Τον είδα ξαφνικά μπροστά μου.
Εκείνη την ώρα τα παιδιά σχόλαγαν. Ξεχώριζε σαν την μύγα μες στο γάλα. Περπατούσε
ανάμεσά τους, τα παρατηρούσε προσεκτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια και χαμογέλαγε
ευτυχισμένος. Οι γονείς και οι δάσκαλοι
τον κοιτούσαν περίεργα, καχύποπτα. Σίγουρα τον είχαν ξαναδεί να τριγυρίζει έξω
απ’ το σχολείο. Εκείνος δεν έδινε σημασία. Συνέχιζε να περπατά κεφάτος πέρα
δώθε, να τα χαζεύει και να χαμογελά. Ώσπου
φύγανε όλοι, το πεζοδρόμιο άδειασε, η πόρτα κλείδωσε, ο γέρος κατσούφιασε, το
βλέμμα του σκοτείνιασε, το κουρασμένο του κορμί βάρυνε, έγινε ασήκωτο. Πήρε κι
αυτός τον δρόμο της επιστροφής. Επομένως, αυτός δεν περίμενε τα εγγονάκια του.
Τον κοίταζα απ’ το απέναντι περίπτερο και δεν πίστευα στα μάτια μου. Πλησίασα
κοντά του, μα ούτε που με κατάλαβε, αλλού έτρεχε το μυαλό του, όσο τουλάχιστον
του είχε απομείνει. Ναι, αυτός ήταν, δεν έκανα λάθος. Είχα να τον δω κοντά
σαράντα χρόνια. Είχε γεράσει πολύ, πάνω από ογδόντα. Φαινόταν ταλαιπωρημένος
και σπασμένος. Περπατούσε αργά με μικρά προσεκτικά βήματα, μα δεν
χρησιμοποιούσε μπαστούνι. Αν και στην ηλικία του ένα πέσιμο θα μπορούσε να
αποβεί μοιραίο. Όμως ανέκαθεν ήταν ριψοκίνδυνος. Και αγαπούσε ακόμα τα μικρά
παιδιά.
Τότε είχε το ψιλικατζίδικο
της γειτονιάς. Χωρίς οικογένεια, δίχως συγγενείς και φίλους. Ολομόναχος. Χωρίς
αγάπη. Ούτε σπίτι. Ένα δωμάτιο μόνο στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Εκεί κοιμόταν.
Η μαμά μού έλεγε να μην πηγαίνω στο μαγαζί του, συμφωνούσε και ο μπαμπάς. Μου
είχαν απαγορεύσει να ψωνίζω απ’ αυτόν, ούτε απέξω να περνάω. Ήταν ανώμαλος και
επικίνδυνος, έλεγαν, του άρεσαν τα μικρά παιδιά, χάιδευε αγοράκια, γύρευε τι
άλλο τους έκανε. Δεν μου έλεγαν περισσότερα για να μη πονηρευτώ πριν την ώρα
μου, μα η φαντασία μου φούντωνε, το ίδιο και η περιέργειά μου. Έτσι κι αλλιώς,
στην ηλικία των δέκα δεν ξέρεις από τέτοια πράγματα, είσαι ακόμα αγνός και
άβγαλτος. Όμως, δεν τους πίστευα εντελώς και πήγαινα. Κρυφά. Τον έβλεπα
πάντα γλυκό, προσηνή και καλοσυνάτο. Δεν
μου γέμιζε το μάτι για τέρας και κάθαρμα, όπως λέγανε. Αγόραζα τσιγάρα και
εφημερίδες για τον πατέρα κι αυτός με κερνούσε καραμέλες και σοκολάτες, καμιά
φορά μου χάιδευε τα μαλλιά και το μάγουλο. «Χαιρετίσματα στον πατέρα σου!» μου
‘λεγε πριν φύγω, μα εγώ δεν τα ‘στελνα. Στο σπίτι νομίζανε ότι ψωνίζω απ’ το
περίπτερο. Όταν το μάθανε έγινε το σώσε, χαμός μεγάλος. Φωνές, κακό και άγρια
τιμωρία. Όταν τέλειωσε ο εγκλεισμός μου δεν ξαναπέρασα ούτε απέξω. Ο πατέρας
ήταν κατηγορηματικός. Αν με ξανάπιανε την είχα βαμμένη. Πάντα για το καλό μου,
βέβαια. Λες και είχα κάνει έγκλημα. Παρόλο που του ορκιζόμουνα ότι δεν με είχε
πειράξει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να νόμιζε ότι τον καλύπτω. Μάλλον δεν με εμπιστεύονταν. Έτσι, τέρμα τα κεράσματα.
