Βρήκα το σημείωμα του
ξάδερφου καρφιτσωμένο έξω από την πόρτα μου. Μάλλον κολλημένο με ζιλοτέιπ ήταν.
Δεν ξέρω ποιος του έδωσε την διεύθυνση. Υποπτεύομαι την αδερφή του. Εκείνη
ήξερε πολύ καλά πού μένω. Τελευταία είχαμε περάσει κάμποσες όμορφες βραδιές
μαζί. Μετά βαρεθήκαμε και χωρίσαμε τα τσανάκια μας. Ήταν και μπλεγμένη σε κάτι βρομοδουλειές.
Παλιό απωθημένο από τα χρόνια της εφηβείας. Μα μόλις μου ‘φυγε η μεγάλη κάψα
την σχόλασα κι αυτή κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Το χαρτί ήταν τσαλακωμένο
και κακογραμμένο. Έλεγε πως μόλις βγήκε από την φυλακή κι ήθελε επειγόντως να
με δει. Στο τέλος είχε γράψει και το κινητό του τηλέφωνο.
Άλλοι μπελάδες στο κεφάλι
μου σκέφτηκα. Πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός από το πουθενά. Θυμόμουνα την φάτσα του
αχνά και σίγουρα θα έχει αλλάξει πολύ. Είχα να τον δω σχεδόν σαράντα χρόνια.
Από τότε που ήμασταν παιδιά. Οι μανάδες μας ήταν αδερφές. Δεν ήταν κακός
χαρακτήρας μα δεν ταιριάζαμε και δεν κάναμε πολλή παρέα. Ήταν λίγο κλειστός και
μονόχνοτος. Στην κοσμάρα του και πάντα σκεφτικός. Δεν γελούσε εύκολα. Όταν στα
δώδεκα τον έκλεισαν στο αναμορφωτήριο πρέπει να απόγινε. Αν και δεν είμαι
σίγουρος. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Το μόνο που έμαθα ήταν ότι όταν μεγάλωσε
και ενηλικιώθηκε με το καλό πήρε με τη σειρά όλα τα ευαγή ιδρύματα της κρατικής
μέριμνας και συμμόρφωσης. Φυλακή τρελάδικο και τα ρέστα.
Σκότωσε με ένα
κουζινομάχαιρο τους γονείς του την ώρα που κοιμόντουσαν. Πάπαλα ο θείος και η
θεία. Ωραίος θάνατος και ούτε που το κατάλαβαν. Χάλασε ο κόσμος απ’ το διπλό
φονικό ενός ανήλικου παιδιού. Πρωτοφανές στα χρονικά. Ταράχτηκε η μικρή μας
πόλη σαν να έγινε σεισμός. Οι εφημερίδες έγραψαν τις γνωστές τους βλακείες. Για
ασήμαντη αφορμή και ότι πηγαίνει η νέα γενιά στον γκρεμό και τον όλεθρο. Δεν
έμαθα τους βαθύτερους λόγους και τα πραγματικά αίτια. Στο σπίτι δεν κουβεντιάζαμε
το γεγονός. Για κάμποσο καιρό έπεσε βαρύ πένθος και βουβαμάρα. Μα κι εγώ
σεβάστηκα τον πόνο των γονιών μου και πλέον δεν έκανα αδιάκριτες ερωτήσεις.
Έγινα απέναντί τους πιο προσεχτικός. Με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε και το
κάλυψε η σκόνη του χρόνου. Μα και την ξαδέρφη που ρώτησα πρόσφατα κι εκείνη απέφυγε
να μου απαντήσει. Δεν ήξερε ή μάλλον δεν ήθελε να ξύσει παλιές πληγές. Τώρα
είχε τα δικά της προβλήματα που έπρεπε να φέρει βόλτα. Γι’ αυτό και δεν
επέμεινα. Το μόνο που μου είπε ήταν πως κι αυτή στο τσακ την γλύτωσε. Παρά
τρίχα και θα βρισκόταν στα θυμαράκια πριν την ώρα της.
Τον πήρα τηλέφωνο και
βρεθήκαμε. Τρομάξαμε να γνωριστούμε. Οι πρώτες στιγμές ήταν αμήχανες με έναν
κόμπο στο λαιμό. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία. Με τα πολλά μου ζήτησε να τον
φιλοξενήσω για λίγο καιρό μέχρι να ορθοποδήσει και να δει τι θα κάνει. Να βρει
και καμιά δουλειά. Τόσα χρόνια μπαινόβγαινε μα τώρα δεν ήξερε πού αλλού να
πάει. Οι φίλοι του ήταν φευγάτοι από καιρό. Οι συγγενείς δεν ήθελαν να τον δουν
ούτε ζωγραφιστό. Και με το δίκιο τους. Μα κι η αδερφή του δεν μπορούσε να τον
βοηθήσει. Ήταν κι εκείνη μέσα για ναρκωτικά και κάτι άλλα ψιλά. Ήρθα σε δύσκολη
θέση μα στο τέλος του είπα εντάξει. Χάρηκε και βουρκωμένος έπεσε στην αγκαλιά
μου. Ήμουν η τελευταία του ελπίδα είπε και παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Ξαφνιάστηκα.
