Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Η ΠΑΡΤΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

                                                        Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα
                                                                                                         Ν.Κ.

Στο υπόγειο του Καρούζου οι τοίχοι είναι υγροί και ξεφτισμένοι, τα έπιπλα λιγοστά, ένα κρεβάτι εκστρατείας από τα χρόνια του εμφυλίου, ένα ερμάριο γεμάτο από  βιβλία και αποκόμματα εφημερίδων, δυο ψάθινες καρέκλες, ένα μικρό τραπέζι. Ο κύριος Νίκος μένει μόνος στο υπόγειο και δεν δέχεται επισκέψεις, πλέον δεν είναι διαθέσιμος. Το ούζο του το πίνει σε πλαστικό κυπελάκι πάντα σκέτο -ξεροσφύρι και χωρίς νερό- και απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο βλέπει τα πόδια να περνούν ασπόνδυλα, χωρίς κεφάλια. Κάπου κάπου ένας κανελής σκύλος στέκεται στο πεζοδρόμιο και τον κατουρά, μα δεν δείχνει να ενοχλείται. Και όταν σκοτεινιάσει για τα καλά, αυτός, ο γιος του χάους και της νύχτας, φοράει το καλό του το κουστούμι και παίρνει αμπάριζα τους δρόμους και τα μπαρ ως το πρωί. Μόνο την Πέμπτη το απόγευμα κάνει μια εξαίρεση, ανοίγει το τάβλι και τον περιμένει. Ο Λοΐζος έρχεται πάντα αργοπορημένος, δίνει ένα σάλτο και μπαίνει μέσα απ’ το παράθυρο. Πίνουνε ούζα, καπνίζουν άφιλτρα και παίζουν πόρτες, πλακωτό και φεύγα, ατέλειωτες παρτίδες όλη νύχτα. Κάποια στιγμή ο Μάνος παίρνει την κιθάρα και παίζει το τελευταίο του τραγούδι ή πιο σπάνια κάποια ξεχασμένη μελωδία του Γιάννη Σεβαστιανού Μπαχ. Αυτός, πάνω στο τσιγαρόχαρτο, γράφει ένα ποίημα και του το χαρίζει. Παραπέρα κάθεται στη γωνιά του, σεμνός κι ακριβοδίκαιος, ο κυρ Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης.  Πίνει αμίλητος το κρασάκι του και τους παρακολουθεί. Είναι ο αυτόπτης μάρτυρας, ο κριτής των τελευταίων ημερών, ο διαιτητής τους. Αυτός, ο ανοξείδωτος, που το πρωί, στο τέλος της κοπιαστικής ολονυχτίας, θα επικυρώσει το αποτέλεσμα.
Ισοπαλία.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ

Ήταν σίγουρα ο καλύτερός του φίλος. Ο μοναδικός. Το φώναζε και το διατυμπανούσε σε κάθε ευκαιρία και καμάρωνε γι’ αυτόν. (Του έλεγε πάντοτε πως κάπως υπερβάλει).
Γνωρίστηκαν τυχαία σε μια ταβέρνα της παλιάς πόλης, κοντά στο κάστρο. Δεν ξέρει πως, μα τον εμπιστεύτηκε και του ανοίχτηκε αμέσως. Εκείνο το βράδυ του μίλησε για τη γυναίκα του –την πρώην- που του γάμισε τη ζωή, για τη δουλειά του στο γραφείο που πλέον δεν αντέχει, για τα παιδιά του που δεν τον καταλαβαίνουν, για όλα. (Άκουγε αμίλητος, φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι).
Φίλους πολλούς δεν είχε πλέον, παντρεύτηκαν και χάθηκαν. Για συνάδελφους ούτε λόγος να γίνεται, όλο μουρμούρες και μισόλογα πίσω απ’ την πλάτη του, θα λέγαν για τον κερατά. Μίλησε και για τα οράματα της νιότης που ρίμαξαν και σάπισαν, για την κοινωνία την καλύτερη που αργούσε να ‘ρθει, για το κόμμα –δεν έλειπε από πορείες και συλλαλητήρια- μα ακόμα δεν είχε χάσει την ελπίδα του. (Έπινε αμίλητος, καρφώνοντας τα μάτια προς την πόρτα).
Τον συμπάθησε αμέσως, δεν ήξερε γιατί. Ίσως για τους γονείς που έχασε μικρός, για τον αδερφό με την παράξενη αρρώστια, γι’ αυτά που ήθελε να κάνει μα δεν μπόρεσε. Για την δική του τη σκλαβιά στην εργασία. Που ήταν μόνος κι αυτός. Ίσως. (Γνώριζε καλά από τέτοια. Του είπε και τα δικά του κοιτώντας τον στα μάτια).
Έγιναν αχώριστοι, κάθε βράδυ μαζί. Ποτά, τσιγάρα, μουσικές και αλητείες, καλαμπούρια, πικρή κουβέντα δεν αλλάξανε. Μα και στις στεναχώριες πλάι, τότε που έχασε τη μάνα του κι αυτός αρρώστησε βαριά. Ήταν σίγουρα ο καλύτερός του φίλος, ο μοναδικός. Το φώναζε και το διατυμπανούσε σε κάθε ευκαιρία και καμάρωνε γι’ αυτόν. (Του ‘λεγε πάντοτε πως κάπως υπερβάλει).
Όταν τα έμαθε του ήρθε πυραμίδα στο κεφάλι, ούτε που του ‘χε περάσει απ’ το μυαλό. Δεν ήθελε να τα πιστέψει, μα του τα είπαν άνθρωποι νοικοκυραίοι, μειλίχιοι μικροαστοί, σοβαροί και μετρημένοι. Κάτι για ύποπτες παρέες, βόλτες παράωρες στα σκοτεινά, συναλλαγές που δεν ενέκρινε καθόλου. «Ξεφτιλίστηκες τελείως, ρεζίλι έγινες», παραμιλούσε. Τουλάχιστον να του τα αρνιόταν κάπως, πως ήταν όλα ψέματα, λόγια του κακού κόσμου, Μα αυτός δεν είχε τίποτα να πει, δεν έπεφτε λόγος σε κανέναν. Καρφί δεν του καιγόταν τι λέει ο ένας και ο άλλος. Σιγά μη του χαλάσουν τη διαγωγή και πάει στράφι η καριέρα του. (Στα αρχίδια του τον έγραφε τον κόσμο).
Τα τηλέφωνα αραίωσαν, οι βόλτες λιγόστεψαν και σιγά σιγά έκοψε παρτίδες. Κάποτε έχασε τελείως τα ίχνη του, είχε αλλάξει και τηλέφωνο. Ίσως να είχε φύγει κι απ’ την πόλη. Κανείς δεν ήξερε. (Τουλάχιστον να τον ξανάβλεπε για να του εξηγήσει).
Συναντήθηκαν ξανά τυχαία μετά από χρόνια. Περπατούσε μόνος και ανάλαφρος, ελαφρά γκριζαρισμένος, μα με μια περίεργη λάμψη στα μάτια. Είχε αφήσει γένια και μακριά μαλλιά, δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει. Πέρασε με τον φίλο του στο απέναντι πεζοδρόμιο, έκανε πως δεν τον είδε, μα δεν μπόρεσε να τον αποφύγει. (Δεν είχε εξηγήσεις).
Είχε παρατήσει τη δουλειά του, πρόωρη σύνταξη για λόγους υγείας. Η εκδίκηση της μαύρης χολής, είπε. Τώρα σπούδαζε τη φύση, τους αριθμούς και τους ανθρώπους, ποτέ δεν είναι αργά. Όχι, δεν είχε παντρευτεί, συνήθισε μόνος. (Αυτή η περίεργη λάμψη στα μάτια).

Αυτός τα ίδια, όπως τα ήξερε. Ίδια δουλειά, ίδια στέκια, τίποτα δεν αλλάζει. Του σύστησε και τον φίλο, εισαγγελέας στο επάγγελμα, δικαστικός καριέρας, δεν είναι σαν τους άλλους, ετούτος ξεχωρίζει. Είναι ο καλύτερός του φίλος, ο μοναδικός. Το φώναζε και το διατυμπανούσε σε κάθε ευκαιρία και καμάρωνε γι’ αυτόν. (Του έλεγε πάντοτε πως κάπως υπερβάλει).