγορα, δεν προλάβαινε, είχε πολλές υποχρεώσεις ο κύριος διευθυντής. Δεν την ένοιαζε, βασίλισσα την είχε, τίποτα δεν της έλειπε, είχε σταματήσει και να δουλεύει. Όμως σιγά σιγά τα πράγματα στράβωσαν. Άρχισε να της ζητάει περίεργα πράγματα στο κρεβάτι, γινόταν όλο και πιο βίαιος, με σύνεργα και παιχνίδια, όλο και πιο σαδιστικός, σπαζόταν αυτή μα έκανε υπομονή, δεν ήθελε να του χαλάει το χατίρι, τους δένανε πολλά πλέον, τον είχε συνηθίσει κόλας, τον είχε και ανάγκη, όλα αυτά, όσο μπορούσε έκανε υπομονή.

Το διαμέρισμα μέσα είναι χάλια από την ακαταστασία, πεταμένα πράγματα στο πάτωμα, βρώμικα ρούχα, άδεια σακουλάκια από τσιπς, άδειες μπουκάλες εδώ και κει, τσίγκινα κουτάκια από μπύρα, σωστό μπουρδέλο, πρέπει να καθαρίσει, να βάλει μια τάξη. Η τηλεόραση παίζει ακόμα, χωρίς φωνή. Πρέπει αυτός να την ξέχασε ανοιχτή, τον ακούει στο βάθος απ’ το υπνοδωμάτιο που ροχαλίζει, επιτέλους πλέον κοιμάται μαζί της, τα δέκα τελευταία βράδια είναι αποκλειστικά δικός της, μόνο γι’ αυτήν, μα έχει γίνει πολύ βίαιος, σαδιστικός, θέλει να την μαστιγώνει, να την τσουρουφλίζει με λιωμένα κεριά, να χώνει με μίσος το χέρι του στο μουνί και τον κώλο της, την βρίζει, την χαστουκίζει, την κλοτσάει, πλέον την αγαπάει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, μα είναι δικός της, μόνο δικός της, κανείς δεν μπορεί να της τον πάρει. Ανοίγει προσεχτικά την πόρτα για να μην τον ξυπνήσει. Σαν μωράκι κοιμάται ο γλυκός της. Κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξει το σεντόνι, έχει γίνει κατάμαυρο απ’ τα ξεραμένα αίματα. Τα χέρια του είναι ακόμα ανοιχτά, καρφωμένα πάνω στο κρεβάτι, ο εσταυρωμένος την κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα, το στόμα του  ακόμα μπουκωμένο απ’ το μαραμένο του σύκο, προεξέχουν λίγο τα μεγάλα πρησμένα του αρχίδια. Ο καλός της ήταν περήφανος για τα μεγάλα του παπάρια, τώρα μπορεί να τα γλύφει όσο θέλει. Με την ησυχία του, κανείς δεν πρόκειται να τον ενοχλήσει.   

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Όλη μου την εφηβεία θυμάμαι την πέρασα ματιασμένος. Ανεξήγητος πονοκέφαλος, κεφάλι βαρύ και το κακό μάτι έφευγε μόνο με ειδικό τελετουργικό από μία  εκπαιδευμένη γειτόνισσα, φίλη της μητέρας μου. Σε ένα ποτηράκι με νερό έριχνε τρεις σταγόνες λάδι και αν γινόντουσαν μία μεγάλη που, ως εκ θαύματος, διαλυόταν στο νερό, ήσουν φουλ ματιασμένος. Ποτέ δεν ρώτησα τον χημικό του σχολείου πως εξηγεί η επιστήμη το συγκεκριμένο φαινόμενο, γιατί την εποχή εκείνη πίστευα πραγματικά σε τέτοιου είδους παγανιστικά μαγικά και ξόρκια, τα δεχόταν μάλιστα και η ορθόδοξη εκκλησία μας. Έτσι κι αλλιώς, έφερνε αποτέλεσμα. Η καλή ξεματιάστρα λοιπόν σου έδινε να πιεις τρεις γουλιές λαδόνερο από διαφορετικές μεριές του ποτηριού, σου σταύρωνε το κούτελο και ταυτόχρονα μουρμούραγε από μέσα της τη λυτρωτική προσευχή. Έπειτα, χασμουριόταν με το στόμα ορθάνοιχτο για κάμποση ώρα, «σε καλό μου αναφωνούσε, τι κακό μάτι είναι αυτό, ποιος σε έφαγε παιδάκι μου» και το έπαιρνε όλο το επάνω της. Το απίστευτο είναι πως όλο αυτό το κόλπο έφερνε αποτέλεσμα και ο πονοκέφαλος, η βαριά ζάλη μου περνούσε αμέσως. Ίσως βέβαια, τα ίδια αποτελέσματα να είχε και ένα απλό ντεπόν -τότε δεν είχαν βγει στην αγορά ακόμα τα αναβράζοντα- μα όπως και να ‘χει εκείνα τα χρόνια πίστευα στις μαγγανείες. Έτσι κι αλλιώς ήμουνα και σαββατογεννημένος, κάπως αλαφροΐσκιωτος δηλαδή, και στο ζώδιο λιοντάρι του Ιούλη,σίγουρα  όλα αυτά κάποιο ρόλο θα έπαιζαν. Δυστυχώς τα ματιάσματα ήταν συχνά, παρόλο που δεν ήμουν κανένας γόης, ψιλός και άγαρμπος ήμουνα, μία πάχαινα μία αδυνάτιζα και φορούσα κάτι μεγάλες γιαλούμπες φώτο γκρέι, γάμησέ τα δηλαδή, ποιο κακό μάτι και κουραφέξαλα. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισα να γίνω και γω «ξεματιάστρα» και αν  τα κατάφερνα θα γινόμουν και εξορκιστής, πολεμιστής κάθε επί γης κακού και αρωγός όλων των δυστυχισμένων. Η καλή γειτόνισσα με ενημέρωσε για την διαδικασία. Την Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του επιταφίου, έπρεπε να μπω μέσα στην εκκλησία και να πω τρεις φορές το συγκεκριμένο ξόρκι του κακού, το οποίο πηγαίνει μόνο από άντρα σε γυναίκα και το αντίθετο. Επομένως μπορούσε να μου το γράψει στο χαρτί. Και ήταν το εξής: «Ο Χριστός  νικά κι όλα τα κακά σκορπά και η παρθένα η παναγιά το μάτι της/του … νικά», όπου ενδιάμεσα έβαζες το όνομα του ματιασμένου.  Το ξόρκι έπρεπε να μείνει μυστικό απ’ τους αμύητους, αλλιώς θα το έχανα και μόνο σε κοπέλα βέβαια μπορούσα να το πω κάποια άλλη Μεγάλη Παρασκευή. Εννοείται πως ποτέ δεν ξεμάτιασα κανέναν –ούτε εξορκιστής έγινα- και όλα αυτά με το πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκαν. Σύντομα η καλή γειτόνισσα τσακώθηκε με την μάνα μου, κάποια στιγμή φύγαμε από την γειτονιά, μετά από λίγο η μάνα μου πέθανε. Την καλή ξεματιάστρα τελευταία φορά την είδα στην κηδεία της μάνας μου, πριν από δεκατέσσερα χρόνια δηλαδή. Το περίεργο είναι πως από τότε δεν με ξανάπιασε το κακό μάτι. 

ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΡΔΑ

Θα περιμένω άλλη μια μέρα
                                                                                                 -το θαύμα δεν έγινε
                                                                                                 Νικόλας Άσιμος

Στον πλανήτη Κροκ ζουν όλοι πάνω σε τεντωμένο σκοινί, πανηγύρι και γιορτή η κάθε τους μέρα, τρελοί και παλαβοί, δεν εκτελούν εργασία και χαμαλίκι -φωτιά και πάγος τα όνειρά τους- χωρίς περαστικούς επαναστάτες της πορδής, ξεφτίλες-γελοίους-βλήματα και άτριχους πίθηκους, χωρίς βουστάσια, χοιροστάσια και προβατοποιεία, ο καβαλάρης του ουρανού, ο μέγας λεμονάτος του σύμπαντος με το νεροπίστολο στο χέρι σκοπεύει κατά πάνω τους και πυροβολεί. Το βαρέλι με τα σκόρδα γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και όπου να ‘ναι θα σπάσει. Θα το δείξει και ο καιρός. Είχε δίκιο ο έτσι, σωστά τα έλεγε. Κανείς όμως δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Η ΝΤΑΙΖΥ

Εδώ και τρεις μήνες η γάτα του αδερφού μου έχει εξαφανιστεί. Του νιαούρισε για πρώτη φορά πριν από πέντε χρόνια, έξω από την πόρτα του, την λυπήθηκε και της έδωσε να φάει από το φαγητό του. Από τότε τον επισκεπτόταν καθημερινά, αυτός αγόρασε κονσέρβες και την τάιζε, είχαν καλή επικοινωνία, καταλάβαινε ο ένας τον άλλον, τουλάχιστον από τους ανθρώπους την προτιμούσε. Μόνο καμιά φορά τον τσάντιζε και της έδινε καμιά σφαλιάρα καμιά κλωτσιά, ως εκεί. Όμως κάθε βράδυ είχε το φαγητό της, τον περίμενε στο πατάκι έξω από την πόρτα του να γυρίσει, όπως την πρώτη φορά, είχε μάθει την ανάσα του, το περπάτημά του, ήταν πιστή και τον καταλάβαινε, μου έλεγε, πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους. Εγώ δεν είχα πολλά πάρε δώσε μαζί της, ούτε με σκυλιά ούτε με γατιά, γι’ αυτό και με φοβόταν κάπως, χωρίς να την έχω πειράξει ιδιαίτερα, δεν μου είχε εμπιστοσύνη. Το όνομα της το έδωσε κάποιο καλοκαίρι η ανιψιά μας, έτσι τυχαία και της έμεινε. Μέχρι τότε ο αδερφός μου την φώναζε απλά «ψιτ, ψιτ». Κατά καιρούς εξαφανιζόταν, για ένα μήνα το πολύ, πάει να γεννήσει μου έλεγε ο αδερφός μου, ας μη φούσκωνε η κοιλιά της, σίγουρα κάπου αλλού έβρισκε φαγητό, μα πάντα επέστρεφε και πάντα μόνη και εγώ του έλεγα πως πρέπει να ‘ναι στέρφα και λεσβία, τουλάχιστον ασέξουαλ, αδιάφορη για τα ερωτικά, δεν την είχα δει ποτέ με γάτο και την κορόιδευα, της έβγαζα τη γλώσσα και αυτή με κοιτούσε με απορία. Τώρα, εδώ και τρεις μήνες έχει εξαφανιστεί. Ο αδερφός μου περιμένει ακόμα να γυρίσει. Και όποτε τον πλησιάζουν άλλες γάτες με πονηρούς σκοπούς και του νιαουρίζουν, τις διώχνει μακριά.  

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

ΔΙΑΚΟΠΗ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Σήμερα πέρασαν και έκοψαν το ρεύμα. Το μεσημέρι που ξύπνησε η γκαρσονιέρα δεν είχε φως, το προηγούμενο βράδυ είχε, επομένως η ζημιά έγινε το πρωί, την ώρα που κοιμόταν. Σηκώθηκε απ’ το στρώμα μισοζαλισμένη, το χέρι της πίεσε μηχανικά τον διακόπτη, τίποτα, φόρεσε ένα βρακί, βγήκε στο διάδρομο, μήπως και είχε γενική διακοπή, όπως πριν από δυο βδομάδες, δυστυχώς, τα φώτα άναψαν κανονικά,  κάτι έβρισε και ξαναμπήκε μέσα βιαστικά, εκείνη τη στιγμή άνοιγε η πόρτα του ασανσέρ. Σήκωσε τα στόρια της μπαλκονόπορτας να μπει λίγο φως και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο πεζόδρομος κάτω χωρίς κίνηση, τα μαγαζιά κλειστά, ο ήλιος ευτυχώς ψηλά, χτυπάει ακόμα τον τρίτο όροφο. Στην κουζίνα οι πάγοι του ψυγείου δεν έχουν αρχίσει να λιώνουν, μάλλον πρέπει να ανοίξει την πόρτα του, θα μυρίσει, θα γεμίσει και νερά ο τόπος, έχει μείνει και μισό πεπόνι από χτες, πρέπει να το φάει να μην πάει χαμένο. Το περίμενε, κάποια στιγμή θα ερχόταν και η σειρά της, ο λογαριασμός παραφούσκωσε, δεν είχε πληρώσει ποτέ, τουλάχιστον να αργούσαν λίγο, να έμπαινε το φθινόπωρο, να περνούσαν και τούτες οι ζέστες, πάντως αργά ή γρήγορα θα γινόταν, δεν θα την γλύτωνε. Είναι που σήμερα το βράδυ θα έρθει και ο έτσι, φοβάται μη τσαντιστεί και φύγει. Αν πάρει τηλέφωνο δεν θα του πει τίποτα, θα κοιτάξει μόνο λίγο να συμμαζέψει το αχούρι, να κάνει κι ένα μπάνιο, να βαφτεί, να σενιαριστεί, να είναι έτοιμη. Ίσως και να μην έχει πρόβλημα, όπως τότε που βρήκε το στρώμα σκέτο στο πάτωμα, το προηγούμενο βράδυ ο χοντρός είχε σπάσει το κρεβάτι, ο έτσι το κατάλαβε μα δεν είπε τίποτα, ήταν  ήδη φτιαγμένος, την βούτηξε από τα μαλλιά και την πέταξε με δύναμη στο γυμνό στρώμα, την καταβρίκανε, τρεις φορές το κάνανε, το γαμίσι της χρονιάς και  ούτε γάτα ούτε ζημιά, από τότε στο πάτωμα, ωραία είναι και χάμω, της είχε πει. Μα χωρίς φως είναι διαφορετικά, ούτε τσιγάρο δεν θα μπορούν να στρίψουν, πρέπει να βρει κάνα κερί, κάνα ρεσώ, να βολευτεί κάπως η κατάσταση, τα μαύρα σκοτάδια, ο φακός του κινητού πάλι δεν θα κάνει δουλειά, θα της φάει και όλη την μπαταρία. Και αν η σημερινή βραδιά τσουλήσει νορμάλ, από αύριο θα προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τέρμα το μαγείρεμα και το ζεστό μπάνιο, πρέπει να βρει και κάνα γκαζάκι, το τηλέφωνο θα το φορτίζει όπου βρίσκει, πρέπει να προμηθευτεί και κάνα φακό, τέρμα και το κρύο νερό, τέρμα και το ψυγείο, το νερό τουλάχιστον δεν το κόβουν, έτσι έχει ακούσει, δεν είναι και σίγουρη όμως, και για τα κοινόχρηστα δεν ανησυχεί, το σπίτι είναι στο όνομα της μάνας της, ας τα πληρώσει αυτή. Ας τα κόψουν όλα, ας τα διακόψουν λοιπόν, το βράδυ θα έρθει ο έτσι, θα γίνουν, θα την βρουν και θα περάσουν φίνα. Θα φέρει και καμιά πίτα να φάνε, και κόκα-κόλα, και μπάφο. Θα περάσουν φίνα λοιπόν. Ας τα κόψουν όλα.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΚΑΣΕΤΑ


Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε
                                                                                            Φ. Πεσσόα
Ένας μοναχικός περίπατος, βράδυ απελπισμένο, σκοτεινό, χωρίς φεγγάρι, χωρίς αστέρια, ο μώλος  άδειος, ούτε ψαράδες με πετονιές, ούτε ζευγαράκια για ψιλοχαμούρεμα, ούτε πλοία αραγμένα στα πλάγια, ούτε λιμενόμπατσοι, τίποτα, και συ καθόσουν ζαρωμένος στο πέτρινο παγκάκι και κάπνιζες, κρύωνες μα περίμενες, άκρη άκρη εγώ στην προκυμαία, όρθιος με τα χέρια στις τσέπες, χάζευα τη μαύρη θάλασσα για ώρα, άλλη μια νύχτα αναποφάσιστος, έτσι έδειχνα μάλλον, γιατί ανησύχησες και ήρθες προς το μέρος μου, ρώτησες τι ώρα είναι, δεν είχα μα σίγουρα ήταν περασμένη, τα υπόλοιπα είναι γνωστά και θλιβερά, ανάξια λόγου, η ίδια χιλιοπαιγμένη κασέτα φθαρμένη στους αιώνες, οι ίδιες ψευδαισθήσεις, οι ίδιες υποσχέσεις, οι ίδιες ματαιότητες, μισά ψέματα, μισές αλήθειες, όλα πουλιούνται, όλα αγοράζονται, πάντα έτσι γινόταν, παζάρια, πληρωμές, συναλλαγές, αγοροπωλησίες, ο ήλιος θα βγει, το χαμόγελο θα ξεφτίσει, θα χαθούμε σαν τους βρικόλακες, στην πρώτη αχτίδα θα εξαϋλωθούμε, πάλι θα χωθούμε στους τάφους μας, απόγνωση, ο καθένας μόνος του, απελπισία, θα αλλάξουμε ψεύτικα τηλέφωνα, ερήμωση, ψεύτικα ονόματα, πόνος, ψεύτικα φιλιά, απογοήτευση, όλα μάταια, μάταια, αδιέξοδα και άδοξα τελειωμένα, δεν βγάζει πουθενά αυτό το πήγαινε έλα, το ξέρουμε κι οι δυο μα και τι να κάνεις, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, είπες, ίσως τα ξαναπούμε, να προσέχεις. Τώρα όμως δώσε μου πίσω τον μπερέ.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Κάθε τόσο παραπατά, προχωράει ζιγκ-ζαγκ, τα γόνατα λυγίζουν επικίνδυνα, στο τέλος πάντα καταφέρνει να μένει όρθιος. Περνάει απ’ τις καφετέριες, σταματάει περαστικούς, κοντοστέκεται στα παγκάκια της πλατείας, ζητάει λίγα  ψηλά, λίγα κέρματα, ότι έχει ο καθένας, να συμπληρώσει για το εισιτήριο, μένει μακριά, λέει, πρέπει να πάρει λεωφορείο για το σπίτι. Έχει διάφορα ονόματα, αδυνατισμένος με βρώμικα ρούχα, μυρίζει δρόμο,  ιδρώτα και σκόνη, μια υποψία ομορφιάς στο χλωμό του πρόσωπο, ξανθός με ξεθωριασμένα χείλη, δεν πρέπει να ‘ναι πάνω από εικοσιπέντε, ευγενικός και λυπημένος, ρωτάει αν υπάρχουν λίγα κέρματα, αν δεν του δώσουν γκρινιάζει σαν μικρό παιδί. Το βράδυ κάθεται στην πλατεία και κάνει τσιγάρο, δεν τρώει ποτέ, μόνο καπνίζει και πίνει κόκα-κόλα, οι κουβέντες του με άλλους λιγοστές, βγάζει τα κέρματα από την τσέπη και τα μετράει. Του φτάνουν για το εισιτήριο,  το πρωί θα πάρει το πρώτο λεωφορείο της γραμμής, μόνος, αυτός και ο οδηγός. Παράδεισος και κόλαση στην ίδια στάση. Αύριο χωρίς επιστροφή.   

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ

Κηρύξανε ιερό πόλεμο κατά του ανθρώπου, του άπιστου, του δολερού και του ανευλαβή, αυτοί τουλάχιστον πιστεύουν σε κάτι εξαίσια μεταθάνατο και αυτοκτονούν, εκεί σίγουρα θα είναι καλύτερα τα πράγματα, πάντα στα δεξιά του προφήτη, κοντά του πάντα, κι όσο περισσότερο το αίμα τόσο πιο κοντά του, νέος μεσαίωνας ισλαμικός, η Ιερά Εξέταση ωχριούσε μπροστά του, θα πούνε οι ιστορικοί του μέλλοντος, χίλια χρόνια κράτησε κι αυτός, η νέα πανούκλα, ο θάνατος καθημερινή υπόθεση, οι άνθρωποι μέσα σε κλουβιά για να προφυλαχτούν, και τι ζωή να ζήσουν έτσι, για πιο λόγο άραγε, όλα για του θεού την πίστη την αγία, η ανθρώπινη ζωή και πάλι με μηδαμινή αξία, έτσι κι αλλιώς κάποτε όλοι θα πεθάνουμε, τι σήμερα, τι αύριο, τι στα εκατό , τι στα οκτώ, τίποτα δεν έχει σημασία, ο θάνατος είναι ο πιο δημοκράτης, αυτός δεν κοιτάζει πλούσιους και φτωχούς, ούτε βόρειους και νότιους, ούτε μορφωμένους και αμαθείς, ο θάνατος είναι ο Θεός και κείνοι οι προφήτες του που μοιράζουν στα τυφλά φωτιά και ατσάλι, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, θυσία στον άγνωστο θεό της αγάπης και της σοφίας, πίθηκοι και ουρακοτάγκοι, η ανθρώπινη κατάσταση, η εκδίκηση των φτωχών και των απελπισμένων, ο επίγειος παράδεισος της ελευθερίας και της δικαιοσύνης αποδείχτηκε όνειρο, ίσως κάποτε στο μέλλον, είναι νόμος της ιστορίας, λένε οι υπεραισιόδοξοι, προς το παρόν λούφα και παραλλαγή, μην χάνουμε το κουράγιο μας, πάντα να ελπίζουμε. Η κούκλα με το ροζ φορεματάκι γεμάτη σκόνη, τρύπες, αίματα. 


*Με αφορμή την χτεσινή τρομοκρατική επίθεση στην Νίκαια της Γαλλίας.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ

                                              Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
                                                                                  Κ. Γώγου

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών, σύρματα στα χέρια σας, στο λαιμό σας, στα πρισμένα αρχίδια σας, αραπάδες που σφουγγαρίζουνε τα φλέματα απ’ την άσφαλτο, σουγιάδες σε βρώμικα αδιέξοδα, με σάπια δόντια και ξεθυμασμένα συνθήματα, μυρωδιές από κάτουρα και χαλασμένα σπέρματα, καθιστοί με ανοιχτά πόδια στο πεζούλι της κυλιστής σκάλας, φαντάροι με γυμνωμένα τ’ άγνωστα κεφάλια τους ερωτεύονται ομοφυλόφιλους, Κυριακή στην Ομόνοια, στην Πατησίων, πάνω κάτω, πάνω κάτω, όλοι αδέξιοι και λυπημένοι μπερδεύουνε τη γλώσσα τους, γεμάτα πύον τ’ αυτιά τους, γυρνούν ξυπόλυτοι, κλείνονται στους καμπινέδες και κλαίνε χαμένοι στην αποτρόπαια μοναξιά της γενικής συνέλευσης, εκσπερματώνοντας ουρλιάζουν, ούτε ένας, ούτε ένας. Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας, αδερφέ μου…

ΑΠΙΣΤΙΑ

Βρισκόντουσαν κάθε Τετάρτη πρωί που ο σύζυγος έλειπε μακριά για δουλειές. Πρώτα πηγαίνανε για καφέ, κάπνιζαν και πίνανε αμίλητοι και κοιτούσαν απ’ την τζαμαρία τους περαστικούς –κάπου κάπου κοίταγε και ο ένας τον άλλο στα μάτια και χαμογελούσαν- μετά στο ξενοδοχείο, πρώτος όροφος, το γωνιακό  δωμάτιο πάντα,  με θέα το λιμάνι και τον σταθμό των τρένων. Δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, λίγο πάνω απ’ τα σαράντα, της άρεσε η πλάτη του, την αγκάλιαζε σφιχτά, την φυλούσε με λαχτάρα, σχεδόν έκλαιγε, μετά τον έγδυνε ολόκληρο και του δινόταν κι αυτή ολόκληρη. Αυτός πιο πολύ ήθελε να γλύφει τις μεγάλες της ρώγες και ακόμα παρακάτω μέχρι τα σκέλια. Τότε βογκούσε απ’ τον πόθο, ριγούσε ολόκληρη, της ξέφευγαν και κάποια πυρόκαυλα επιφωνήματα και έπεφτε πάνω της με ορμή, την έπαιρνε απ’ όλες τις μεριές, δυο και τρεις φορές, για ώρες, ασταμάτητα. Στο τέλος κουλουριαζότανε πλάι του, χάιδευε τα πυκνά του μαλλιά και τον κοίταζε που ξεφυσούσε τον καπνό απ’ τα ρουθούνια του. Η ώρα πέρναγε, σηκωνόταν όρθια, ντυνόταν βιαστικά, του άφηνε τα χρήματα στο κομοδίνο, του έδινε ένα φιλί στο μάγουλο και γύριζε σπίτι. Πριν ένα χρόνο γνωριστήκανε, Τετάρτη, μήνας  καυτός, ερωτικός, καταμεσήμερο, έβραζε ο τόπος, γυρνούσε μόνη στην πόλη κι ήθελε να γαμηθεί με ένταση, χωρίς λόγια, χωρίς αγάπες και λουλούδια, χωρίς προστυχιές. Κοιταχτήκανε με νόημα στα μάτια, προχώρησε μπροστά κι αυτός την ακολούθησε. Ο σύζυγος έλειπε μακριά για δουλειές. Μια βδομάδα πριν, είχε σκοτωθεί ο γιος της με μηχανάκι σε τροχαίο. Στα δεκαεπτά.    

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μεσάνυχτα παρά κάτι, βράδυ υγρό, σουβλερό. Δυο μέρες έβρεχε, συνέχεια, πριν από μια ώρα που σταμάτησε, βγήκε να περπατήσει μαζί με τα σαλιγκάρια, έτσι πάντα εκτονώνει τη μούρλια του. Απέναντι το περίπτερο έχει ακόμη φως, κλείνει όπου να ‘ναι κλείνει, γύρω γύρω οι πολυκατοικίες νεκρές, τα διαμερίσματα σκοτεινά, τα μπαλκόνια άδεια, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, μα και στο δρόμο ούτε ψυχή, μόνο δυο γάτες κυνηγιούνται γύρω απ’ τον κάδο των σκουπιδιών, αύριο όλοι ξυπνάνε νωρίς, η θάλασσα είναι ήρεμη, το λιμάνι άδειο, το φεγγάρι κάπου έχει κρυφτεί, ο ουρανός γεμάτος ακόμα με μαύρα σύννεφα, ίσως ξαναβρέξει, το μικρό πάρκο έρημο κι αυτό, άδειο. Ένα αγόρι έχει βγάλει το σκυλί του βόλτα, το λύνει απ’ το λουρί και αυτό κουνάει  την ουρά του και τρέχει πέρα δώθε, κάποια στιγμή τον πλησιάζει, κοντοστέκεται, τον μυρίζει καλά καλά, αυτός του χαμογελάει, το χαϊδεύει, το αφεντικό του από μακριά το διατάζει να γυρίσει κοντά του, του ρίχνει ένα τελευταίο πονηρό βλέμμα και τρέχει κοντά του, φεύγουνε παρέα. Καθισμένος στο παγκάκι τους χαζεύει που απομακρύνονται πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Απ’ την τσέπη του μπουφάν βγάζει το μαγικό μπουκαλάκι και πίνει, προσπαθεί να ανάψει και τσιγάρο μα ο αναπτήρας είναι άδειος, μπορεί και να χάλασε. Ένα αεροπλάνο ξεπροβάλει με βουή μέσα απ’ τα σύννεφα κι έρχεται προς το μέρος του,  σαν να θέλει να προσγειωθεί εκεί κοντά, πετάγεται πάνω και του κάνει νοήματα με τα χέρια, προσπαθεί να το κατευθύνει στο δρόμο, ας μην έχει πολύ φως, έκλεισε και το περίπτερο, ας είναι και κάπως στενός και γλιστερός, αυτός όμως είναι ο σωστός διάδρομος. Φεύγοντας ο περιπτεράς τον κοιτάζει με απορία.
Πριν από δυο μέρες ο θεός έβαλε πάλι το χέρι του. Το αεροπλάνο ξαφνικά έχασε ύψος, χτύπησε πάνω στα θεόρατα βουνά και τυλίχτηκε στις φλόγες. Μάλλον δεν γλύτωσε κανείς. «Υπήρχαν και δικοί μας επιβάτες που γύριζαν στην πατρίδα», είπε ο ρεπόρτερ, έκανε δηλώσεις και ο εκπρόσωπος του υπουργείου, όμως δεν δώσανε ονόματα. Ήταν αεροπειρατεία, από τον ίδιο τον κυβερνήτη του, κλειδώθηκε μόνος στην καμπίνα και με χέρι ατσάλινο, παγωμένο και σταθερό το έριξε πάνω στα ψηλά χιονισμένα βράχια. Είχε ψυχολογικά προβλήματα, είπαν, κατόπιν εορτής, έχει και η εταιρία ευθύνη, δεν έκανε τους προβλεπόμενους ελέγχους, κάποιοι προσπάθησαν να τον συνδέσουν με θρησκευτικές οργανώσεις, φονταμενταλιστές και τρομοκράτες, όλα ήταν πιθανά, ερευνούσαν κάθε ενδεχόμενο. Έβγαιναν στα κανάλια όλοι οι χλιμίτζουρες, πουλούσαν μούρη οι ξερόλες, τους σιχάθηκε, το κοντό τους και το μακρύ τους έλεγαν, τι να πρωτοπιστέψεις. Δείξανε και κάποιες φωτογραφίες του παρανοϊκού πιλότου, λίγο πάνω απ’ τα τριάντα, ξυρισμένο κεφάλι, γεροδεμένος, στο πλάι η γυναίκα του, χαμογελούσε, δεν έδειχνε να έχει κάποιο πρόβλημα.
Ήταν και ο φίλος του μέσα, στην μοιραία πτήση, επέστρεφε μαζί με την κοπέλα του, την ώρα που ξεκινούσαν του έστειλε μήνυμα, «σε τρεις ώρες θα τα πούμε από κοντά»,  έγραφε, του είχε γράψει και το προηγούμενο βράδυ, μα δεν είχε απαντήσει, τελειωμένες φιλίες, ξεθυμασμένα πάθη, μπαγιάτικα κουλούρια. Του έγραφε και για την κοπέλα, εκεί την είχε γνωρίσει στα βόρεια λίγο καιρό αφότου ξενιτεύτηκε, η μοναξιά δεν παλεύεται, έκανε και κάποιους καινούργιους φίλους, κάποιες παρέες απ’ τη δουλειά, ήταν ανέκαθεν κοινωνικό άτομο, εύκολο στις σχέσεις του με τους ανθρώπους . Όταν είδε τυχαία στη τηλεόραση το έκτακτο δελτίο τον πήρε αμέσως τηλέφωνο μα το κινητό του έδειχνε απενεργοποιημένο. Είχαν τρία χρόνια να μιλήσουν, από τότε που έφυγε για έξω. Τώρα, δυο μέρες και δυο νύχτες κλεισμένος στο σπίτι μπροστά στην κουτί περίμενε να ακούσει κάποιο νέο, ίσως και να σώθηκε, ακόμα γίνονται θαύματα, τουλάχιστον να έλεγαν ονόματα ή πάλι μπορεί κάτι να έτυχε τελευταία στιγμή και να έχασαν την πτήση, όλα ήταν πιθανά. Μα το κινητό του πλέον δεν χτυπούσε ούτε λάμβανε μηνύματα. Ήταν νεκρό. Και έξω είχε αρχίσει να βρέχει με το τουλούμι, χωρίς σταματημό, κι αυτός να ‘χει ξεχάσει ότι πεινάει και κάθε τόσο να ξαναγεμίζει το μαγικό μπουκαλάκι που του είχε χαρίσει κάποτε στη γιορτή του, «συντροφιά στις μοναχικές σου στιγμές». Και να πίνει.
Από κει που καθόταν έβλεπε στη μέση του σκοτεινού πάρκου μια κόκκινη καύτρα να αναβοσβήνει, άκουγε και κάποιους ψίθυρους. Πέταξε τον άδειο αναπτήρα προς τον κάδο, δεν βρήκε στόχο, μετά σηκώθηκε και τράβηξε προς το μέρος τους, θα τους ζητούσε φωτιά, ίσως και να έπεφτε πάνω σε γνωστούς, και δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Όταν τον είδαν να πλησιάζει έσβησαν το τσιγάρο και σηκώθηκαν όρθιοι, από κοντά δεν του θύμιζαν κάτι, δεν τους είχε ξαναδεί, πάντως δεν φαίνονταν για ξένοι. Νεαροί ήταν και οι δύο, όχι πάνω από εικοσιπέντε, ο ένας ψηλός, ξυρισμένο το κεφάλι, γεροδεμένος, έφερνε κάπως στον πιλότο, είχαν και το ίδιο μυστηριώδες χαμόγελο, ο άλλος λίγο πιο κοντός, πιο αδύνατος, στεκόταν παραπέρα, αυτός έμοιαζε με τον φίλο του στα βόρεια, τα ίδια μάτια, ίδια μαλλιά. Χαμογέλασε κι αυτός και του έδωσε το χέρι να συστηθούν.

Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν, είδε τρεμάμενα άστρα θαμπά, τα πόδια του λύγισαν. Πέσανε πάνω του και άρχισαν να τον χτυπάνε κλοτσιές και μπουνιές. Είχε ζαλιστεί, δεν καταλάβαινε που βρισκόταν, σωριάστηκε χάμω στο υγρό τσιμέντο, κουλουριάστηκε κι έμεινε κει ασάλευτος, μισολιπόθυμος. Απ’ το σκισμένο του μάγουλο έτρεχε το ζεστό αίμα  προς τα χείλη του, αυτοί συνέχιζαν να τον χτυπούν και άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες του. Δεν είχε λεφτά πάνω του, μόνο το μπουκαλάκι με το νερό της φωτιάς βρήκαν. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Τον έβλεπε θολά καθισμένο πλάι του, σε απόσταση αναπνοής με την μποτίλια στο χέρι, έπινε και χαμογελούσε. Είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν γεροδεμένος, ο ψυχοπαθής πιλότος με το παγωμένο μέταλλο που πήρε μαζί του διακόσιες ψυχές, ξαφνικά ζωντάνεψε, τον έπιασε απ’ το λαιμό, τώρα  άρχισε αυτός να τον χτυπάει στο πρόσωπο, εκείνος ξαφνιάστηκε, έφυγε απ’ τα χέρια του το μπουκαλάκι κι έγινε θρύψαλα, ο φίλος του ,όταν είδε γεμάτο αίματα, να τα έχει χαμένα και να ζητάει βοήθεια, το έβαλε στα πόδια. Έβρεχε πάλι δυνατά και ασταμάτητα και αυτός τον έσφιγγε, όλο και τον έσφιγγε  και οι ματωμένες μουτσούνες τους είχαν γίνει μία, οι πληγές δεν πονούσαν ακόμα μα τα αίματα τους  έκαιγαν, και άρχισε να του γλύφει το σκισμένο μάγουλο, να το δαγκώνει, να ξεσκίζει την φρέσκια σάρκα, ξαφνικά θυμήθηκε πως πεινούσε, είχε δυο μερόνυχτα να βάλει μπουκιά, κι αφού του έφαγε τα μάγουλα, τη μύτη και τα αυτιά, δάγκωσε και τον αφράτο λαιμό και ρούφηξε μεμιάς το ζεστό αίμα. Στο τέλος  σωριάστηκε πάνω του ξέπνοος και χορτασμένος. Χάιδεψε τη σιδερένια γροθιά κι έσφιξε γερά το παγωμένο μέταλλο. Άκουγε πάλι τη μακρινή βουή του αεροπλάνου που πλησίαζε. Δεν έβρεχε πια. 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ


Άιντε, και καλή τύχη μάγκες!
                                                                                                          Παύλος


