Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


 Πέθανε χτες, το μόνο βέβαιο. Η νύχτα ήταν μεγάλη, μα δεν μπορεί να έκανα λάθος. Και καθόλου δεν μ’ ένοιαζε τι θα έλεγε ο ιατροδικαστής. Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα περισσότερη ή λιγότερη δεν έχει και μεγάλη σημασία. Πάντως, έσβησε πριν της δώδεκα, το ρολόι της εκκλησίας δεν είχε σημάνει ακόμα μεσάνυχτα. Δώδεκα χτύποι θανάτου μέσα στην καρδιά της σκοτεινής νύχτας. Έψαξα το φεγγάρι έξω απ’ το παράθυρο της εντατικής, μα δεν το βρήκα. Κι όμως, τις προηγούμενες νύχτες ήταν εκεί, ψηλά, στο πόστο του, φωτεινό, λαμπερό, μισότρελο, σεληνιασμένο και μου ‘κανε παρέα. Δεν ξέρω, ίσως να ‘φταιγαν τα μαύρα σύννεφα. Ήταν πολύ πυκνά, πολύ χαμηλά, τεράστια, σκέπαζαν ολόκληρο τον ουρανό, τα αστέρια και τους γαλαξίες του σύμπαντος, μπορεί και το φεγγάρι, διόλου απίθανο. Ήμουν λοιπόν ολομόναχος μέσα στην παγερή νύχτα. Μαζί της.

Το προηγούμενο βράδυ είχανε πάρει νεκρό έναν αιωνόβιο γέροντα. Δεν έμαθα από τι, μάλλον από γεράματα, μα και στατιστικά να το δεις ελάχιστοι βγαίνουν ζωντανοί από δω μέσα. Και τότε οι πιστοί χριστιανοί μιλάνε για ένα ακόμα θαύμα, εκεί που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Όμως, για τον ταλαίπωρο γεράκο ο θεός δεν μπορούσε πια να βάλει το χεράκι του. Το κρεβάτι του παρέμενε άδειο. Είχαν αλλάξει σεντόνια και μαξιλαροθήκη και περίμεναν τον επόμενο. Δεν έχασα την ευκαιρία. Ξάπλωσα για λίγο, έκλεισα τα μάτια, σταύρωσα τα χέρια πιάνοντας τ’ αρχίδια μου, όπως κάνουν οι νεκροί μέσα στο φέρετρο, «τώρα εδώ σας γράφω», λένε στους συγγενείς τους. Έμεινα ακούνητος και έκανα κι εγώ τον πεθαμένο. Την τελευταία βδομάδα ήμουν πτώμα στην κούραση, συνέχεια στο πλάι της, ανάμεσα σ’ αυτήν και τον μαθουσάλα, ν’ ακούω τους ρόγχους, τα βογγητά και τις κλανιές του, να πεθαίνει ολομόναχος κι αυτός, χωρίς συγγενείς και φίλους. Έτσι κι αλλιώς δεν τον ένοιαζε, εδώ και χρόνια είχε ολική άνοια, δεν αναγνώριζε κανέναν και κανείς δεν νοιαζόταν. Τότε γιατί τον ταλαιπωρούσαν με μηχανήματα, καλώδια και οξυγόνα, ποιο το όφελος, ρώτησα την νοσοκόμα, μα δεν μου απάντησε. Επειδή έτσι λένε οι κανονισμοί και ο ιερός όρκος των γιατρών. Από ανθρωπισμό. Και κείνη τη στιγμή ο γέρος μας έκλασε ξανά. Γελάσαμε δυνατά.

Το πρόσωπό μου ήταν πολύ χλωμό, για πτώμα θα ήμουν πολύ πιστευτός, μόνο η θερμοκρασία του σώματος με πρόδιδε, ίσως να ‘χα και λίγα δέκατα παραπάνω λόγω της κούρασης. Σκέφτηκα την τρομάρα της νοσοκόμας αν έμπαινε και μ’ έβλεπε σ’ αυτή τη στάση και χαμογέλασα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η καμπάνα και σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα πετάχτηκα όρθιος. Την κοίταξα. Ασάλευτη όπως πάντα, μα πλέον χωρίς σφυγμό, το κούτελο δροσερό και το μηχάνημα ευθεία γραμμή. Βγήκα τρέχοντας στο διάδρομο να φωνάξω την νοσοκόμα. Έφτασε γρήγορα μαζί με τον γιατρό υπηρεσίας, έναν σχετικά νέο και όμορφο άντρα. Ναι, είχε πεθάνει, είπε ο ειδικός. Το πράγμα λοιπόν ήταν τελεσίδικο, δεν έκανα λάθος. Και αναμενόμενο. Μια βδομάδα σε κώμα μετά από ισχυρό εγκεφαλικό, με αδύναμη καρδιά, και πολύ άντεξε. Της βγάλανε τη μάσκα οξυγόνου, τα καλώδια και τα σωληνάκια και σβήσανε τα μηχανήματα. Δεν χρειάστηκε να της κλείσω τα μάτια, μα προτού την σκεπάσουν ολόκληρη με το λευκό σεντόνι της την κοίταξα για τελευταία φορά. Ήταν ήρεμη και χαμογελαστή, έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε. Γελούσε πονηρά και σκανταλιάρικα, όπως τότε που άκουγε τις πορδές του διπλανού της (ίσως να τον ήθελε και για γκόμενο) τα θαύματα της φύσης που έλεγε και νοσοκόμα γελώντας. Τελικά η δύσοσμη διαμαρτυρία των εντέρων είναι η μόνη γνήσια επανάσταση, σκέφτηκα, ακόμα κι ενάντια στο θάνατο. Ο γιατρός με συλλυπήθηκε με μια ζεστή χειραψία κι ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο. Να ζήσω να την θυμάμαι, είπε, και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Έπρεπε να ενημερώσει αρμοδίως για το συμβάν. Τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του. Δεν ξέρω τι έδειχνε η φάτσα μου, μάλλον κούραση και κάποια αμηχανία, μα τα λόγια του μου φάνηκαν ειλικρινή. Δεν τον ήξερα, ούτε τον είχα ξαναδεί στο νοσοκομείο. Και μάλλον δεν θα τον ξανάβλεπα. Έτσι κι αλλιώς, η αποστολή μου εδώ μέσα είχε λήξει. Η νοσοκόμα έμεινε για λίγο μαζί μου. Είχε βουρκώσει. Μου χάιδεψε το χέρι κι έπειτα με αγκάλιασε σφιχτά. Μύρισα το όμορφο άρωμά της και ξαφνικά το ηθικό μου αναπτερώθηκε (έπρεπε να συγκρατηθώ) η κούραση και η λύπη έφυγαν μακριά. Απ’ το πρώτο βράδυ ήταν δίπλα της. Στο καθήκον της.

Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο έπεσα πάνω στα κοράκια. Δεν ξέρω πώς το μάθανε τόσο γρήγορα, ποιος τους ειδοποίησε (τα δυσάρεστα νέα διαδίδονται αστραπιαία) μα έπρεπε να τους αποφύγω. Έτσι κι αλλιώς, τη γυναίκα που μόλις συγχωρέθηκε δεν την ήξερα. Όταν την είδα να σωριάζεται έξω από την πόρτα του ασανσέρ, απλώς κάλεσα το ασθενοφόρο και πήγα μαζί της. Λίγα πράγματα έμαθα γι’ αυτήν απ’ τον διαχειριστή της πολυκατοικίας. Έμενε μόνη, δεν είχε κανέναν δικό της. Δεν μπορώ να καταλάβω γατί μπλέχτηκα σ’ αυτήν την υπόθεση. Στους γιατρούς είπα ότι ήταν θεία μου. Τώρα έπρεπε να γλυτώσω απ’ τους νεκροθάφτες και τους πεθαμενατζήδες. Όσο για τη γυναίκα δεν είχε κάτι περισσότερο να πάθει. Θα την βάζανε για έξη μήνες στον νεκροθάλαμο με τα αζήτητα πτώματα κι ύστερα θα την έχωναν σε ένα λάκκο στο διπλανό νεκροταφείο, γρήγορα και ανέξοδα. Εντάξει, θα πήγαινε άκλαυτη. Μα μικρό το κακό.