Τα τελευταία λόγια του παπά πάνω
απ’ τη γούβα ήταν και τα πιο καταπραϋντικά για τους των θλιμμένους συγγενείς
και φίλους. Προσπαθούσε να τους παρηγορήσει, όχι όμως και κείνον. Ο εκπρόσωπος
του θεού κουνούσε νευρικά το θυμιατήρι του πέρα δώθε, μα ο νεκρός
παρακολουθούσε ατάραχος το ιερό μυστήριο που γινόταν προς τιμήν του. Ξαπλωμένος
ανάσκελα, κάπως χλωμός και αδύνατος, όμως πανέμορφος και χαμογελαστός, σαν να
‘βλεπε κάποιο ευχάριστο όνειρο, μάλλον ερωτικού περιεχομένου, και από στιγμή σε
στιγμή ανοίγοντας τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια του και βλέποντας γύρω του όλες αυτές τις σκυθρωπές κακορίζικες
φάτσες να τον μοιρολογούν θα έβαζε σίγουρα τα γέλια. Κατόπιν θα πεταγόταν απ’
την κάσα και θα μοίραζε αγκαλιές και φιλιά, αφού πάλι τους την έφερε, έστω και κακόγουστα αυτή τη φορά. Θα
αδιαφορούσε σε βαθμό αναισθησίας για τις ολέθριες συνέπειες του αστείου του,
δηλαδή τις ξαφνικές ανακοπές των πιο ευάλωτων συναισθηματικά ηλικιωμένων που
παρακολουθούσαν τη σεπτή τελετή και είχαν κάποιο θέμα με την αχώνευτη ιδέα του
θανάτου και πιο πολύ βέβαια του δικού τους τελεσίδικου αφανισμού. Δύσκολα
πράγματα, θα πεις, που προκαλούν δυσπεψία ακόμα και στα πιο γερά στομάχια.
Δυστυχώς, τίποτα από όλα τα
παραπάνω δεν έγινε, καμία πλεονάζουσα ταραχή, καμία έκτακτη συγκοπή ή αποπληξία.
Απίθανες φαντασιοπληξίες του ξεχαρβαλωμένου μου μυαλού ήταν, λόγω της συγκίνησης
των στιγμών, αλλά και μιας παρατεταμένης αϋπνίας των τελευταίων ημερών για
άλλους, δικούς μου και άσχετους με την περίσταση λόγους. Λίγα κλάσματα του
δευτερολέπτου κράτησε η ελπιδοφόρα παραίσθηση κι αμέσως επέστρεψα στη δύσοσμη
κι αποκρουστική πραγματικότητα του νευρόσπαστου λιβανίσματος και των φάλτσων
υψίσυχνων κυρελέησον του παπά. Η πριμαντόνα του θεού ήθελε κούρδισμα. Πάντως, όλα
γίνονταν σύμφωνα με το καθιερωμένο τυπικό, καμία παράβαση, καμία παρεκτροπή.
Παραδίπλα, ο επίτροπος του κοιμητηρίου, ένα χλωμό λιπόσαρκο ανθρωπάκι με
μισοσβησμένο μουστάκι και σκοτεινά μάτια, σιγοντάριζε μουρμουριστά, κρατώντας
το βυζαντινό ίσο. Οι ήχοι έβγαιναν απ’ τα χείλη τους κακοποιημένοι και άτσαλοι,
τουλάχιστον για τη δική μου εκλεπτυσμένη αισθητική, και έσβηναν και χάνονταν πάνω
στις πλαγιές του φαλακρού βουνού, δίχως επιπλέον παρηχήσεις, διακροτήματα και
ενοχλητικούς αντίλαλους. Επιτέλους, μετά από λίγο σώπασαν. Το φέρετρο κατέβηκε
αργά και προσεκτικά μέσα στο λάκκο, σκεπάστηκε με το καφετί γυαλιστερό καπάκι
και ένας ένας με τη σειρά περάσαμε από μπροστά του ρίχνοντας μια χούφτα φρέσκο νοτισμένο
χώμα ή κάνα κόκκινο τσουρομαδημένο γαρίφαλο. Ο κοντός πέταξε στη ζούλα και δύο
τσιγάρα στριφτά για να βολεύεται ο φίλος του τις δύσκολες ώρες της μεγάλης
χαρμάνας. Έτσι, για το καλό κατευόδιο.
Βέβαια, ο θάνατος του ξανθού
δεν με αφορούσε προσωπικά. Δεν τον ήξερα, πρώτη φορά τον συναντούσα στη ζωή μου
και σίγουρα τελευταία. Όμως, η ομορφιά πάντα συγκινεί, ακόμα και σε τέτοιες
δύσκολες περιστάσεις, έστω και κάπως ξεθυμασμένη. Ήταν φίλος του κοντού, στην
ηλικία μας, κάποτε πολύ καρδιακός, μου είπε χτες στο απόγευμα στο τηλέφωνο, ο
καλύτερος. Δεν ήξερε το πώς και το γιατί του δυσάρεστου συμβάντος, τυχαία είδε
στην κολώνα το κηδειόχαρτο με το όνομά του κι από κάτω της μητέρας και της αδερφής
του. Εδώ και χρόνια είχανε χαθεί. Ήξερε μόνο ότι είχαν φύγει απ’ την πόλη και
μένανε στην πρωτεύουσα. Τίποτα άλλο. Και τώρα θα γυρνούσαν στη γενέτειρα, τη μικρή
τους επαρχιακή πόλη για να τον θάψουν. Μιλούσε με αναφιλητά και μεγάλες
παύσεις. Δεν ήθελε να είναι μόνος του στην κηδεία, με παρακάλεσε να πάω μαζί
του. Έτσι κι αλλιώς, ο μακαρίτης ήταν καλό παιδί, είπε. Μακάρι να τον είχες
γνωρίσει και συ.
Σήκωσα
το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Ήταν σκοτεινός, γεμάτος από πυκνά σύννεφα και
άσχημα προαισθήματα. Πλησίαζε καταιγίδα από τα δυτικά. Έτσι κι αλλιώς, η
ατμόσφαιρα ήταν βαριά κι ασήκωτη, μα προς το παρόν τουλάχιστον δεν κινδυνεύαμε
να γίνουμε από πάνω και λούτσα. Τα δελτία ειδήσεων προειδοποιούσαν για απότομη
επιδείνωση του καιρού από σήμερα το βράδυ. Προλαβαίναμε λοιπόν να τον κηδέψουμε,
να σκεπάσουμε τη γούβα προτού μπάσει λασπόνερα και να χύσουμε στα μάγουλά μας
λίγα υφάλμυρα δάκρυα προτού ξεπλυθούν κι αυτά απ’ τις άγριες σταγόνες της
βροχής. Τουλάχιστον από δω πάνω, στην κορυφή του λόφου των αγωνιστών, ο φίλος
μας θα είχε την καλύτερη θέα. Ολόκληρο τον πατραϊκό κόλπο στο πιάτο, από τη
γέφυρα μέχρι την παλιοβούνα και τη βεράσοβα. Θα ξεκουραζόταν μακάριος στους
αιώνες τους άπαντες, πλάι στους προγόνους του αρματολούς και κλέφτες,
προύχοντες και κοτσαμπάσηδες και λοιπούς αμαρτωλούς της μεγάλης επανάστασης του
γένους, μέχρι τη δεύτερη, τρίτη και χιλιοστή παρουσία. Θα χόρταινε το μάτι του
απ' το γαλάζιο όλων των αποχρώσεων, παρ’ όλο που το αγαπημένο του χρώμα ήταν το
κόκκινο της φωτιάς. Έτσι, τουλάχιστον, μου είπε ο κοντός. Ο φίλος του καμάρωνε
για την καταγωγή του, ένιωθε περήφανος που κάποιοι πρόγονοί του πολέμησαν και απελευθέρωσαν τη χώρα απ’ τον βάρβαρο
κατακτητή. Τώρα δίπλα τους θα ξάπλωνε κι αυτός μακάριος που δεν πολέμησε
κανέναν κι ήταν απλά ένας αγωνιστής της ζωής, όπως και τόσοι άλλοι απλοί
άνθρωποι, δίχως βαριά ονόματα και ιστορικές κληρονομιές στους ώμους τους.
Συνηθισμένοι, απλοί και ανώνυμοι. Που ήρθαν, είδαν κι έφυγαν. Και που θα
σκεπαστούν απ’ την αδυσώπητη σκόνη του χρόνου και γρήγορα θα ξεχαστούν. Ο
κοντός δεν είχε τέτοιους φόβους κι αγωνίες. Ήταν παιδί του ορφανοτροφείου. Δεν
είχε ούτε συγγενείς να τον κλάψουν ούτε οικογενειακό τάφο να τον χώσουνε μέσα
με δόξες και τιμές. Αυτός σίγουρα θα παρέμενε στα αζήτητα. Μα δεν τον ένοιαζε.
Κατηφορίζαμε για τον καφέ
της παρηγοριάς ανάμεσα από τα ψηλά κυπαρίσσια κι έριχνα βιαστικές ματιές στα
διάσπαρτα εδώ και κει μαρμάρινα μνημεία. Είχα ξανάρθει στο πρώτο νεκροταφείο
πριν κάμποσα χρόνια για την κηδεία ενός συναδέλφου. Ήταν λίγο μεγαλύτερός μου,
σαρανταπεντάρης τότε, μα αγχώδης και κάπως παχύσαρκος. Του ήρθε νταμπλάς, μια
κι έξω. Καλό ανθρωπάκι, αισιόδοξος και συνεργάσιμος τύπος. Μάης μήνας ήταν,
ηλιόλουστη μέρα και η φύση στα ντουζένια της. Τότε είχα βρει την ευκαιρία να
κάνω μια μεγάλη βόλτα, για καμιά ώρα, και να θαυμάσω την ματαιοδοξία της πάλαι
ποτέ ακμάζουσας μεγαλοαστικής τάξης της πόλης μου, εκείνα τα ανέμελα χρόνια της
μακρινής μπελ επόκ με την πλούσια σταφιδική παραγωγή. Έμποροι, τραπεζίτες και
τσιφλικάδες (πολλοί από αυτούς πολιτεύτηκαν) ανταγωνίζονταν για τιμές, πλούτη
και υστεροφημίες ακόμα και μετά θάνατο. Το νεκροταφείο βρισκόταν πάνω σε
τέσσερεις λόφους. Χιαστοί πυρσοί πάνω σε επιτάφιες στήλες, στεφανωμένοι σταυροί
και ταφόπλακες, φτερωτοί ερωτιδείς που κρατούν ανάποδα τη δάδα της ζωής,
παπαρούνες, πεταλούδες και αναμμένα λυχνάρια, σοφές κουκουβάγιες, κράνη μέσα σε
δάφνες, κανόνια, παράσημα και άγκυρες με σταυρούς, άδειες και άχρηστες
τεφροδόχες, γρύπες με κεφάλι αετού, σώμα λιονταριού και ουρά φιδιού να
συμβολίζουν την αρμονική ισορροπία ανάμεσα στον ουράνιο, επίγειο και υποχθόνιο
κόσμο (η αρχαιοπληξία στο φόρτε της) λογχωτές σιδεριές και επιτύμβιες στήλες να
δείχνουν τον ουρανό, όπως και τα λυγερόκορμα κυπαρίσσια, νεοκλασικά ταφικά
μνημεία, επιτάφιοι ναΐσκοι, λυχνάρια και σαρκοφάγοι, λάρνακες και οβελίσκοι,
προτομές, σταυροί, ανθέμια και ταφόπλακες, περίτεχνοι κορμοί δέντρων και τέλεια
κιγκλιδώματα εναρμονισμένα με την αρχιτεκτονική των μαρμάρινων γλυπτών και μνημείων.
Δηλαδή, κενοδοξία, αλαζονεία και απληστία, μια χιμαιρική επιδίωξη για αιώνια
αναγνώριση και ζωή, πλάι στους δρόμους και τις πλατείες που έφεραν τα σπουδαία
ονόματά τους. Αυτοί, οι μεγάλοι ευεργέτες και οι ταγοί του έθνους. Η απέλπιδα
προσπάθεια δειλών καλοταϊσμένων ανθρώπων να ξορκίσουν το αναπόφευκτο τέλος του
θανάτου. Και σήμερα όλα αυτά να βρίσκονται σε πλήρη εγκατάλειψη. Αυτή είναι και
η τιμωρία τους. Σπασμένες κολόνες, φθαρμένα μάρμαρα, σκουριασμένες επιγραφές
και σκουπίδια που τα σκεπάζουν όλα. Και απ’ την άλλη πλευρά οι μικροί ασήμαντοι
άνθρωποι μέσα στους απλοϊκούς τάφους και τα γυμνά κενοτάφια, εκεί που έλιωνε
και ο παλιός μου καλόκαρδος συνάδελφος. Ωραία όλα αυτά, σκέφτηκα, μα οι
πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Έφτυσα τρεις
φορές τον κόρφο μου και βιάστηκα να φύγω από κει μέσα.
Το κυλικείο βρισκόταν χαμηλά,
πλάι στην είσοδο του κοιμητηρίου. Λιγοστοί είχαμε απομείνει. Μπροστά προχωρούσε
η μαυροφορεμένη γριά μάνα. Για να μη σωριαστεί χάμω τη βαστούσαν κι απ’ τις δυο
μεριές η κόρη της και μια χοντρή που κάθε τόσο έσκουζε «κουράγιο, θεια,
κουράγιο!» Γελάσαμε, είχε πολύ πλάκα. Πιο πίσω ακολουθούσαν και άλλες
μαυροντυμένες και κάποιοι άντρες, οι πιο πολλοί προχωρημένης ηλικίας, με το ένα
πόδι στον τάφο κι αυτοί. Τελευταίοι είχαμε ξεμείνει εγώ κι ο κοντός, με το
τσιγάρο στο στόμα και τα χέρια χωμένα
στο παλτό. Είχε αρχίσει να φυσάει παγωμένος αέρας. Όλοι μπήκανε στο
κυλικείο, εμείς προχωρήσαμε για την έξοδο. Δεν είχαμε καμιά όρεξη να γευτούμε
μεσημεριάτικα νερουλά μαυροζούμια, κονιάκ μπόμπες των δυόμισι αστέρων και τα ξεραμένα
κουλουράκια που περίσσεψαν απ’ το προπέρσινο μνημόσυνο. Θέλαμε να πιούμε τσίπουρα
και ούζα για το συχώριο, μα το κατάστημα δεν διέθετε. Επιπλέον, δεν ξέραμε και κανέναν
τους για να μάθουμε το πώς και το γιατί χάθηκε τόσο νέος ο άνθρωπος.
Μόνο την μητέρα του και την
αδερφή γνώριζε ο κοντός. Μα όταν τις συλλυπηθήκαμε στην εκκλησία δεν ξέρω αν κατάλαβαν
ποιος ήταν, αν τον θυμήθηκαν. Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Η μητέρα του, σχεδόν
πεθαμένη, δεν μας είδε καν. Είχε μόνιμα απλωμένο
το δεξί της χέρι για τις απαραίτητες χειραψίες και το βλέμμα καρφωμένο στο
δάπεδο. Μόνο πόδια έβλεπε να περνούν από μπροστά της και άκουγε να
επαναλαμβάνονται μηχανικά τα λόγια της παρηγοριάς. Συλλυπητήρια, ζωή σε σας, να
ζείτε να τον θυμόσαστε και τα παρόμοια. Μάλλον δεν το ήθελε πια. Θα προτιμούσε
να πάει μια ώρα αρχύτερα να τον συναντήσει και να αναπαύσει πλάι του το κουρασμένο
της κορμί. Η αδερφή του ήταν όμορφη, αξιοπρεπής και μόνη.
«Ευχαριστώ πολύ» είπε και της ξέφυγε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Λίγο πιο πριν, ο
κοντός με δάκρυα στα μάτια είχε σκύψει πάνω του να του χαϊδέψει τα μακριά του
ξανθά μαλλιά, να του ψιθυρίσει κάτι στο αυτί και του φιλήσει όλο του το
πρόσωπο. Εγώ απλά άγγιξα απαλά το παγωμένο του μέτωπο. Κι ας μην τον ήξερα. Τέτοια
ομορφιά πάντα συγκινεί, σε κάθε περίσταση. Οι ωραίοι αυτού του μάταιου κόσμου
δεν θα ‘πρεπε να πεθαίνουν. Τουλάχιστον, όχι πριν σταφιδιάσουν, σκεβρώσουν,
ζαρώσουν και μαραθούν. Όχι όσο παραμένουν νέοι, ακμαίοι και όμορφοι σαν άγγελοι.
Όταν ο επίτροπος μας είδε να
προχωρούμε προς την πύλη νόμισε ότι μπερδευτήκαμε. «Από δω» μας είπε επιτακτικά
κι έδειξε την πόρτα του κυλικείου. «Άλλη φορά» του είπε χαμογελώντας ο κοντός
και με κοίταξε με νόημα. Του ανταπέδωσα το συνωμοτικό χαμόγελο. Πριν μπούμε στο
ταξί μας πρόλαβε η αδερφή του. Τελικά τον είχε αναγνωρίσει τον κοντό. Έγιναν οι
απαραίτητες συστάσεις, μας ευχαρίστησε που ήρθαμε και μας είπε πως για δυο
τρεις μέρες θα έμενε με τη μητέρα της σε κάποιον συγγενή. Αν θέλαμε, να περνούσαμε
να τα πούμε. Μετά θα φεύγανε πάλι για την πρωτεύουσα. Σημείωσα το κινητό της.
Θα περνούσαμε σίγουρα, της είπε ο κοντός, αύριο κιόλας. Αγκαλιαστήκαμε,
φιληθήκαμε, την συλλυπηθήκαμε ξανά και μπήκαμε στο ταξί. Μύριζε όμορφα. Αν και
είχαν περάσει τόσα χρόνια, ο κοντός θυμήθηκε το άρωμά της. Ήταν το ίδιο κι απαράλλαχτο με τότε.
Ο οδηγός σεβάστηκε το πένθος
μας, έκλεισε το ραδιόφωνο και σ’ όλη τη διαδρομή έμεινε αμίλητος. Μείναμε κι
εμείς βουβοί στο πίσω κάθισμα, ο καθένας στις σκέψεις του. Το ταξί μας άφησε
έξω απ’ το παραλιακό ουζερί, πλάι στη μαρίνα των ιστιοπλοϊκών. Μέσα ήταν μόνο
ένα ζευγάρι. Όταν μπήκαμε μας έριξαν μια κλεφτή ματιά, Ο ηλικιωμένος, πάνω από
εβδομήντα, φορούσε γυαλιά, λευκό ριγέ πουκάμισο και μπεζ υφασμάτινο παντελόνι. Μύριζε
για συνταξιούχος υπάλληλος του δημοσίου. Έπινε χαμογελαστός το κρασάκι του και
κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με την κοπέλα του. Χαμογελούσε κι αυτή, μια νεαρή
τροφαντή τσιγγάνα γύρω στα είκοσι, τρώγοντας με βουλιμία το μπιφτέκι της και
κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Καθίσαμε στην άκρη, πλάι στη τζαμαρία, με θέα τα
αγριεμένα κύματα. Όποτε είναι στεναχωρημένος θέλει να βλέπει θάλασσα, τον
ηρεμεί, ακόμα και η φουρτουνιασμένη, μου εξήγησε ο κοντός. Στα νιάτα του είχε
κάνει ένα φεγγάρι στα καράβια και την αγαπούσε. Παραγγείλαμε ούζα και κάτι
πρόχειρο να στυλωθούμε. Ειδικά ο κοντός είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα του από
χτες που έμαθε τα δυσάρεστα. Το στομάχι
του είχε γίνει κόμπος, δεν πήγαινε τίποτα κάτω, μου είπε, μόνο έπινε και
κάπνιζε και το βλέμμα του χανόταν στο βάθος μακριά, πέρα απ’ τη γραμμή του ορίζοντα.
«Τελικά, η αδερφή του σε θυμήθηκε» είπα έτσι κάτι για να σπάσω την ενοχλητική
βουβαμάρα. «Δεν μπορούσε να με έχει ξεχάσει, δεν έχω αλλάξει πολύ από τότε» μου
απάντησε και μετά από ώρα γέλασε λίγο το χειλάκι του. Κατεβάζαμε κιόλας το
δεύτερο καραφάκι και η γλώσσα του είχε αρχίσει να λύνεται.
Την είχε γνωρίσει πριν από
πολλά χρόνια σε μια καφετέρια, δούλευε σερβιτόρα. Του άρεσε πολύ και την
φλέρταρε. Μετά από λίγο έπεσε στα δίχτυα του, είπε με καμάρι. Όσο μπόι του
έλειπε, τόσο λέγειν είχε με τις γυναίκες. Δεν μπορούσαν να του ξεφύγουν, είχε
τον τρόπο του να τις καμακώνει. Άρχισαν να βγαίνουν μαζί και σύντομα η σχέση
τους ολοκληρώθηκε. Όχι ότι πήγαιναν για γάμο, δεν είχε σοβαρέψει τόσο το πράγμα, μα κάποια στιγμή τον
πήγε και σπίτι της να γνωρίσει τον αδερφό και την μητέρα της. Τον πατέρα τους
τον είχαν χάσει από χρόνια, μα τους είχε αφήσει μια μικρή σύνταξη. Κάνανε στενή
παρέα οι τρεις τους, κάπου κάπου έσκαγε μύτη και καμιά γκόμενα του ξανθού,
μέχρι να την σχολάσει κι αυτή και να πάει στην επόμενη. Τις άλλαζε σαν τα
πουκάμισα τις γυναίκες ο μακαρίτης, μικρές και μεγάλες, παντρεμένες και χωρισμένες, δεν είχε προτιμήσεις και δυσκολίες, ο καλός ο
μύλος όλα τα άλεθε. Μάλιστα, κάποιες φραγκάτες τον χαρτζιλίκωναν για τις
υπηρεσίες του. Εκείνον τον καιρό έτσι βιοποριζόταν. Ήταν ματσωμένος κι όποτε
βγαίναμε δεν άφηνε άλλον να πληρώσει, επιπλέον τα μαγαζιά τον γνώριζαν και μας
κερνούσαν. Είχε βγάλει καλό όνομα ο ξανθός στην πιάτσα. Μπεσαλής, με όμορφες
εξηγήσεις. Κάποια στιγμή του βάλανε ένα ράντζο στο δωμάτιο του ξανθού και τον
σπίτωσαν κανονικά. Έτσι κι αλλιώς εκείνο τον καιρό σε σπίτια φίλων και γνωστών
κοιμόταν, εδώ κι εκεί, όπου έβρισκε, συνέχεια με ένα σάκο στον ώμο γύριζε
ανέστιος και πλάνης και σπάνια εκτελούσε εργασία, καμιά δουλειά του ποδαριού
στη φέξη και στη χάση. Η μητέρα τους δεν έφερε αντίρρηση. «Αφού έχει ανάγκη το
παιδί και είναι καλός φίλος σας να τον βοηθήσουμε» σχολίασε μόνο. Ήταν καλή
γυναίκα. Δούλευε κι αυτή όπου έβρισκε, αφού η σύνταξη του μακαρίτη του άντρα
της δεν έφτανε. Και από πάνω ήταν περήφανη και δεν καταδεχόταν να την
χαρτζιλικώνουν τα παιδιά της. Έπλενε σκάλες, φύλαγε γέρους τα βράδια, έκανε ότι
μπορούσε για να βγαίνουν τα έξοδα του σπιτιού και να υπάρχει ένα ζεστό πιάτο
στο τραπέζι. Ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του. Είχε επιτέλους
αποκτήσει κι αυτός μια οικογένεια. Με τον καιρό τον συμπάθησε κι αυτή πολύ. Τον
φώναζε «γιόκα μου» κι αυτός «μητερούλα μου» και με την πρώτη ευκαιρία έπεφτε
στην αγκαλιά της. «Σίγουρα, θα δεις αύριο πως θα με θυμηθεί» κατέληξε με νόημα.
Ο κοντός έκανε μια παύση. Είχε
βουρκώσει. Ρούφηξε την μύτη του, σκούπισε τα μάτια του και ξαναγέμισε τα
ποτήρια μας. Σιγά σιγά σουρούπωνε. Η θάλασσα είχε αγριέψει για τα καλά και
μαστίγωνε την τζαμαρία του μαγαζιού. Ο ηλικιωμένος ζήτησε τον λογαριασμό,
πλήρωσε το γκαρσόνι, κι έφυγε κεφάτος και χαμογελαστός μαζί με την κοπέλα του. Πιθανώς,
θα πήγαινε να τη γαμήσει ή κάτι τέτοιο, ότι μπορούσε τέλος πάντων. Σήμερα που η
επιστήμη κάνει θαύματα. Μείναμε μόνοι στο μαγαζί και επικράτησε απόλυτη σιωπή.
Απέξω ο άνεμος όλο και δυνάμωνε. Κάθε τόσο το γκαρσόνι έριχνε λοξές ματιές προς
το μέρος μας περιμένοντας να ξεκουμπιστούμε να φύγουμε. Ο κοντός ήπιε άλλη μια
γουλιά απ’ το ποτήρι του, ρούφηξε μια τζούρα, πήρε θάρρος και συνέχισε την
ιστορία του.
Ένα
βράδυ γυρίσανε οι τρεις τους λιώμα. Ήταν περασμένη η ώρα και η μάνα τους
κοιμόταν του καλού καιρού. Παραπατούσαν αγκαλιασμένοι στις μύτες των ποδιών
τους με προσοχή να μην την ξυπνήσουν πνίγοντας τα γέλια και τα χάχανά τους.
Τραβήξανε στο βάθος για το δωμάτιο της κοπέλας, έκλεισαν πίσω τους την πόρτα
και έριξαν τα κουρασμένα τους κορμιά στο κρεβάτι της. Ο ξανθός έβγαλε ένα
γεμιστό τσιγάρο απ’ την τσέπη του, το άναψε, «άντε γεια μας» είπε, τράβηξε την
πρώτη βαθιά ρουφηξιά και το πρόσφερε στον κοντό κι αυτός με τη σειρά του στην
κοπέλα. Το τσιγάρο άλλαξε πολλά χέρια, έκανε τέσσερις πέντε κύκλους και στο
τέλος ότι έμεινε το ‘σβησε ο ξανθός στο τασάκι. Πλέον, δεν μιλούσε κανείς. Μόνο
τα σφριγηλά νεανικά τους κορμιά είχαν κολλήσει το ένα δίπλα στο άλλο και
φούντωναν. Ο ξανθός άρχισε να την χαϊδεύει. Το χέρι του ξεκινούσε από χαμηλά
και ανέβαινε. Σταμάτησε στο στήθος της, πέρασε κάτω από την μπλούζα και άρχισε
να πασπατεύει τις ρόγες της. Εκείνη δεν έφερε καμία αντίσταση, της άρεσε κι
άρχισε να καβλώνει. Ο κοντός κόλλησε από
πίσω της. Εναλλάξ, άρχισαν να φιλιούνται με πάθος, οι γλώσσες και τα χέρια τους
μπερδεύονταν, έβγαλαν τα ρούχα και τα πέταξαν στο πάτωμα. Αναστέναζε βαθιά κι
εκείνοι της βούλωναν το στόμα για να μην ακούσει η μάνα τους και ξυπνήσει. Το
ξημέρωμα τους βρήκε γυμνούς και αποσταμένους να κοιμούνται πλάι πλάι.
Ένα
μήνα κράτησε η ευτυχία τους. Κάθε βράδυ γυρνούσαν σπίτι, κλειδώνονταν στο
δωμάτιό της και γαμιόντουσαν ποικιλοτρόπως μέχρι πρωίας. Μόνο τις μέρες που
είχε περίοδο τους άφηνε μονάχους στο δωμάτιό τους. Κι αυτοί συνέχιζαν το χαβά
τους. Πίνανε, μαστουρώναν και γαμιόντουσαν μέχρι πρωίας, χωρίς αυτήν. Ήταν ένα
θεσπέσιο όνειρο μέσα σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Δεν ξανάζησε τέτοιο πράγμα σ’
όλη του τη ζωή. Η μάνα τους κάτι πρέπει να είχε καταλάβει, μα δεν είπε τίποτα. Ήταν
οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του. Και ξαφνικά ένα πρωινό, έτσι, χωρίς
λόγο, του την βίδωσε, πήρε τον σάκο του στον ώμο και μπάρκαρε στα καράβια. Δεν
είπε τίποτα σε κανέναν, ούτε καν τους αποχαιρέτησε. Βλέπεις, είχε τον διάολο μέσα
του, δεν μπορούσε ν’ αντέξει τόση ευτυχία. Πνιγόταν. Μόνο απ’ το πρώτο λιμάνι
που πιάσανε τους έστειλε μια κάρτα, τίποτε άλλο. Ξεμπαρκάρισε μετά από δεκαεφτά
μήνες, τους έψαξε, μα δεν τους βρήκε. Είχανε φύγει για την πρωτεύουσα, του είπε
μια γειτόνισσα. Από τότε δεν τους ξανάδε. Σχεδόν τριάντα χρόνια.
Είχε νυχτώσει για τα καλά
και εμείς είχαμε γίνει σκνίπα από τα ούζα. Ζητήσαμε τον λογαριασμό, πληρώσαμε
και βγήκαμε έξω στρεκλώντας. Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Έριχνε
κατακλυσμό κι ο ουρανός μας είχε βάλει στο σημάδι. Δεν μας ένοιαζε. Σηκώσαμε τα
χέρια ψηλά κι αρχίσαμε να βγάζουμε άναρθρες κραυγές. Όταν ξεθυμάναμε,
αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Συνέχισε για ώρα να βρέχει.