Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ)

Όταν έληξε η καραντίνα σταμάτησε και ο υποχρεωτικός περιορισμός μας. Ο καταυλισμός διαλύθηκε, οι έγκλειστοι σκορπίσανε στους πέντε ανέμους και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Εγώ δεν ήξερα που να πάω. Ο χειμώνας πλησίαζε παγωμένος και δριμύς, με ισχυρούς βοριάδες να σφυρίζουν από μακριά, έλεγαν οι ειδικοί. Έπρεπε να βρω ένα σπίτι να προστατευτώ. Αν παρέμενα άστεγος, ανέστιος και πλάνης δεν θα την έβγαζα καθαρή. Όμως, δεν ήξερα τι να κάνω. Απ’ τη στριμώκολη κατάσταση με βγάλανε δυο φιλαράκια, ο χοντρός κι ο λιγνός, όνομα και πράγμα, που γνώρισα τις μέρες της πανδημίας. Ήταν δυνατό ντουέτο και είχανε έξυπνο σχέδιο διαφυγής απ’ την ψωμόλυσσα. Και με συμπαθούσαν. Ας όψεται το γαμημένο το κράτος που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταργήσει τα κοινωνικά επιδόματα, τα λαϊκά συσσίτια, τη δωρεάν περίθαλψη και κάθε άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και αναξιοπαθούντες, όπως εμείς, κι έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι τους. Έτσι έλεγαν, μα δεν κλαίγονταν γιατί είχαν μια φαεινή ιδέα. Να περιφερόμαστε ως τρίο μινάρε από εκκλησίες σε νεκροταφεία (δόξα το θεό, είχε πολλά η πόλη)  και από κηδείες σε μνημόσυνα (και πάλι δόξα το θεό, μπόλικα κι αυτά, λόγω των θανατηφόρων ιώσεων) και να χορταίνουμε την πείνα μας με κουλουράκια και σπερνά, ζητιανεύοντας και κάνα ψιλό απ’ τους τεθλιμμένους συγγενείς και τους θεοσεβούμενους συμπολίτες μας. Γι’ αυτό ήθελαν και μένα μαζί τους με τη γλυκιά και όμορφη φατσούλα για ξεκάρφωμα, αφού εκείνοι εμφανισιακά είχαν λίγο πολύ τα χάλια τους. Απλά, έπρεπε να παίξουμε καλό θέατρο, να σουλουπωθούμε κάπως, να γίνουμε πιο επίσημοι και στενοχωρημένοι και θα βγάζαμε γερό μεροκάματο. Και η μοιρασιά στα τρία, δίκαια πράγματα.

Αυτά συμφωνήσαμε και το κόλπο δούλεψε στην εντέλεια. Κάθε πρωί, προτού ξεκινήσουμε για τη δουλειά, μελετούσαμε προσεχτικά τα αγγελτήρια των γραφείων κηδειών στις κολώνες και στις γωνίες των δρόμων και καταστρώναμε το σχέδιο δράσης, βασικά το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε με βάση τις ώρες των τελετών. Τα σαββατοκύριακα προτιμούσαμε τα μνημόσυνα, ήταν και περισσότερα, είχαν και καλύτερα τραπεζώματα. Τις καθημερινές αναγκαστικά ακολουθούσαμε τις κηδείες, όπου έπεφτε και το περισσότερο κλάμα, μπροστά στο μακάβριο θέαμα, αντικρίζοντας κάθε φορά το ανοιχτό φέρετρο, κι ακόμα χειρότερα όταν μέσα είχε ξαπλωμένο ανάσκελα έναν νέο άνθρωπο, τι κι αν ο καημένος μάς ήταν άγνωστος. Για να ξεχάσουμε τον πόνο μας, πρώτα χλαπακιάζαμε μέχρι σκασμού τα κόλλυβα κι ύστερα ο χοντρός περιλάβαινε τα κουλουράκια, ο λιγνός τα κονιάκ (καβάτζωνε στην τσέπη και το περίσσευμα) κι εγώ με την όμορφη λυπημένη φατσούλα έβγαινα στη ζήτα για κάνα ψηλό. Επιπλέον, το ντουέτο, όποτε έβρισκε την ευκαιρία, ψείριζε με καταπληκτική δεξιοτεχνία και ταχύτητα το παγκάρι της εκκλησίας και τον δίσκο υπέρ φτωχών και απόρων, όπως ήμασταν κι εμείς. Δεν είχαν τον θεό τους οι μπάσταρδοι και η δουλειά πήγαινε περίφημα, ποτέ δεν τους πιάσανε. Με τούτα και με κείνα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Μονάχα που δεν είχαμε λύσει το πρόβλημα της στέγης, κάπου να κοιμόμαστε μόνιμα και με ασφάλεια. Μόλις σκοτείνιαζε, κρυβόμασταν και αράζαμε όπου βρίσκαμε, με το φόβο πάντα να μας γραπώσουν τα όργανα της τάξης και να μας σύρουν τσουβαλάτους στη μπουζού, σύμφωνα με τους δρακόντειους νόμους περί αλητείας που ίσχυαν στην πόλη μας, μα και σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Ώσπου ένα βράδυ, σε μια επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας, μας έκαναν τσακωτούς και μας κουβάλησαν στην ασφάλεια. Μόλις θα ξημέρωνε, με συνοπτικές διαδικασίες, θα περνούσαμε αυτόφωρο κι από κει ντουγρού για τη στενή. Οι φίλοι μου δεν είχαν πρόβλημα, θα έβρισκαν κι απάγκιο για το χειμώνα. Έτσι κι αλλιώς, είχαν πάει αρκετές φορές φυλακή και είχαν συνηθίσει στην αιχμαλωσία, δεν τους κακοφαινόταν πια. Εγώ όμως όχι, δεν ήξερα τι θα συναντήσω εκεί μέσα. Και ξαφνικά, λίγο πριν μας φορτώσουν στις κλούβες για την μεταγωγή, εμένα με ξεχώρισαν και μ’ έβγαλαν στην άκρη. Παραξενεύτηκα, όπως και οι φίλοι μου, μα τι να έκανα, τους ευχήθηκα καλή τύχη και γρήγορα να ανταμώσουμε ξανά. Δεν είχα παράπονο, ήταν καλά και ξηγημένα παιδιά και μου φερθήκανε σπαθί και πολύ εντάξει. Σε λίγο τα οχήματα της αστυνομίας ξεκίνησαν για τα δικαστήρια κι εμένα με πήγαν στο υπόγειο και μ’ έκλεισαν σ’ ένα άδειο κελί. Απ’ το φόβο είχα χεστεί πάνω μου, δεν ήξερα τι με περίμενε.

