Ζαν Ζενέ
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Τον έψαχνε κάθε βράδυ στις πλατείες και τα σκοτεινά σοκάκια, στις πιάτσες των ταξί, στα ουζερί και στα καφενεία που οι γέροι παίζουν τάβλι, στα μπουρδέλα και στα κωλόμπαρα που βρωμάνε πατσουλί και ξεραμένα χύσια, στις ταβέρνες με τα παλιά κρασοβάρελα που απ’ το βάθος ακούγονται λυπημένα μπουζούκια. Παντού. Και στα λιμάνια τον έψαχνε, στα τρένα, στους σταθμούς και στις κρυψώνες που οι αλήτες παίζαν κλέφτες κι αστυνόμους. Κάπου κάπου πέρναγε και απ’ την παλιά του γειτονιά με το σπίτι τους γκρεμισμένο από χρόνια. Κανείς δεν ήξερε, όλοι είχαν από τότε να τον δουν, τον είχανε ξεχάσει. Πρέπει να έχει πεθάνει, είπαν, μα δεν τους πίστεψε και ξεραμένη μουσμουλιά γέλασε ειρωνικά. Όταν κουράστηκε να ψάχνει, εκεί στη μέση της μεγάλης πλατείας –η χοντρή κυρία με τον μπόμπο της κοιτούσαν τρομαγμένοι- λούστηκε με το μπιτόνι της βενζίνης και άναψε τσιγάρο. Ιούλιος μήνας ήταν. Είχε γενέθλια και η ζέστη πολλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου