Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ


Όταν άνοιξα τα μάτια είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Έπρεπε να πάω στη λαϊκή, ούτε καφέ δεν προλάβαινα να φτιάξω. Η μέρα δεν ξεκινούσε καλά. Βέβαια πιο πολύ για βόλτα και για χάζεμα πηγαίνω, κι άμα τύχει ψωνίζω και καμιά ντομάτα, κάνα φρούτο, ψιλοπράγματα δηλαδή. Έτσι κι αλλιώς, δεν μαγειρεύω στο σπίτι, απ’ έξω τρώω. Όμως σήμερα είχα αργήσει. Τώρα θα είναι στα μαζέματα, στα τελειώματα και στα φορτώματα, κάποιοι θα έχουν διπλώσει τους πάγκους, μπορεί να έχουν αρχίσει και το σκούπισμα. Έξω ο καιρός είχε μουρλαθεί τελείως. Ψιλόβροχο με ήλιο (τουλάχιστον δεν κάνει κρύο, τα χιόνια στο βουνό έχουν λιώσει) και τι  προφυλάξεις να πάρεις. Θα φορέσω γυαλιά ηλίου, θα πάρω και ομπρέλα, για σιγουριά. Βγαίνοντας φουριόζος συνάντησα τη διπλανή. Χαιρετηθήκαμε και μου ‘σκασε ένα χαμόγελο. Λίγους μήνες έχει στην πολυκατοικία και δείχνει να με γουστάρει. Όποτε κατά τύχη συναντιόμαστε γελάνε και τα μουστάκια της. Αν πάλι βρεθούμε μαζί στο ασανσέρ δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει, καλύτερα να μην το σκέφτομαι, επικίνδυνες καταστάσεις. Η γειτόνισσα είναι νοστιμούλα, μα δεν της δίνω πολλά χνώτα. Ακόμα δεν ξέρω από πού κρατά η σκούφια της και δεν έχω όρεξη για μπελάδες. Με τα χρόνια, σε τέτοια ζητήματα έχω γίνει πολύ προσεκτικός. Παθός μαθός, που λένε και οι αρχαίοι. Όταν βγήκα στον πεζόδρομο δεν χρειάστηκε να ανοίξω την ομπρέλα, η βροχή είχε σταματήσει. Τράβηξα για τον κεντρικό δρόμο, μα ήταν κλειστός με κορδέλες και στολισμένος με γαλανόλευκες σημαίες. Τα μεγάφωνα του δήμου έπαιζαν εμβατήρια. Για άλλη μια φορά λοιπόν πιάστηκα μαλάκας. Ποια λαϊκή και κουραφέξαλα, σήμερα είναι  η εθνική εορτή και επίσημη αργία, πριν από λίγο πρέπει να τέλειωσε και η παρέλαση. Ο κόσμος στα πεζοδρόμια είχε αρχίσει να φεύγει, στο βάθος κάποιοι νεαροί χασκογελούσαν. Η βροχή τους χάλασε την επέτειο και τα ταρατατζούμ, αυτοί όμως απτόητοι. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά μου ένα τζιπ με αξιωματικούς και τρία στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα βαριεστημένους φαντάρους, λες και πηγαίνανε να κάνουν  πραξικόπημα. Χαμογέλασα με την ηλίθια σκέψη μου, έκανα μεταβολή και τράβηξα για το καφενείο.

