Είμαι
με τον μοναχικό άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός
Ζαν Ζενέ
Εκείνη τη μέρα έριχνε διαολεμένο ψιλόβροχο, ασταμάτητα, η υγρασία σου
περόνιαζε τα κόκαλα. Στην πύλη δεν με περίμενε κανείς. Ο αρχιφύλακας μου ‘δωσε
το χαρτί στο χέρι κι ευχήθηκε «καλή κοινωνία», τυπικά, όπως συνηθίζεται σ’
αυτές τις περιπτώσεις. Δεν του ‘πα τίποτα. Έριξα το σάκο στον ώμο και βγήκα
έξω. «Στο λιμάνι», έδωσα διαταγή στον ταξιτζή, αν και ήξερα ότι αυτή την ώρα το
μπαρ είναι κλειστό και κείνη κοιμάται. Απλά, δεν είχα και που αλλού να πάω. Ευτυχώς
που σ’ όλη τη διαδρομή ο οδηγός δεν μ’ ενόχλησε, παρέμεινε μουγγός και άκεφος. Κάποια
στιγμή του είπα να κλείσει και το ράδιο και υπάκουσε αμέσως χωρίς αντιρρήσεις
και μορφασμούς αποδοκιμασίας. Σίγουρα, ότι είχα μόλις αποφυλακιστεί έπαιξε το
ρόλο του. Οι γυαλοκαθαριστήρες γύριζαν αργά και πένθιμα, κι εγώ κοιτούσα απ’
έξω τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους, τα κτίρια, τις πολύχρωμες ομπρέλες, τους
βρεγμένους σκύλους, τις στάλες πάνω στο παμπρίζ που κατρακυλούσαν νωχελικά κι
αυτές, όπως στα όνειρα. Μα δεν μ’ ένοιαζε.
Μετά από δεκαεφτά χρόνια, ρουφούσα και πάλι βαθειά τη μυρωδιά της βροχής και τη μπόχα του τσιμέντου,
αυτό μου ήταν αρκετό. Έτσι κι αλλιώς, τέτοια ώρα, εκείνη θα κοιμόταν ακόμα.
Ο δρόμος είχε κίνηση, κάναμε καμιά ώρα να φτάσουμε. «Τα ρέστα δικά σου», του
είπα, μόλις μπήκαμε στο στενό και το
πρόσωπό του ταρίφα φωτίστηκε. Με ευχαρίστησε, έβαλε μπρος και έφυγε. Το μαγαζί,
πράγματι, ήταν ακόμα κλειστό. Κάθισα στο καφενείο απέναντι , πλάι στη τζαμαρία.
Ήταν εντελώς άδειο, μόνο το γκαρσόνι με τον δίσκο, ψιλόλιγνο, ευγενικό, γύρω
στα είκοσι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, άτριχο στέρνο, χλωμό σαν πτώμα. Άναψα
τσιγάρο και παράγγειλα ούζο, διπλοσκέτο, να κάψω το λαρύγγι μου. Το κατέβασα
μονοκοπανιά και ζήτησα άλλο ένα, δύο, τρία. Η βροχή επιτέλους είχε σταματήσει.
