Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Ο ΑΛΗΤΗΣ


Πάντα μ’ αρέσει να περπατώ στη βροχή,
εκεί κανείς δεν μπορεί να με δει να κλαίω
                                                                                         Τσάρλι Τσάπλιν

Όλη τη μέρα γύριζε στους δρόμους σαν αλήτης, με τα βρώμικα παλιόρουχα,  τα παπούτσια δίχως σόλες, χωρίς φράγκο στις τρύπιες του τσέπες, χωρίς σχέδια για το μέλλον, χωρίς σκοτούρες στο κεφάλι, μα πάντα με το καπέλο και το μπαστούνι του, και ευγένεια, και περπατησιά με χάρη και κομψότητα, δείγμα καλής ανατροφής και κάποιας ξεπεσμένης αρχοντικής καταγωγής. Δεν είχε οικογένεια, συγγενείς και φίλους, μόνος κι έρμος ήταν, μα αγαπούσε τα παιδιά και τους ανήμπορους, ήταν ευαίσθητος, η αδικία τον πλήγωνε, όλους όσο μπορούσε τους βοηθούσε, ας μην είχε ποτέ φράγκο μες στη τσέπη. Και ερωτευόταν σφόδρα τις καλές και όμορφες κοπέλες –το φιλί τους μόνο ζητιάνευε, τίποτα παραπάνω-  πάντα χωρίς ανταπόκριση, χωρίς ανταπόδοση. Μα δεν τον πείραζε, τουλάχιστον ένα χαμόγελο να του έδιναν, του έφτανε.
Δεν εκτελούσε εργασία μήτε είχε αφεντικά. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ανάγκες. Μόνο όταν τον έκοβε καμιά φορά η λόρδα έκλεβε, για να φάει μόνο, τίποτα παραπάνω. Και τους φοβότανε τους μπάτσους -ίσως και να τους μισούσε- όταν τους έβλεπε να πλησιάζουν το ‘βαζε στα πόδια. Κι αν τον στριμώχναν στη γωνία και δεν γινότανε αλλιώς, τους κατάφερνε –αυτός ο  αδύναμος μα τόσο σβέλτος- καμιά κλωτσιά στα παχουλά τους κωλομέρια, καμιά ροπαλιά στο ξερό τους το κεφάλι, και ξέφευγε.
Και μόλις νύχτωνε, ο Σαρλώ έπεφτε κατάκοπος για ύπνο, κάτω από κάνα παλιό γεφύρι κι έβλεπε όμορφα όνειρα. Αύριο θα ξημέρωνε πάλι μια καινούργια μέρα.   

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 2

                                      
                                                Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
                                                χαρτοπαίζοντας με τον θάνατο στα ψέματα
                                                                            Νίκος Καρούζος     

Τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου κάποτε έτρεχαν πέρα δώθε χωρίς λόγο, παίζανε και γελούσαν, ερωτεύονταν και αγαπούσαν. Τώρα μεγάλωσαν και κουράστηκαν. Και κατάλαβαν –κάπως αργά, βέβαια- πως η ηδονή δεν χορταίνεται. Και η αγάπη αργεί, ίσως και να μην υπάρχει. Πλέον δεν ελπίζουν σε τίποτα, ούτε καν σ’ έναν ευτυχισμένο θάνατο. Έγιναν μονόχνοτοι και υστερικοί, απαισιόδοξοι, αδιάφοροι για όλα. Τελευταίο τους καταφύγιο  η φλεγόμενη ενδοχώρα, εκεί όπου συνήθως –όχι πάντα- έχουν αυτοί τον πρώτο λόγο. Και η τρέλα, ως μοναδική έξοδος κινδύνου. Άλλες δεκαεπτά ιστορίες πένθους και καύλας, ασθμαίνουσες εξεγέρσεις ενός περίκλειστου μέσα απέναντι στη χυδαία και βάρβαρη πραγματικότητα, προσπάθειες μάταιες και αυτοκτονικές, καταδικασμένες εξαρχής σε αποτυχία. Και πάλι, ούτε το κακό ούτε ο θάνατος πρόκειται να νικηθούν.Το βιβλίο έχει τίτλο «ΧΡΟΝΟΣ ΗΜΙ-ΖΩΗΣ» και είναι  αφιερωμένο στους πεθαμένους μου γονείς Θόδωρο και Μαρία. Είναι, αυστηρά, μόνο για φίλους. Καλή και δημιουργική χρονιά, με υγεία και αγάπη!

*Διατίθεται δωρεάν σε μορφή e-book από το www.24grammata.com.