Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί
                                                                                               Φρ. Νίτσε

Στην παλιά εποχή, λέει ο μύθος, τα γένη των ανθρώπων ήταν τρία, το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο. Είχαν σώμα στρογγυλό, τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια, και ένα κεφάλι με δύο πρόσωπα, το ένα απέναντι απ’ το άλλο. Ήταν τότε οι άνθρωποι φοβεροί και τρομεροί και με μεγάλη έπαρση, τόλμησαν ακόμα και με τους θεούς να τα βάλουν. Οι θεοί σκέφτονταν τι έπρεπε να κάνουν μα δεν έβρισκαν λύση. Δεν ήθελαν ούτε να τους αφανίσουν εντελώς, όπως έκαναν με τους γίγαντες –θα έχαναν τις τιμές και τις θυσίες τους- ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται. Τότε είπαν να κόψουν τον καθένα στη μέση και έτσι, ασθενέστεροι και πολυπληθέστεροι, θα τους ήταν πιο χρήσιμοι. Από τότε κάθε άνθρωπος, με σύμμαχο τον έρωτα, ψάχνει να βρει πάλι το άλλο του μισό, να ενωθεί μαζί του και να ξαναγίνει δυνατός. Μα οι θεοί πλέον είναι προσεκτικοί και διαρκώς τους ξεγελάνε. Όσο και να ψάχνουν, δεν πρόκειται να βρουν το άλλο τους μισό. Εκεί τελειώνει ο αρχαίος μύθος που ως συνήθως δεν λέει όλη την αλήθεια. Από την μεγάλη σφαγή κάποιοι, κρυμμένοι στα υπόγεια σκοτάδια, γλύτωσαν και παρέμειναν ολόκληροι. Οι θεοί ακόμη και σήμερα αγνοούν την ύπαρξή τους, μα έτσι κι αλλιώς είναι λιγοστοί, δεν κινδυνεύουν απ’ αυτούς. Είναι αυτοί που δεν έχουν ανάγκη τον έρωτα, γνωρίζουν την απάτη του και φυλάγονται. Έτσι ζουν ολομόναχοι και δυνατοί, μέσα στα σκοτάδια, μακριά απ’ όλους. Μα όλο και λιγοστεύουν.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

Την τραγωδία πρέπει να την ζεις και όχι να την παίζεις
                                                                                                        Ζαν Ζενέ

Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Τον έψαχνε κάθε βράδυ στις πλατείες και τα σκοτεινά σοκάκια, στις πιάτσες των ταξί, στα ουζερί και στα καφενεία που οι γέροι παίζουν τάβλι, στα μπουρδέλα και στα κωλόμπαρα που βρωμάνε πατσουλί και ξεραμένα χύσια, στις ταβέρνες με τα παλιά κρασοβάρελα που απ’ το βάθος ακούγονται λυπημένα μπουζούκια. Παντού. Και στα λιμάνια τον έψαχνε, στα τρένα, στους σταθμούς και στις κρυψώνες που οι αλήτες παίζαν κλέφτες κι αστυνόμους. Κάπου κάπου πέρναγε και απ’ την παλιά του γειτονιά με το σπίτι τους γκρεμισμένο από χρόνια. Κανείς δεν ήξερε, όλοι είχαν από τότε να τον δουν, τον είχανε ξεχάσει. Πρέπει να έχει πεθάνει, είπαν, μα δεν τους πίστεψε και ξεραμένη μουσμουλιά γέλασε ειρωνικά. Όταν κουράστηκε να ψάχνει, εκεί στη μέση της μεγάλης πλατείας –η χοντρή κυρία με τον μπόμπο της κοιτούσαν τρομαγμένοι- λούστηκε με το μπιτόνι της βενζίνης και άναψε τσιγάρο. Ιούλιος μήνας ήταν. Είχε γενέθλια και η ζέστη πολλή.