Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΩΝ

Την ακολουθούσα από περιέργεια εδώ και κάμποση ώρα, από την κεντρική πλατεία μέχρι τον πεζόδρομο της γειτονιάς μου. Δεν την ήξερα, δεν την είχα ξαναδεί, μα μου έκανε εντύπωση. Τάιζε τα περιστέρια της πλατείας δίπλα στο σιντριβάνι όταν ένα από αυτά ανέβηκε και κάθισε στον δεξί της ώμο. Συνεχίζοντας την βόλτα της,  δεν το έδιωξε. Αλλά ούτε κι αυτό τρόμαξε, μόνο κούρνιαξε πάνω της. Σε όλη τη διαδρομή του έλεγε παιχνιδιάρικα γλυκόλογα  και κάπου κάπου το χάιδευε απαλά. Αυτό διαρκώς ασάλευτο, σαν να κοιμάται. Οι περαστικοί των σκονισμένων δρόμων την κοιτούσαν παράξενα, ενώ μερικοί απ’ αυτούς χαμογελούσαν. Κάποια στιγμή, συνάντησε τρεις φιλενάδες της, μεσόκοπες, στην ηλικία της. Καθόντουσαν, λιάζονταν και έπιναν καφέ. Της φώναξαν και πλησίασε τους. Το περιστέρι την ακολουθεί εδώ και ένα μισάωρο, τους είπε. Αν το ήθελε κι εκείνο, θα το υιοθετούσε. Μάλλον είχε χάσει τον σύντροφό του κι ένιωθε μοναξιά. Τις πρότειναν να καθίσει μαζί τους, να την κεράσουν κάτι, μα αυτή αρνήθηκε. Βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι της και να φροντίσει το γκρίζο πουλί της. Ήταν πολύ χαρούμενη που την εμπιστεύτηκε, σπάνιο για πτηνό. Δεν είχε άλλο κατοικίδιο, αυτό θα ήταν το πρώτο της. Έτσι κι αλλιώς, έμενε μόνη της,  δεν θα ενοχλούσε κανέναν. Θα του παρείχε τροφή και στέγη και κάπου κάπου θα το άφηνε να βγαίνει έξω να κάνει τις ανάγκες του, να μη γεμίσει τον τόπο κουτσουλιές. Και κάθε απόγευμα θα βγαίνανε μαζί βόλτα στην πόλη. Βέβαια, έπρεπε να του βρει κι ένα όνομα. Αν  το φώναζε απλά «πουλί μου!» ίσως κάποιοι πονηροί να την παρεξηγούσαν. Αυτά τους είπε, τις αποχαιρέτησε και συνέχισε τον δρόμο της.

«Πάει, αυτή το ‘χει χάσει!» σχολίασε μία. «Προσέξατε τα παπούτσια της;» συμπλήρωσε μια άλλη. Πράγματι, δεν τα είχα προσέξει. Φορούσε αθλητικά, διαφορετικές μάρκες, το ένα κόκκινο, το άλλο μπλε. Παράξενος συνδυασμός, βέβαια, αλλά οι φιλενάδες της βιάστηκαν να την βγάλουνε τρελή. Ίσως απλά να ξεχάστηκε, φεύγοντας βιαστικά απ’ το σπίτι, και τα φόρεσε βιαστικά. Ίσως πάλι από εκκεντρικότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση ήθελε να προκαλέσει την συντηρητική και καθωσπρέπει κοινή γνώμη. Ίσως πάλι της άρεσε αυτός ο συνδυασμός και ήθελε να τον λανσάρει ως μια καινούργια μόδα. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε σκεφτεί να φορέσει παπούτσια διαφορετικών χρωμάτων. Ήταν πράγματι μια πρωτότυπη ιδέα και θα άρεσε πολύ στην εναλλακτική και προχωρημένη νεολαία μας. Θα μπορούσε να αποφέρει πολλά κέρδη στην εταιρία που θα την υιοθετούσε, παίρνοντας βέβαια και το ανάλογο ρίσκο. Όμως, δεν θα ‘ταν λίγοι και κείνη που θα την έβρισκαν γελοία. Πάντως, θα προκαλούσε συζητήσεις και μεγάλο ντόρο, δηλαδή η καλύτερη διαφήμιση. Μα οι μάρκες ήταν διαφορετικές, κάτι που μπέρδευε την κατάσταση. Ίσως η γυναίκα να ήταν φτωχή, να μην είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι και να φόρεσε ότι βρήκε απ’ τα παλιά της. Ναι, κι αυτή είναι μια εύλογη εξήγηση, πολύ πιθανή. Πάντως, οι φιλενάδες της βιάστηκαν να βγάλουν την ετυμηγορία τους και να την καταδικάσουν ομόφωνα. Ήταν τρελή, θεόμουρλη, είπαν.      

Εκείνη τη στιγμή, λίγο παρακάτω, το γκρίζο περιστέρι σηκώθηκε όρθιο και άνοιξε τα φτερά του για να ξεμουδιάσει. Τότε παρατήρησα κάτι που σίγουρα δεν είχε προσέξει κανένας, ούτε η γυναίκα ούτε οι φιλενάδες της ούτε οι διαβάτες του δρόμου. Του έλειπε ολόκληρο το αριστερό του πόδι, κομμένο από τη ρίζα. Το ανάπηρο πουλί έδωσε μια και πέταξε ψηλά, σκαρφαλώνοντας στα ηλεκτρικά καλώδια. Η γυναίκα με τα αταίριαστα παπούτσια σήκωσε το χέρι της και το χαιρέτησε χαμογελώντας λυπημένα. Όμως, εκείνο ήταν ελεύθερο να αποφασίσει για το μέλλον του. Η γυναίκα αυτό το γνώριζε εξαρχής και το είχε αποδεχτεί. Ο καθένας κάνει κουμάντο στη ζωή του. Μόνο δεν πρόσεξε την μικρή κίτρινη κοτσιλιά που της άφησε στον δεξί της ώμο. Έτσι, ένα ενθύμιο προσωρινής φιλίας.