Μια Κυριακή μόνο, μετά από
καιρό, άκουσα ότι κάποιοι αγανακτισμένοι μπαμπάδες τον χτυπήσανε άγρια και βρισκόταν
στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Το λιντσάρισμα έγινε μέσα στο μαγαζί του,
μέρα μεσημέρι, κανείς όμως δεν έτρεξε να τον βοηθήσει ή να καλέσει την
αστυνομία. Είπαν ότι το προηγούμενο βράδυ είχε ξεμοναχιάσει στο πίσω δωμάτιο
έναν στρουμπουλό και λίγο χαζούλη, συμμαθητής μου ήτανε. Τον πιάσανε στα πράσα
ή τον μαρτύρησε το παιδί, δεν κατάλαβα ακριβώς. Πάντως μετά τον ξυλοδαρμό βρισκόταν
στα επείγοντα με σπασμένα πλευρά και στραπατσαρισμένη τη μούρη. Τον είχαν κάνει
αγνώριστο, μπλε μαρέ. «Καλά του κάνανε, του άξιζε του μασκαρά!» αποφάνθηκε με πρωτόγνωρο
μίσος η μητέρα, σαν να είχε μαγαρίσει τον δικό της κανακάρη. Ο πατέρας την
κοίταξε βλοσυρός. «Μη μιλάς έτσι, θύμα
είναι κι αυτός!» είπε, χωρίς άλλες εξηγήσεις. Ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα να
πάρει το μέρος του. Μ’ έπιασε το παράπονο και πλάνταξα απ’ το κλάμα, δεν ξέρω
γιατί, έτσι ξαφνικά. Οι γονείς μ’ άφησαν να ξεθυμάνω δίχως ειρωνικά σχόλια και
περιττές ερωτήσεις, ούτε έδωσαν συνέχεια. Τελικά το περιστατικό ξεχάστηκε, το
μαγαζί δεν ξανάνοιξε και ο ψιλικατζή εξαφανίστηκε απ’ τη γειτονιά. Τον ξέχασα
τελείως, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δεν τον θυμήθηκα ούτε όταν μεγαλώνοντας
γεύτηκα διαφόρων ειδών εκστατικές ηδονές, όταν κι εγώ ένιωσα ντροπή και ενοχή
για στιγμές απαγορευμένης σωματικής απόλαυσης. Εκείνες οι σπάνιες και
εκλεπτυσμένες που απαιτούσαν αρετή και
τόλμη. Υπεροψία και μέθη. Ακόμα και όταν κάποτε πλήρωσα γι’ αυτές ακριβά το τίμημα.
Για ένα κβάντο δυνατής ζωώδους καύλας.
Δεν είχα κάτι καλύτερο να
κάνω και τον πήρα από πίσω. Διακριτικά όμως κι από απόσταση. Πλέον δεν
κινδύνευα να διαφθαρώ πρόωρα, ούτε οι γονείς μου μπορούσαν να μου απαγορεύσουν
τις κακές παρέες και τις επικίνδυνες συναναστροφές, ήταν πια πεθαμένοι. Μπήκε
σε ένα φούρνο και πήρε λίγο ψωμί και σε ένα μαγέρικο φαγητό σε πακέτο, κατόπιν
έστριψε σε ένα στενό δρομάκι και σταμάτησε μπροστά από ένα ερειπωμένο σπίτι με
κήπο εγκαταλειμμένο, γεμάτο αγριόχορτα. Αμέσως τον περικύκλωσαν οι γάτες. Νιαούριζαν
και τρίβονταν πάνω στα μπατζάκια του, έδειχναν να τον αγαπούν. Έσκυψε και τις
χάιδεψε βγάζοντας απ’ το στόμα του κάποια γλυκόλογα. Μετά έψαξε τις τσέπες του,
έβγαλε τα κλειδιά του κι άνοιξε το πορτόνι.