Πέρασε καμιά ώρα έτσι, μόνος στην αγωνία και την αναμονή, όταν έγινε πάλι το θαύμα. Η πόρτα του κελιού άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνης ο φύλακας άγγελός μου, ο όμορφος μπάτσος. Φορούσε πολιτικά, μάλλον δεν ήταν σε υπηρεσία και το βλέμμα του ήταν αγριεμένο. Άρχισε να με κατσαδιάζει, μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήμουν πολύ χαρούμενος που τον ξανάβλεπα μετά από τόσο καιρό σώο και αβλαβή, σε σημείο που δεν άκουγα τι μου έλεγε. Μόνο ασυναίσθητα ζάρωσα σε μια γωνιά, έκανα τον ψόφιο κοριό και λούστηκα πατόκορφα το χέσιμο. Κατά ένα παράξενο τρόπο, ήξερε όλες τις παλιοδουλειές που έκανα με τον χοντρό και λιγνό, σαν να είχε βάλει ανθρώπους να μας παρακολουθούν ή κάποιο αόρατο μάτι απ’ τον ουρανό. Δεν αρνήθηκα τις κατηγορίες, σκύβοντας μετανοημένος το κεφάλι και κοιτώντας το πάτωμα. Δεν είχαμε άλλη λύση, δικαιολογήθηκα, έπρεπε κι εμείς κάπως να τη βγάλουμε. Θα μου έδινε μια δεύτερη ευκαιρία, είπε, μα ανησυχούσε τι θα έκανα όταν θα με άφηνε ελεύθερο. Ήξερε ότι δεν είχα που να μείνω. Τότε έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα φάκελο. Μέσα είχε τη διεύθυνση μιας ηλικιωμένης κυρίας, η οποία χρειαζόταν βοηθό για το σπίτι. Εκεί θα είχα δωρεάν τροφή και στέγη, μέχρι να βρω κάτι καλύτερο. Τον ευχαρίστησα κι ήμουν έτοιμος να πετάξω τη σκούφια απ’ τη χαρά μου. Ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες και με συνόδευσε μέχρι την έξοδο του αστυνομικού μεγάρου. Μου ευχήθηκε καλή τύχη και να προσέχω. Αν με ξανάπιαναν δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, θα ήταν η τρίτη και φαρμακερή και κατευθείαν για τη στενή. Θα έκανα ότι μπορούσα, θα προσπαθούσα για το καλύτερο, του υποσχέθηκα, χαμογέλασε και χωρίσαμε ευχαριστημένοι, δίνοντας τα χέρια. Στο δρόμο, πηγαίνοντας για το σπίτι της γηραιάς κυρίας, σκέφτηκα ότι τελικά κι αυτός με συμπαθούσε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο. Ίσως επειδή είχα όμορφη και συμπαθητική φατσούλα. Επιπλέον, δεν ήμουν και κάνα κωλόπαιδο.

