Την τσικνοπέμπτη έγινε
μεγάλος φραμπαλάς. Τρεις οπλισμένοι κλόουν μπήκαν στην τράπεζα της γειτονιάς και
ξάφρισαν στο πι και φι το παραδάκι. Λίγα
μόλις λεπτά κράτησε η επιχείρηση. Βγαίνοντας μοίρασαν κεφάτοι και χαμογελαστοί λουλούδια,
σοκολάτες και γκοφρέτες στους σαστισμένους περίοικους και περαστικούς. Κάποιοι
νεαροί, ενθουσιασμένοι απ’ τον πρόωρο σοκολατοπόλεμο, τους επεφήμησαν αγρίως με
χειροκροτήματα και μπράβο. Γρήγορα οι χαρούμενοι ληστές χώθηκαν στο μασκαρεμένο πλήθος που διασκέδαζε στο
δρόμο και στην πλατεία και χάθηκαν ανάμεσα σε εκατοντάδες κλόουν. Η μπάζα ήταν
γερή και τα σαΐνια της αστυνομίας δεν μπόρεσαν να τους πιάσουν, ακόμα τους
ψάχνουνε. Έγινε μεγάλο ντόρος και αναδείχθηκαν πανηγυρικώς σε ήρωες της ημέρας.
Την επόμενη οι τοπικές εφημερίδες έγραψαν ως συνήθως πολλές μαλακίες. Εκείνη
την ώρα περνούσα τυχαία έξω απ’ την τράπεζα και τα είδα όλα σε απευθείας
μετάδοση. Δώσανε και σε μένα ένα κίτρινο γαρίφαλο και μου ευχήθηκαν καλές
μπούλες. Τους χαμογέλασα κι εγώ, είχαν μεγάλη πλάκα. Μετά από λίγο έφτασαν και
τα κανάλια και πήραν συνέντευξη από κάποιους αυτόπτες μάρτυρες. Ο κάθε χλεχλές
έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη. Εγώ δεν
βγήκα στο γυαλί, έκανα τον ανήξερο και την
κοπάνησα με ελαφριά πηδηματάκια. Ήρθαν και οι μπάτσοι, όπως πάντα τελευταίοι
και καταϊδρωμένοι, έφραξαν τον χώρο με κόκκινες κορδέλες και το κατάστημα σφραγίστηκε.
«Κλειστό λόγω ληστείας», έγραφε το χαρτί πάνω στην πόρτα. Το γεγονός προβλήθηκε
και από τα κεντρικά κανάλια της πρωτεύουσας και για άλλη μια φορά η πόλη μας
έγινε διάσημη στο πανελλήνιο, δεν είναι και λίγο.
Το απόγευμα στο καφενείο
πήγα με το λουλούδι καρφιτσωμένο στο πέτο, σαν καρνάβαλος, μα δε μ’ ένοιαζε. Η κοπελίτσα
του μαγαζιού μου ‘φερε τον καφέ και μου χαμογέλασε. Ακόμα ψήνανε σουβλάκια, τσίκνιζαν
και έπιναν κρασιά και μπίρες. Κάποιοι κουβέντιαζαν για την πρωινή ληστεία, τους
είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Πάντως μεγάλο θράσος ρε παιδιά, φώναζε ο χοντρός
απ’ το διπλανό τραπέζι. Ο κοντός κι ο ψηλός
συμφωνούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους πάνω κάτω. Μαγκιά τους ρε
μαλάκες, την έκαναν γερά τη μπάζα και τώρα τα πουλάκια ταξιδεύουν για τα νησιά
του παραδείσου, συμπλήρωνε με θαυμασμό και δέος ο κοντός. Όχι σαν εμάς που καθόμαστε
εδώ, μινάρουμε και βράζουμε στο ζουμί μας. Για να μας κλαιν’ οι ρέγκες είμαστε.