Δεν το περίμενα. Όταν συνήλθε κάπως και ηρέμησε του ζήτησα μια χάρη. Αν
μπορούσε και δεν του ήταν δύσκολο. Ήθελα να μάθω τι έγινε εκείνη τη μαύρη μέρα
πριν από σαράντα χρόνια. Εντάξει μου είπε. Κανένα πρόβλημα. Τα θυμόταν όλα πολύ
καλά. Πώς μπορούσε να τα ξεχάσει. Χρόνια ολόκληρα στον ύπνο του έπαιζε ο ίδιος
ολοζώντανος εφιάλτης. Και δεν τα ‘χε πει από τότε σε κανέναν. Ούτε σε
ψυχολόγους ούτε σε ανακριτές. Ούτε καν στους εισαγγελείς και τους δικαστές την
μέρα της δίκης. Δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Έμεινε τελείως σιωπηλός και
ανέκφραστος. Μουγγός. Όσο κι αν επέμεναν και τον φοβέριζαν. Τώρα είχε έρθει η
ώρα να τα βγάλει από μέσα του και να ξαλαφρώσει.
Εκείνο το μοιραίο βράδυ ο
πατέρας γύρισε αργά απ’ το καφενείο και ήταν και κάπως πιωμένος. Η μαμά είχε
στρωμένο το τραπέζι και τον περιμέναμε να φάμε. Κάναμε τον σταυρό μας κι
αρχίσαμε να τρώμε αμίλητοι. Όταν άρχισε να ρουφάει δυνατά την καυτή σούπα του
τσαντίστηκα. Έτσι την απολάμβανε μα μου
‘σπαγε τα νεύρα και μου ‘κοβε την όρεξη. Μου χάλαγε την διάθεση και περίμενα
πότε θα τελειώσει για να σηκωθώ απ’ το τραπέζι και να πάω να κλειστώ στο
δωμάτιό μου. Και δεν τολμούσα να του πω τίποτα. Ήταν αυστηρός και απότομος
απέναντί μου. Εδώ όποτε ξεχνιόμουν και τον φώναζα μπαμπά γινόταν άγριο θηρίο
και μου ‘βαζε τις φωνές. Απ’ την αδερφή μου το δεχόταν ενώ από μένα όχι. Ήθελε
να τον λέω πατέρα και μάλιστα με σεβασμό. Η μαμά τον φοβόταν κι έπαιρνε πάντα
το μέρος του. Κι όποτε με χτυπούσε με την πέτσινη ζωστήρα για ασήμαντες αφορμές
εκείνη ποτέ δεν έμπαινε στην μέση να με υπερασπιστεί. Προσπαθούσα να μην κλάψω
μα δεν τα κατάφερνα πάντα.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό η
μαμά μάζεψε το τραπέζι κι έφερε τον κουμπαρά. Ήταν γεμάτος και είχε έρθει η ώρα
να τον σπάσουμε. Ο μπαμπάς μάζευε τα κέρματα για την δουλειά του. Δούλευε
υπάλληλος σε ψιλικατζίδικο και τα χρειαζόταν. Μάλλον ήταν εντολή του αφεντικού
του. Ήταν πλαστικός κι έγινε δέκα κομμάτια. Τότε φάνηκε το τσιμπιδάκι. Με
αγριοκοίταξε κι εγώ έγινα κατακόκκινος σαν παντζάρι. Με είπε παλιοκλέφτη κι αμέσως
έβγαλε την λουρίδα απ’ τη παντελόνι του. Άρχισε να με δέρνει. Με χτυπούσε στην
μέση και στα πόδια. Οι άλλες είχαν ζαρώσει τρομαγμένες σε μια γωνιά και έβλεπαν.
Εκείνη τη φορά ήμουν θυμωμένος και δεν έκλαψα. Συγκρατήθηκα ηρωικά. Σταμάτησε
όταν κουράστηκε. Μάζεψε αμίλητος τα κέρματα απ’ το τραπέζι και τράβηξε την μαμά
απ’ το χέρι. Πήγαν και κλείστηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Ούτε καληνύχτα δεν μας
είπαν. Μετά από λίγο ακούγαμε βογγητά και αγκομαχητά μέχρι που σταμάτησαν. Εκείνος
άρχισε να ροχαλίζει. Ως μεγαλύτερη η αδερφή μου με μάλωσε και μου είπε να μην
το ξανακάνω. Μετά πήγε κι αυτή για ύπνο.
Έμεινα μόνος στο τραπέζι
κοιτάζοντας μια το τσιμπιδάκι και μια τον κομματιασμένο κουμπαρά. Αύριο θα μας
έφερνε έναν καινούργιο και πάλι από την αρχή. Άρπαξα στο χέρι το μεγάλο μαχαίρι
του ψωμιού και τράβηξα για το δωμάτιό
τους.
