Πάντα μ’ αρέσει να περπατώ στη
βροχή,
εκεί κανείς δεν μπορεί να με δει να
κλαίω
Τσάρλι Τσάπλιν
Όλη τη μέρα γύριζε στους
δρόμους σαν αλήτης, με τα βρώμικα παλιόρουχα,
τα παπούτσια δίχως σόλες, χωρίς φράγκο στις τρύπιες του τσέπες, χωρίς
σχέδια για το μέλλον, χωρίς σκοτούρες στο κεφάλι, μα πάντα με το καπέλο και το μπαστούνι
του, και ευγένεια, και περπατησιά με χάρη και κομψότητα, δείγμα καλής ανατροφής
και κάποιας ξεπεσμένης αρχοντικής καταγωγής. Δεν είχε οικογένεια, συγγενείς και
φίλους, μόνος κι έρμος ήταν, μα αγαπούσε τα παιδιά και τους ανήμπορους, ήταν
ευαίσθητος, η αδικία τον πλήγωνε, όλους όσο μπορούσε τους βοηθούσε, ας μην είχε
ποτέ φράγκο μες στη τσέπη. Και ερωτευόταν σφόδρα τις καλές και όμορφες κοπέλες
–το φιλί τους μόνο ζητιάνευε, τίποτα παραπάνω-
πάντα χωρίς ανταπόκριση, χωρίς ανταπόδοση. Μα δεν τον πείραζε, τουλάχιστον
ένα χαμόγελο να του έδιναν, του έφτανε.
Δεν εκτελούσε εργασία
μήτε είχε αφεντικά. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ανάγκες. Μόνο όταν τον έκοβε καμιά
φορά η λόρδα έκλεβε, για να φάει μόνο, τίποτα παραπάνω. Και τους φοβότανε τους
μπάτσους -ίσως και να τους μισούσε- όταν τους έβλεπε να πλησιάζουν το ‘βαζε στα
πόδια. Κι αν τον στριμώχναν στη γωνία και δεν γινότανε αλλιώς, τους κατάφερνε
–αυτός ο αδύναμος μα τόσο σβέλτος- καμιά
κλωτσιά στα παχουλά τους κωλομέρια, καμιά ροπαλιά στο ξερό τους το κεφάλι, και
ξέφευγε.
Και μόλις νύχτωνε, ο
Σαρλώ έπεφτε κατάκοπος για ύπνο, κάτω από κάνα παλιό γεφύρι κι έβλεπε όμορφα
όνειρα. Αύριο θα ξημέρωνε πάλι μια καινούργια μέρα.