Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Η ΓΙΟΡΤΗ

Ο μικρός στεκόταν στην φωτισμένη είσοδο και έδινε το χέρι στους καλεσμένους. Κάποιοι έσκυβαν και  τον φιλούσαν στο μάγουλο. Κοκκίνιζε. Ήταν κλειστό παιδί, συνεσταλμένο. Φέτος πέρασε και η νουνά του, για λίγο, του έφερε δώρο ένα ποδοσφαιράκι. Οι καλεσμένοι ήταν συγγενείς και φίλοι του πατέρα. Γιόρταζε κάθε χρόνο   την ονομαστική εορτή του γιου του. Την δική του τη γιόρταζε , μετά από ένα μήνα, με φίλους στην ταβέρνα. Οι πιο πολλοί δίνανε λεφτά,  κάποιος του έφερε έναν όμορφο στυλό, τον έχει ακόμα .Τα χρήματα που μάζευε –κάμποσα καφετιά χιλιάρικα- τα έδινε  στον πατέρα. Την άλλη μέρα πήγαιναν μαζί να του αγοράσει κάτι. Φέτος ήθελε στρατιωτάκια, του είπε, ας είχε πολλά, του άρεσε να παίζει πόλεμο, μικρότερος θυμάται  έπαιζε με τανκ. 
Πέρασα τελευταίος μέσα απ’ την κλειστή πόρτα. Δεν περίμενα ότι θα με καταλάβει. Με κοίταξε τρομαγμένος. Του χάιδεψα το κεφαλάκι και του ‘πα να μη φοβάται, είμαι φίλος, ο φύλακας άγγελός του, η φωνή που ακούει καμιά φορά μέσα του όταν χρειάζεται βοήθεια. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, προχώρησε στο βάθος σαν υπνωτισμένος. Ήταν όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι. Ο πατέρας έπινε χαμογελαστός το κρασάκι του –πρέπει να είχε πιει αρκετά γιατί η καράφλα του είχε γίνει κατακόκκινη- και κουβέντιαζε με τον καλό του φίλο τον νεκροθάφτη. Αυτός δεν έπινε, είχε όμως γεμίσει το στόμα του με τα κεφτεδάκια της μαμάς κι άλλους μεζέδες. Παραδίπλα, ο ξάδελφος κουβέντιαζε με τη θεία τη κουτσάβλω, αυτή έπινε το ουισκάκι της –θα πήγαινε αργότερα στη δουλειά- και γελούσε δυνατά. Δεν άκουγα τι έλεγαν, μόνο μέτρησα τα έντεκα δόντια που της είχαν απομείνει.  Ο αδερφός της μαμάς δεν μιλούσε, ήταν κακοδιάθετος. Μόλις χτες ξεμπαρκάρισε, θα καθόταν τρεις μέρες και θα ξανάφευγε. Ο μικρός μιλούσε με τα αδέρφια του και παραμέσα στη κουζίνα η μαμά με την άλλη τη θεία ετοίμαζαν το φαγητό. Είδα να βγαίνει απ’ την τουαλέτα και η νοσοκόμα. Φορούσε τη λευκή της στολή με το καπέλο. Ήταν όμορφη. Μόλις φάνηκε στο  σαλόνι, ο  θείος της έριξε σουβλερή ματιά, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και τράβηξε στο βάθος προς τα υπνοδωμάτια. Κανείς δεν με πήρε χαμπάρι, μόνο ο μικρός που γιόρταζε μου έριχνε καμιά τρομαγμένη ματιά, μα δεν έβγαζε άχνα παραπέρα. Σε λίγο στρώθηκε το τραπέζι, ευχήθηκαν όλοι στον μικρό τα χρόνια πολλά και ρίχτηκαν στη μάσα. Και συνέχισαν να πίνουν ακατάπαυστα. Εγώ προχώρησα στα πίσω δωμάτια, στα σκοτεινά, και είδα τον θείο μου τον ναυτικό να πηδάει στα όρθια τη νοσοκόμα, τη φίλη της μαμάς. Ο θείος είναι νέος και νταβραντισμένος, άντρας με τα όλα του. Μετά από λίγο επέστρεψαν μαζί ξαλαφρωμένοι στο γιορτινό τραπέζι και άρχισαν κι αυτοί με όρεξη να τρώνε και να πίνουν. Κάποια στιγμή  ο μπαμπάς του έκλεισε με νόημα το μάτι κι αυτός του χαμογέλασε. Η μαμά κάθισε τελευταία στο τραπέζι, όπως το συνήθιζε, δίπλα στο γιο της που γιόρταζε. Αμίλητη έβαλε κι αυτή μια μπουκιά μέσα της. Το κασετόφωνο έπαιζε λαϊκά, κάποιοι σιγοτραγουδούσαν. Κανείς όμως δεν  σηκώθηκε όρθιος να χορέψει…

Στις τρεις έφυγαν αγκαλιασμένοι οι τελευταίοι καλεσμένοι, ο νεκροθάφτης με τη κουτσή μπαρόβια. Κάπου αλλού θα συνέχισαν την νύχτα τους, είπαν. Η μαμά έστρωσε στο θείο τον ναυτικό να κοιμηθεί μαζί με τον μεγαλύτερο γιο που γιόρταζε. Ο μπαμπάς είχε πιει πολύ και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Η μαμά για λίγο ξάπλωσε ανάμεσα στο γιο και στον αδερφό της και  μιλούσαν σιγανά. Εγώ πήγα στο άλλο δωμάτιο και είδα τη νοσοκόμα την ώρα που γδυνόταν. Φορούσε άσπρη δαντελωτή κυλότα, είχε όμορφη πλάτη και ωραίο κώλο. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και μακριά. Ερεθίστηκα  μα δεν μπορούσα να την αγγίξω. Ήθελα πολύ να κολλήσω πάνω της, μα δεν μπορούσα. Σε λίγο όλα τα φώτα του σπιτιού έσβησαν. Έριξα μια τελευταία ματιά στο παιδί που σήμερα γιόρταζε, είχε αποκοιμηθεί και ήδη έβλεπε τον εφιάλτη του. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να τον βοηθήσω.Προχώρησα στο θεοσκότεινο διάδρομο, πέρασα μέσα απ’ την κλειδωμένη εξώπορτα και βγήκα στο δρόμο. 

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ

Πήγαινε μόνη της, την πρώτη Κυριακή του μήνα, του το είχε υποσχεθεί. Βράδυ πάντα, να μην τη δει κανείς, έδινε κάτι στον φύλακα –τρία χρόνια τώρα είχαν γνωριστεί καλά-  άνοιγε την πόρτα και τη συνόδευε μέχρι κάτω. Ήταν παγερά στο υπόγειο,  η καρδιά της σφιγγόταν, ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει. Μετά το μεγάλο σκοτεινό διάδρομο, το φως του θαλάμου της φαινόταν σκληρό, κουραστικό. Υπήρχαν καμιά εικοσαριά φοριαμοί, αριθμημένοι, δεν ήταν όλοι γεμάτοι, οι περισσότεροι στα αζήτητα – κάποιοι  μετανάστες και άλλοι αγνώστου ταυτότητος-  χωρίς κανείς για μήνες να ενδιαφερθεί, στο εξάμηνο δυο ευχές, μια φτηνή κάσα όλοι μαζί στο λάκκο. Οι δωρεές ήταν μόνο τρεις. Οι μόνιμοι. Ο φύλακας ξεκλείδωνε το δεκαεπτά, τραβούσε έξω τη λαμαρίνα, τραβούσε από πάνω του και το λευκό σεντόνι. Ύστερα τους άφηνε μόνους, για μισή ώρα, τρία τέταρτα, ανάλογα,  όχι όμως παραπάνω. 
Οι μύες ήταν ακόμα μαλακοί, όπως και το δέρμα, και οι αρθρώσεις εύκαμπτες. Ντυμένος με μια πορτοκαλί ρόμπα από μετάξι, χαμογελαστός, τα μάτια ανοιχτά, να την κοιτάζει, λες και ήταν ζωντανός. Τα όμορφα γαλάζια του μάτια, αγέραστα και αθάνατα, τα ηδονικά του χείλη ροδοκόκκινα. Τον κοιτούσε, τον χάιδευε, τον φιλούσε και χαμογελούσε. Δεν είχε πια κάτι καινούργιο να του πει, έτσι σώπαινε. Ήτανε επιθυμία του να βαλσαμωθεί, δεν ήθελε να τον φάνε τα σκουλήκια, ούτε να τον ψάλουν οι χοντροπαπάδες, το ερωτικό του σώμα διαθέσιμο στην επιστήμη, τιμητική δωρεά στους νεκρόφιλους φοιτητές της ιατρικής, αγόρια και κορίτσια, να του κάνουν ότι γουστάρουν, εκεί κάτω, στα μπουντρούμια, κρυφά, μετά τα μαθήματα, στις πιο τρελές παρτούζες, της έλεγε και ξεραινότανε στα γέλια, τότε που ζούσε ακόμα. Δεν ήταν  καλαμπούρια για να ξορκίζει το κακό, σοβαρολογούσε. Από τότε είχε σχεδιάσει τα πάντα, πήγε στο νοσοκομείο, ρώτησε, του είπανε τη διαδικασία, όλα γίνανε σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. «Θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις καμιά φορά;» την είχε ρωτήσει μια φορά χωρίς γέλια, σοβαρός και κάπως λυπημένος. 
Ακόμα και τον θάνατό του ο ίδιος τον σκηνοθέτησε. Η νεκροψία έδειξε ότι είχε καταπιεί αρκετά διεγερτικά χαπάκια. Η πράξη έγινε με δυο κοπέλες κι έναν νεαρό  και κράτησε ολόκληρο το βράδυ. Η καρδιά δεν άντεξε. Ανακοπή από υπερβολική δόση καύλας σε άκρως προχωρημένη ηλικία, έγραφε η γνωμάτευση του ιατροδικαστή. Μαζί με λελογισμένη  κατανάλωση αλκοόλ και χασίς. Ο πιο ένδοξος θάνατος. Εκείνη τη στιγμή ξαναμπήκε στο νεκροτομείο ο φύλακας. Του χαμογέλασε. 





Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Περπατούσε μεσημεριάτικα στη γιορτινή πόλη. Κάθε λίγο σταματούσε μπροστά από τις στολισμένες βιτρίνες και χάζευε τα αγιοβασιλιάτικα παιχνίδια. Δεν είχε ακόμα αποφασίσει για το δώρο του ανιψιού του, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, το βράδυ ήταν καλεσμένος σπίτι τους για το ρεβεγιόν. Δεν ήξερε να διαλέγει δώρα, μάλλον λεφτά θα του έδινε και φέτος, κι ας ξίνιζε τα μούτρα του ο μπόμπιρας. Τις γιορτές, από παιδί,  έπεφτε η διάθεσή του, ξεβολευόταν, έβγαινε απ’ την ρουτίνα του, τις συνήθειές του, την καθημερινότητά του. Την μοναξιά του. Τις γιορτινές μέρες έπρεπε να είναι χαρούμενος –πάση θυσία- να χαμογελά σαν βλαμμένο, να δίνει και να παίρνει ευχές, ακόμα και σε αγνώστους, χρόνια πολλά, και του χρόνου, υγεία και χαρά, να βλέπει συγγενείς και παλιούς γνωστούς, μαζί τους να αναπολεί νοσταλγικά τις παλιές καλές  εποχές, να τον ρωτάνε τι κάνει, πως περνάει, με τι ασχολείται τώρα, αν παντρεύτηκε, που δουλεύει, κι αυτός να χαμογελά σαν ηλίθιος. Πάντα τον καλούσε τέτοιες μέρες ο μεγάλος του αδερφός να φάνε μαζί, να χαρούνε, σαν μια οικογένεια, γιόρταζε κι ο μικρός, είχε το όνομα του πατέρα τους. Το είχε πάρει απόφαση. Θα τους έτρωγε και φέτος όλους στη μάπα. Και δεν είχε καμία όρεξη. Κάθε χρόνο έλεγε να μην πάει –έψαχνε μια καλή δικαιολογία- και πάντα πήγαινε, ας ένιωθε παρείσακτος ανάμεσά τους, ξένος, χρόνια τώρα. Προτιμούσε μια βόλτα στην πόλη, μόνος, μα λιγότερο ξένος, ανάμεσα σε αγνώστους. Κι αν έπεφτε πάνω σε κάνα γνωστό, σίγουρα θα άλλαζε πεζοδρόμιο. Δρόμοι με πολύ κόσμο, πολλά παιδιά, χαρούμενα πρόσωπα, τσάντες στα χέρια, τα μαγαζιά σήμερα ήταν ανοιχτά όλη τη μέρα. Και στη μεγάλη πλατεία, δίπλα στη φάτνη,  πέντε έξι άγιοι στη σειρά με μακριές γενειάδες, ντυμένοι στα κόκκινα, να βγαίνουν γελαστές φωτογραφίες  με τα παιδάκια και τις μαμάδες, και πιο πέρα αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι κουρελήδες, οι πρεζάκηδες και οι ανάπηροι στα καροτσάκια τους, μαζί με πεινασμένους μετανάστες και εξαθλιωμένα τσιγγανόπουλα, χωρίς ντροπή,  στους δρόμους, στις πλατείες και απέξω από τις εκκλησίες, να ζητιανεύουν λίγα κέρματα. Και όλο και κάτι τους έδιναν, τέτοιες μέρες που οι άνθρωποι γίνονται φιλεύσπλαχνοι.
Χωρίς να το καταλάβει έφτασε μέχρι κάτω, το μόλο, στο παλιό λιμάνι. Είχε και δω πολύ κόσμο, οικογένειες, παρέες νεαρών, ζευγαράκια, κάποια από αυτά έδειχναν τρελά ερωτευμένα, ευτυχισμένα. Από ένα σημείο και μετά προχωρούσε με δυσκολία, ο συνωστισμός μεγάλωνε, και στο βάθος, μέσα από τη θάλασσα, άκουγε μουσικές και τραγούδια, είδε κι ένα σημαιοστολισμένο καραβάκι,  εκδήλωση του δήμου πρέπει να ‘ναι. Ξαφνικά, ο ηλικιωμένος που περπατούσε μπροστά του έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και σωριάστηκε χάμω. Προς στιγμή δημιουργήθηκε ένταση και αναστάτωση. Οι πιο πολλοί τρόμαξαν και απομακρύνθηκαν από γύρω του, δυο τρεις έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Δεν κουνιόταν καθόλου, δεν ανέπνεε, του άνοιξαν το παλτό να πάρει αέρα. Ένας που ήξερε του έδωσε τις πρώτες βοήθειες, μ’ αυτός τίποτα, ασάλευτος. «Πέθανε ο παππούς;» ρώτησε ένα παιδάκι τη μαμά του, μα δεν πήρε απάντηση, μόνο το τράβηξε απότομα απ’ το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το γιορτινό καράβι του δήμου. Σε λίγο ήρθε και το ασθενοφόρο, μπήκε κι αυτός μαζί του, τους είπε πως ήτανε γνωστός του. Ήταν ακόμα  ζωντανός, του είπε ο τραυματιοφορέας, όμως έπρεπε να βιαστούν, κινδύνευε. Του φόρεσαν τη μάσκα οξυγόνου και κάποια στιγμή τα μάτια του πετάρισαν, έδειξε κάποια σημάδια ζωής. Στη διαδρομή για το νοσοκομείο του κρατούσε το χέρι σφιχτά.  Ίσως και να την γλίτωνε ο παππούς χριστουγεννιάτικα.
Δεν τον ήξερε προσωπικά, κι από κοντά πρώτη φορά τον έβλεπε. Όμως αυτός πρέπει να ‘ταν, τέτοια ομοιότητα του φαινόταν αδιανόητη. Στο ίντερνετ τον είχε πρωτοδεί. Τα βράδια, πριν κλείσει τα μάτια του, που παίρνει στο κρεβάτι τον μικρό του υπολογιστή και βάζει καμιά τσόντα να χαλαρώσει. Κάθε βράδυ, σαν το φαγητό ή το χέσιμο, ας πούμε, ανάγκη κι αυτή. Αν του περίσσευαν, τότε τα πράγματα θα ήταν κάπως διαφορετικά. Θα γαμούσε κάθε βράδυ, τις καλύτερες, θα τις πλήρωνε και θα τις γαμούσε, κάθε βράδυ και άλλη, δούναι και λαβείν, χωρίς δεσμεύσεις και ψεύτικες αγάπες, σου ανήκω μου ανήκεις, χωρίς ατυχήματα, χωρίς εκβιασμούς το επόμενο πρωί, με χρησιμοποίησες, έκανες το κέφι σου και τώρα με πετάς, ήμουν μόνο ένα αντικείμενο ηδονής για σένα, χωρίς καβγάδες, φωνές και κλάματα. Το είχε δει το όνειρο, αρκετές φορές, και ήταν προσεχτικός. Μόνος του και για πάρτη του, πλέον. Ο αυνανισμός είναι ελευθερία, έλεγε, αυτονομία και αξιοπρέπεια. Και καύλα, όταν η φαντασία ξεχειλίζει. Ναι, η φαντασία στην εξουσία, και να πάει να γαμηθεί η πραγματικότητα, όλοι τους στο διάολο, κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του. Αν του περίσσευαν θα γυρνούσε στα πάρκα και στα κωλόμπαρα, μα και πάλι το ‘ξερε, δεύτερο πράμα θα αγόραζε, σκάρτο πράγμα, πολυχρησιμοποιημένο. Όσο μεγάλωνε, γινόταν και πιο απαιτητικός, έβαζε πιο ψιλά τον πήχη, ας περνούσε συνήθως από κάτω. Γι’ αυτό λοιπόν, μόνο τσόντες στο κρεβάτι πλέον, με το φορητό υπολογιστή στην αγκαλιά. Και  ούτε αρρώστιες να φοβάσαι μη κολλήσεις, ούτε να κινδυνεύεις μη σε ψειρίσουν ή να σε πλακώσει κάνας νταβατζής στο ξύλο. Να σου βγει δηλαδή το γαμήσι ξινό. Μα ο παππούς αυτός ήταν από άλλο νομοσχέδιο. Πριν δέκα μέρες εμφανίστηκε στην οθόνη του γυμνός και απρόσκλητος. Άλλα έψαχνε, και ξαφνικά άνοιξε το παραθυράκι με την ζωντανή κάμερα. Ο πορνόγερος χάιδευε το ζαρωμένο του κορμί και του χαμογελούσε, είχε καλή στύση για την ηλικία του, γύρισε και στο πλάι και του έδειξε με νόημα τον λευκό πισινό του. Μετά δεν είδε τίποτα άλλο, τον έκλεισε. Δεν τον ενόχλησε το απρόοπτο περιστατικό. Τα χρόνια μόνο για τους νεκρούς δεν περνάνε. Είδε στο κοντινό μέλλον τον εαυτό του γέρο και ανήμπορο, χωρίς στύση, μαραμένο, μα με επιθυμία να κρατηθεί στη ζωή, να καταπίνει με τις χούφτες τα διεγερτικά μπλε χαπάκια –μια ξαφνική ανακοπούλα σε τέτοιες ηλικίες είναι πάντα ευπρόσδεκτη- να γαντζώνεται απ’ την εικόνα της γυμνής σάρκας, απ’ την οσμή του φρέσκου σπέρματος, από την γλυκόπικρη γεύση του. Να ξεχνά ότι κάποιο πρωινό δεν θα ξυπνήσει. Δεν τον ξανάδε από κείνο το βράδυ τον διεστραμμένο γέροντα, πουθενά στην παγκόσμια χώρα των παιδικών παραμυθιών. Μα ποιος να το φανταστεί ότι θα μένανε και στην ίδια πόλη, πως θα περπατούσαν στους ίδιους δρόμους, και πως κάποια μέρα θα τον συναντούσε ολοζώντανο, με σάρκα και οστά. Ή μισοζώντανο έστω…

Τελικά τον προλάβανε. Από τα επείγοντα κατ’ ευθείαν στην εντατική της καρδιολογικής κλινικής για εξετάσεις και αμέσως μετά χειρουργείο. Είχε συνέλθει κάπως, μα δεν είχε δυνάμεις για πολλές κουβέντες. Τον ρώτησε μόνο αν έχει κάποιον συγγενή, κάποιον δικό του άνθρωπο ή φίλο να ειδοποιήσει. Δεν είχε κανέναν. Έμεινε συνέχεια δίπλα του, αυτός τον έγδυσε, ας μην ήξερε καν το όνομά του, αυτός του φόρεσε το σκουφάκι και το πράσινο δίχτυ –κάθε λίγο και λιγάκι χτυπούσε το κινητό του,  στο τέλος το έκλεισε- αυτός τον ακολούθησε με το φορείο μέχρι την πόρτα του χειρουργείου, αυτός του χαμογέλασε και του χάιδεψε το μάγουλο. Όλα θα πήγαιναν καλά, του είπε. Ας είχε τις επιφυλάξεις του ο αναισθησιολόγος. Ήταν ταλαιπωρημένη η καρδιά του, το χειρουργείο ήταν δύσκολο, μα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, έπρεπε να γίνει. Ίσως και να μην άντεχε. Όμως όλα πήγανε καλά. Μετά από έξι ώρες τον ξανάδε να βγαίνει από το χειρουργείο με τα μάτια ανοιχτά. Χαμογέλασαν, σχεδόν ταυτόχρονα, ο ένας στον άλλο και τράβηξαν για το δωμάτιο της κλινικής. Τότε ξανάνοιξε το τηλέφωνο, ήταν γεμάτο αναπάντητες και μηνύματα από τον αδερφό του. Ανησυχούσαν και ρωτούσαν αν είναι καλά, γιατί δεν πήγε στο ρεβεγιόν. Αύριο πρωί πρωί έπρεπε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία να τους πει.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ

Εκείνα τα χρόνια, παιδάκι δέκα χρονών, έβλεπε κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. ‘Άγνωστοι άντρες οπλισμένοι, με στολές, έμπαιναν στο σπίτι και τον κυνηγούσαν. Μαζί και η μαμά του. Ο μπαμπάς πάντα έλειπε απ’ το σπίτι, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Αδέρφια δεν είχε. Άκουγε τα ποδοβολητά απ’ τις βαριές μπότες και κρυβόταν κουλουριασμένος κάτω απ’ το κρεβάτι. Όταν ανακάλυπταν την κρυψώνα του, το έσκαγε από την αυλή, και περιπλανιόταν μονάχος στην πόλη όλη τη νύχτα. Το ‘βλεπε και δεν φοβόταν πια, είχε συνηθίσει. Ήξερε ότι ο τρόμος αυτός ήταν ψεύτικος. Και κάθε φορά άνοιγε απότομα τα μάτια του, τη μια καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας, την άλλη σαν στήλη άλατος στη μέση του διαδρόμου, μπροστά στον άδειο καθρέφτη του πορτ-μαντώ. Άλλες φορές, κοιμισμένο με τα μάτια ορθάνοιχτα, τον έπαιρνε η μητέρα του προσεχτικά απ’ το χεράκι –δεν έπρεπε να τον ξυπνήσει- και τον πήγαινε σιγά σιγά στο κρεβάτι του. Το άλλο πρωί δεν θυμόταν τίποτα. Ένα βράδυ τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα. Άνοιξε την εξώπορτα, κατέβηκε τα τρία σκαλοπάτια και βγήκε στο δρόμο. Το πρωί η διπλανή γειτόνισσα τον βρήκε με τα εσώρουχα ακουμπισμένο σε μια κολόνα. Την κοίταζε μα δεν την έβλεπε.  Τον έπιασε απ’ το χεράκι του και τον πήγε πίσω στο σπίτι. Από κείνη τη μέρα τα βράδια οι γονείς του  κλείδωναν την πόρτα και έξω απ’ το δωμάτιό του βάζανε ένα βρεγμένο ταπέτο. Ξυπνούσε πάνω σ’ αυτό και το όνειρο έμενε στη μέση.
Τα απογεύματα το στενό γέμιζε από παιδιά, αγόρια τα πιο πολλά. Παίζανε μπάλα, κάνανε φασαρία και τσακώνονταν. Μόλις νύχτωνε σταματούσαν κουρασμένα το παιχνίδι και γύρναγαν στα σπίτια τους. Μια κολώνα του δήμου στη μέση φώτιζε τη γειτονιά. Αυτός συνήθως καθόταν στο πεζούλι μέχρι αργά και έμπαινε τελευταίος μέσα. Κάποιες φορές του έκανε παρέα ένα  ξανθό κορίτσι. Ήταν δυο τρία χρόνια μεγαλύτερή του, καινούργια στη γειτονιά κι έμενε λίγο παραπάνω, σ’ έναν κάθετο δρόμο. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός, πέρσι είχαν έρθει με μετάθεση στην πόλη. Ήταν μοναχοπαίδι, παράξενη κοπέλα, μοναχική, ίσως και λίγο ντροπαλή,  δεν είχε πολλές φιλίες με τα άλλα παιδιά, ούτε με αγόρια ούτε με κορίτσια, δεν έπαιζε μαζί τους, ούτε κουβέντιαζε πολύ,  καθόταν σε μια άκρη μόνο και κοιτούσε. Αργούσε κι αυτή τα βράδια να γυρίσει στο σπίτι της, κάποια στιγμή  έβγαινε στο μπαλκόνι η μητέρα της και της φώναζε.
Είχε πάει μεσάνυχτα και καθόντουσαν ακόμα στα σκαλοπάτια. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους. «Είσαι ακόμα υπνοβάτης;» τον ρώτησε ξαφνικά. Γύρισε και την κοίταξε. Μαγκώθηκε. Μετά από λίγο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ξανακοίταξε αλλού, ίσως και να κοκκίνισε λιγάκι. Αυτή πως το ήξερε, ήταν το οικογενειακό τους μυστικό, δεν το κουβέντιαζε με κανέναν, έτσι του είχαν πει οι δικοί του, αλλά και κανένας μέχρι σήμερα δεν τον είχε ρωτήσει. «Δεν βγαίνεις πλέον τα βράδια από το σπίτι σου κοιμισμένος;» συνέχισε αυτή χαμογελώντας. «Όχι, δεν βγαίνω, και σένα τι σε νοιάζει;» της απάντησε τσαντισμένος και σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος να φύγει.    

Εκείνο το βράδυ, είπε, ένιωθε περίεργα και δεν είχε ύπνο. Καθόταν μόνη της στο μπαλκόνι και περίμενε να ξημερώσει. Μέσα η μητέρα της κοιμόταν, ο πατέρα της έλειπε απ’ το σπίτι, είχε υπηρεσία. Τότε τον είδε. Προχωρούσε αργά στο πεζοδρόμιο και σταμάτησε στη γωνία. Ο δρόμος ήταν άδειος, ούτε αμάξια, ούτε άνθρωποι, παντού ερημιά και σκοτάδι. Κοιτούσε προς το μέρος της, του έκανε νόημα, ψιτ-ψιτ, μα αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Τότε κατέβηκε κάτω όπως ήταν, με τις πιτζάμες γεμάτες αίματα και πήγε προς το μέρος του. Την κοιτούσε στα μάτια, μα δεν την έβλεπε. Αυτή νόμιζε ότι έκανε για πλάκα τον υπνοβάτη και του χαμογέλασε. Μόνο δεν είχε τα χέρια τεντωμένα, όπως είχε δει σε μια ταινία στην τηλεόραση. Τον έπιασε απ’ το χέρι, πέρασαν τον δρόμο και ανέβηκαν στο σπίτι. Ήθελε να του δείξει το δωμάτιό της, ροζ και οι τοίχοι του γεμάτοι πριγκίπισσες, νεράιδες και βασιλόπουλα. Του έδειξε και το κρεβάτι της, ήταν γεμάτο αίματα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τη μαμά της, θα της το έλεγε το πρωί. «Να, κοίτα του είπε, από εδώ βγήκε» κατέβασε τα ρούχα της και του έδειξε την πληγή. Αυτός άπλωσε το χέρι του και την ακούμπησε. Ζεστό αίμα κύλησε στα δάχτυλά του, αιμορραγούσε ακόμα. «Με κυνηγούνε» της είπε τρομαγμένος «αν με πιάσουν θα με σκοτώσουν» κι έτρεμε ολόκληρος. Του είπε ότι κι αυτή φοβάται πολύ και τον αγκάλιασε. Την αγκάλιασε κι αυτός…

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Η ΕΚΔΡΟΜΗ


Μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου
Ο έρως είναι μάχη, πόλεμος ανηλεής και αδυσώπητος, χωρίς νικητές. Ψέματα, ψέματα  και υστεροβουλίες, ψεύτικα φιλιά, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, χλιαρές αγκαλιές, κάλπικες φιλίες και αιώνιοι όρκοι που την επόμενη στιγμή προδίδεις, δολοπλοκίες, βασανίζεσαι να κρύψεις την αλήθεια, δεν είναι απλά ένα παιχνίδι, ποτέ, ας ξεκινάει έτσι, μας βρίσκει πάντα ανίδεους κι απροετοίμαστους, άβγαλτους, και κάποια στιγμή μας μαγκώνει, το γλυκόπικρο όρπετο χωρίς ουρά, η σάρκα θολώνει το νου, τα φλογισμένα υγρά αδειάζουν, έχει πολλά ονόματα η αγάπη, διαλέγεις, κι ο τρίτος άνθρωπος ανάμεσά μας, οι αδαείς το λένε απιστία, εσύ μοναξιά, και βουλιμία, πρόσεχε ποιους βάζεις στη ζωή σου, κι αυτούς που μπαίνουν δίχως άδεια απ’ το παράθυρο, αυτοί δε σε ρωτούν, τρεις άνθρωποι στην ερημιά του κόσμου, δύο ποτέ δεν είναι αρκετοί, το μπέρδεμα, η προσωρινή λιποταξία, το σκέφτεσαι και τρομάζεις, μια παρένθεση λες, μα αυτές πληθαίνουν,  περνά η ζωή μέσα στις παρενθέσεις και στα διαλείμματα. Διπλές ζωές, μισές ζωές. Ίσως. Το σφρίγος και η ορμή της νιότης, απ’ την άλλη το βαθύ αίσθημα της ωριμότητας.  Τα θέλεις όλα. Τα τραύματα είναι επιπόλαια, μικρές οι εκδορές της θλίψης, μόνο οι ουλές αφήνουνε σημάδια, σε ακολουθούν, τις βλέπεις στον καθρέφτη θυμάσαι, τις αγγίζεις απαλά, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις, και κάθε τόσο τις ξύνεις με ηδονή να χυθεί το πύον, κάποτε τις καυτηρίασες, μα δεν ήταν αρκετό. Αγκάθι που ματώνει πρέπει να βγαίνει, είπες, το μαχαίρι ήταν δίκοπο, η λάμα μπηγμένη βαθειά στα σωθικά σε πάγωσε.