Πρέπει να του μπήκαν μεγάλες ιδέες στο μυαλό του τύπου, μα δεν εξήγησε παραπέρα
τι εννοούσε. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιες κινηματογραφικές ληστείες δεν γίνονται
κάθε μέρα. Τους ήξερα μόνο φατσικά, απ’ το μαγαζί. Οι τρεις καμπαλέρος. Δεν είχαμε
πολλές παρτίδες και πάρε δώσε, ένα γεια μόνο, μια καλησπέρα, άντε και καμιά
καληνύχτα. Έστηνα όμως αφτί κι άκουγα, με τρόπο πάντα, μην παρεξηγηθώ και με
περάσουν για κάνα ασφαλίτη. Είχανε μεγάλη πλάκα και μου φτιάχνανε το κέφι.
Ειδικά ο κοντός, που το ‘παιζε μεγάλος τσιρίμπασης, κάτι σαν αρχηγός να πούμε.
Και κάθε τόσο έκανε καινούργια μεγαλεπήβολα σχέδια, προσπαθώντας να πιάσει την
καλή. Και τα ξεφούρνιζε στους άλλους. Ήταν τακτικός στο καφενείο, σχεδόν κάθε
απόγευμα, κάπου εδώ κοντά πρέπει να ‘μενε. Τα φιλαράκια του φερτοί και της προσκολλήσεως,
Δεν γνώριζα τι επαγγέλλεται, ούτε από πού κρατά η σκούφια του και τι καπνό
φουμάρει, μα τον έκανα χάζι. Ο τύπος έπλαθε ωραίες ιστορίες με τη φαντασία του.
Ήταν μεγάλος παραμυθατζής.
Το βράδυ είδα στον ύπνο μου
ένα περίεργο όνειρο. Ήθελα, λέει, να σκαρώσω στα φιλαράκια μου μια γουστόζικη
φάρσα που θα την θυμόντουσαν σε όλη τους τη ζωή. Να σκηνοθετήσω την κηδεία μου!
Πήγα σε δυο τρία γραφεία και τους εξήγησα το σχέδιό μου, μα δεν φάνηκαν
συνεργάσιμοι. Εμείς είμαστε σοβαρή επιχείρηση, δεν κάνουμε τέτοια μακάβρια
αστεία, κύριε, δεν τρομάζουμε για πλάκα τον κόσμο, έπαιζε σ’ όλους η ίδια
κασέτα, ούτε συνεννοημένοι να ήταν. Ο επαγγελματισμός τους και η αυστηρή τήρηση
της δεοντολογίας με άφησε άναυδο, δεν το περίμενα. Και δεν τους ζητούσα ούτε πολλά
ούτε δύσκολα, και θα πληρωνόντουσαν καλά και με το παραπάνω. Να τυπώσουν το αγγελτήριο
του θανάτου μου και να το κολλήσουν στη γειτονιά, αυτό μόνο ήθελα. Τελικά έκανα
όλη τη δουλειά μονάχος. Έψαξα και βρήκα ένα υπόδειγμα στο ίντερνετ, το συμπλήρωσα
με τα στοιχεία μου, έβαλα κι ένα ανύπαρκτο γραφείο τελετών «Ο ΑΠΑΝΩ ΚΟΣΜΟΣ» και
το φωτοτύπησα σε καμιά εικοσαριά αντίτυπα. Δεν ήταν κάτι το δύσκολο, γλύτωσα
και τα έξοδα. Όταν νύχτωσε, βγήκα μεταμφιεσμένος σε κλόουν και τα κόλλησα. Η
κηδεία θα γινόταν μεθαύριο στις δώδεκα στην εκκλησία της ενορίας μας. Δεν είχα
ούτε στενούς ούτε μακρινούς συγγενείς, μόνο τα λιγοστά μου φιλαράκια. Και φυσικά
πλήρης ημερών, αυτά έγραφε το κηδειόχαρτο. Ξημερώματα τέλειωσα τη δουλειά και
με κάθε προφύλαξη τράβηξα για το σπίτι. Οι δρόμοι ήταν πήχτρα από όμορφα νιάτα
γεμάτα ορμή και πάθος που έβραζαν. Έπιναν, χόρευαν και τραγουδούσαν, φιλιόντουσαν
και αγαπιούνταν και δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν. Διονυσιακή ατμόσφαιρα, η
χαρά της ζωής. Σε μια σκοτεινή γωνία ένα ζευγάρι είχε ξεβρακωθεί και πηδιόταν
στα όρθια. Τους χάζεψα για λίγο δίχως να με πάρουν είδηση και συνέχισα το δρόμο
μου. Όμως, λίγο παρακάτω, περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν πρόσεξα κι ένα
φορτηγάκι, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έπεσε πάνω μου και με τσάκισε. Το
οδηγούσε ο ψηλός και δίπλα του καθόταν ο κοντός, κρατώντας στο χέρι ένα κίτρινο
γαρίφαλο. Ούτε που σταμάτησαν να δουν τι έγινε, ίσως νόμισαν ότι χτύπησαν κάνα
ψωραλέο σκύλο. Εγώ πετάχτηκα είκοσι μέτρα μακριά και καρφώθηκα σε μια κολώνα. Η
μάσκα μου ‘φυγε απ’ το πρόσωπο, το κεφάλι άνοιξε στα δύο και τα μυαλά μου
χύθηκαν στο πεζοδρόμιο. Μια γκρίζα αλανιάρα γάτα πλησίασε με προφύλαξη και άρχισε
να τα γλύφει και να τα τρώει. Μετά γαντζώθηκε πάνω στο πρόσωπό μου μπήγοντας
βαθιά τα νύχια της στους κροτάφους μου και άρχισε να μασουλάει με βουλιμία
μέσα απ’ το σπασμένο κρανίο. Μπροστά μου στεκόταν η μάσκα, με κοίταζε
και χαμογελούσε. Κάποια στιγμή μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα έξω.
Ξύπνησα τίγκα στον ιδρώτα κι
απ’ το στόμα μου έτρεχαν σάλια. Τι βλέπει κανείς στον ύπνο του. Αφού πλέον δεν
έχω κολλητά φιλαράκια, μου τελειώσανε. Τα σεντόνια και τα σκεπάσματα ήταν πεταμένα
στο πάτωμα και στο κομοδίνο το ρολόι έδειχνε τρεις παρά. Άλλη μια νύχτα είχε
γαμηθεί για τα καλά. Βγήκα στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Έκανε ψοφόκρυο, όμως από
κάτω μια παρέα νεαρών μασκαράδων συνέχιζε το γλέντι τους με μαυροδάφνες στο
χέρι τρεκλίζοντας και παραπατώντας. Οι φωνές και τα γέλια τους πρέπει να με
ξύπνησαν, μα πριν ολοκληρώσω τη σκέψη μου, απ’ το απέναντι μπαλκόνι, φάνηκε
ένας ηλικιωμένος με ριγέ πιτζάμες και άρχισε να τους σκυλοβρίζει. Τι αλήτες τους
είπε, τι χαραμοφάηδες και κοπρίτες και στο τέλος απείλησε ότι αν δεν ξεκουμπιστούν
από κει θα φωνάξει την αστυνομία. Τα
παιδιά απτόητα τον στόλισαν με διάφορα ευφάνταστα μπινελίκια και μου έφτιαξαν
το κέφι βραδιάτικα. Στο τέλος οι μπούλες και οι μασκαράδες αποχώρησαν προς
άγνωστη κατεύθυνση. «Είδες θράσος και αναίδεια τα κωλόπαιδα νυχτιάτικα!», φώναξε
ο κωλόγερος προς το μέρος μου, μα δεν του απάντησα. Έσβησα τη γόπα στο μαραμένο
φυτό της μαμάς και μπήκα μέσα.