Η ηλικιωμένη κυρία δεν έμενε μόνη της. Την πόρτα άνοιξε μία όμορφη κοπέλα. Ήταν η νοσοκόμα της, είπε, και όπως έμαθα αργότερα ψυχοκόρη και γενική κληρονόμος της. Η γριά δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Πήρε την κοπέλα απ’ το ορφανοτροφείο, την μεγάλωσε και την σπούδασε. Κι εκείνη της το ανταπέδωσε φροντίζοντάς την. Ήταν θαύμα που σε τέτοια προχωρημένη ηλικία είχε καταφέρει να επιβιώσει μέσα στην πανδημία. Όμως, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, χρειαζόταν και έναν άντρα το σπίτι για να τις προσέχει. Με τον αστυνόμο ήταν παλιοί γνώριμοι, ίσως να είχαν και κάποια μακρινή συγγένεια, δεν πολυκατάλαβα, και του ανέθεσε να της βρει ένα έμπιστο και εχέμυθο άτομο για υπηρέτη. Κι αυτός διάλεξε εμένα. Σίγουρα λοιπόν με συμπαθούσε και ήθελε να με βοηθήσει. Μα όλα αυτά μου φαίνονταν ακατανόητα, σχεδόν παλαβά. Δεν έβγαζα άκρη.

Και η γριά πρέπει να με συμπάθησε. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Όταν με αντίκρισε, μου χαμογέλασε. Αφού σε στέλνει εκείνος, σίγουρα είσαι καλό παιδί, είπε. Την ευχαρίστησα ευγενικά. Δίπλα της χαμογελούσε και η νοσοκόμα. Δεν θα είχα δύσκολα καθήκοντα, ούτε και πολλές υποχρεώσεις. Πιο πολύ με ήθελαν για να ξεκουράζω την κοπέλα, να είναι πιο ελεύθερη, να μπορεί να βγαίνει περισσότερο έξω και να λείπει συχνότερα απ’ το σπίτι. Θα είχε τους λόγους της και πράγματι, έδειχνε χλωμή και κουρασμένη, πολύ εξουθενωμένη. Είχε ωραία μέρα κι ο ήλιος έμπαινε φωτεινός απ’ το παράθυρό της. Η ηλικιωμένη κυρία ήθελε να σηκωθεί και να βγει στο μπαλκόνι. Τη βοήθησα, μου φάνηκε βαριά, σχεδόν ασήκωτη, και την έβαλα να καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι. Το τσούλησα και βγήκαμε έξω. Είχε όμορφη θέα, απέναντι το κάστρο και στα αριστερά ολόκληρη η πόλη στο πιάτο. Τότε με ρώτησε αν είχα ξανάρθει στην περιοχή. Όχι, της απάντησα, δεν θυμόμουν κάτι σχετικό. Καθίσαμε αρκετά λεπτά αμίλητοι, αγναντεύοντας την πόλη. Κρυώνω, είπε κάποια στιγμή, μπήκαμε μέσα και τη βοήθησα πάλι να ξαπλώσει. Είπε στην κοπέλα να μου δείξει το δωμάτιο μου και το υπόλοιπο σπίτι κι έκλεισε τα μάτια. Έδειχνε κουρασμένη και αμέσως την πήρε ο ύπνος ροχαλίζοντας. Περνώντας απ’ το σαλόνι περιεργάστηκα το χώρο και το μάτι μου σταμάτησε σε μια φωτογραφία. Δυο γυναίκες περπατούσαν στην πλατεία και στη μέση ένα μικρό αγόρι. Αυτή είναι η κυρία, μαζί με μια φίλη και το παιδί της, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν σχετικά νέα, μου εξήγησε η κοπέλα. Έλα να σου δείξω τώρα και τα υπόλοιπα. Και μ’ άρπαξε βιαστικά απ’ το μανίκι.

Πράγματι, ο χειμώνας ήτανε βαρύς κι ασήκωτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, μα δεν περνούσα κι άσχημα με τις γυναίκες. Τις περισσότερες δουλειές τις έκανε η κοπέλα, εγώ ήμουν βοηθητικός. Και όποτε έλειπε απ’ το σπίτι μου έδινε όλες τις απαραίτητες οδηγίες. Η γριά ήταν πολύ ευχαριστημένη μαζί μου, αλλά και η νοσοκόμα. Δεν ήξερα αν έχει φίλο, μα τελευταία έπαιρνε συχνά εξόδους και μερικές μέρες γύριζε αργά στο σπίτι. Ένα βράδυ μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσε δίπλα μου κι άρχιζε να με χαϊδεύει. Την κατάλαβα, μα έκανα τον κοιμισμένο. Έβαλε το χέρι της χαμηλά και με ψαχούλεψε στα χαμνά, μα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Με τη γλώσσα της άρχισε να μου γλύφει την τρύπα και να με ερεθίζει. Καύλωσε κι αυτή κι άρχισε να τρίβεται πάνω μου και να βογκάει, φτάνοντας σε οργασμό. Όταν τέλειωσε, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα. Εγώ έμεινα κάπου στη μέση ταραγμένος και αναψοκοκκινισμένος. Με χρησιμοποίησε σαν αντικείμενο ηδονής, μα δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Ίσως κι αυτό να είναι μέσα στα καθήκοντά μου, σκέφτηκα, κι αμέσως ηρέμησα, έπεσαν οι καρδιακοί μου παλμοί και γρήγορα με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα το πρωί δεν σχολιάσαμε το γεγονός, ούτε είδα κάτι περίεργο στο βλέμμα της, σαν να μη συνέβη τίποτα. Όμως δεν επαναλήφθηκε ξανά, δεν ξανάρθε βράδυ στο δωμάτιό μου. Ούτε κι εγώ φυσικά πήγα ποτέ στο δικό της. Και το περιστατικό ξεχάστηκε.