Ο θάνατος είναι μια κάποια λύση, σώζει. Παρακαλάς, μα δεν έρχεται. Πικρή η αργοπορία. Τα κορμιά παλεύουν, οι ψυχές νωθρές, λιποτακτούν. Δεν έχει πέρασμα, ούτε επιστροφή. Κουράστηκες. Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος, δεν είναι η ατέλειωτη εκδρομή στην εξοχή που ονειρευόσουνα μικρή στο λιβάδι με τις ανθισμένες μαργαρίτες.  Μόνο ο θάνατος σώζει. Το τέλος του παραμυθιού.     

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΚΑΤΑΓΜΑ

Είναι μέσα. Από χτες, μπορεί και από προχθές, δεν είναι σίγουρος. Ολόγυμνος, κουλουριασμένος πλάι στο ταπέτο. Η μακρόστενη είσοδος του σπιτιού είναι θεοσκότεινη, μόνο απ’ τη σιδερένια τζαμόπορτα μπαίνει λίγο θαμπό φως. Βλέπει σκιές να περνάνε απ’ έξω, ακούει άγνωστες φωνές να ψιθυρίζουν. Στο βάθος αμυδρά φαίνεται το θεόρατο πορτ-μαντώ.  Φοβάται. Είναι μόνος. Από χτες, μπορεί κι από προχτές, δεν είναι σίγουρος. Η πόρτα είναι κλειδωμένη, δεν μπορεί να την ανοίξει, φωνάζει τη μαμά, τον μπαμπά, τα’ αδέρφια του. Κανείς. Προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος, μα δεν μπορεί, τότε συνειδητοποιεί ότι του λείπει το ένα πόδι. Σέρνοντας προχωράει προς το βάθος, αργά αργά, μετά από ώρες φτάνει μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Δεν βλέπει τίποτα, είναι λοιπόν αόρατος, το χέρι του ακουμπάει για μια στιγμή το παγωμένο γυαλί κι αμέσως αποτραβιέται. Ξαφνικά βλέπει μέσα τη μητέρα. Είναι όμορφη και του χαμογελά. Προσπαθεί να την χαϊδέψει και ο καθρέφτης σπάει σε χίλια κομμάτια. Από παντού αντηχούν γέλια. Βουλώνει τα αυτιά του, κλείνει τα μάτια του και κουλουριάζεται. Και κείνη τη στιγμή ακούει να γυρίζει η κλειδαριά της εξώπορτας. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ένα εκτυφλωτικό φως. Μαζί με μία μεγάλη μαύρη σκιά.
Άνοιξε τα μάτια  μόλις του τράβηξαν το εργαλείο απ’ το  στόμα. Ήταν μακρύ, του έξυσε τον φάρυγγα. Τον κράτησαν κάνα  μισάωρο ακόμα στο χειρουργείο για να συνέλθει από τη νάρκωση, μετά τον κατεβάσανε με το φορείο στο θάλαμο. Χειρουργείο ρουτίνας του είχαν πει, μα ήταν το πρώτο του, δεν είχε ναρκωθεί ξανά. Σαν πρόβα θανάτου. Ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, σκοτάδι κατάμαυρο. Δεν θυμάται τίποτα, κι ο χρόνος μια στιγμή. Το πόδι θα ξαναφτιάξει, του είπαν, έγινε κανονικό συνεργείο, με λάμες, βίδες, πριόνια και κατσαβίδια. Σε δυο μήνες θα ξαναπερπατήσει. Υπομονή. Ηλίθιο ατύχημα, στα φανάρια, ήταν αφηρημένος, σκεφτόταν διάφορα, ούτε που κατάλαβε πως τον πλεύρισε το αμάξι –ήταν και γνωστός του- πως βρέθηκε το πόδι του κάτω απ’ το μηχανάκι, πως έσπασε.  Φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου, γύρισε να δει το μαγκωμένο του ποδάρι, μετά γύρισε ο αστράγαλος, ο σύνδεσμος έσπασε, το οστό διαλύθηκε. Μετά ο πόνος, το ουρλιαχτό. Σταμάτησαν να τον βοηθήσουν, ευτυχώς δεν χτύπησε πουθενά αλλού, δεν φορούσε κράνος, μόνο λίγο στα πλευρά. Το ασθενοφόρο ήρθε γρήγορα, ο χειρούργος ήταν  καλός, κάταγμα έξω σφυρού, σε γυψονάρθηκα και πατερίτσες –πρέπει να συνηθίσει- σε δυο μήνες θα είναι καλά. Υπομονή. Τώρα πρέπει να ‘ναι πιο προσεκτικός, λιγότερο αφηρημένος.

Στο δωμάτιο είναι μόνος του, το διπλανό κρεβάτι άδειο. Έχει νυχτώσει, η πόρτα ανοίγει, ανάβουν τα φώτα. Είναι κι αυτό έκτακτο περιστατικό, το νοσοκομείο εφημερεύει πάλι. Είναι νεαρός, ξανθός και μελαγχολικός, όμορφα μάτια, αθώα, γλυκά δεκάξι, το δεξί του χέρι μπαταρισμένο μ’ επιδέσμους, στο άλλο κρατά το κινητό, τον συνοδεύει η μάνα του. Είναι ψύχραιμος, υπομονετικός, δεν δυσανασχετεί. Κοιτάζονται στα μάτια, αλλάζουν καλησπέρες, χαμογελούν. Ο μικρός ασχολείται με το τηλέφωνό του, κάτι βλέπει στην οθόνη. Αυτός κοιτάζει το ταβάνι του δωματίου. Τα φώτα σβήνουν.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΠΕΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Του άνοιξε η αλλοδαπή βοηθός, μια σκουρόχρωμη νταρντάνα με σαρκώδη χείλη γύρω στα πενήντα. Ο καλός ξάδελφος δεν είχε γυρίσει απ’ το γραφείο. Η θεία του καθόταν στην πολυθρόνα της, πλάι στην μπαλκονόπορτα, χαμογελούσε και έβλεπε ειδήσεις. Τού ‘ριξε μια λοξή ματιά και  μετά πάλι στην οθόνη. Συνέχιζε να χαμογελά. Ο αρχηγός του κράτους, κάποιοι υπουργοί και άλλοι παρατρεχάμενοι είχαν πάει στο εξωτερικό για μια κρίσιμη σύνοδο. Φορούσαν όλοι σκουρόχρωμα σακάκια και γραβάτες –τα ρούχα της δουλειάς- και τους περιτριγύριζαν φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι. Χαμογελούσαν και άλλαζαν χειραψίες με τους ξένους ομολόγους τους. Όλη αυτή η χαρμόσυνη ατμόσφαιρα δεν φανέρωνε κάτι από την κρισιμότητα της κατάστασης. Παρακολουθούσε με προσοχή, μα τα μηνύματα που έπαιρνε ήταν αντιφατικά, δεν μπορούσε να καταλάβει. «Σοβαρές κωλοτρυπίδες!», που θα ‘λεγε κι ο πατέρας του, αν ζούσε. Το επόμενο νέο είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Σήμερα το μεσημέρι ένας άντρας έπνιξε ένα αγοράκι μέσα στο σούπερ μάρκετ και τώρα είχε ταμπουρωθεί στη γκαρσονιέρα του.  Επρόκειτο για σεσημασμένο παιδόφιλο -ανώμαλη ψυχή, όπως τόνιζε η παρουσιάστρια- είχε αρκετές καταδίκες σε βάρος του και τελικά το αρρωστημένο του πάθος τον κατάστρεψε. Τα κανάλια είχαν μαζευτεί έξω από την πολυκατοικία του δολοφόνου –κάποιες κάμερες ζουμάραν στο μπαλκόνι του- υπήρχαν και περιπολικά της αστυνομίας και πυροσβεστική. Συνήθως, τέτοιες περιπτώσεις καταλήγουν σε αυτοκτονία του θύτη, εξηγούσε με τον στόμφο του ειδικού ο διαπρεπής ψυχίατρος και η  δημοσιογράφος συμφωνούσε κουνώντας το περιποιημένο της κεφάλι της. Μόνο που το διαμέρισμά του βρισκόταν στον πρώτο όροφο, η πτώση του δεν θα ήταν θανάσιμη, έπρεπε να βρει άλλον τρόπο, ίσως με κάποιο δηλητήριο ή να έκοβε τις φλέβες του στην μπανιέρα, με κάτι άλλο τέλος πάντων. Για άλλη μια φορά το πανελλήνιο είχε συγκλονιστεί από το ειδεχθές έγκλημα. Μόνο η θεία κοίταζε τη φωτογραφία του φονιά και χαμογελούσε σταθερά. Δεν ήταν πρόσφατη, γύρω στα είκοσι πρέπει να ‘ταν σ’ αυτήν και δεν έδειχνε κάτι το ανώμαλο. Έσβησε τη γόπα του στο τασάκι και ρώτησε τη βοηθό για τον ξάδελφο. Μπορεί και ν’ αργούσε να γυρίσει, του είπε αυτή, δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Η θεία δεν έδωσε σημασία. Λίγο καιρό πριν, όποτε τον έβλεπε τον ρωτούσε «εσύ ποιος είσαι;», τώρα απλά δεν έδινε σημασία, μόνο χαμογελούσε. Είχε πάψει να ρωτάει, είχε πάψει να μιλάει, με το ζόρι έτρωγε δυο μπουκιές –σαν λείψανο είχε καταντήσει- με το ζόρι σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι.
Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία μπήκε στο μικρό πρατήριο να αγοράσει τσιγάρα. Ο χοντρός ψιλικατζής χάζευε βαριεστημένα στον υπολογιστή την υπόθεση του ανώμαλου. Έριχνε το φταίξιμο στο κράτος. Η πολλή ελευθερία έφταιγε,  η υπερβολική ανεκτικότητα, αφού τον ξέρανε, ούτε ισόβια, για να τρώει τσάμπα απ’ τον φορολογούμενος νοικοκύρη. Ντουφέκι του χρειαζόταν του αλήτη. Και μετά το γύρναγε στους προδότες και τους δωσίλογους που κυβερνούν αυτόν τον τόπο. Κι αυτοί κρέμασμα ήθελαν, εδώ που μας έχουν φέρει. Είπε να ρίξει μια φτυσιά στο γλόμπο του, αλλά το μετάνιωσε. Αυτός έφταιγε, αφού το ήξερε το φασιστόμουτρο, πως μπήκε πάλι εδώ μέσα. Ούτε τσίχλα δεν έπρεπε να ψωνίζει απ’ αυτόν τον μαλάκα, ούτε απ’ έξω να περνά, η φάτσα του τον αναγούλιαζε. Κι ας ήταν τόσα χρόνια γείτονες, κι ας μένανε στην ίδια πολυκατοικία, κι ας ρώταγε κάθε τόσο για τη θεία του τι κάνει. «Λείπει για δουλειές» του απαντούσε στα γρήγορα για να τον ξεφορτωθεί, κι ας είχε προ πολλού η θεία καβαλήσει τα ογδόντα. Κι ο χοντρομαλάκας τον κοιτούσε σαν χάνος. Πετάχτηκε έξω στο δρόμο αηδιασμένος.
Η μέρα ήταν όμορφη. Περπατούσε αργά με τα χέρια στις τσέπες και μάζευε χειμωνιάτικο ήλιο. Οι δρόμοι είχαν κίνηση, οι στάσεις των λεωφορείων γεμάτες ουρές και στριμωξίδια, πλημμύριζε από βιαστική ζωή η πόλη. Μόνο η θεία δεν βιαζόταν πλέον, ούτε ο παλιός του συμμαθητής. Όποτε την έβλεπε σ’ αυτό το χάλι –τελευταία σπάνια πέρναγε απ’ το σπίτι του ξάδελφου- σφιγγόταν το στομάχι του. Πριν από πέντε χρόνια φάνηκαν τα πρώτα σημάδια, αφότου πέθανε ο θείος, και όλο χειροτέρευε. Τουλάχιστον χαμογελούσε σταθερά, έδειχνε ευτυχισμένη, απροβλημάτιστη, ούτε θάνατο φοβόταν πλέον. Παλιότερα, τότε που ήταν ακόμα ζωντανή,  σπάνια χαμογελούσε, σπάνια έδειχνε χαρούμενη. Ούτε όμως και ο παλιός του συμμαθητής θα βιαζόταν πλέον. Ήταν συνομήλικοι, μια χρονιά στο γυμνάσιο καθόντουσαν και στο ίδιο θρανίο. Την επόμενη εξαφανίστηκε, ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί. Θυμόταν και τη μητέρα του, μια ψιλή όμορφη γυναίκα. Κλειστό παιδί, ήσυχο, μοναχικό, δεν μιλούσε πολύ,  μ’ εκείνον μόνο έκανε παρέα, κάποιες φορές είχε πάει και στο σπίτι του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το παιδί  σκότωσε, ίσως να ‘ταν και ατύχημα, μα θα υπήρχαν και κάμερες, και πάλι ποιος ξέρει, είχε τόσα χρόνια να τον δει, να μάθει νέα του. Ποιος ξέρει.

Όταν το βράδυ γύρισε σπίτι η θεία είχε αποκοιμηθεί μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Χαμογελούσε σαν παιδί, λες και έβλεπε ένα ωραίο όνειρο. Ήταν μόνη στο διαμέρισμα, ο ξάδελφος ακόμα έλειπε, η αλλοδαπή βοηθός μόλις είχε φύγει. Στα αδύνατα χεράκια της έσφιγγε μία μικρή πάνινη κούκλα. Της έβαλε μια  κουβέρτα στα πόδια για να μην κρυώνει, της χάιδεψε τα αραιά ολόλευκα μαλλιά και της ψιθύρισε καληνύχτα. Στην βουβή οθόνη ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι άλλοι παρατρεχάμενοι χαμογελαστοί και ευδιάθετοι πανηγύριζαν για την υπογραφή της συμφωνία που με βεβαιότητα θα έβγαζε την χώρα από την  κρίση. Το ανθρωπόμορφο τέρας με την αρρωστημένη ψυχή τελικά δεν αυτοκτόνησε, αλλά συνελήφθη από τις αρχές –είναι αθώος, φώναζε, δεν σκότωσε αυτός το παιδί- για τα περαιτέρω. Δίπλα του βρισκόταν συνέχεια η γριά μάνα του, «ο γιος μου είναι καλό παιδί, δεν μπορεί να σκότωσε!» ούρλιαζε και χτυπιόταν μπροστά στις κάμερες. Τέλος, ο καιρός αύριο θα είναι άστατος, νεφελώδης και με πιθανές κατά τόπους βροχές.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΔΙΠΛΗ ΤΑΡΙΦΑ

Περίμενε στη διασταύρωση ν’ ανάψει το πράσινο και άκουγε στο ραδιόφωνο λαϊκά. Αυτή στεκόταν λίγο πιο πέρα, μετά τα φανάρια, και του έκανε νόημα. Κούτσαινε ελαφρά και παραπατούσε, σαν να είχε ξεχαρβαλωθεί το τακούνι της. Πήγαινε στο λιμάνι, του είπε, σε μια κάθετη.  Δρόμος μικρός, στενός κι ασήμαντος.  Αν δεν τον ήξερε κανένα πρόβλημα, θα τον καθοδηγούσε αυτή. Την κοίταξε αρκετές φορές απ’ τον καθρέφτη, με γρήγορες, λοξές ματιές. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος, αυτή ήταν. Το βλέμμα ολόιδιο, και η φωνή της -λίγο πιο βραχνή-  μα στα υπόλοιπα αγνώριστη. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια, δεν την είχε ξαναδεί από τότε. Είχε γεράσει, μα την αναγνώρισε, αυτή ήταν. Ευτυχώς, τα μάτια δεν γερνάνε. Κάποια στιγμή  διασταυρώθηκαν κι αντάλλαξαν χαμόγελα. Τις έλειπαν κάμποσα δόντια. Του χαμογέλασε πρώτη, δεν πρέπει όμως να τον γνώρισε, αλλιώς κάτι θα του ‘λεγε, κάτι θα ρώταγε. Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να φρεσκάρει τα χείλη της με το ίδιο πάντα κραγιόν από κεράσι. Και γύρω από τα μάτια οι ίδιες πάντα γαλάζιες ανταύγειες. Απ’ την άλλη, κι αυτός είχε αλλάξει πολύ. Αμούστακο παιδί ήταν τότε. Και το ταξί, ίσως κάτι να της θύμιζε, μα που να πάει το μυαλό της. Είχαν περάσει και είκοσι χρόνια. Μια ζωή.
Όταν οι γονείς του σκοτώθηκαν -και οι δυο μαζί, σε τροχαίο- πήγε να μείνει στον αδερφό της μάνας του. Σ’ αυτό τουλάχιστον στάθηκε τυχερός. Έμπαινε στα είκοσι τρία, τελείωνε το μαθηματικό, ενήλικας βάσει νόμου, και κανένας φιλεύσπλαχνος εισαγγελέας δεν μπορούσε να του επιβάλει κηδεμόνα. Εκείνος ο φαλακρός δηλαδή, ο αγέλαστος,  με τα κοκάλινα γυαλιά που αποφάσισε για τα μικρότερα αδέρφια του, χωρίς να ρωτήσει καν, ότι θα έμεναν με το άλλο σόι, του πατέρα του. Ο θείος ήταν ανύπαντρος και μόνος, ο χρόνος είναι γιατρός του είπε, θα συνηθίσουμε, μα πιο πριν, τη μέρα της κηδείας, έκλαψε πολύ πάνω και απ’ τα δύο φέρετρα, σαν μικρό παιδί, μπροστά σε όλους, χωρίς ντροπή, δυο μέτρα άντρακλας. Αυτή την είχε γκόμενα. Όταν γύρισαν σπίτι, τού τη γνώρισε. Ήταν κουκλάρα η άτιμη, πανέμορφη, μόνο που από τότε κούτσαινε ελαφρά. Αργότερα έμαθε ότι ένας πρώην την είχε πετάξει απ’ το μπαλκόνι κάποιου ξενοδοχείου, μα τη γλύτωσε. Μόνο που έγινε συναρμολογούμενη και βιονική, γεμάτη σίδερα και λαμαρίνες. Η ίδια του τα ‘λεγε, όποτε το ‘φερνε η κουβέντα, και ξεραινότανε στα γέλια. Ο θείος σπάνια γελούσε, μα τον αγαπούσε, τον πρόσεχε, τον φρόντιζε, ποτέ δεν τους είδε να τσακώνονται. Κι αυτός δεν την ζήλευε, της είχε εμπιστοσύνη, παρόλο που συνέχιζε να δουλεύει νύχτα σε μπαρ, κάτω στο λιμάνι, από τότε. Ξημερώματα πήγαινε και την έπαιρνε απ’ τη δουλειά και γύριζαν μαζί στο σπίτι. Τους άρεσε η νύχτα, κατά βάθος ήταν δυο ρομαντικοί βρικόλακες, μα πρόσεχαν. Όσο μπορούσαν. Και γαμιόντουσαν ωραία, παθιασμένα, με μουγκρητά και βρωμόλογα της καύλας. Τους άκουγε, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, θέλοντας και μη –ένας τοίχος τον χώριζε- και αναστατωνόταν και βάραγε σερί τις μαλακίες για την πάρτη της. Κάποιες φορές τους είχε πάρει και μάτι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Και μπανιστήρι όταν έκανε ντουζ στην τουαλέτα και ο θείος του ροχάλιζε του καλού καιρού. Ήταν μουνάρα η άτιμη. Μα κι ο θείος άντρακλας. Και αυτός μέσα σ’ όλη αυτή την παραζάλη είχε καθήκον να πενθήσει και τους αδικοχαμένους του γονείς.  Και τα αδέρφια που δεν θα ξανάβλεπε από τότε. Και σ’ όλα αυτά, είχε και τη σχολή. Το πτυχίο πάντως το πήρε, έστω και με τα χίλια ζόρια, μόνο και μόνο για το χατίρι. Για να νιώσει κι αυτός λίγο περήφανος. Πλέον ήταν γιος του. Μα του το ξέκοψε αμέσως. Δεν είχε καμία όρεξη να ξυπνάει απ’ τα άγρια χαράματα και να μαθαίνει πρόσθεση κι αφαίρεση σε κουμπούρες και αδιάφορους, είχε αρχίσει σιγά σιγά και ο ήλιος τον πειράζει στα μάτια, του έλεγε. Δεν του έφερε αντίρρηση. Μετά το φανταρικό έπιασε αμέσως δουλειά. Στην αρχή μαζί, τον εκπαίδευε στη νύχτα, μάθαινε τους δρόμους και τους ανθρώπους, να αποφεύγει τις λακκούβες και τα σαμαράκια, τον βοήθησε να βγάλει και την άδεια. Μετά μόνος του, απόγευμα και βράδυ εναλλάξ, και όσο περνούσε ο καιρός, αυτός πιο πολύ, για να τον ξεκουράζει. Περνούσαν κι απ’ το λιμάνι, στο μπαρ που δούλευε εκείνη. Ο θείος  ήταν φίλος με το αφεντικό της, πίνανε κάνα ουίσκι, σκέτο με πάγο σε χαμηλό, πάντα, και το πρωί γύριζαν σπίτι. Πέντε χρόνια πέρασαν έτσι. Όμορφα χρόνια.
Στα μισά του δρόμου, έβαλε διπλή ταρίφα. Προχωρούσε αργά στη δεξιά λωρίδα, δεν βιαζόταν να φτάσει. Αυτή κοιτούσε αφηρημένα έξω. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαν πει λέξη. Τον έτρωγε να της πιάσει την κουβέντα, να επιβεβαιώσει την υποψία του, να την ρωτήσει και να σιγουρευτεί. Είχε πολλά να την ρωτήσει, μα την τελευταία στιγμή κάτι τον κράταγε. Ότι έγινε έγινε, ότι έγραψε έγραψε, δεν είχε πλέον σημασία. Ο θείος είχε  συγχωρεθεί, αυτή κάποιον άλλο θα είχε βρει -το αφεντικό της μάλλον- κι αυτός παντρεμένος με δύο κόρες. Ας είναι καλά ο θείος, όπου και να ‘ναι, που τα άφησε όλα σ’ αυτόν, και το ταξί, και το σπίτι και όσα χρήματα είχε στην τράπεζα. Πουθενά στη διαθήκη δεν αναφέρθηκε τ’ όνομά της, σαν να μην υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν. Ας έζησαν δέκα χρόνια μαζί. Ήθελε να τη ρωτήσει και για κείνο το βράδυ, το τελευταίο, που ο θείος έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, εξαφανίστηκε, και μείνανε οι δυο τους, μόνοι και αμίλητοι, και τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα και γαμηθήκανε χωρίς τύψεις και ενοχές. Για πρώτη φορά και για τελευταία.
Εκείνη η μέρα ήταν πεπρωμένη. Τον ξύπνησαν φωνές και σπασίματα. Ο θείος είχε ακουμπήσει στο ψυγείο της κουζίνας κι έκλαιγε. «Όχι αυτός, γαμώ το θεό μου, όχι αυτός!» κάθε τόσο μονολογούσε και χτύπαγε το κεφάλι του. Η κηδεία ήταν την ίδια μέρα το απόγευμα. Φτάσανε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Είχε πολύ κόσμο, μέχρι το δρόμο έξω, ίσα που κατάφεραν να περάσουν μέσα. Δεν πλησιάσανε την εκκλησία, στριμώχτηκαν στο υψωματάκι πλάι στον τάφο, για να βλέπουν καλύτερα. Ο θείος έκλαιγε, όλοι έκλαιγαν, αυτός δεν έκλαιγε, μόνο ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Δίπλα στη ανοιγμένη γούβα, που σε λίγο θα χώνανε τον δημοφιλή λαϊκό τραγουδιστή,  είχαν παραταχθεί στην πρώτη γραμμή πουτάνες, βιζιτούδες και μπαρόβιες-πιο πίσω οι νταβάδες κι οι αγαπητικοί-  με τα ρούχα της δουλειάς, σφιχτά μπούστα και μίνι λαμέ, από την προηγούμενη. Η ουρά έφτανε κοντά του, μέχρι τη μάντρα του νεκροταφείου. Η διπλανή τρανταζόταν απ’ το κλάμα, ασταμάτητα. Πρέπει να είχε ιδιαίτερη σχέση με τον μακαρίτη, σιγοψιθύριζε μάλιστα –κάπως φάλτσα- κι ένα τραγούδι του, απ’ τα τελευταία που είχε γίνει μεγάλο σουξέ. Κοιταχτήκανε στα μάτια, ένα βλέμμα παρηγοριάς και ένα χαρτομάντιλο. Σκούπισε τα μάτια της και του χαμογέλασε, θα μπορούσε και να ‘τανε γιος της. Δεν ξέρει πως του ήρθε, της χάιδεψε  τα μαλλιά και κείνη του είπε ευχαριστώ και παραπατώντας έκανε δυο βήματα πίσω και κόλλησε πάνω του. Αμέσως πήρε φωτιά. Το άρωμά της μύριζε ακόμα σπέρμα και σάλια αντρικά, έντονο άρωμα, της νύχτας. Άρχισε να τρίβεται πάνω της και στο τέλος ξερόχυσε αφήνοντας ένα μεγάλο λεκέ πάνω στο ροζ μίνι. Οι αναστεναγμοί του ήταν βουβοί, πένθιμοι, κανείς δεν πήρε είδηση, ίσως κι αυτή ακόμα. Το γυαλιστερό φέρετρο κατέβαινε στον λάκκο και το πλήθος ολόγυρα φώναζε «αθάνατος». Χειροκροτούσαν όλοι ασταμάτητα και τραγουδούσαν. Κι ακούγονταν, όχι τα λόγια των παπάδων, αλλά μπαγλαμάδες και μπουζούκια. Στην επιστροφή δεν βγάλανε κουβέντα. Τα μάτια του θείου είχαν στεγνώσει, γυάλιζαν και κάρφωναν το άπειρο. Μέσα σε μια μέρα είχε γεράσει, τα μαλλιά του άσπρισαν, το αριστερό του χέρι άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερε ότι ήταν φίλοι, τόσο πολύ, καρδιακοί, δεν του είχε κάνει ποτέ κουβέντα γι’ αυτόν. Το κασετόφωνο έπαιζε τραγούδια του, «τις μέρες μας μετράει, βλέπει πως  ήρθε η ώρα μας…» άκουγε ο θείος και προσπαθούσε να σιγοντάρει με τη βραχνή του φωνή, μα πνιγόταν. Έγραφε το ρολόι, έγραφε ασταμάτητα, η σημαία ανεβοκατέβαινε, ο χρόνος περνούσε και η ζωή του έφευγε, πήγαινε στράφι, στο διάολο πήγαινε. Κι αυτός χρέωνε και χρέωνε και όλο τους χρέωνε.  Όταν μπήκαν στο σπίτι, εκείνη τους υποδέχτηκε αμίλητη. Την τράβηξε παραμέσα στο υπνοδωμάτιο και λογομάχησαν. Πρώτη φορά, δεν τους είχε ξαναδεί να τσακώνονται. Φώναζαν δυνατά, μα απ’ την κουζίνα δεν μπορούσε να καταλάβει τι λένε. Κάποια στιγμή ο θείος βγήκε αγριεμένος και τράβηξε προς την εξώπορτα. Αυτή πίσω του κλαίγοντας και παρακαλώντας προσπαθούσε να τον σταματήσει. «Πόση είναι η ταρίφα σου μωρή καργιόλα, να, πάρε τα διπλά» της φώναξε και της πέταξε στα μούτρα ένα μάτσο χιλιάρικα. Μετά άνοιξε την πόρτα και χάθηκε. Το άλλο πρωί τον βρήκανε μέσα στο ταξί χαμογελαστό με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το στόμα του ήταν γεμάτο αφρούς, το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα λαϊκά. Από υπερβολική δόση ηρωίνης, είπαν.

Όταν φτάσανε στο λιμάνι είχε νυχτώσει. Σταμάτησε ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Είχε να περάσει από τότε. Δεν είχαν αλλάξει πολλά, υποβαθμισμένη συνοικία, ποιος να νοιαστεί. Κάποια μαγαζιά είχανε κλείσει. Πλέον άλλες εποχές, άλλα ήθη, η πελατεία είχε περιοριστεί. Τον πλήρωσε για την κούρσα, του έδωσε σχεδόν τα διπλάσια. Δεν ήθελε ρέστα, του είπε χαμογελώντας και τον κοίταξε επίμονα. Όποτε ήθελε, να πέρναγε απ’ το μαγαζί για ένα ποτό. Σκέτο με πάγο σε χαμηλό.