Επέστρεφα μετά από τριάντα
χρόνια απ’ την εξορία. Χαμηλή πυκνή ομίχλη σκέπαζε ολόκληρη την πόλη, δεν
έβλεπα την μύτη μου. Στα διόδια με περίμεναν οι άρχοντες, παραταγμένοι στη
σειρά. Ήταν τυπικοί, επίσημοι, συγκρατημένοι, οι μόνοι που ξεχώριζαν μέσα σε
όλη αυτή την πάχνη και την καταχνιά. Παρόντες ήταν και οι πέντε, το νυχτερινό
συμβούλιο, οι υπαίτιοι του άδικου εξοστρακισμού μου. Δεν περίμενα να τους
ξαναδώ μπροστά μου. Από τότε ακόμα ήταν υπερήλικες, ενώ εγώ μικρό παιδάκι.
Εκείνο το βράδυ έσφαξαν τους γονείς και τα αδέρφια μου, και όχι μόνο, αφάνισαν
ολόκληρο το σόι, φίλους και συγγενείς. Περιέργως, εμένα δεν με πείραξαν. Δεν
ήξερα τον λόγο, ούτε μου έδωσαν ποτέ εξηγήσεις. Δεν ήταν υποχρεωμένοι. «Όταν
μεγαλώσεις, θα καταλάβεις», είπαν μόνο και με έδιωξαν μακριά.
Δεν περίμενα να τους ξαναδώ
μπροστά μου. Τόσα χρόνια ευχόμουν απ’ τα βάθη της ματωμένης μου καρδιάς τον
βίαιο και μαρτυρικό αφανισμό τους. Όταν πήρα το μήνυμα δεν γνώριζα τον αποστολέα,
ούτε καν πώς με βρήκε. Μα έπρεπε να τον πιστέψω. Έξω απ’ τον φάκελο έγραφε τα
στοιχεία μου, όνομα και επίθετο, εκείνης της μακρινής εποχής, γιατί στο μεταξύ
τα είχα αλλάξει δύο και τρεις φορές. Και πάντα κυκλοφορούσα χωρίς ταυτότητα. Ήθελα
να χάσουν τα ίχνη μου, μα δεν τα κατάφερα, με εντόπισαν εύκολα. Βέβαια, όλα αυτά
τα χρόνια της άσκοπης περιπλάνησης εδώ και κει, είχα έναν αδιόρατο φόβο ότι
κάποιος με παρακολουθεί. Έτσι, χωρίς λόγο. Ότι, όπου κι αν πήγαινα, ερχόταν από
πίσω μου, πως είχε γίνει η σκιά μου. Παρότι ήμουνα παντού και πάντα μόνος κι έρημος.
Ξένος.
Τόσα χρόνια χωρίς ρίζες,
ταυτότητα και προορισμό το μόνο που προσπάθησα ήταν να μάθω ποιος είμαι και
γιατί ζω, να γνωρίσω τον εαυτό μου και να τον καταλάβω. Ελάχιστα θυμόμουν απ’
την προηγούμενη ζωή μου, προτού γίνει το μεγάλο κακό, το άγριο μακελειό, δεν
μπορούσαν να βοηθήσουν τον μεγαλεπήβολο στόχο της ζωής μου. Αυτό που έδινε
σκοπό και νόημα στην ύπαρξή μου. Μα τώρα όλα αυτά διακόπηκαν απότομα, αν και
τίποτα δεν κατάφερα όλον αυτόν τον καιρό. Μάταιη προσπάθεια.
«Εάν θέλεις, μπορείς να
γυρίσεις πίσω», έγραφε το γράμμα, μονολεκτικά, σαν τελεσίγραφο, που όμως σου
έδινε την ελευθερία και το δικαίωμα κάποιας επιλογής. Για μέρες
αμφιταλαντεύτηκα, δεν ήξερα τι να κάνω. Όχι ότι φοβόμουν ακόμα για τη ζωή μου,
μα είχα συνηθίσει στο πέρα δώθε και την αλητεία του κόσμου. Και επιστρέφοντας,
δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Όχι πάντως αυτούς, τους δήμιους. Τελικά το
αποφάσισα. Θα έπαιρνα το ρίσκο μου και θα ξεκίναγα τη ζωή μου (όση μου απέμενε)
ξανά απ’ την αρχή. Και πάλι θα μηδένιζα το κοντέρ, ίσως για τελευταία φορά. Δεν
ήξερα τι να ευχηθώ και σε τι να ελπίζω. Έπρεπε πάλι να βρω έναν τρόπο να ζω.
Δεν με χαιρέτησαν, δεν
έβγαλαν άχνα απ’ το στόμα τους, δεν κουνήθηκαν καν από τη θέση τους. Τους
προσπέρασα βιαστικά και ούτε μια φορά δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου, το είχα
για γρουσουζιά. Μα και φοβόμουν. Έτσι μπήκα ξυπόλυτος και ρακένδυτος σαν
ταπεινός προσκυνητής στην αόρατη πόλη. Δεν φαινόταν διόλου, σαν να μην υπήρχε.
Μα ήξερα καλά πως πλέον ήμουνα μέσα.