Κόλλησα τη μούρη στο τζάμι και το θολό μου βλέμμα καρφώθηκε στην απέναντι
μαρκίζα. Έγραφε Ζετέμ και ήτανε σβηστή. Κι εκείνη έπρεπε να κοιμάται ακόμα. Ξαφνικά,
δεν ξέρω πως, έφαγα άγρια φλασιά και αμέσως ξενέρωσα. Νόμισα πως είχα ξεχάσει το βιβλίο πίσω στο κελί. Κρύος
ιδρώτας μ’ έλουσε πατόκορφα και άρχισα τρέμοντας να ψαχουλεύω το σάκο, σχεδόν
τον άδειασα. Ευτυχώς, ήταν εκεί, στον πάτο, κάτω κάτω, το πρώτο πράγμα που είχα
βάλει μέσα. Θα μουρλαινόμουνα, αν το ‘χανα. Μου το ‘χε χαρίσει ένας υπόδικος,
καθηγητής σε λύκειο ήταν, φιλόλογος. Δεν θυμάμαι γιατί τον κατηγορούσαν, μα δεν
κάθισε και πολύ μέσα, κάνα μήνα μόνο. «Είναι το ημερολόγιο ενός κλέφτη, διάβασέ
το, μπορεί και να σ’ αρέσει» μου είχε πει τη μέρα που έφευγε. Δεν είχα άλλα
βιβλία, ούτε ασχολιόμουν με το διάβασμα, μα τούτο το ξετίναξα, πάνω από είκοσι
φορές το διάβασα, το ‘μαθα απέξω, ευαγγέλιο και προσευχή. Χαμογέλασα. Το πήρα
στα χέρια και το χάιδεψα τρυφερά. Ταλαιπωρημένο κι αυτό απ’ τις κακουχίες και
τα βάσανα της φυλακής. Οι σελίδες του κιτρινισμένες, λερωμένες, τσαλακωμένες, κάποιες
σκισμένες. Αραιά και που, στα περιθώρια, λίγα ανορθόγραφα καλικαντζάρια,
σκόρπια σχόλια και σημειώσεις από έναν σεσημασμένο και δακτυλοδεικτούμενο εχθρό
της κοινωνίας, διπλωματούχο πλέον, επίσημα, με σφραγίδες και υπογραφές. Με ένα
αφύσικο για τον χαρακτήρα μου κέφι, γελώντας τρανταχτά –το παιδί κοιτούσε
τρομαγμένο- το πέταξα με δύναμη προς τα πάνω. Πήγε ψηλά, παραλίγο να χτυπήσει
στο ταβάνι και πέφτοντας άνοιξε κάπου στη μέση. Κάποιες σελίδες του σύρθηκαν
στο πάτωμα, σχεδόν διαλύθηκε. «Βία ονομάζω μια τόλμη ακατάσχετη που οι κίνδυνοι
είναι το πάθος της» είχα υπογραμμίσει στο κάτω μέρος της σελίδας με ένα τρεμάμενο
αχνό μολυβάκι, χωρίς περιττά σχόλια. Το επανέλαβα τρεις φορές δυνατά κι
ακούστηκε ο αντίλαλος στο άδειο μαγαζί. Το γκαρσόνι συνέχισε να κοιτάζει
τρομαγμένο και κείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε
τέσσερις ακριβώς. Έξω το στενό ήταν έρημο. Εκείνη θα είχε ξυπνήσει και θα έπινε
τον καφέ της. Θα ρουφούσε παθιασμένα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και θα
προσπαθούσε να συνέλθει απ’ το μεθύσι και τον πελάτη της προηγούμενης βραδιάς. Εγώ θα συνέχιζα να πίνω διπλοσκέτα ούζα δυναμωτικά, μέχρι που θα
νύχτωνε για τα καλά και το γκαρσόνι θα μ’ έδιωχνε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, για
να κλείσει το καφενείο. Τότε θα γυρνούσα σαν φάντασμα έξω απ’ τα μπαρ και τα
καμπαρέ των κολασμένων ψυχών και θα φώναζα δυνατά να με ακούσουν όλοι, ζωντανοί
και νεκροί. «Η βία είναι τόλμη, ρε πούστηδες, μεγάλη τόλμη, καριόληδες, μεγάλη
τόλμη…»
Το μπαρ τελικά δεν άνοιξε εκείνο το βράδυ ούτε και τα επόμενα. Εκείνη δεν
θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά μπροστά μου, να τις δώσω, τουλάχιστον, κάποιες
εξηγήσεις , να της πω ότι μου είχε λείψει τόσα χρόνια, ότι τελικά ίσως και να
την αγαπούσα. Όμως, δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Της είχα κόψει το λαιμό με το
λεπίδι, σύρριζα, πριν από δεκαεφτά χρόνια. Δεν θυμάμαι για πιο λόγο. Σίγουρα θα ‘μουνα λιώμα, πολύ πιωμένος και κάπως φτιαγμένος, κάτι θα μου ‘κανε και κείνη, δε
μπορεί, μα όλα αυτά δεν έχουν πια καμιά σημασία. Ότι έγινε, έγινε. Αργότερα μόνο άκουσα
κάποιους μέσα στη φυλακή να λένε ότι είχα τουλάχιστον την ευθιξία, αμέσως μετά
το φονικό, να τρέξω ουρλιάζοντας προς στο μπαλκόνι και να φουντάρω απ’ τον
πέμπτο. Έτσι είπαν κάποιοι, μα εγώ δεν τους πίστεψα.
*Περιλαμβάνεται, σε πρώτη
μορφή, στη συλλογή μικροαφηγημάτων Πέφτοντας
το βιβλίο άνοιξε στη σελίδα 22, εκδ. Το δόντι, Πάτρα, 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου