Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 3


Να είσαι επιεικής με τους ανθρώπους γιατί δεν
ξέρεις αν στην νιότη τους υπήρξαν ευτυχισμένοι
                                                            Φ. Σ. Φιτζέραλντ


Οι ήρωες αυτού του βιβλίου  δραπέτευσαν απ’ τις σελίδες ενός παράταιρου ιστολογίου, θνησιγενούς εξαρχής –ούτε δυο χρόνια δεν κράτησε η λειτουργία του- με μηδενική αναγνωσιμότητα, που παρ’ όλα αυτά κατάφερε να εκπληρώσει ικανοποιητικά σχεδόν την αποστολή του. Τριάντα τέσσερα σκόρπια κείμενα, λοιπόν, ξέφτια και ρετάλια μιας λίγο πολύ προσωπικής μυθολογίας, ασήμαντα βέβαια, υπό αυστηρούς όρους ποιητικής  -όπως και όλα τ’ άλλα-  που απλά δεν βρήκα το κουράγιο να τα πετάξω στο καλάθι των αχρήστων. Το βιβλίο έχει τίτλο «ΚΟΤΣΙΛΙΕΣ» και αφιερώνεται στους λυπημένους που δεν θα το διαβάσουν. Είναι κι αυτό αποκλειστικά μόνο για φίλους και επισήμως θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο 2018 με τον τρόπο των προηγουμένων.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΚΟΥΚΑΚΙ-ΕΞΑΡΧΕΙΑ


Βόλτα μακρινή περπατητή με πονεμένο πόδι. Όπως κάθε απόγευμα. Το σκοτάδι σιγά σιγά βαραίνει, τα μαγαζιά ακόμα ανοιχτά. Περνάει μέσα απ’ την αρχαία αγορά, ο βράχος ψηλά  φωτισμένος. Το κρύο δριμύ, οι διαβάτες λιγοστοί. Οι τουρίστες μετρημένοι στα δάχτυλα, ένα ζευγάρι χαμογελά, μια παρέα νεαρών, έντονες χειρονομίες και φωνές βαρβαρικές. Σύντομη επίσκεψη σε δυο κεντρικά βιβλιοπωλεία, άδεια κι αυτά. Νέες κυκλοφορίες στη βιτρίνα, ασήμαντες, χωρίς ενδιαφέρον. Κάτω απ’ το υπόστεγο,  ο άστεγος διαβάζει ένα βιβλίο. Δεν ζητιανεύει, δεν παραπονιέται. Πλησιάζει στην πλατεία. Μια γωνία πιο πριν πάνω σε παλιό γνωστό. Χαιρετιούνται βιαστικά χωρίς να σταματήσουν. Σπάει το κεφάλι του που τον ξέρει, μα δεν μπορεί να τον θυμηθεί. Η πλατεία έχει κόσμο μα είναι νεκρή. Όλα σε αργή κίνηση και σε δυο μεριές αναμμένες φωτιές. Βρωμάει κάτουρο μπύρας και χαλασμένο χασίσι. Θάνατο. Οι κόγχες των ματιών άδειες, τα σώματα καμπουριαστά. Προσπερνάει γρήγορα με σφιγμένο στομάχι. Δεν θα ξαναπεράσει απ’ την πλατεία,  ορκίζεται ξανά.  Στο δρόμο της επιστροφής, χωρίς να το καταλάβει, φτάνει στους τσολιάδες, έχει αλλαγή φρουράς. Μια κλούβα της αστυνομίας έξω απ’ το προεδρικό μέγαρο, οι μπάτσοι κρυώνουν και παίζουν με τα κινητά τους. Δεν του δίνουν σημασία, λες και είναι αόρατος, ακίνδυνος καλύτερα. Παρακάτω, μέσα στα δέντρα, υποχρεωτική στάση για κατούρημα. Η τσίχλα και ο καφές είναι διουρητικές. Το πάρκο σχεδόν άδειο, δυο σκιές μόνο, κανένας γνωστός. Κουρεμένο και ξεριζωμένο, είκοσι χρόνια τώρα δεν το έχει ξαναδεί έτσι. Περνάει βιαστικά από μέσα και ξαναβγαίνει στο φως. Η λεωφόρος γεμάτη αμάξια, τα μαγαζιά από ώρα κλειστά, ουρά οι ταξιτζήδες στην πιάτσα. Οι κοπέλες του δρόμου χαμογελούν, γι’ αυτόν είκοσι ευρώ μόνο. Δυο ώρες περπάτημα, το πόδι αρχίζει να τον ενοχλεί, κουτσαίνει ελαφρά. Θα κάνει ένα καυτό μπάνιο, θα χαζέψει στο ίντερνετ και θα πέσει ψόφιος για ύπνο.  

