Τρίτη 4 Μαΐου 2021

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ


 

Η μεγάλη βδομάδα κύλισε αργά και μελαγχολικά, όπως πρέπει, σύμφωνα με τις γραφές. Φυσικά, δεν πήγα εκκλησία, αλλά κάποιες φορές, τυχαία και ασυναίσθητα, ο διάολος μ’ έφερνε έξω απ’ τον οίκο του θεού. Ήμουν ένας απλός περαστικός. Οι καμπάνες ακούγονταν πένθιμες, οι ψαλμωδίες θλιμμένες και φάλτσες. Μέσα ο λιγοστός κόσμος, κάποιες γριούλες κυρίως, με γονυκλισίες και μακριούς σταυρούς προσπαθούσε να ξεπλύνει, έστω και την τελευταία στιγμή, τα αμαρτήματα μιας ολόκληρης ζωής. Οι τύψεις βέβαια, και ο φόβος για το μαύρο σκοτάδι του κοντινού μέλλοντος, ίσως και λίγη πραγματική συμπόνια για την ανθρώπινη μοίρα, ποιος ξέρει. Δεν συμμετείχα σ’ όλο αυτό το θεατρικό, χιλιοπαιγμένο  και με κακούς ηθοποιούς, μου ήταν αδιάφορο. Δεν πίστευα, ούτε έλπιζα. Το παραμυθάκι ήταν ωραίο, συγκινητικό και με ευχάριστο τέλος, μα φτιαγμένο για μικρά παιδιά. Και όλη αυτή η στεναχώρια για το τίποτα, αφού σίγουρα θα ακολουθήσει η ανάσταση και ο ταλαίπωρος άνθρωπος θα αναληφθεί μεγαλοπρεπώς στα δεξιά του μεγάλου πατέρα. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.  Κάπου κάπου περνούσε απ’ το μυαλό μου μια διαβολική σκέψη, ότι όλοι αυτοί οι πιστοί και καλοί χριστιανοί μπορεί και να μην πίστευαν στο μέγα θαύμα. Πάντα τέτοιες μέρες με κυρίευε ο σατανάς, η αμφιβολία. «Μπαίνει μέσα του ο διάολος!» μουρμούριζε με σφιγμένα δόντια η αυστηρή μητέρα. Οι γιορτές είναι για τα μικρά παιδιά, της απαντούσε σαρκάζοντας ο δαιμονισμένος. Τα γέλια μου πάντα την διαόλιζαν κι έσπαγα ακόμα μεγαλύτερη πλάκα μαζί της. Ο μπαμπάς έμενε μακρινός και αδιάφορος απ’ τις θεολογικές μας διαμάχες, δεν μιλούσε, μόνο ένα ελαφρό και ανερμήνευτο μειδίαμα καπνίζοντας το τσιγάρο του.

Όταν όμως το βράδυ της μεγάλης λύπης, στην κορύφωση των παθών του κυρίου, είδα ξαφνικά μπροστά μου τον επιτάφιο και όλη την ενορία να τον ακολουθεί και να ‘ρχονται κατά πάνω μου, όλο το αιμοβόρο και απειλητικό μέγα πλήθος, τότε τα χρειάστηκα, έπαθα σοκ κι έμεινα άγαλμα στη μέση του δρόμου να τους κοιτάζω. Στην κορυφή της θλιμμένης πομπής οι παπάδες και οι αρχιερείς με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα, πίσω τους το άβουλο ποίμνιο, έτοιμο να εκτελέσει οποιαδήποτε προσταγή τους στο όνομα εκείνου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να ενωθώ μαζί τους αποκλειόταν εξαρχής για λόγους αξιοπρέπειας, να πέσω χάμω στην άσφαλτο, να περάσουν όλοι από πάνω μου και να με τσαλαπατήσουν θα ήταν πολύ οδυνηρό, έως και θανατηφόρο. Και ανήθικο, αμαρτία και απρέπεια. Θα τους ανάγκαζα και σίγουρα μετά θα με κυνηγούσαν οι ερινύες. «Νεκρόφιλοι όλου του κόσμου ενωθείτε!» φώναξα σε τόνο ηρωικό και πένθιμο με υψωμένη τη γροθιά, τους έστειλα τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς (για μια στιγμή μου φάνηκαν όλοι τους σαν  παραστρατημένοι σύντροφοί μου) κι άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έστριψα στο πρώτο σκοτεινό σοκάκι κι από κει ντουγρού για το σπίτι. Ευτυχώς δεν μ’ ακολούθησε κανείς, και προσευχόμουν στον ύψιστο να μην με είχαν καν αναγνωρίσει.

