Ήταν αχώριστοι. Ζούσανε στην
ίδια γειτονιά, κοντά στο κάστρο, πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο, καθόντουσαν στο
ίδιο θρανίο. Κολλητοί μέχρι παρεξηγήσεως. Κάποια ζωηρά και πονηρά κοριτσάκια,
πρόωρα ξεπεταγμένα, είχαν βγάλει βρώμα ότι οι δυο τους τα είχανε. Μάλιστα, μια
φορά στο διάλλειμα τους είχαν δει να χαϊδεύονται και να φιλιούνται περιπαθώς
μέσα στις τουαλέτες, λέγανε. Όλα ψέματα βέβαια, μικρά άγουρα παιδάκια πού
ξέρανε από τέτοια πράγματα. Μα εκείνα τα παλιοκόριτσα είχαν τρομερή φαντασία
και κακές προθέσεις. Οι δυο φίλοι τις γράφανε στα παλιά τους τα παπούτσια.
«Ναι, τα ‘χουμε, ζηλεύεται;» είχανε πει με ένα στόμα και μια μιλιά στις τρεις πονηρές
καρακαηδόνες και τις αποστόμωσαν. Και που έγιναν κατακόκκινες σαν παντζάρια απ’
την κακία τους και τη ζήλια τους, όταν τους είδαν να φιλιούνται μπροστά τους,
στα αλήθεια αυτή τη φορά. Όλα τα άλλα παιδιά γέλασαν, μα εκείνες αποχώρησαν
συντετριμμένες, ψελλίζοντας μόνο ότι θα το μαρτυρούσαν στη δασκάλα τους για να
τους μαλώσει.
Πέρα από όλα αυτά τα κακοήθη
και ευτράπελα, οι δυο φίλοι έκαναν καλή παρέα. Με τα υπόλοιπα παιδιά δεν είχαν
πολλά πάρε δώσε. Παράξενα αγόρια. Δεν ήθελαν να γίνουν τίποτα όταν μεγαλώσουν (έτσι
απαντούσαν στις αδιάκριτες ερωτήσεις μικρών και μεγάλων) μόνο να φύγουνε απ’
την πόλη και να κάνουνε μαζί ένα μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσουν τον κόσμο
ολόκληρο. Γι’ αυτό και το μάθημα της γεωγραφίας ήταν το αγαπημένο τους. Είχανε
μάθει απέξω κι ανακατωτά όλους τους χάρτες και τα ονόματα, τις πόλεις, τις
θάλασσες, τα βουνά και τα ποτάμια, τα πάντα. Και αγγλικά βέβαια για να μπορούν
να συνεννοούνται με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μόνο σε χώρες που γίνονταν
πόλεμοι, ταραχές, αιματοχυσίες και επαναστάσεις δεν θα πήγαιναν. Ήταν ευαίσθητα
παιδιά, μισούσαν τη βία και την βαρβαρότητα.
Θυμόντουσαν καλά όταν, μαζί
με τους γονείς τους, πήγαν να παρακολουθήσουν μια δημόσια ομαδική εκτέλεση.
Ήταν τραυματική εμπειρία, έκλαιγαν ολόκληρα μερόνυχτα και δεν μπορούσαν να συνέλθουν.
Στην χώρα, μετά από άλλη μία αποτυχημένη εξέγερση και το χάος που ακολούθησε,
είχε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος και την εξουσία είχε αναλάβει μία σκληρή
δικτατορία. Πλέον την πόλη τους κυβερνούσαν
οι πέντε άρχοντες και όλοι, μικροί και μεγάλοι, ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν
τη θανάτωση των αντιφρονούντων για παραδειγματισμό και συμμόρφωση. Είχαν στηθεί
και πάλι γκιλοτίνες στην κεντρική πλατεία, ενώ προηγουμένως γίνονταν φριχτά και
τρομερά βασανιστήρια, δηλαδή επιστροφή στο Μεσαίωνα. Το ποτήρι ξεχείλισε, δεν πήγαινε
άλλο. Τότε πήραν την τελική απόφαση, σίγουρα θα έφευγαν για μακριά. Καλύτερα να
ζήσουν στη ζούγκλα μαζί με τα άγρια θηρία, παρά σε τέτοιες κοινωνίες ανθρώπων,
είπαν με ένα στόμα και μια φωνή. Για την ηλικία τους ήταν πολύ ώριμα παιδιά.
Όμως, τα σχέδιά τους ανατράπηκαν
και δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ο ένας εξορίστηκε ατιμασμένος απ’ την πόλη και
ο άλλος με τη βία κλείστηκε εσώκλειστος από τον αυστηρό του πατέρα στη μεγάλη
των μπάτσων σχολή και έγινε αξιωματικός της αστυνομίας, δηλαδή άνθρωπος του
καθεστώτος και της νέας τάξης πραγμάτων, με λαμπρές προοπτικές για καριέρα και
επαγγελματική εξέλιξη. Δεν του άρεσε η δουλειά του, μα προσπαθούσε να μην το δείχνει,
να είναι τουλάχιστον συνεπής στα καθήκοντά του και να μην δίνει δικαιώματα (ήταν
έξυπνος κι έπαιζε καλά τον ρόλο του) γιατί ανά πάσα στιγμή κινδύνευε το κεφάλι
του. Τα πράγματα είχαν σφίξει πολύ. Κάθε λάθος θα μπορούσε να είναι και το
τελευταίο. Επιπλέον, έπρεπε και να παντρευτεί, να κάνει και δύο παιδιά,
ξεπληρώνοντας έτσι το χρέος του προς το κράτος και την κοινωνία. Όμως, τον καλό
του φίλο, τον παλιό συμμαθητή, δεν τον ξέχασε ποτέ, όπου κι αν εκείνος γύριζε,
όπου κι αν βρισκόταν. Και δεν έχανε τις ελπίδες του, έστω και τυφλές ότι κάποτε
θα τον συναντούσε ξανά. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και τότε θα κάνανε μαζί το μεγάλο
ταξίδι.