Πλησίαζαν οι γιορτές, το
δωδεκαήμερο της αναγκαστικής μας ευτυχίας. Όχι όμως γι’ αυτόν. Δεν θα μπορούσα
να φανταστώ πιο μοναχικό άνθρωπο από αυτόν τον ταλαίπωρο παιδόφιλο. Που τον
έχει εγκαταλείψει ακόμα κι ο ίδιος του ο εαυτός. Που ένιωσε χιλιάδες
εξευτελισμούς πάνω στο πετσί του. Που κάθε βράδυ έφτυνε τη μούρη του στον
καθρέφτη και δεν έβρισκε το κουράγιο να κρεμαστεί απ’ το ταβάνι. Που χίλιες
φορές σύρθηκε στις αστυνομίες, στα δικαστήρια και στις φυλακές. Που άλλες τόσες
του μέτρησαν τα πλευρά και τα παΐδια και του στραπατσάρισαν τα μούτρα οι ηθικοί
και τίμιοι συμπολίτες του για να προστατέψουν τα αγνά και αθώα παιδάκια τους
από αυτό το τέρας της φύσης, το κάθαρμα, το απόβρασμα της κοινωνίας. Τον
απόβλητο της ζωής. Που χίλιοι ψυχίατροι και ειδικοί ψυχολόγοι μάταια προσπάθησαν να τον θεραπεύσουν με
φάρμακα, συνεδρίες και ηλεκτροσόκ, μόνο λοβοτομή δεν θα τόλμησαν να του κάνουν.
Που άλλοι τόσοι φανατικοί θρησκευόμενοι προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν στο
δρόμο του αληθινού δικού τους θεού, της μοναδικής οδού της σωτηρίας. Που κάποια
μέρα ίσως πληρώσει το έκνομο πάθος του με
την ίδια του την ζωή. Αν και πλέον είναι πολύ αργά, δεν θα τον ενοχλήσει,
αντίθετα θα τον απαλλάξει μια κι έξω απ’ το σαράκι που του τρώει λίγο λίγο τα
σωθικά. Και τότε όλοι θα μιλήσουν για τον τυχαίο θάνατο ενός σεσημασμένου
παιδόφιλου, που δεν συμμετείχε βέβαια σε κυκλώματα παιδεραστίας, ούτε ήξερε για
τις αμαρτωλές διαδρομές του σκοτεινού διαδικτύου, ούτε ταξίδευε στις μακρινές φτωχές
χώρες του τρίτου κόσμου για να αγοράσει παιδική σάρκα, εκεί που πουλιέται απ’
τους ίδιους τους γονείς με το κιλό. Και τι μ’ αυτό, ένας παλιόπουστας λιγότερος
θα πούνε. Ξεβρόμισε ο τόπος. Και όλα αυτά για μια έμφυτη ροπή που δεν την
διάλεξε ο ίδιος, για ένα βασανιστικό ρίγος χωρίς την ελπίδα του λυτρωτικού
σπασμού. Τόσος πόνος για το τίποτα.
Ξαφνικά, γύρισε το κεφάλι
του και με είδε. Πάγωσα. Αυτός δεν ταράχτηκε καθόλου, σαν να είχε καταλάβει ότι
τον ακολουθούσα, κι ας μην ήξερε γιατί. Πλέον, όμως, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί
και κανέναν. Κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια. Ύστερα έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο
πικρά και μπήκε στο σπίτι του.