Πάντοτε υπολόγιζα τη
σκιά μου μεγαλύτερη
κάθε τόσο γύριζα πίσω το
κεφάλι
και την παρατηρούσα
με ακολουθούσε
μα πάντα είχα τον φόβο
πως στην επόμενη γωνία
θα μ’ αφήσει και θα
μείνω μόνος
όμως εκείνη μπαίνοντας στον
σκοτεινό δρόμο
προσπέρασε μπροστά μου
πιο σκούρα πιο φαρδιά
πιο βιαστική
ψάχνοντας την έξοδο
κινδύνου
το ψυχρό φως της
λεωφόρου
Τότε ξεπρόβαλλε μπροστά μας
ξαφνικά σαν όνειρο
κάποια γριά πουτάνα ξεδοντιάρα
παλιά καραμπαμπάμ στην
πιάτσα
δεν την είχα ξαναδεί
χοντρή σταφιδιασμένη
ξεπεσμένη πια
και ολομόναχη
ούτε μια σκιά για
συντροφιά
και ολόγυμνη
μόνο τα εσώρουχα φορούσε
μαύρα με κόκκινη δαντέλα
ξεθωριασμένα
και στα μωβ χείλη κρεμόταν
το τσιγάρο
μου ζήτησε φωτιά μα δεν
της έδωσα
της είπα ψέματα δεν έχω
δεν ήθελα να πληγώσει τη
σκιά μου
όμως το κατάλαβε
Άκου να σου πω νεαρέ
είπε και τα μάτια της πέταξαν
σπίθες
εγώ ήμουν κάποτε όμορφη
αρχοντοπούλα
και ξακουστή καπετανέισσα
υπήρξα φοβερή και
τρομερή
στα νιάτα μου
πάνω από τριακόσια
καράβια αφέντευα
κι όλοι εχθροί και φίλοι
με σέβονταν και με
υπολογίζαν
εσύ δεν είχες ακόμα
γεννηθεί
μα δεν μπορεί
κάτι πρέπει να πήρε το
αυτί σου
τώρα ζω εδώ στη στεριά
μονάχη στα σκοτάδια
χωρίς φανταχτερές φορεσιές
χωρίς πολεμιστές και
ναύτες
εχθρούς και φίλους
δίχως τιμές και αξιώματα
τουλάχιστον όμως αυτός ο
δρόμος μου ανήκει
τα πάντα όλα
κι εσύ μαζί και η σκιά
σου
κι ο αναπτήρας βέβαια που
έχεις μέσα
στο τσεπάκι σου
δωσ’ μου ν’ ανάψω
γρήγορα
γιατί περιμένω και
πελάτη
Την άκουγα προσεκτικά
και κάπως φοβισμένα
μα δεν την πίστεψα
σκέφτηκα πως η μοναξιά
και τα γεράματα
την είχανε τρελάνει
είχε αρχίσει να
ξημερώνει
και εγώ έπρεπε να
επιστρέψω γρήγορα
προτού βγει ο ήλιος
στον λάκκο μου
Δεν στον δίνω απάντησα
στην ξεπεσμένη πόρνη
πάρε τη σκιά μου καλύτερα