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟΣ


Η βιβλιοθήκη είχε μόλις ανοίξει. Ανέβηκε τρέχοντας τα εξήντα δύο σκαλοπάτια της, τόσα ήταν, τα είχε τσεκάρει αρκετές φορές, μα για σιγουριά, κάθε φορά τα ξαναμετρούσε. Κι αυτή τη φορά, ανέβηκε τρέχοντας και λαχάνιασε. Ήταν πρωί ακόμα, έβρεχε, ο ήλιος δεν είχε βγει. Δεν ίδρωσε πολύ, μόνο που του κόπηκαν τα πόδια απ’ την τρεχάλα. Η εξώπορτα του κτηρίου ήταν μισάνοιχτη, μέσα δεν υπήρχε ψυχή, μόνο την καθαρίστρια πρόσεξε, που κείνη την ώρα έφευγε. Του κούνησε το χέρι και του χαμογέλασε, σήμερα ήταν ευδιάθετη. Κοίταξε άλλη μια φορά τριγύρω και μπήκε μέσα διστακτικά. Πίσω απ’ τον γκισέ του δανεισμού, είδε την υπεύθυνη καθισμένη, ίσα που φαινόταν το κεφάλι της. Ευτυχώς, δεν τον πρόσεξε. Την άλλη φορά τον είχε διώξει κακήν κακώς, με κλοτσιές και φωνές η θεόμουρλη, δεν ήταν βλέπεις  ούτε καν εξωτερικός χρήστης, κατά λάθος είχε μπει. Είχε χάσει το δρόμο του πάλι, αυτή του μίλησε κάπως άσχημα, απότομα, «ουστ, βρωμιάρη, στο διάολο, έξω από δω!» τον κυνήγησε μέχρι τα σκαλιά κάτω, και οι φοιτητές τριγύρω γελούσαν με το χάλι του. Είχε φύγει κατατρομαγμένος τότε, με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Ευτυχώς, αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανείς να γελάσει μαζί του, είχε βέβαια πάλι χάσει το δρόμο του, μα κείνη η υστερικιά κυρία πίσω από τον πάγκο σήμερα δεν τον πήρε χαμπάρι. Μπήκε μέσα ανενόχλητος και ανέβηκε τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο, με κάποια προφύλαξη βέβαια. Πάντα, όταν έμπαινε σε κλειστούς χώρους φοβόταν, έτρεμαν τα πόδια του απ’ την αγωνία, μα δεν έκανε πίσω. Ήταν λίγο περίεργος δηλαδή. Και του το ‘λεγε κι η μάνα του, «μια μέρα, θα το φας το κεφάλι σου». Αυτός ξεροκέφαλος, δεν άκουγε τίποτα, απομακρυνόταν απ’ τους δικούς του και αλήτευε. Κι όπου τον βγάλει ο δρόμος.   
Κι ο δεύτερος όροφος ήταν ολότελα άδειος. Σιγή νεκρική, όπως ταιριάζει σε τέτοιους χώρους. Πλησίασε τα ράφια με τα βιβλία και προσπάθησε να διαβάσει στη ράχη τους  τον τίτλο, να δει σε τι αναφέρονται.  Δεν τα κατάφερε. Ήταν γραμμένα σε άγνωστη γλώσσα, ακαταλαβίστικη, δεν έβγαζε άκρη. Όχι ότι ενδιαφερόταν για κάτι συγκεκριμένο, έτσι, μέχρι να περάσει η μπόρα. Και από περιέργεια βέβαια. Στη μέση του διαδρόμου ήταν πεσμένο ένα, μόνο του και ανοιγμένο στη μέση. Το μύρισε, το έγλυψε και το δάγκωσε. Δεν είχε πολλές σελίδες, χωρούσε στα δόντια του και άρχισε να το μασουλάει. Του άρεσε η γεύση του χαρτιού. «Ουστ, κοπρόσκυλο, πάλι εδώ είσαι;» άκουσε ξαφνικά  τη γνώριμη γυναικεία φωνή και άρχισε να τρέμει απ’ το φόβο του. Γύρισε το κεφάλι του πίσω και την είδε να τρέχει κατά πάνω του κρατώντας ένα σκουπόξυλο. Με το βιβλίο ανάμεσα στα δόντια, το έβαλε στα πόδια. Έτρεχε μέσα στους διαδρόμους όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χανόταν στον ατέλειωτο λαβύρινθο, γλιστρούσε, σκόνταφτε σε καρέκλες και τραπέζια, έπεφτε, δεν μπορούσε να βρει την έξοδο, να ξεφύγει. Αυτή φώναζε βοήθεια, από κάποια γραφεία βγήκαν τρεις άντρες. Άρχισαν όλοι να τον κυνηγούν, προσπαθούσαν να τον περικυκλώσουν, να τον απομονώσουν, να τον ακινητοποιήσουν σε κάποια γωνιά. Και πάλι ο μπόγιας θα ήταν το πεπρωμένο του, είχε ξαναδεί αυτό το κακό όνειρο, ευτυχώς πάντα δραπέτευε, του άρεσε η ελευθερία, την πρώτη φορά όμως που τον είχανε στειρώσει τη θυμότανε καλά.

Κάποια στιγμή όπως έτρεχε, είδε ανοιχτή μια λευκή πόρτα και μπήκε μέσα. Βρέθηκε στην τουαλέτα . Ήταν λάθος του, εγκλωβίστηκε. Τώρα τους έβλεπε στην πόρτα λαχανιασμένους να κρατάνε το στομάχι τους και να τον κοιτάνε με άγριες διαθέσεις. Και τότε του ήρθε η ιδέα. Έτρεξε προς τη λεκάνη, κράτησε καλά την αναπνοή του και βούτηξε μέσα. Ήξερε καλό κολύμπι, μόνο που ο σωλήνας της αποχέτευσης ήταν πολύ στενός, ίσα που χωρούσε, φοβόταν μήπως σε κάποιο σημείο της διαδρομής σφηνώσει. Και το βιβλίο του θα βρεχόταν, θα έλιωνε, έπρεπε να θυσιάσει τον χάρτινο μεζέ του, δεν είχε άλλη επιλογή. Όμως δεν ήξερε και που θα τον οδηγήσει αυτή η σκουλικότρυπα. Ίσως σε κάποιο άλλο, παράλληλο σύμπαν, εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από δω, ποιος ξέρει, μα σε λίγα δευτερόλεπτα θα μάθαινε. Οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης κοιτούσαν απορημένοι μέσα στη λεκάνη. Στο τέλος, χαμογέλασαν, τράβηξαν το καζανάκι και γύρισαν στα γραφεία τους.