Ποτέ δεν έδειξα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για παρελάσεις, λιτανείες και άλλες δοξαστικές τυμπανοκρουσίες. Ούτε καν από την τηλεόραση δεν τις έβλεπα. Όταν στις ειδήσεις κάνας κορδωμένος αξιωματούχος έκανε τις επίσημες δηλώσεις τους μιλώντας για εθνική υπερηφάνεια και αναγέννηση του γένους, αμυντική ετοιμότητα της πατρίδας ενάντια στους εχθρούς και άλλες τέτοιες αρλούμπες έβγαζα σπυράκια και άλλαζα κανάλι. Ίσως φταίει που δεν έλαβα την κατάλληλη ηθική διαπαιδαγώγηση απ’ τους γονείς και τους δασκάλους μου, στην περίπτωσή μου απέτυχαν παταγωδώς. Ούτε και φαντάρος πήγα. Στον πατέρα το είχα ξεκόψει έγκαιρα, προτού καν τελειώσω το πανεπιστήμιο. Δεν είχα καμιά όρεξη να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα, να με στείλουν σε κάνα απομακρυσμένο κωλοχώρι και να μου σκοτίζει τ’ αρχίδια ο κάθε κομπλεξικός καραβανάς. Δεν έβρισκα κάποιο σοβαρό λόγο για μια τέτοια ταλαιπωρία. Για να γίνω άντρας και καλός πατριώτης, μη τους χέσω πατόκορφα. Ούτε το γαλάζιο ήταν ποτέ το αγαπημένο μου χρώμα, ούτε τουρκοφάγος ένιωθα, ούτε ήθελα να γνωρίσω καινούργιους τόπους και ανθρώπους. Από παιδί μισούσα τα κουραστικά ταξίδια και τις άσκοπες μετακινήσεις και είχα αποφασίσει και δεν ήθελα να φύγω απ’ την πόλη μου για κανένα λόγο, ούτε για μια μέρα. Όλα αυτά δεν τα είπα στον μπαμπά, όμως τον είδα που μαγκώθηκε, πικράθηκε, μα  δεν μου έφερε αντίρρηση. Λίγο στην αρχή προσπάθησε να μου αλλάξει τη γνώμη, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τα επιχειρήματά του ήταν αδύναμα, το καταλάβαινε κι ο ίδιος. Η μητέρα δεν πήρε θέση. «Αφού δεν θα έχει συνέπειες στην επαγγελματική του σταδιοδρομία» σχολίασε μόνο, χωρίς να γνωρίζω ακόμα για τι είδους καριέρα με προόριζε. Τελικά πήγαμε σ’ έναν γνωστό του ψυχίατρο και πήραμε μια γνωμάτευση για αγχώδεις εκδηλώσεις, καταθλιπτικές διαταραχές, κοινωνικές δυσανεξίες και άλλα πολλά που με καθιστούσαν παντελώς ανίκανο να υπηρετήσω την στρατιωτική μου θητεία και να απομακρυνθώ για οποιοδήποτε λόγο από την οικογενειακή μου εστία. Η κατάστασή μου ήταν κρίσιμη και χρειαζόμουν απεριόριστη φροντίδα και στοργή. Μου έγραψε και κάτι αγχολυτικά που φυσικά δεν πήρα ποτέ. Σήμερα όλα αυτά μου φαίνονται κάπως προφητικά, παρ’ όλο που ουδέποτε είχα μεταφυσικές ανησυχίες. Μετά από λίγους μήνες παρουσιαστήκαμε οικογενειακώς μπροστά στην υγειονομική επιτροπή. Όλη την ώρα παρέμεινα σιωπηλός, σκεφτικός και μελαγχολικός κοιτώντας το πάτωμα. Δεν απάντησα σε καμιά τους ερώτηση, που και που μόνο έσκαγα κάνα πικρό χαμόγελο, μέχρι που μου είπαν ότι δεν με χρειάζονται άλλο, με ευχαρίστησαν για τη συνεργασία μου και βγήκα έξω. Δεν ξέρω τι είπανε με τους γονείς μου, μα με συνοπτικές διαδικασίες πήρα οριστική απαλλαγή από τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, δίχως ψυχοφθόρες αναβολές, εγκλεισμούς σε ιδρύματα και άλλες άσκοπες καθυστερήσεις. Ίσως τους φάνηκε η περίπτωσή μου πολύ σοβαρή, σχεδόν ανίατη και αποφάσισαν να ξεμπερδέψουν μια και καλή με την πάρτη μου. Μετά από πολλά χρόνια έμαθα ότι πάλι είχε μεσολαβήσει κάποιος γνωστός του πατέρα. Έτσι την σκαπούλαρα, αλλά έμεινα ισόβια αγύμναστος και εθνικοπατριωτικά ανεκπαίδευτος.    

«Μπα, τώρα κάνεις ότι δεν μας γνωρίζεις;» άκουσα ξαφνικά πίσω μου μια μοχθηρή φωνή και γύριζα να δω. Η χοντρέλω με τα γυαλιά (σωστό κύτος) και το ηλίθιο βλέμμα κρατούσε απ’ το χέρι δυο αγόρια με κάτι γαλανόλευκες σημαιούλες και προσπαθούσε να χαμογελάσει. «Χρόνια πολλά, δεν με θυμάσαι;» απόρησε. ΟΙ λαπούρες και τα ξίγκια της φαλκονέρας ξεχείλιζαν απ’ όλες τις μεριές και χύνονταν στο πεζοδρόμιο. Η φάτσα της δεν μου ‘λεγε τίποτα, παντελώς άγνωστη. Ήμασταν μαζί στο σχολείο, μου είπε και το επίθετό της, μα και πάλι δεν μπορούσα να θυμηθώ. Έτσι κι αλλιώς, είχα διαγράψει όλα τα μαλακισμένα σχολικά χρόνια απ’ τη μνήμη μου, πρόσωπα και ονόματα συμμαθητών και καθηγητών, από τότε παντελώς αδιάφορα, πόσο μάλλον σήμερα, μετά από τριάντα τόσα χρόνια. Δεν κράτησα με κανέναν τους επαφές και ελάχιστους συνάντησα όλα αυτά τα χρόνια, τυχαία στο δρόμο, ζήτημα να άλλαξα μαζί τους δυο τυπικές κουβέντες και κάνα ψεύτικο χαμόγελο. Και όποτε τους αναγνώριζα έγκαιρα, φρόντιζα να αλλάζω πεζοδρόμιο και να κοιτάω τον ουρανό. Μα αυτή εδώ πραγματικά δεν μου θύμιζε κάτι. Είχε παντρευτεί έναν γνωστό επιχειρηματία της πόλης που τώρα είναι αντιδήμαρχος. Βρισκόταν μαζί του στην εξέδρα των επισήμων, από κει παρακολούθησε όλη τη λαμπρή παρέλαση. Καμάρωνε σαν γύφτικο σκερπάνι και το στόμα της πήγαινε ροδάνι. Είχε αρχίσει να μου πονάει το κεφάλι. Δεν θυμάμαι τι άλλα μου είπε, για κάποιους παλιούς συμμαθητές που είχε κρατήσει επαφές, για την φιλόλογός μας που πρόσφατα πέθανε από καρκίνο και άλλα που δεν συγκράτησα. Μιλούσε αρκετή ώρα, μα δεν της έδινα σημασία, σκεφτόμουν μόνο πώς να της ξεφύγω. «Εσύ πώς τα περνάς, τι κάνεις;» με ρώτησε στο τέλος και περίμενε με ανυπομονησία την απάντησή μου. Της ζήτησα να με συγχωρέσει, γιατί είχα μια δουλειά κι έπρεπε να φύγω. Ήμουν πολύ βιαστικός, της είπα, θα τα πούμε μια άλλη φορά.  Έμεινε άγαλμα να με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. Απομακρυνόμουνα με ελαφρά πηδηματάκια κι ευχόμουν να μην την ξανασυναντήσω μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή άρχισε πάλι να βρέχει και να ρίχνει νερό με το τουλούμι.