Είχε πολλά χρόνια να δει
αυτό το όνειρο, πάνω από τριάντα. Το ξαναείδε χτες. Μέσα στο παλιό τους σπίτι η
μητέρα τον κυνηγούσε κι αυτός έτρεχε να
ξεφύγει.
Συνήθως, σε παρόμοιες περιπτώσεις, χωνόταν κάτω απ’ το κρεβάτι και περίμενε με κρατημένη
την ανάσα να περάσει το κακό. Από κει κάτω έβλεπε μόνο την άκρη του νυχτικού και τα γυμνά της πόδια
να πλησιάζουν και την άκουγε να φωνάζει αγριεμένα το όνομά του. Μετά από κάποιες
επαναλήψεις, ήξερε πως ήταν όνειρο και ο φόβος κάπως μετριαζόταν. Τότε κάποια
καρφίτσα θα βρισκόταν στο χέρι του να τον βοηθήσει να ξυπνήσει όσο πιο γρήγορα
μπορούσε ή θα έκλεινε τα μάτια του σφιχτά και θα έλεγε
από μέσα του: «τώρα ανοίγω τα μάτια και ξυπνάω». Μάταια όλα. Τα φτηνά του κόλπα
δεν έπιαναν και κάποια στιγμή η μητέρα
τον ανακάλυπτε. Τότε αυτός θα έτρεχε
πάλι να ξεφύγει. Άλλες πάλι φορές κάτι τον κρατούσε κολλημένο στη θέση του και δεν
μπορούσε να κουνηθεί. Τον έπιανε πανικός. Ούτε όμως η μητέρα μπορούσε να τρέξει -όλα ξαφνικά
πάγωναν- μόνο στεκόταν παραπέρα σαν άγαλμα και τον κοίταζε με το
σκοτεινό της βλέμμα. Ή όποτε κατάφερνε να τον πλησιάσει, αυτός έκανε ένα τεράστιο άλμα μέχρι το ταβάνι
και της ξέφευγε πάλι. Γιατί πάντα της ξέφευγε, ακόμα και όταν έφταναν οι ενισχύσεις και το σπίτι
γέμιζε με άγνωστους άντρες οπλισμένους
σαν αστακούς που έψαχναν να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στην εκτέλεση.
Τότε άνοιγε το μικρό παράθυρο του
σαλονιού και πήδαγε πίσω στην αυλή και ανέβαινε στο λιακωτό και τα κεραμίδια και βουτούσε στο βάραθρο του διπλανού σπιτιού –κάποιες φορές είχε παρακολουθήσει και την
κηδεία του εκεί- ή άλλες φορές κατέβαινε
στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και από κει έξω στον δρόμο. Ξαφνικά
και χωρίς να το καταλάβει βρισκόταν κάπου μακριά, στον κήπο κάποιου άγνωστου σπιτιού και λούφαζε
πρηνής ανάμεσα στους θάμνους και τα
δέντρα μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Όλη τη
νύχτα άκουγε γύρω του κραυγές και ποδοβολητά, μα ποτέ δεν τον έπιασαν. Κι ύστερα
ξύπναγε κατουρημένος.
Τώρα, μετά από τριάντα
χρόνια, τον κυνηγούσε μόνο η μητέρα. Και
για πρώτη φορά, πράγμα απρόσμενο, κατάφερε να τον γραπώσει. Τότε αναγκάστηκε να της βγάλει και τα δύο της μάτια.
Ξέφυγε πάλι από τα χέρια της, μα αυτή συνέχισε να τον κυνηγά. Άνοιξε την εξώπορτα
και βγήκε στο δρόμο. Δεν πρόσεξε αν τον
ακολούθησε. Απ’ τον φόβο του δεν γύρισε ούτε μια φορά να κοιτάξει πίσω. Μόνο
έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε πολύ, ώσπου έφτασε στην πλατεία. Εκεί είδε τον πατέρα
και τον θείο του καθισμένους έξω από την
ταβέρνα. Έπιναν χαμογελαστοί το κρασί τους χωρίς να μιλούν. Τους πλησίασε έντρομος
και τους είπε τι συνέβη στο σπίτι, μα αυτοί δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Συνέχισαν
να πίνουν το κρασάκι τους και να χαμογελούν. Κάποια στιγμή ο θείος τον χάιδεψε
στο κεφάλι και μετά από λίγο ο πατέρας τού μίλησε. Να μην ανησυχεί, του είπε.
Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να το ξέρει καλά. Οι νεκροί δεν μπορούν να βλάψουν τους
ζωντανούς.
Ύστερα ξύπνησε
κατουρημένος.