Ένα απόγευμα η γριά με φώναξε δίπλα της. Η κοπέλα έλειπε για ψώνια  και ήθελε να μου πει κάτι εμπιστευτικά. Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει κουβέντα. Θα μου αποκάλυπτε ένα μεγάλο μυστικό απ’ την προηγούμενη ζωή μου, όχι ακόμα, αλλά την ημέρα του πάσχα, τότε θα ερχόταν η ανάσταση για όλους μας. Και μόνο στη σκέψη ότι με ήξερε από πολύ παλιά, μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας κι άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Μα έπρεπε να κάνω υπομονή. Όμως, μπήκε η άνοιξη, ο καιρός βελτιώθηκε, η θερμοκρασία ανέβηκε και μέσα στη μεγάλη βδομάδα των παθών εκείνη ξαφνικά πέθανε ειρηνικά στον ύπνο της και μας άφησε χρόνους. Κι ούτε αναστήθηκε. Από ανακοπή καρδιάς, είπε ο γιατρός, είχε ευτυχισμένο θάνατο. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ ποιο ήταν το μυστικό, ούτε τι γνώριζε για μένα. Στην κηδεία της ήταν και ο αστυνόμος οικογενειακώς, με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Φαινόταν πραγματικά στεναχωρημένος, μα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο η γυναίκα του που με κοίταζε κάπως περίεργα. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα ήρθε στο δωμάτιό μου και κάναμε άγριο και παράφορο σεξ, σαν να μην υπήρχε αύριο. Δεν την ένοιαξε που δεν είχα πούτσα, το ήξερε απ’ την αρχή. Είχα αρχίσει να την ερωτεύομαι και να ελπίζω ότι η συγκατοίκησή μας θα συνεχιζόταν, παρά το θάνατο της γριάς, μπορεί και να παντρευόμασταν, με κουμπάρο τον όμορφο μπάτσο κι έτσι θα λυνόντουσαν τα προβλήματά μου διαμιάς. Όχι πως ήμουν κανένας προικοθήρας της σειράς, μα με αυτές τις όμορφες σκέψεις με πήρε ο ύπνος πλάι στην όμορφη νοσοκόμα.

Όμως, το άλλο πρωί μου ανακοίνωσε με ύφος επίσημο και αυστηρό  ότι δεν χρειαζόταν άλλο τις υπηρεσίες μου κι έπρεπε να της αδειάσω τη γωνιά. Το σπίτι πλέον της ανήκε και όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της πεθαμένης. Είχε γίνει σχεδόν πλούσια. Μου ήρθε νταμπλάς. Την παρακάλεσα να με κρατήσει έστω σαν υπηρέτη ή οικιακό βοηθό, και χωρίς μισθό, ως αμοιβή μου μόνο τροφή και στέγη, μα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Δεν μπορούσε, είπε, είχε άλλα σχέδια για το μέλλον της. Δεν επέμεινα άλλο, μα ήταν μεγάλη πουτάνα, σκέφτηκα. Έτσι, μου έδωσε μια μικρή αποζημίωση, με ευχαρίστησε για τη συνεργασία και με πέταξε κακήν κακώς στους πέντε δρόμους. Πριν φύγω, μου πέρασε απ’ το νου να την στραγγαλίσω, να την κόψω κομματάκια, να την βάλω σε μια μαύρη σακούλα και να την πετάξω στα σκουπίδια, μα αμέσως έδιωξα μακριά κάθε κακή και αποτρόπαια επιθυμία. Δεν ήμουν κάνα κωλόπαιδο, αλλά και για το ενδεχόμενο ότι κάποιος μπορεί να με παρακολουθούσε.      

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Η ΑΠΟΒΟΛΗ


Θυμάσαι, καλέ μου φίλε και παλιέ συμμαθητή, τις τελευταίες μέρες στο σχολείο; Εγώ ναι, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Εσύ, πάλι, όχι, κρίμα που τα ‘χεις ξεχάσει. Κάποτε θα σου τα πω, μήπως και. Είχαν κιόλας αρχίσει οι ζέστες, πρόωρα, μες στον Ιούνη, κι εμείς βιαζόμασταν να αφήσουμε τις σάκες, τα μολύβια και τα βιβλία, να μπουγελωθούμε στο προαύλιο και να αρχίσουμε τα μπάνια και τις ηλιοθεραπείες στην παραλία. Ήμασταν ασυγκράτητοι, ειδικά εσύ, που για την ηλικία μας ήσουν πολύ πιο ώριμος και ζωηρός. Σε θαύμαζα, σε ζήλευα και σε αγαπούσα, είναι αλήθεια. Ασυναίσθητα, μπορεί να ‘μουνα και λίγο ερωτευμένος, κρυφά και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, ήμασταν πολύ παιδιά ακόμα, πολύ άγουρα, δεν ξέραμε από τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια. Όμως, όχι εσύ. Ήσουν όμορφος και στα διαλλείματα οι κοπέλες σε κυνηγούσαν, μονάχα εσένα, μα συνέχεια τους ξέφευγες, δεν καθόσουν να σε πιάσουν και να σε αγγίξουν, να σε χαϊδέψουν και να σε φιλήσουν, να γίνεις το βαρύτιμο τρόπαιο της νίκης τους. Με γρήγορους και περίτεχνους  τις απόφευγες, σαν χέλι ξεγλιστρούσες ανάμεσά τους, παρ’ όλο που οι περισσότερες ήταν δροσερές και όμορφες, ροδοκόκκινες απ’ την προσπάθεια και την έξαψη. Καθόμουν σε μια γωνιά και σε παρακολουθούσα. Μετά ερχόσουν κουρασμένος, μα χαμογελαστός, δαφνοστεφανωμένος νικητής πλάι μου  να πάρεις μια ανάσα. Ο ιδρώτας σου μοσχοβολούσε, το πρόσωπό σου έλαμπε. Αγναντεύαμε μαζί το τεράστιο κτήριο απέναντι, έτσι μας φαινότανε τότε, τρομακτικό και ατέλειωτο. Το φοβόσουν το γυμνάσιο. Μεγάλο σχολείο με μεγάλα παιδιά και πολλούς δασκάλους, έλεγες, σαν να μην ήθελες άλλο να μεγαλώσεις, να απελευθερωθείς απ’ τα δεσμά και τα χαλινάρια της άγουρης ηλικίας μας. Κι έσβηνε το χαμόγελο απ’ το πρόσωπό σου και τα μάτια σου γίνονταν σκοτεινά και μελαγχολικά. Και τότε σ’ αγαπούσα πιο πολύ, αν και δεν στο ‘λεγα, μα ίσως να το ‘χες καταλάβει. Ξαφνικά χτυπούσε το κουδούνι, το διάλλειμα τέλειωνε και ο παλιόγερος ο επιστάτης φώναζε αγριεμένα να μπούμε γρήγορα στις τάξεις μας. Κι έκανε πολύ ζέστη.