Στο δρόμο της επιστροφής συνάντησα τρεις ζητιάνους στα πόστα τους σε ώρα εργασίας. Μου ευχήθηκαν χρόνια πολλά και μου ζήτησαν μια μικρή βοήθεια, ότι είχα ευχαρίστηση, είπαν. Τους προσπέρασα αδιάφορα, ούτε καν κοίταξα προς το μέρος τους κι ένας απ’ αυτούς μου ‘ριξε μια βρισιά στα μούτρα. Χαμογέλασα. Και μόνο που μου έφτιαξε, έστω και στιγμιαία, τη διάθεση έπρεπε να του δώσω κάτι. Αυτό όμως θα ήταν άδικο για τους άλλους κι εγώ θέλω πάντα να είμαι ακριβοδίκαιος με τους συνανθρώπους μου, να μην κάνω εξαιρέσεις για λόγους συμπάθειας και μόνο, ή έστω από προσωπικό συμφέρον. Δεν τους έδωσα, όχι μόνο γιατί η διάθεσή μου ήταν κάπως, αλλά γιατί γενικά δεν δίνω ελεημοσύνη ούτε σε επαγγελματίες του δρόμου ούτε σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ακόμα και τούτες τις άγιες μέρες της αγάπης και της συμπόνιας. Όλοι τους με κοροϊδεύουν. Εκμεταλλεύονται την ευαισθησία μου και την καλή μου την καρδιά. Και μου δημιουργούν τύψεις. Ότι είμαι εγωιστής και άσπλαχνος, και κοιτάζω μόνο την πάρτη μου. Θέλουν όλοι το κακό μου. Ζητάνε συνέχεια τεκμήρια και αποδείξεις καλοσύνης, δηλαδή χρήματα και κάνα ψεύτικο δάκρυ να κυλίσει στο μάγουλο. Έτσι έχουνε μάθει. Δεν τους τα δίνω, και δεν νιώθω τύψεις γι’ αυτό. Κατά βάθος είμαι καλός άνθρωπος, μα το ξέρω μόνο εγώ. Μου αρκεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν πέφτει λόγος σε κανέναν ποιος είμαι και τι κάνω. Να κοιτάνε τη δουλειά τους και τη δική τους καμπούρα. 

Έφτασα ασθμαίνοντας σπίτι, κλειδαμπαρώθηκα και ταμπουρώθηκα μέσα. Η βραδιά ήταν γλυκιά, ανοιξιάτικη. Βγήκα στο μπαλκόνι με σβησμένα φώτα και άναψα τσιγάρο. Οι πιστοί χριστιανοί επέστρεφαν κι αυτοί στα σπιτάκια τους και σε λίγο θα πήγαιναν στις ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία της πλατείας να γιορτάσουν πρόωρα την ανάσταση και την αποθέωση του καλού ανθρώπου. Με νηστίσιμα, όπως επιβάλει το έθιμο. Θα χλαπάκιαζαν μέχρι σκασμού, μα δεν θα ‘σκαγαν. Ευτυχώς, τα θαλασσινά είναι ελαφριά και υγιεινά εδέσματα, δίχως στομαχικές και καρδιολογικές παρενέργειες. Το μεγάλο μπαμ θα γινόταν μεθαύριο στο πασχαλινό τραπέζι με τα αρνιά και τα κοκορέτσια, τις γαρδούμπες και τα σπληνάντερα. Κυριακάτικα και μεσημεριάτικα θα ξεχείλιζε το λίπος  και το μίσος των συγγενών και θα τους έπνιγε μέσα στα χριστός ανέστη, τις λοιπές ευχές για υγεία και μακροζωία, κακαρίσματα, χυδαία χάχανα και λοξές ματιές γεμάτες νόημα. Μα εμένα, όλα αυτά τα κωμικά και ευτράπελα, δεν μ’ ένοιαζαν. Παρ’ όλο που φέτος η ανάσταση έπεφτε πρωτομαγιά, σύμπτωση άκρως σημαδιακή για ορισμένους, μου ήταν παντελώς αδιάφορη. Τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι, που λέει και το τραγούδι. Είμαι πολύ κουρασμένος και ο κόσμος γίνεται όλο και πιο κουραστικός. Πλέον, εγώ και ο κόσμος δεν ταιριάζουμε, ούτε μπορούμε να προσφέρουμε κάτι ο ένας στον άλλον.  Επομένως, πρέπει να μένουμε σε απόσταση, ειδικά τις γιορτινές μέρες, για το καλό όλων. Σίγουρα, φαίνομαι κάπως απαισιόδοξος, αδιάφορος για όλα, μα δεν φταίω εγώ. Απλά, το ποτήρι δεν φτάνει μέχρι τη μέση, από όποια γωνία και να το κοιτάξεις, είναι εντελώς άδειο. «Γιατί αγόρι μου, γιατί;» άκουσα τη λυπημένη φωνή της μαμάς και είδα το σκοτεινό βλέμμα του πατέρα με μια καύτρα στη μέση να κοιτάζει πέρα μακριά. Έσβησα τη γόπα και μπήκα μέσα. Είχα δυο μερόνυχτα να κλείσω μάτι κι ένιωθα πτώμα απ’ την κούραση. Δεν πρόλαβα να βγάλω τα ρούχα. Κοιμήθηκα δεκαπέντε ώρες σερί, δίχως όνειρα, και δεν άλλαξα ούτε πλευρό. Ύπνος σαν θάνατος.   

Οι γιορτές πέρασαν και φύγαν χωρίς άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις, κατανυκτικά, χωρίς εξάρσεις. Την άλλη μέρα ξύπνησα αργά. Και φέτος έγινε το θαύμα, το άγιο φως άναψε με αναπτήρα (οι πιστοί δεν το δέχονται) και έφτασε αεροπορικώς, με τιμές αρχηγού κράτους. Στην τηλεόραση το άκουσα, από την τελετή αφής με τον αρχιερέα να βγαίνει απ’ τον πανάγιο τάφο βαστώντας τριάντα τρία αναμμένα κεριά μέχρι το αεροδρόμιο, η απόλυτη ξεφτίλα του κράτους, της εξουσίας, του ποιμνίου και του λαουτζίκου. Κάποιος χτυπούσε το κουδούνι και την πόρτα. Επέμενε, μα δεν του άνοιξα. Ούτε καν είχα την περιέργεια να δω ποιος είναι. Μα μου φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσα να σκεφτώ το λόγο, ίσως και να το φαντάστηκα. Πεινούσα. Είχα προμηθευτεί έγκαιρα φαγώσιμα απ’ το μαγέρικο της γειτονιάς, άνοιξα και κάτι παλιοκονσέρβες (δεν είχαν λήξει ακόμη) και έφαγα. Έχω γερό στομάχι που δεν καταλαβαίνει ούτε από σκουλήκια ούτε από ξηρές τροφές, κι ας μην έχω κάνει φαντάρος, κι ας μην έχω πάει σε πόλεμο. Λες και όλη η ζωή δεν είναι πόλεμος, κάθε μέρα και μια καινούργια μάχη. Μόνο μου έσπασε ένα δόντι, όπως μασούλαγα ένα σκληρό κριτσίνι, η μοναδική απώλεια. Ευτυχώς, ήταν απονευρωμένο και δεν πονούσε. Όμως, καλά να πάθω, θεία δίκη. Γαμώ την πουτάνα μου μέσα.

Έμεινα σπίτι μέχρι να περάσει η μπόρα, απ’ το κρεβάτι στο μπαλκόνι και πάλι πίσω. Κάτω ο πεζόδρομος ήταν άδειος, τα μαγαζιά κλειστά. Πλήρης ερήμωση, όμως προσωρινά. Σύντομα η πόλη θα επέστρεφε στους κανονικούς της ρυθμούς και οι άνθρωποι στις δουλειές τους. Τότε θα ‘βγαινα και εγώ απ’ το καβούκι μου.         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου