Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

ΑΔΕΙΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ


Πέρασαν και φέτος τα χριστούγεννα. Στο καλό και να μας γράφουν! Από παιδί δεν με ενθουσίαζαν ιδιαίτερα. Η έμφυτη μελαγχολία μου δεν συμβιβαζόταν με το χαρούμενο κλίμα των ημερών, με καταπίεζαν. Παρ’ όλο που κάπου κει μέσα, ανάμεσα στις τόσες σπουδαίες και μεγάλες, βρισκόταν ξεχασμένη και η δικιά μου, μικρή και ασήμαντη, ονομαστική μου γιορτή. Κανείς απ’ τους φίλους, γνωστούς και συναδέλφους δεν την γνώριζαν, ούτε κι εγώ την διέδωσα παραπέρα. Ένα μυστήριο δισύλλαβο υποκοριστικό, σαν καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, ήταν το τέλειο καμουφλάζ. Μόνο η μαμά με θυμόταν κάθε χρόνο και μια μακρινή θεια απ’ την πρωτεύουσα. Κανείς άλλος, και είχα την ησυχία μου.  

Ούτε έβαζα στόχους για τον καινούργιο χρόνο, ούτε προχωρούσα σε επώδυνους απολογισμούς και προσωπικές εκθέσεις πεπραγμένων. Τα βαριόμουν όλα αυτά, τα έβρισκα πολύ περιττά, ανούσια και μάταια. Έτσι κι αλλιώς, ότι είναι να γίνει θα γίνει (το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, που λέγανε και οι αρχαίοι μας, γαρνιρισμένο με μπόλικες δόσεις γκαντέμικων αναποδιών) και ότι έγινε δεν μπορεί να αλλάξει ούτε να ξαναγίνει. Δεν υπάρχει λόγος να το σκέφτεσαι το παρελθόν, ειδικά όταν είναι δυσάρεστο και ενοχλητικό. Αναγκαστικά, βαδίζεις στα τυφλά, ελπίζοντας σε κάτι, ψύχραιμος πάντα και προετοιμασμένος για τα χειρότερα. Και ότι βρέξει ας κατεβάσει! Πάντως, ο περσινός χρόνος ήτανε σκατά, ένας απ’ τους χειρότερους της ζωής μου. Ο νέος, ευτυχώς, μπήκε καλά. Πέθανε η μαμά και παραιτήθηκα απ’ τη δουλειά. Είμαι δηλαδή σχεδόν ελεύθερος, με άπειρο χρόνο για πέταμα στη διάθεσή μου. Αν και πρέπει να σκεφτώ σοβαρά και ώριμα με ποιον τρόπο θα τον αξιοποιήσω.

Η κακομοίρα η μαμά ήταν μεγάλη και ταλαιπωρημένη, γριούλα πια, κοντά στα ενενήντα, με πολλά προβλήματα υγείας και αφόρητους πόνους σε όλο της το λειψό κορμάκι. Έκανε όμως υπομονή, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των γιατρών, παίρνοντας κανονικά τα φάρμακά της και γενικά υποφέροντας αξιοπρεπώς τα άθλια γηρατειά της. Της κρατούσα απαλά το χεράκι, της χάιδευα τα λευκά της μαλλιά και τη φιλούσα στο μάγουλο, όπως έκανε κι αυτή όταν ήμουνα παιδί. Με κοίταζε με τα όμορφα γαλανά της μάτια και μου χαμογελούσε. Κάπου κάπου βούρκωνε κιόλας, δεν ξέρω, μπορεί και από ευτυχία. Έτσι κι αλλιώς, δεν μιλούσαμε πολύ. Όμως τον τελευταίο χρόνο, μετά από ένα άσχημο πέσιμο, έσπασε τη λεκάνη της  και κατέπεσε τελείως. Έτσι, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Και την πρωτοχρονιά, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος και οι γείτονες αναβοσβήνανε τα φώτα δίνοντας και παίρνοντας ευχές για υγεία και αγάπη, ξεψύχησε ήρεμα και απλά, δίχως να γίνει πρώτο θέμα στα δελτία των ειδήσεων. Ήμουνα μόνος στο σπίτι. Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι, έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες κι άρχισα να κλαίω, για πολύ ώρα, μέχρι που ξεθύμανα. Έβλεπα ότι πλησίαζε τούτη η ώρα, ήξερα ότι κάποια στιγμή θα ‘ρχότανε, μα δεν μπορείς τόσο εύκολα να το δεχτείς. Πάντα ελπίζεις σε άλλη μια παράταση, σε άλλη μια αργοπορία. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που μ’ αγαπούσε αληθινά, αν και κάποιες φορές όχι με το σωστό τρόπο. Δεν θα άκουγα ξανά απ’ τα χείλη της τα «χρόνια πολλά γιόκα μου, να μου ζήσεις». Πλέον ήμουν μόνος και τουλάχιστον για τις φετινές γιορτές είχα ένα σοβαρό λόγο να είμαι σκυθρωπός και αγέλαστος, κανένας δεν θα μπορούσε να με παρεξηγήσει.

Όταν συνήλθα κάπως πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα που μας καθαρίζει το σπίτι. Στην αρχή παραξενεύτηκε που άκουσε τη φωνή μου, δεν το περίμενε. Της ευχήθηκα καλή χρονιά και χάρηκε. Γιόρταζε την αλλαγή του χρόνου με τα παιδιά της και την οικογένεια της αδερφής της. Άντρα δεν είχε. Την είχαμε χρόνια στο σπίτι, καλός άνθρωπος, από κάποια ταλαιπωρημένη χώρα του πάλαι ποτέ ένδοξου ανατολικού μπλοκ. Όταν της είπα ότι η μαμά πέθανε συγκινήθηκε κι έβαλε τα κλάματα. Σε δέκα λεπτά ήταν στο πλάι της, τη φιλούσε και της χάιδευε τα μαλλιά. Καλέσαμε το ασθενοφόρο, ήρθε γρήγορα και την πήρε. Της είπα να γυρίσει στο σπίτι της, της έδωσα και χρήματα για το ταξί. Εγώ έπρεπε να τρέξω στο γραφείο κηδειών για τα περαιτέρω. Ήξερα ότι με περίμενε μια δύσκολη νύχτα. Έκανε πολύ κρύο και η υγρασία σου περόνιαζε τα κόκαλα. Όμως ο ουρανός είχε γεμίσει από βεγγαλικά που γιόρταζαν με κρότο και λάμψη τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Της καινούργιας ελπίδας. 

Η κηδεία έγινε μετά από δυο μέρες. Λίγος κόσμος. Η οικιακή βοηθός που ήταν όλη την ώρα βουρκωμένη, κάποιοι γείτονες που θεώρησαν υποχρέωσή τους να παρευρεθούν και να μου συμπαρασταθούν και κάποιοι ξεχασμένοι μακρινοί συγγενείς, απ’ τους λιγοστούς που μας είχαν απομείνει,  που δεν ξέρω κι εγώ πως το έμαθαν και ήρθαν. Εγώ πάντως δεν το είπα σε κανέναν. Στην εκκλησία είδα και κάποιες άγνωστες φάτσες που δεν μου θύμιζαν τίποτα. Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε επαφές με συγγενείς και σόγια. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά έκοψε κάθε επαφή με το «βρωμόσογο», όπως το αποκαλούσε, δεν ήθελε πλέον πάρε δώσε μαζί τους. Φαίνεται είχαν παλιές διαφορές και άλυτες παρεξηγήσεις που ποτέ δεν είχα την περιέργεια να μάθω. Καλύτερα έτσι. Κι εγώ την ησυχία μου ήθελα, μπελάς ήταν όλες αυτές οι θειάδες και τα ξαδέρφια. Αλλά και απ’ το δικό της το σόι οι περισσότεροι ήταν από καιρό πεθαμένοι, κάποιοι είχαν μεταναστεύσει σε πλούσιες πολιτείες του εξωτερικού, ενώ άλλοι βρίσκονταν διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη τη χώρα. Δηλαδή, τρέχα γύρευε. Έτσι κι αλλιώς, και η ίδια η μαμά είχε ξεκόψει από όλους αυτούς, κάνα τηλέφωνο μόνο κι αυτό τυπικά για τις ευχές των εορτών. Ο χρόνος μάς είχε απομονώσει εντελώς, ενώ οι κοινωνικές μας επαφές είχαν περιοριστεί στα στενά πλαίσια της γειτονιάς. Μετά την εξόδιο ακολουθία πήγαμε στο νεκροταφείο, χώσαμε τη μαμά στη μεγάλη γούβα πλάι στον μπαμπά και κατόπιν όλοι πέρασαν από μπροστά μου και μου ευχήθηκαν συλλυπητήρια, να ζω να τη θυμάμαι. Δεν ξέρω αν παρεξηγήθηκαν, μα δεν κανόνισα για καφέ της παρηγοριάς, δεν ήθελα. Γύρισα μόνος σπίτι και ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι. Ένα βάρος είχε φύγει από πάνω μου, η τελευταία υποχρέωση. Δεν είχα πλέον κάποιον άλλο κοντινό μου συγγενή για να θάψω και να κλάψω, ενδεχομένως να μην παρευρισκόμουν ποτέ ξανά σε κηδεία, να μην περνούσα καν έξω από εκκλησία. Ένιωθα χαρούμενος και έκανα όμορφα σχέδια για το μέλλον. Όμως ήμουν πολύ κουρασμένος, ένα ανάλαφρο πτώμα που του έλειπαν τουλάχιστον είκοσι ώρες ύπνου. Με κόπο σηκώθηκα και τράβηξα τα παντζούρια, έκλεισα και την μπαλκονόπορτα να μην ακούω τους θορύβους της πλατείας. Επικράτησε σκότος βαθύ και άκρα του τάφου σιωπή. Αμέσως με πήρε ο ύπνος.

Την επομένη πέρασα απ’ τη δουλειά. Η εθελούσια έξοδος που αποφάσισε η σοφή κυβέρνηση του τόπου μου ήρθε γάντι. Ήταν μεγάλη ευκαιρία. Πενήντα χρονών ήμουνα ακόμη, δεν με είχαν πάρει δα και τα χρόνια. Έφευγα την κατάλληλη στιγμή και με μια γενναία αποζημίωση για τις υπηρεσίες που πρόσφερα αγόγγυστα τόσα χρόνια. Οι συνάδελφοι του γραφείου έλεγαν ότι κάνω μαλακία που αποχωρώ με μειωμένη σύνταξη, έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμα να τους τα πάρω όλα. Δεν τους άκουσα. Μια ζωή δημόσιοι υπάλληλοι, καρφωμένοι στις καρέκλες τους, θα γεράσουν εκεί μέσα, σκέφτηκα. Ότι κάποιοι είναι και κάτι κάνουν. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα για το θάνατο της μαμάς, ούτε και αυτοί πρέπει να το έμαθαν. Τέλειωσα γρήγορα κάποιες τελευταίες διατυπώσεις και έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Με κοίταζαν περίεργα. Δεν χαιρέτησα κανέναν. Ούτε θα με ξανάβλεπαν εκεί μέσα. Στο ανήλιαγο μπουντρούμι.

Οι γιορτές λοιπόν έφυγαν, μπήκε ο καινούργιος χρόνος και σιγά σιγά επιστροφή στην κανονικότητα, στην όμορφη καθημερινότητα. Φέτος θα πρωτοτυπήσω, κάνοντας όμορφα σχέδια για το μέλλον. Τέρμα το ξύπνημα απ’ τα ά-γρια χαράματα. Θα σηκώνομαι κατά τις δέκα, θα παίρνω ένα δυναμωτικό πρωινό, θα ενημερώνομαι για τα νέα της ημέρας, θα βγαίνω στα γρήγορα για τα ψώνια της ημέρας, μετά φαγητό, χαλάρωση, ονειροπόληση, διάβασμα και λίγο γράψιμο, μην πάθουμε και υπερκόπωση σ’ αυτή την κρίσιμη ηλικία! Θα αρχίσω να κρατώ ημερολόγιο, όχι ψυχαναγκαστικά, σε καθημερινή βάση, πάντως τακτικά. Όποτε νιώθω την ανάγκη. Όποτε νιώθω ταραχή και συναισθηματική υπερδιέγερση. Όποτε έχω ύπαρξη. Θα είναι ημερολόγια επιβίωσης μέσα στον άδικο, αφιλόξενο και παράλογο κόσμο που αναγκάζομαι να ζω. Για να βρίσκομαι ταυτόχρονα στο εδώ και στο αλλού, για να ξορκίζω το φόβο του θανάτου και τον τρόμο της ζωής, προσπαθώντας να σταματήσω (αλλά και να διογκώσω) τον γαμημένο χρόνο που τρέχει όλο και πιο γρήγορα, για να γίνομαι κάπου κάπου και πάλι παιδί, για να παίζω ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα πλέον δίχως τύψεις και ενοχές. Μικρά κείμενα που θα μπορούσες να τα ονομάσεις και ημερολόγια ευτυχίας, αφού εκείνες τις ώρες της φλογερής έκστασης, σίγουρα θα είμαι χαρούμενος και ευτυχισμένος, παραδόξως, και λίγο αισιόδοξος για το μέλλον, με το ποτήρι διαρκώς μισογεμάτο απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Και κάθε απόγευμα θα βγαίνω για τη μεγάλη βόλτα. Περπάτημα για καμιά ώρα στην πόλη, σπάνια να μπω σε κάνα βιβλιοπωλείο και σίγουρα αποκλείεται να χαζέψω στις βιτρίνες των καταστημάτων, ούτε καν από περιέργεια. Στάση στην κεντρική πλατεία για τον τρίτο καφέ της ημέρας τον φαρμακερό, σε ψηλό σκαμπό στην άκρη της μπάρας, πλάι στην τζαμαρία και με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Τα παιδιά του μαγαζιού θα φοράνε γαλάζιες μπλούζες και θα είναι ευγενικά και εξυπηρετικά. Θα μου χαμογελούν. Τότε θα μπορεί να περάσει ο νεαρός με τα χαρτομάντιλα στο χέρι και στην πλάτη το σακίδιο. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων, θα φοράει πάντα καπελάκι και κάποιες φορές θα μυρίζει ιδρώτα, απλυσιά και σκόνη, άλλες πάλι θα είναι καθαρός, ξυρισμένος και περιποιημένος. Καμιά φορά θα του δίνω κάτι, ανάλογα με τη διάθεση. Τον ξέρω από παλιά.    

 Ναι, μπήκε ο καινούργιος χρόνος και είμαι πολύ ευτυχισμένος. Όμως, ήδη, έφτασε το απόγευμα υγρό και τσουχτερό. Τον χειμώνα ευτυχώς βραδιάζει νω-ρίς. Οι μέρες είναι μικρές κι ασήμαντες, οι νύχτες όμως, αν και σιωπηλές, γεμάτες υποσχέσεις. Εκεί όπου δεν χωράει καμία προφητεία, κανένας προγραμματισμός. Όμως ενδιάμεσα, το ήσυχο σούρουπο, άδειο από έγνοιες και σκοτούρες, άδειο από επιθυμίες και προαισθήματα, είναι πλέον όλα τα λεφτά! Κι εγώ κάθε δεκαεφτά χρόνια να αλλάζω πουκάμισο σαν τα βρωμερά και τρισάθλια φίδια. Μεγαλώνοντας. Γερνώντας.