Κίτρινο σούρουπο, πρίγκιπα, που να γυρίζεις, πληγωμένος στα κατάβαθα της τσέπης σου, με Χριστούς και αλήτες, φονιάδες και ληστές, φριχτούς νάνους και σοβαρούς κλόουν, πρεζάκηδες κι αδικοσκοτωμένους, ετούτη η πόλη σε τρελαίνει, φίλε, μου το ‘χες πει κάποτε, δεν τα βλέπεις, όλα είναι φλου, φρίκη, μοναξιά, μου λες, φύγε από δω, τρέξε να σωθείς, και που να πας, χαρμάνης κι άφραγκος, με τους χαμένους και τους καταδικασμένους, μια ζωή σκοράριζες τον θάνατο, να φεύγω τώρα, είπες, είναι αργά, τον ήλιο ακολουθάω κι όπου με βγάλει, το ξέρω, φίλε, ανάσκελα θα με βρούνε ένα πρωί, δεν με νοιάζει, έτσι είναι αυτά, μόνο δώσε μια καληνύχτα στη μαμά και να μ’ αγαπάς, -ακούς;- όσο μπορείς να μ’ αγαπάς. Και μη λυπάσαι. Αύριο, θα τα ξαναπούμε.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μπήκε μέσα με βήμα αργό, σοβαρό, σχεδόν πένθιμο. Σταμάτησε στην είσοδο πλάι στον πάγκο με τα κεριά. Μυρωδιές από καρβουνάκια και λιβάνια του έκοψαν απότομα την ανάσα –από παιδί οι οσμές τις εκκλησίας του έφερναν αναγούλα- παραλίγο να σωριαστεί χάμω. Ήταν και η αφόρητη ζέστη του μεσημεριού, η ένταση  της προηγούμενης νύχτας, κλιματισμός δεν υπήρχε, όλα αυτά. Αέρας πνιγηρός και δύσοσμος,  κατάσταση ανυπόφορη. Ο επίτροπος του έριξε μια λοξή ματιά  και συνέχισε να ταχτοποιεί τα κεριά του, κατά χρώμα και κατά μέγεθος πάντα. Αυτός αφού συνήλθε κάπως, κοίταξε προς το βάθος. Δεν είχε πολύ κόσμο, λίγες γριές, κάποιοι συγγενείς, η αδερφή του νεκρού πρώτη και καλύτερη πλάι στο φέρετρο, με το φρύδι πάντα υψωμένο, αξιοπρεπής και αγέρωχη κάρφωνε τον απέναντι τοίχο για να μη τον βλέπει και τώρα ακόμα να χαμογελά με κλειστά τα μάτια σαν κάτι ευχάριστο να ονειρεύεται. Δίπλα στέκονταν ο άντρας της, τα παιδιά τους, οι λοιποί συγγενείς, όλη η αγία οικογένεια σε πλήρη παράταξη, δεν έδειχναν και πολύ λυπημένοι από το ξαφνικό χαμό.
Το προηγούμενο βράδυ, όταν  πέρασε απ’ το σπίτι της να μάθει πως έγινε το κακό και να συλλυπηθεί, τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές. «Και μην τολμήσει να έρθει κανείς από το σκυλολόι στην κηδεία», του είπε σε τόνο απειλητικό, θα τους  έπαιρνε και θα τους σήκωνε. «Τον φάγατε τον αδερφό μου τομάρια, στον λαιμό σας τον πήρατε!» φώναζε εκτός εαυτού. Αυτός δεν είπε τίποτα, άκουγε μόνο με σκυμμένο το κεφάλι, ώσπου του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Αργότερα, απ’ την κοπέλα του φίλου τους μάθανε τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν είχε ακόμα συνέλθει από το σοκ η κακομοίρα, είχε περάσει και απ’ την αστυνομία να δώσει κατάθεση, φοβόταν ότι θα την μπλέξουν άσχημα, είχε παλιά προηγούμενα με τους μπάτσους, ακόμα και για φόνο την υποψιάζονταν, δηλαδή ότι τους κατέβαινε. «Μέχρι να βγει το πόρισμα του ιατροδικαστή», της είπαν στο τέλος και την άφησαν να φύγει. Καρφί δεν της καιγόταν τι θα πει ο γιατροτέτοιος, δεν έφταιγε αυτή για ότι έγινε, έρωτα κάνανε και τη στιγμή που τον έγλυφε και τον ρουφούσε, εκεί, πάνω στη μεγαλύτερη κάβλα, ο φίλος τους ξαφνικά κοκάλωσε, τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα, πετάχτηκαν έξω, μαζί μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Αυτό ήταν όλο. Έπαθε αμόκ, άρχισε να ουρλιάζει, βγήκε έξω ολόγυμνη, σαν μουρλή έτρεχε πέρα δώθε, τράβαγε τα μαλλιά της και φώναζε βοήθεια. Τριγύρω ο κόσμος κοίταζε σαν χαμένος, έγινε άγριο σκηνικό, τους είπε και τους κοίταξε έναν ένα με μάτια τρομαγμένα.   
Ο νεαρός παπάς με την ψιλή φωνούλα ξεστόμιζε στη σειρά τα φάλτσα του «κυρ ελέησον», ο άλλος, ο πρεσβύτερος, ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας, αναμασούσε κάτι για την από θεού παρηγορία και πράσινα άλογα, για τόπους χλοερούς και αναψύξεως, αλλά ούτε ο νεκρός ούτε οι ζωντανοί δίνανε σημασία, κάποιοι μάλιστα κάθε τόσο κοιτούσαν τα ρολόγια τους. Η κατάσταση δεν σωζόταν με τίποτα. Τόση παγωμάρα, τόση αδιαφορία, τόση βιασύνη, πρώτη φορά αντίκριζε σε κηδεία. Ούτε ένα δάκρυ  ούτε ένας μορφασμός ούτε μια υποψία  λύπης, τίποτα. Ακόμα και οι ακατάληπτες θρηνωδίες των ψαλτάδων και των ρασοφόρων, κι αυτές χωρίς συμπόνια ήταν, χωρίς συγχώρεση. Πώς να το κάνουμε, ο μακαρίτης δεν ανήκε στο ποίμνιο, δεν πάταγε σε εκκλησίες, δεν τηρούσε τις δέκα εντολές, δεν τους προσκυνούσε, δεν φύλαγε με σεβασμό τα βρωμόχερά τους, δεν έδινε σε εράνους και αγαθοεργίες, δεν, δεν, δεν, τίποτα. Ακόμα και νεκρός ήταν παρείσακτος εκεί μέσα, δεν κόλλαγε, το ήξερε κι ο ίδιος αυτό, γι’ αυτό και στις παράωρες ουζονυχτίες τους, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλιώς σχεδίαζαν την αποχώρησή τους απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο, όχι αυτό το αίσχος, αυτή η ξεφτίλα, δεν τους ταίριαζε. Μα η αδερφή του είχε άλλη άποψη, δεν τον σεβάστηκε, πήρε άλλες αποφάσεις, και δω αυτή ήθελε να κάνει το κουμάντο, και τι θα έλεγε ο κόσμος αν μάθαινε ότι αυτός ο άσωτος παραδόθηκε στην πυρά μακριά από εκκλησία και θεό, σ’ αυτήν θα ρίχνανε την αμαρτία και το φταίξιμο. Δεν τον σεβάστηκε, έτσι έκανε πάντα, ότι ήθελε αυτή, να ορίζει τη ζωή και τον θάνατο των άλλων, γι’ αυτό και τον έντυσε έτσι, για να μη λέει ο κόσμος, γύρευε από που ξέθαψε αυτό το παλιομοδίτικο  κουστούμι, τα μαύρα λουστρίνια, τη γραβάτα με τον διπλόσφιχτο κόμπο. Δεν θυμόταν  ποτέ ο φίλος του να φόρεσε κουστούμι και γραβάτα. Όχι, δεν του άξιζε τέτοια έξοδος.
«Όλα έτοιμα!» έγραφε το μήνυμα στο κινητό και έστειλε αμέσως την αναπάντητη. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και τους έβλεπε να ορμάνε στην είσοδο του ναού με ιαχές και τρομερές κραυγές  πολέμου. «Πίσω και σας έφαγα!» φώναξε ο χασάπης με την βροντερή του φωνή και ο επίτροπος, κίτρινος σαν φλουρί,  κρύφτηκε πίσω από τον πάγκο του. Φορούσε ακόμα την λευκή ποδιά της δουλειάς γεμάτη αίματα και στην αριστερή την τριχωτή χερούκλα του κρατούσε τον κοφτερό μπαλτά. Τα έχασαν όλοι και άρχισαν να ουρλιάζουν και να προσεύχονται, οι πιο ψύχραιμοι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ’ τις καρέκλες και τις κολώνες, απ’ όπου έβρισκαν, ο νεαρός παπάς με τη λεπτή φωνούλα μαζί με δυο άλλους πιο προνοητικούς ταμπουρώθηκαν μέσα στο ιερό και σφράγισαν τις πόρτες, τέλος κάποιοι λιποθύμησαν, μαζί με αυτούς και η αδερφή του πεθαμένου με το ηττημένο και στραπατσαρισμένο πλέον φρύδι. Και μέσα σ’ όλο αυτό το πανδαιμόνιο κάποιος είδε τον χαμογελαστό μακαρίτη να ανοίγει για λίγο πονηρά τα μάτια του, μα ήταν σίγουρα παραίσθηση, όπως εξήγησε αργότερα, είχε σαλέψει ο νους του απ’ την τρομάρα. Μόνο ο πρωτοπρεσβύτερος, ο αυστηρός και βλοσυρός ποιμένας, δεν έχασε στιγμή την ψυχραιμία του, παρέμεινε αποφασιστικός και θαρραλέος στη μέση της εκκλησίας βαστώντας  στο ένα του χέρι ψηλά τον  σταυρό και στο άλλο το θυμιατήρι, έτοιμος να υπερασπιστεί την πίστη του την αγία, τα ιερά του και τα όσια απ’ τον αντίχριστο και τους δαίμονες που τον ακολουθούσαν. «Έξω από δω σατανά, αφορεσμένε…» φώναξε με οργή, μα πριν προλάβει να τελειώσει την τρομερή του κατάρα ο χασάπης τον είχε πιάσει από την μακριά του γενειάδα και με μπαλταδιά ακριβείας την έκοβε σύριζα και την ανέμιζε ψηλά ως το πολυτιμότερο έπαθλο μιας μάχης που τέλειωσε τόσο γρήγορα και τόσο άδοξα. Την ίδια στιγμή οι άλλοι με γρήγορες κινήσεις άρπαζαν το φέρετρο στα χέρια και έβγαιναν τρέχοντας έξω στο προαύλιο. Όταν τους είδαν οι υπάλληλοι του γραφείου κηδειών να περνάνε από μπροστά τους μαζί με το καφετί γυαλιστερό φέρετρο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η κάσα φορτώθηκε γρήγορα στο φορτηγάκι που είχε ο χασάπης για τα κρέατα, ανέβηκαν πάνω, έβαλαν μπρος και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις και με την άκρη του ματιού του έβλεπε τον κολοβό τράγο  μπουσουλώντας στα τέσσερα να βγαίνει από τον ναό και να μοιράζει ολούθε κατάρες, αναθέματα και γαμοσταυρίδια, λέξεις χυδαίες, ανάρμοστες και ειδεχθείς. Κρατούσε ακόμα τον σταυρό σφιχτά στο χέρι και σαν τον είδαν τα κοράκια και οι πεθαμενατζήδες έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Ο παπάς συνέχιζε να καταριέται και να γαμοσταυρίζει, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα, η επιχείρηση δεν είχε κρατήσει ούτε πέντε λεπτά, το σχέδιο είχε εκτελεστεί άψογα.
Ο χασάπης οδηγούσε με κέφι τρελό, είχε ανοίξει στη διαπασών το ραδιόφωνο, κάπνιζε  κι έπινε ούζο απ’ το μπουκάλι που είχε δίπλα του. Του έδωσε κι αυτού να πιει μα δεν ήθελε, αργότερα του είπε, δεν είχε συνέλθει απ’ τα κεριά και τα λιβάνια και όλη αυτή την αηδία, το στομάχι του ακόμα αναγούλιαζε. Στην κλούβα πίσω οι άλλοι είχαν αρχίσει το ξεφάντωμα. Χόρευαν, πίνανε και τραγουδούσαν, πέταξαν απ’ τον φίλο τους τα πένθιμα παλιόρουχα και τον άφησαν ολόγυμνο, καθαρό και αμόλυντο, όπως ήταν σ’ όλη του τη ζωή. Του έδωσαν κι αυτού να πιει και να καπνίσει, σε τίποτα δεν είπε όχι –όλα του άρεσαν του μακαρίτη- και στο τέλος τον στόλισαν με λουλούδια, πολλά λουλούδια, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες και βιολέτες και όλος ο κόσμος ευωδίασε. Σε λίγο έφταναν στον προορισμό τους.
Όταν την προηγούμενη νύχτα μαθεύτηκαν τα άσχημα μαντάτα όλοι, φίλοι και γνωστοί, παλιές γκόμενες και εραστές, μπαρόβιες μαζί με μαστροπούς  και νταβαντζήδες, πουτάνες, φρικιά και αδερφές, τραβέλια και φανταχτερές φτερούδες, αδέσποτοι κοπρίτες, αλάνια της πλατείας και τσόλια του μεσημεριού, μουσικοί του δρόμου και τσάμπα γελωτοποιοί, ζητιάνοι,  άστεγοι, φτωχοί και πένητες, επιτήδειοι ταχυδακτυλουργοί, ζογκλέρ  και κλόουν με πονηρούς σκοπούς, πρεζάκηδες και χασικλήδες,  ξεδοντιασμένοι κοκαλιάρηδες και φαλακροί με μυτερά αυτιά, μπεκρήδες και αλαφροΐσκιωτοι, ύποπτες  σκιές των πάρκων και πεινασμένοι αλήτες των λιμανιών, ματάκηδες και σεξομανείς επιδειξίες, πολύχρωμα φρικιά και αμετανόητοι ροκάδες, όλα τα σάπια φύλλα του κακού, τα σπασμένα χαμόκλαδα και οι δικοί του άγιοι της αμαρτίας, σεσημασμένοι διαρρήκτες και αγαθοεργοί κακοποιοί, αδίστακτοι κουρελήδες, αποφασισμένοι ταραχοποιοί, καθωσπρέπει τζογαδόροι και επιδέξιοι πορτοφολάδες, αλκοολικοί της ζωής, ποιητές και ονειροπαρμένοι, κουφοί, τυφλοί και ανάπηροι, μισότρελοι και πεθαμένοι -όλο το λούμπεν σκυλολόι και ο κοινωνικός βυθός που θα ‘λεγε κι η αδερφή του- μαζεύτηκαν στο μαγαζί του έντιμου κρεοπώλη. Ήταν όλοι εκεί, απαρηγόρητοι σ’ αυτό το προσκλητήριο του θανάτου, με μαύρο δάκρυ κλαίγανε  τον φίλο τους που χάσανε, πίνανε όλη νύχτα, μαστουρώναν και γαμιόντουσαν στα όρθια για να ξεχάσουνε τη λύπη τους, για τον λεβέντη που ξαφνικά δραπέτευσε και τους άφησε μονάχους, τον όμορφο μάγκα και τον άντρακλα, το πιο καλό παιδί και ο χασάπης κάθε τόσο χτυπούσε το καραφλό κεφάλι του πάνω στο ψυγείο, «όχι αυτόν, ρε πούστη μου, όχι αυτόν!» μονολογούσε σφίγγοντας τις γροθιές του και το πρόσωπο. Τουλάχιστον κάπως  τους παρηγορούσε το ένδοξο τέλος του, δαφνοστεφανωμένο και χαμογελαστό, έτσι όπως θα άξιζε να φύγει ένα τέτοιο παλικάρι, πάνω στο γαμήσι, την ώρα του χυσίματος, στην μεγαλύτερή του κάβλα. Μα την αδερφή του είχανε στη μπούκα, «καργιόλα περιωπής, παλιοχαμούρα!» που έλεγε και ο χασάπης, «να την κάψουμε ζωντανή τη σκρόφα!» κάποιοι φώναξαν, συμφώνησαν κι αυτοί που δεν την ξέρανε ακόμα, μα στο τέλος επικράτησαν πιο ψύχραιμες και συνετές απόψεις. Τότε, μέσα σ’ όλον αυτό τον αναβρασμό, ρίχτηκε η ιδέα, καταστρώθηκε το σχέδιο, τα πνεύματα ηρέμησαν, εκτονώθηκαν τα μίση και τα πάθη και αμέσως  άρχισαν τα γλέντια κι οι χαρές. Εδώ θα φέρνανε τον φίλο τους να τον τιμήσουνε, στο χασάπικο αυτό που πέρασε τις ομορφότερες στιγμές του, βράδια αξημέρωτα που δεν ξεχνιούνται, πόσα θα είχαν να θυμηθούν και να γελάσουν με τον συγχωρεμένο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες θα ξεφάντωναν μαζί του, έτσι το ήθελε και κείνος, χωρίς κλάματα, χωρίς πένθη, αυτός που έζησε χίλιες ζωές γεμάτες και  έφυγε νέος και ωραίος, υγιής, ο άντρακλας αυτός, ο μάγκας, το πιο καλό παιδί. Κι ύστερα θα του βάζανε μια φωτιά κάτω απ’ τα σκέλια που οι φλόγες της θα φτάνανε ψηλά ως την πανσέληνο, μέσα στα «Μπράβο!» και στα «Εύγε!» και στα «Άξιος!» και σε ένα παρατεταμένο και ατέλειωτο  χειροκρότημα. Τέτοια λέγανε και τα πρόσωπά τους είχαν και πάλι φωτιστεί. Αυτός δεν συμμετείχε στην κουβέντα, καθόταν παράμερα σιωπηλός, έπινε, κάπνιζε και άκουγε. Όταν ο χασάπης ρώτησε τη γνώμη του συμφώνησε αμέσως, αυτός μάλιστα θα ήταν ο προπομπός τους, ο προσεχτικός ανιχνευτής, παρόλες τις φοβέρες που άκουσε από την αδερφή του πεθαμένου, παρόλο που είχε σαράντα χρόνια να πατήσει σ’ εκκλησία, όχι πως οι άλλοι είχανε λιγότερα, όλοι κολασμένοι εξαρχής και ξεγραμμένοι δια παντός απ’ τα κατάστιχα, μα ο φίλος του, ο καλύτερός του φίλος -δεν του χρωστούσε δα και λίγα- άξιζε μια τέτοια θυσία. Και με το παραπάνω.   
Όταν το κίτρινο βαν σταμάτησε μπροστά απ’ το χασάπικο τα ρουθούνια του γέμισαν με τσίκνες από σουβλάκια, παϊδάκια και άλλα κρεατικά. Τα κάρβουνα στην ψησταριά είχαν από ώρα πάρει φωτιά, το γλέντι απ’ το προηγούμενο βράδυ δεν είχε σταματήσει, και το στομάχι του που τώρα κάπως είχε ηρεμήσει θυμήθηκε ότι είχε δύο μερόνυχτα να φάει.  Κατέβασαν το φέρετρο και το κουβάλησαν μέσα στο δροσερό μαγαζί. Αμέσως ξέσπασαν χειροκροτήματα, ξεφωνητά και αλαλαγμοί, ενθουσιασμοί και υστερίες, μετά ακολούθησε το λαϊκό προσκύνημα με απόλυτη τάξη και ευπρέπεια. Ο καθένας κάποια ιστορία είχε να του πει, οι γκόμενες και τα τραβέλια ακόμα πιο πικάντικες, ξεσπάγανε σε γέλια και χαρές, γέμιζαν το όμορφο γυμνό κορμί  με χάδια και φιλιά, αγάπη, συγνώμη και συγχώρεση κι από τους λιγοστούς εχθρούς ακόμη- κι αυτός ποτέ δεν κράτησε κακία σε κανέναν- του έδωσαν να πιει και να μεθύσει και ο χασάπης ο αιμοδιψής κάτι του είπε μυστικά στο αυτί, έπειτα τον φίλησε στο στόμα.
Τελευταία πλησίασε το φέρετρο η κοπέλα του. Σαν κάπως να είχε συνέλθει απ’ το σοκ, του χαμογέλασε γλυκά, χάιδεψε το μάγουλο και τα όμορφα φουντωτά του μαλλιά –ίσα που είχανε αρχίσει να γκριζάρουν- φίλησε τα μάτια, το λαιμό, τα χείλη και το στήθος και απρόσμενα σε μια στιγμή παροξυσμού και μέθης άρχισε να γλύφει τις ρώγες του με πάθος, να ψαχουλεύει χαμηλά τις γάμπες και τους  δυνατούς μηρούς, αργά να ανεβαίνει το χέρι της, με πόθο, να ολοκληρώσει αυτό που χτες αφήσανε στη μέση, να πιάνει τρυφερά τ’ αρχίδια του και να χαϊδεύει τον μαραμένο του παπάρι, να βγάζει βογγητά ηδονής, όλο της το κορμί να τρέμει πια, αν μπορούσε θα έμπαινε κι αυτή μέσα στη γυαλιστερή σκάφη με τα λουλούδια και  τον άντρα της, θα κόλλαγε πάνω του και θα γινόντουσαν ένα για τελευταία φορά παντοτινή, και μέσα σ’ όλη αυτή την παραφορά –όλο το μαγαζί παρακολουθούσε εκστασιασμένο- δεν κατάλαβε πως ο πούτσος του μακαρίτη άρχιζε πάλι να μεγαλώνει, να φουσκώνει, να σκληραίνει, χιλιάδες λίτρα αίματος μαζεμένα, να τουμπανιάζει κι αυτή ασυναίσθητα να τον παίρνει και πάλι στο στόμα, να τον γλύφει, να τον ρουφάει με κάβλα ανείπωτη και σιντριβάνι να χύνεται ολόγυρα το πηχτό υγρό, να καταβρέχει και να λερώνει τους εντιμότατους φίλους και τους λιγοστούς άσπονδους εχθρούς, να πιτσιλάει ακόμα και την  καράφλα του αιμοβόρου χασάπη που στεκόταν παραπέρα στη γωνία. Τέτοια  ορμή και δύναμη.
Άνοιξε απότομα τα γαλανά του μάτια και την κοίταξε σαστισμένος. Αυτή δεν είπε τίποτα, ούτε έβαλε της φωνές πάλι, μόνο σωριάστηκε πάνω του λιπόθυμη. Μετά την πρώτη παγωμάρα όλο το μαγαζί ξέσπασε πάλι σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, όλοι τρέξανε προς το μέρος του, ο χασάπης τον αγκάλιασε κλαίγοντας, αυτός ρωτούσε τι είχε συμβεί, δεν θυμόταν τίποτα, πως είχε βρεθεί μες στο χασάπικο, για ποιον είναι αυτό το φέρετρο, άστα αυτά για αργότερα του είπε ο χασάπης και του πέρασε την ολόλευκη γενειάδα γύρω απ’ το λαιμό, σε λίγο συνήλθε και η κοπέλα του κι έτρεξε στην αγκαλιά του, του έδωσαν πάλι να πιει και να καπνίσει, του άρεσε έτσι, δεν ήθελε ακόμα να ντυθεί, άρχισαν τον λουλουδοπόλεμο σαν τα μικρά παιδιά και τα μπουγελώματα με ούζα, τσίπουρα και μπύρες, άρχισαν και οι άλλοι να γδύνονται, το κρεοπωλείο γέμισε τριαντάφυλλα , μαργαρίτες και βιολέτες και παντού  σκόρπια ρούχα πεταμένα, «θαύμα, έγινε θαύμα!» ξεφώνησε ο ταχυδακτυλουργός κι ο σοβαρός κλόουν συμφώνησε μαζί του, «στα ψέματα το έκανε, από την πρώτη στιγμή το είχα καταλάβει!» συμπλήρωσε πιο πέρα ο πονηρός πορτοφολάς, «ξεκόλλα, νεκροφάνεια ήταν!» έδωσε την επιστημονική εξήξηγη ένας παλιός και έμπειρος πρεζάκιας, ακούστηκαν πολλά, τι να πιστέψεις, ο καθένας έλεγε το κοντό και το μακρύ του, «το τσιμπούκι, το τσιμπούκι έκανε το θαύμα!» συμπλήρωσε στο τέλος η ευαίσθητη τραβεστί και μετά ξέσπασε σε λυγμούς χαράς για τον αναστημένο.
Κάπνιζε ήρεμος και απ’ το παράθυρο έβλεπε τον κόκκινο ήλιο να δραπετεύει πίσω από το λόφο. Δεν βιαζόταν να μιλήσει με τον καλό του φίλο, να του ευχηθεί το καλωσόρισες ξανά στη μαλακία, να τον ρωτήσει κι αυτός τι είδε εκεί που πήγε –σκοτάδι και μαυρίλα θα απαντούσε και σ’ αυτόν μάλλον, το τούνελ στην άκρη δεν έχει φως- πλημμύρα ο κόσμος γύρω του, πανζουρλισμός, είχανε πλέον καιρό μπροστά τους να τα πούνε. Ξαφνικά απ’ έξω άκουσε αυτοκίνητα, σειρήνες και κακό, τρία περιπολικά σταμάτησαν μπροστά απ’ το μαγαζί, σοβαροί άντρες με πηλίκια και  γυαλιστερές στολές κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο, τελευταίοι βγήκαν ο κολοβός τραγόπαπας μαζί με την αδερφή του αναστημένου και τον επίτροπο που ακόμα ήταν κατακίτρινος σαν το φλουρί. Ο αρχηγός της αστυνομίας με την ντουντούκα στο χέρι –όπως στις αστυνομικές ταινίες- καλούσε τους απαγωγείς να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά και να παραδώσουν το φέρετρο με τον νεκρό στους αρμόδιους.  «Μ’ αυτούς τώρα τι κάνουμε» του είπε ο χασάπης ρίχνοντας ένα πονηρό γελάκι και χαϊδεύοντας με νόημα τον μπαλτά του. «Θα δούμε», του απάντησε εκείνος ψύχραιμα. Όμως το τι επακολούθησε είναι  αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

(Περιληπτικά μόνο -για να μην αφήσουμε τον αναγνώστη την αγωνία- το σκυλολόι υπάκουσε στις εντολές του αστυνόμου, ξεπρόβαλε ολόκληρο μέσα  από το χασάπικο, πρώτος και καλύτερος ο γυμνός αναστημένος, δαφνοστεφανωμένος και χαμογελαστός –το όργανό του στυτό και ακμαίο ακόμα βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα- μόλις τον είδαν, η αδερφή του, ο κολοβός γερο-τράγος και ο επίτροπος με το χλωμό πρόσωπο σωριάστηκαν  αμέσως  καταγής, ανακοπή καρδιάς και αποπληξία, είπε την άλλη μέρα ο ιατροδικαστής, έγινε και η κηδεία τους,  ο νεαρό ιερέας έψαλε με τα φάλτσα «κυρ ελέησον» και την ψιλή φωνούλα, αυτός τώρα θα καθοδηγούσε το ποίμνιο προς τον ουράνιο παράδεισο. Στο χασάπικο το γλέντι συνεχίστηκε αμείωτο για μια ολόκληρη βδομάδα χωρίς απώλειες. Κανείς δεν πήγε στη λειτουργία, από παιδιά δεν άντεχαν την μυρωδιά του λιβανιού, πιο πολύ απ’ όλους ο αναστημένος. Μονάχα, ως ένδειξη σεβασμού, αντί στεφάνου, ο χασάπης επέστρεψε στον κάτοχό του το ολόλευκο τριχωτό λάφυρο της μάχης.)    

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

ΣΚΑΚΙ ΣΤΟΥ ΣΑΒΒΑ

Σάββατο βράδυ, σκάκι και σουβλάκι, με μπύρες, τσίπουρα και ουίσκια, στο κόκκινο τραπεζάκι του πεζοδρομίου ο κιθαριστής γρατζουνάει στο σπινό παλιές ροκ μπαλάντες, μέσα γλέντια, τραγούδια και χοροί, τρία ασπρόμαυρα γατάκια και ένα καφετί νιαουρίζουν απ’ την τσίκνα, ψάχνουν απελπισμένα την μανούλα τους, οι άμυνες των πιονιών είναι πανίσχυρες, αργούν να πέσουν, πρώτη σπάει η σικελική των μαύρων, η βασίλισσα μισότρελη στη μέση της σκακιέρας, το αλκοόλ δυσκολεύει  τα πράγματα, έχει αρχίσει να βρέχει πάλι, δροσερό μπουρίνι του καλοκαιριού, βροντές κι αστροπελέκια, ο θρίαμβος των τρελών αξιωματικών, είναι κοντά το Βατερλό, κείνη τη μέρα ο στρατηγός είχε καούρες και πονόκοιλο, είπαν, το άλογο στο ζήτα επτά, αναπόφευκτο ματ του αποκλεισμού. Δίνουν τα χέρια, την επόμενη φορά ίσως. Πέντε το πρωί, ξημερώνει, μυρίζει βροχή ακόμα. Μαυροντυμένες γριούλες κατηφορίζουν για την εκκλησία. Καλημέρα.

*Το 1ο σκακιστικό τουρνουά "1871" πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 25 Ιουνίου 2016 στην ταβέρνα του Σάββα με απόλυτη επιτυχία.