Είχε φτάσει η τελευταία μέρα των μαθημάτων. Μέσα στην αίθουσα γινόταν χαλασμός κυρίου, η δασκάλα είχε χάσει πλέον τον έλεγχο, η τάξη είχε διασαλευθεί ανεπανόρθωτα. Μιλούσε για τους κινδύνους του ήλιου και της θάλασσας, τα μέτρα προστασίας που θα ‘πρεπε να παίρνουμε, μα ήτανε για λύπηση, κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαμε όλοι αποθρασυνθεί. Όμως, εμάς είδε μόνο, μπροστά, κάτω απ’ τη μύτη της, στο πρώτο θρανίο, και μας έβγαλε έξω για παραδειγματισμό. Αυτό είναι άδικο, της πέταξες στο πρόσωπο κατάμουτρα και χτύπησες πίσω σου δυνατά την πόρτα. Μετά ξεσπάσαμε στα γέλια. Παραδόξως, δεν είχαμε φάει ξανά αποβολή, είμασταν καλά παιδάκια, μα τώρα άλλο που δεν θέλαμε. Πάμε να κατουρήσουμε, είπες, αλλά πρόσεχε μη μας δει ο επιστάτης. Ευτυχώς, ο κακομούτσουνος κωλόγερος είχε αράξει μέσα στο κιλικίο και λαγοκοιμόταν. Περάσαμε από μπροστά του και χαμπάρι δεν πήρε. Μπήκαμε μαζί στην ίδια τουαλέτα, παραξενεύτηκα, μα ήθελες κάτι να μου δείξεις. Κοίτα εδώ, μου είπες. Έκλεισες τα μάτια κι άρχισες να χαϊδεύεις το τσουτσούνι σου κι αυτό όλο και φούσκωνε, όλο και μεγάλωνε, όλο και κοκκίνιζε. Τρόμαξα, δεν ήξερα από τέτοια, ούτε μπορούσα να μαντέψω τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή. Κάν' το κι εσύ, πρόσταξες, θα σ’ αρέσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντρεπόμουν. Τρέμοντας έσφιξα το πουλί μου μέσα στη χούφτα, παραλίγο να το πνίξω, μα όσο και αν το έτριβα δεν γινόταν τίποτα, παρέμενε μικρό και ζαρωμένο. Τότε το έπιασες εσύ και ως εκ θαύματος άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται σαν κόκκινο μανιτάρι και το δικό σου σαν μελιτζάνα, να λαχανιάζουμε, να νιώθουμε μια γλυκιά ταραχή στο στήθος, να βγάζουμε μια ασυναίσθητη κραυγή και να κατουράω για πρώτη φορά ένα πηχτό ασημένιο υγρό. Έτσι μπράβο, μου είπες, τώρα έγινες άντρας. Κι αμέσως έχυσες κι εσύ και το σπέρμα σου τινάχτηκε μακριά και λέρωσε τη λεκάνη και το πάτωμα κι έγιναν όλα μαντάρα. Μετά γέλασες πολύ. Πάμε να φύγουμε, είπες, πριν μας πάρει είδηση ο κωλόγερος. Βγήκαμε σαν κύριοι από τις τουαλέτες, περάσαμε μπροστά απ’ τον κοιμισμένο επιστάτη και σαν κύριοι σταθήκαμε έξω απ’ την τάξη μας, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι. Κολλήσαμε το αυτί μας στην πόρτα. Ακουγόταν μόνο η φωνή της κυρίας, μα δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Τα υπόλοιπα παιδιά έκαναν απόλυτη ησυχία. Όχι, αυτό είναι άδικο, είπες τότε και γελάσαμε πολύ. Κι αμέσως χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα.      

Ύστερα έφυγες απ’ την πόλη και σε έχασα. Και μεγαλώσαμε, και με ξέχασες, όχι όμως κι εγώ. Οι ζωντανοί χωρισμοί είναι οι χειρότεροι, πονάνε πιο πολύ, μου είχες πει κάποτε, ποιος ξέρει από πού το άκουσες ή το διάβασες. Ήσουν σοφό παιδί. Αν και δεν το κατάλαβα, μου σφηνώθηκε στο μυαλό. Μα σίγουρα και αυτό το ‘χεις ξεχάσει, και καλύτερα. Ίσως κάποτε να στα πω όλα αυτά και να σου φανούν ξένα, περίεργα, μακρινά και απίστευτα. Και τότε να θυμηθείς και να μ’ αγαπήσεις ξανά.


Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ

 

Η αυστηρή καραντίνα κράτησε πολύ, σχεδόν ένα τρίμηνο. Την πέρασα στο μεγάλο πάρκινγκ, πλάι στην παραλία και το νότιο πάρκο της πόλης, μαζί με άλλους άστεγους, αλλοδαπούς, λαθρόβιους και αλήτες, με όσους τουλάχιστον είχαν  γλυτώσει τη μπουζού. Μας είχαν μαντρωμένους, μαζί με τα αδέσποτα, γάτες και σκυλιά, αλλά και τα πουλιά που είχαν ξεφύγει απ’ τον μεγάλο αφανισμό. Η τελευταία πανδημία οφειλόταν στη νόσο των ελεύθερων πτηνών, είχαν αποφανθεί με κάθε βεβαιότητα οι ειδικοί και δόθηκε διαταγή να εξολοθρευθούν. Ξαφνικά, γίνανε όλοι κυνηγοί και ότι πετούσε το πυροβολούσαν, η χαρά των δολοφόνων. Κανονική γενοκτονία, επέζησαν μόνο τα πιο έξυπνα, λίγα περιστέρια, κοράκια, κίσσες και κάποια γλαροπούλια, βρίσκοντας προστασία κοντά μας, στην κιβωτό. Κούρνιασαν στα δέντρα του πάρκου, κρύφτηκαν μέσα σε θάμνους και σώθηκαν. Εκεί δεν πλησίαζε κανείς. Μας θεωρούσαν όλους μιάσματα, μολυσμένους και ετοιμοθάνατους, ότι δεν θα την βγάζαμε καθαρή. Μόνο μια φορά τη βδομάδα έρχονταν και μας άφηναν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, από φιλευσπλαχνία, μην τους πουν και άκαρδους, αλλά κατά βάθος μας είχαν ξεγραμμένους, ανθρώπους και ζώα μαζί. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο καταφέραμε να επιβιώσουμε, αλλά ως εκ θαύματος δεν είχαμε ούτε μία απώλεια, δεν πέθανε κανείς. Όσοι αρρώστησαν είχαν ήπια συμπτώματα και  την σκαπούλαραν. Για μας δεν υπήρχαν νοσοκομεία και κλινικές, ήμασταν καμένα χαρτιά. Στην υπόλοιπη πόλη τα πράγματα ήταν σκούρα. Όπως μαθαίναμε, παρά τον καθολικό εγκλεισμό και τα μέτρα προστασίας, είχε αφανιστεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός. Φυσικά και κάποιοι απ’ τους άρχοντες και τους υψηλά ιστάμενους του τόπου. Ο ιός δεν έκανε εξαιρέσεις, ήταν σχεδόν δημοκρατικός. Και δίκαιος.

Ο καταυλισμό ήταν περιφραγμένος, μα δεν περνούσαμε κι άσχημα, κάτι σαν διακοπές, να πούμε. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά μέχρι και ποτά και τσιγάρα και ναρκωτικά υπήρχαν και άλλες παράνομες ουσίες για τους πιο θεριακλήδες, για αυτούς που τα άντεχαν και το ‘λεγε η περδικούλα τους. Εγώ δεν έπινα τίποτα, ούτε καν καφέ για το πρωινό ξύπνημα. Όμως, δεν είχα κανένα παράπονο. Αν και ήμουν καινούργιος και ξενικός, όλοι μου φέρθηκαν πολύ εντάξει. Μεταξύ άλλων, έκανα και κάποιες φιλίες, ήταν καλοί άνθρωποι. Την ημέρα παίζαμε ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα για να κρατιόμαστε σε φόρμα, εγώ τις περισσότερες φορές φύλαγα το τέρμα, κάποιοι κολυμπούσαν, άλλοι λιάζονταν γυμνοί στην παραλία, οι γυναίκες μαγείρευαν και βάζανε μπουγάδα, μερικοί παίζανε με τις γάτες και τους σκύλους, νεαρούς και παιδιά δεν είχαμε, και τη νύχτα γινότανε άγριο γλέντι, διονυσιακό όργιο σαν να μην υπήρχε αύριο. Του μουνιού το πανηγύρι, όλοι μεθυσμένοι και γαμημένοι μέχρι τελικής πτώσης. Εγώ καθόμουνα σε μια άκρη, τους κοίταζα και ζήλευα. Ήθελα, μα δεν μπορούσα. Μέχρι που ένα βράδυ με πλησίασε μια κοπέλα με χαρακωμένο πρόσωπο και σάπια δόντια, ταλαιπωρημένη, στραπατσαρισμένη και σμπαραλιασμένη, όμως κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Άρχισε να με χαϊδεύει, με έβρισκε όμορφο, είπε και ήθελε να κάνουμε έρωτα. Της εξήγησα το πρόβλημα, μα δεν την ένοιαζε. Δεν είσαι ο μόνος, μου είπε, οι μισοί σχεδόν εδώ μέσα είναι ξεπουτσιασμένοι και ευνούχοι, δεν τρέχει κάτι, όλα στο μυαλό είναι. Σοφά λόγια, η γκόμενα ήταν περπατημένη, ερχόταν από δρόμο και δεν της έφερα αντίρρηση, ούτε αντίσταση. Την άφησα να μου πάρει την παρθενιά. Τα έκανε όλα μόνη της, εγώ μονάχα ξάπλωσα φαρδύς πλατύς στο στρώμα και απόλαυσα τη συνουσία. Με φίλησε στο στόμα και άρχισε να με γδύνει. Μου ξεκούμπωσε και το παντελόνι και άρχισε να γλύφει την πληγή, μου έβαλε και λίγο δαχτυλάκι και μου άρεσε, ερεθίστηκα, έφτασα σε οργασμό και έχυσα για πρώτη φορά από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Πρωτόγνωρο συναίσθημα, μου λύθηκαν τα πόδια και με κυρίευσε μια γλύκα στο στήθος. Έπεσα ξέπνοος στην αγκαλιά της. Μετά μου είπε τι ήθελε να της κάνω, να γίνει και εκείνη και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες. Ήταν σκέτη τίγρης, θεριό ανήμερο, καυλιάρα, θερμή γυναίκα. Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ και το κάναμε, γίναμε περίπου σαν ζευγάρι. Δίπλα της διδάχτηκα τον αυθεντικό και ολοκληρωμένο έρωτα. Τελικά, ήταν ωραίες οι μέρες της καραντίνας. 

Όμως, παράξενο, απ’ το μυαλό μου δεν μπορούσε να βγει η εικόνα του μπάτσου που συνάντησα στην ασφάλεια, εκείνου του όμορφου αξιωματικού της αστυνομίας που αντίθετα με όλες τις προβλέψεις μου φέρθηκε πολύ εντάξει. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε και δεν ήξερα αν ζει ή αν πέθανε. Όποτε πλησίαζε τον φράχτη περιπολικό για έναν τυπικό έλεγχο, έτρεχα προς το μέρος του και κοίταζα με αγωνία το πλήρωμά του. Ποτέ δεν ήταν μέσα. Γύριζα απογοητευμένος στα φιλαράκια και την κοπέλα μου. Δεν ήθελα να του μιλήσω, να του πω κάτι, είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε, ίσως και να μη με θυμόταν το παλικάρι, με τόσους που συναναστρέφεται κάθε μέρα, απλά να δω ότι είναι ζωντανός ήθελα, ότι δεν κινδυνεύει απ’ τη θανατηφόρα γρίπη, έτσι δυνατός και ρωμαλέος που είναι. Δεν ήξερα ούτε καν το όνομά του για να ρωτήσω τους συναδέλφους του, εφόσον έβρισκα λίγο θράσος κι έπεφτα πάνω σε κάποιον φιλεύσπλαχνο αστυνόμο. Κάθε βράδυ ευχόμουν να έρθει στον ύπνο μου, να τον δω έστω και για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, να πούμε δυο κουβέντες, μάταια όμως. Ίσως έφταιγε  που σπάνια έβλεπα όνειρα κι έπεφτα στο κρεβάτι ξερός και αποκαμωμένος. Πάντως, είχα ακούσει πως κάμποσοι μπάτσοι είχαν πεθάνει απ’ τον ιό, καλά να πάθουν οι μπινέδες, φώναζαν κάποιοι χαρούμενα, αλλά εγώ στεναχωριόμουν και ανησυχούσα για κείνον. Και δεν τολμούσα να το πω σε κανέναν μη με πάρουν στο ψηλό. Ότι νοιάζομαι για κωλόμπατσους και μπασκίνες και λοιπές αξιοσέβαστες κωλοτρυπίδες του κράτους, της τάξης και της ασφάλειας. Τότε ίσως και να με παίρνανε και για χαφιέ και όπως ήταν αγριεμένοι δεν το ‘χαν σε τίποτα να με λιντσάρουν και να με περάσουν σουβλάκι. Καλά και άγια παιδιά, αλλά μην τους μπει η υποψία. Γι’ αυτό δεν έβγαλα άχνα. 

Μια μέρα με πλησίασε ένας φίλος κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι. Είχε πάρει γράμμα απ’ τον φυλακισμένο αδερφό του, μα δεν ήξερε να διαβάζει. Όπως και οι περισσότεροι στον καταυλισμό, ήταν αγράμματος, δεν είχε πάει σχολείο. Ο αδερφός του έμαθε να γράφει κάπως και να διαβάζει εκεί μέσα από έναν συγκρατούμενο. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν διαφορετικά, τα τηλέφωνα απαγορεύονταν, το ίντερνετ από καιρό δεν λειτουργούσε για τους πολλούς και μου ζήτησε να του το διαβάσω.

Αγαπιτέ μου αδερφέ ίμε καλά κε το ίδιο ελπίζο κε για σένα. Εδό μέσα ακόμα δεν έχουμε σοβαρά κρούσματα τισ παλιαρόστιασ. Βλέπισ εμίσ τα καθάρματα έχουμε γερί πέτσα κε δεν μασάνε από ιούσ και μικρόβια. Έκσο μαθένουμε γίνετε σφαγί. Πρέπι να ζίσουμε κε να κσανασιναντιθούμε. Δεν ξέρο πότε αλά κάπια στιγμί θα βγο έκσο κε θάρθο να σε βρο. Θάχουμε πολά να πούμε. Τόρα στα γεράματα αναγκάστικα να μάθο γράματα για να σου γράφο. Τα βασικά διλαδί μι περιμένισ πολιτέλιεσ. Ασίνε καλά ένασ σινάδελφοσ που ίμαστε στο ίδιο κελί. Καλό πεδί με βοίθισε πολί και πιστέβο γρίγορα να βελτιοθό. Μου λέι ποσ τα πέρνο τα γράματα κε θα γράπσο κε βιβλίο. Πρέπι να μάθισ κε σι να γράφισ κε να διαβάζισ για να μπορούμε να μιλάμε. Δεν ίνε δίσκολο. Δεν μπορό να σου πο περισότερα. Καταλαβένισ γιατί. ‘Ομοσ θα σου κσαναστίλο γράμα. Αν μπορέσισ γράπσε μου κε σι. Σε φιλό και σε αγαπό πολί. Ο μεγάλοσ σου αδερφόσ.    

Τέλειωσα το γράμμα με πολλές δυσκολίες και κομπιάσματα και κοίταξα τον φίλο μου στα μάτια. Είχε βουρκώσει, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Το δίπλωσα και του το έδωσα στο χέρι. Του είπα, αν ήθελε, να τον μάθω να διαβάζει και να γράφει, δεν θα ήταν μεγάλος κόπος για μένα. Με ευχαρίστησε. Μετά πήρε το τσαλακωμένο χαρτί, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε.