Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΚΟΥΚΑΚΙ-ΕΞΑΡΧΕΙΑ


Βόλτα μακρινή περπατητή με πονεμένο πόδι. Όπως κάθε απόγευμα. Το σκοτάδι σιγά σιγά βαραίνει, τα μαγαζιά ακόμα ανοιχτά. Περνάει μέσα απ’ την αρχαία αγορά, ο βράχος ψηλά  φωτισμένος. Το κρύο δριμύ, οι διαβάτες λιγοστοί. Οι τουρίστες μετρημένοι στα δάχτυλα, ένα ζευγάρι χαμογελά, μια παρέα νεαρών, έντονες χειρονομίες και φωνές βαρβαρικές. Σύντομη επίσκεψη σε δυο κεντρικά βιβλιοπωλεία, άδεια κι αυτά. Νέες κυκλοφορίες στη βιτρίνα, ασήμαντες, χωρίς ενδιαφέρον. Κάτω απ’ το υπόστεγο,  ο άστεγος διαβάζει ένα βιβλίο. Δεν ζητιανεύει, δεν παραπονιέται. Πλησιάζει στην πλατεία. Μια γωνία πιο πριν πάνω σε παλιό γνωστό. Χαιρετιούνται βιαστικά χωρίς να σταματήσουν. Σπάει το κεφάλι του που τον ξέρει, μα δεν μπορεί να τον θυμηθεί. Η πλατεία έχει κόσμο μα είναι νεκρή. Όλα σε αργή κίνηση και σε δυο μεριές αναμμένες φωτιές. Βρωμάει κάτουρο μπύρας και χαλασμένο χασίσι. Θάνατο. Οι κόγχες των ματιών άδειες, τα σώματα καμπουριαστά. Προσπερνάει γρήγορα με σφιγμένο στομάχι. Δεν θα ξαναπεράσει απ’ την πλατεία,  ορκίζεται ξανά.  Στο δρόμο της επιστροφής, χωρίς να το καταλάβει, φτάνει στους τσολιάδες, έχει αλλαγή φρουράς. Μια κλούβα της αστυνομίας έξω απ’ το προεδρικό μέγαρο, οι μπάτσοι κρυώνουν και παίζουν με τα κινητά τους. Δεν του δίνουν σημασία, λες και είναι αόρατος, ακίνδυνος καλύτερα. Παρακάτω, μέσα στα δέντρα, υποχρεωτική στάση για κατούρημα. Η τσίχλα και ο καφές είναι διουρητικές. Το πάρκο σχεδόν άδειο, δυο σκιές μόνο, κανένας γνωστός. Κουρεμένο και ξεριζωμένο, είκοσι χρόνια τώρα δεν το έχει ξαναδεί έτσι. Περνάει βιαστικά από μέσα και ξαναβγαίνει στο φως. Η λεωφόρος γεμάτη αμάξια, τα μαγαζιά από ώρα κλειστά, ουρά οι ταξιτζήδες στην πιάτσα. Οι κοπέλες του δρόμου χαμογελούν, γι’ αυτόν είκοσι ευρώ μόνο. Δυο ώρες περπάτημα, το πόδι αρχίζει να τον ενοχλεί, κουτσαίνει ελαφρά. Θα κάνει ένα καυτό μπάνιο, θα χαζέψει στο ίντερνετ και θα πέσει ψόφιος για ύπνο.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου