Τρίτη νύχτα και ο πόλεμος
συνεχιζόταν ακατάπαυστος. Στον εορτασμό της φετινής επετείου τα πράγματα πήραν
άσκημη τροπή, κάηκε ολόκληρη η πόλη. Αμέσως μετά την πορεία φοιτητές, εργάτες
και κομματικές οργανώσεις τήρησαν δεόντως την συνηθισμένη εθιμοτυπία. Φτάσανε
μέχρι το παλιό πανεπιστήμιο, άφησαν λουλούδια μπροστά στο μνημείο, έβγαλαν
πανηγυρικούς λόγους κι αποσύρθηκαν ήρεμα και ήσυχα στα ενδότερα. Μόνο τα
μαυροντυμένα παιδιά της γαλαρίας με τις κουκούλες και τα καλυμμένα πρόσωπα, για
άλλη μια φορά, δεν κάθισαν φρόνιμα. Δεν ήταν πολλοί, καμιά διακοσαριά. Η ατίθαση
μειοψηφία. Aποσπάστηκαν
απ’ την κύρια πορεία, τράβηξαν για το αστυνομικό μέγαρο και άρχισαν ο
κλεφτοπόλεμος και τα παρατράγουδα. Έβρισαν τους μπάτσους και πέταξαν μολότοφ.
Οι σιδηρόφραχτες ομάδες κρούσεις του καθεστώτος έριξαν δακρυγόνα και τους
κυνήγησαν. Όλα κυλούσαν ομαλά. Η μάζα
των νεαρών θα διαλυόταν, θα γινόντουσαν κάποιες προσαγωγές (πιο πολύ για τα
μάτια του κόσμου) θα περνούσαν τη νύχτα στην ασφάλεια και το πρωί θα αφηνόντουσαν
ελεύθεροι λόγω έλλειψης επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων. Μέχρι που έγινε το κακό.
Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σκοτώθηκε ένα παιδί δεκαέξι χρόνων, μαθητής
ακόμα. Βρέθηκε ποδοπατημένος στη μέση του δρόμου με μια τρύπα εννέα χιλιοστών
στο κεφάλι. Όταν μαθεύτηκε το νέο κάηκε η πόλη ολόκληρη.
Τρίτη νύχτα και η πόλη ακόμα
καίγεται. Δεν βγήκα καθόλου έξω κι ασφάλισα τις πόρτες τριγύρω και τα παράθυρα
μη μπει η κάπνα μέσα. Τα έμαθα όλα απ’ την τηλεόραση, τα κανάλια έδειχναν τα
γεγονότα σε ζωντανή μετάδοση. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας ανέλαβαν δράση. Έκαναν
τις απαραίτητες προμήθειες, σφράγισαν την εξώπορτα και ταμπουρώθηκαν μέσα μέχρι
να περάσει η μπόρα, ούτε στα μπαλκόνια δεν τολμούσανε να βγούνε. Μια μεσόκοπη
νοικοκυρούλα παραπονιόταν για τα απότιστα λουλούδια της που κινδύνευαν να μαραθούν,
καμάρωνε γι’ αυτά. Μικρό το κακό, προσπάθησα να την παρηγορήσω, θα τα
ξανάφτιαχνε κι ακόμα πιο όμορφα. Απ’ έξω ακούγονταν πυροβολισμοί. Κανείς τους δεν
νοιαζόταν για τις παράπλευρες απώλειες. Μα εμείς έπρεπε να επιβιώσουμε, να
βγούμε ζωντανοί κι απ’ αυτή η περιπέτεια, χωρίς άσκοπους ηρωισμούς. Κάθε άλλη
σκέψη θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Εμείς. Η φοβισμένη και σιωπηλή πλειοψηφία, οι
καλοί και ήσυχοι νοικοκυραίοι, που κοιτάζουμε τη δουλειά και το σπιτάκι μας,
που κάθε τέσσερα χρόνια διαλέγουμε στις κάλπες αφέντες και εθνοπατέρες, που σε
κάθε επέτειο τιμάμε τους νεκρούς ήρωες των αιώνων. Εμείς. Συνετοί και ώριμοι,
κλεισμένοι μέσα σαν τα ποντίκια, μέχρι να περάσει κι αυτή η τρέλα. Γιατί ο
φόβος ήταν πάντα ο καλύτερος σύμβουλος.
Αρκεί να μη γινόταν τρόμος. Πανικός.
Ευτυχώς, πέρα από κάποιους
δικαιολογημένους εκνευρισμούς, κρατήσαμε όλοι την ψυχραιμία μας. Μόνο τα σκυλιά
και τα παιδάκια συνέχισαν ανέμελα τα παιχνίδια τους. Ήταν και μια ευκαιρία να
γνωριστούμε καλύτερα. Ξαφνικά οι
διάδρομοι και οι σκάλες του κτηρίου απόκτησαν ζωντάνια και χρώμα. Έκανα τις
συστάσεις και χαιρετήθηκα με άγνωστες φάτσες από διπλανά διαμερίσματα και
διαφορετικούς ορόφους, με ανθρώπους που τόσα χρόνια δεν είχα ξανασυναντήσει μέσα
στην πολυκατοικία (στη ζωή μου δε υπήρξα πολύ κοινωνικός) απέφυγα όμως τα
πηγαδάκια και τις πολιτικές συζητήσεις, μόνο τσακωμούς και διχόνοιες θα μπορούσαν
να δημιουργήσουν. Έτσι κι αλλιώς, μόνο ο ηλικιωμένος διαχειριστής μας ήξερε
όλους, και μάλιστα με τα μικρά μας ονόματα. Πάντως, αν και υπήρχε μια γενική ανησυχία
και αναστάτωση, όλοι ελπίζαμε ότι αυτή η ανώμαλη κατάσταση δεν θα κρατούσε για
πολύ ακόμα και σύντομα θα επιστρέφαμε στην πεζή κανονικότητα, στην όμορφη ρουτίνα
της καθημερινότητας, στην τάξη και την ασφάλεια. Μόνο το δεύτερο βράδυ
τρομάξαμε πολύ, όταν σ’ ολόκληρη την πόλη έγινε ξαφνική διακοπή ρεύματος (κάποιοι μίλησαν για τρομοκρατική ενέργεια
και βαρύ πλήγμα του καθεστώτος) και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι, με κεριά και
φακούς στα χέρια. Ευτυχώς, δεν κράτησε πολύ, η βλάβη σύντομα αποκαταστάθηκε και
είδαμε ξανά το φως το αληθινό.
Τελικά ο πρωθυπουργός της
χώρας κήρυξε την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προσωρινά. Στο σχέδιο της
εσωτερικής ειρήνευσης πήρε μέρος και ο στρατός με ενισχύσεις απ’ την
πρωτεύουσα, ακόμη και άρματα μάχης βγήκαν στους δρόμους. Πρώτη φορά άκουγα
ερπύστριες να σέρνονται στην άσφαλτο, ο θόρυβος προκαλούσε δέος. Ο θλιβερός απολογισμός
ήταν δέκα πολίτες νεκροί κι άλλοι τόσοι αστυνόμοι, είπαν οι ειδήσεις.
Ισοπαλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου