Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Ο ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ

 


Καθόντουσαν έξω απ’ την καφετέρια του σταθμού και κοιτούσαν τα τρένα να περνούν. Μητέρα και γιος, δυο στρουμπουλοί αμίλητοι διοπτροφόροι. Έμοιαζαν πολύ. Εκείνη έπινε τσάι, αυτός σοκολάτα. Σταμάτησα και τον χαιρέτησα. Με κοίταξε με απορία. Άργησε να με αναγνωρίσει, αν και δεν είχε περάσει πολύς καιρός απ’ την τελευταία μας συνάντηση, ένας χρόνος και κάτι, τη μέρα που έφυγα απ’ τη δουλειά. Τελικά με θυμήθηκε και σαν ελατήριο πετάχτηκε όρθιος απ’ την καρέκλα του. Μου ‘σφιξε με θέρμη το χέρι, είχε χαρεί που με ξανάβλεπε. «Έχετε αλλάξει!» παρατήρησε κομπιάζοντας. Σίγουρα, θα με βρήκε υπερβολικά αξύριστο και ατημέλητο, μα από ευγένεια δεν μου το ‘πε. Ένα φάντασμα του παλιού καλού μου εαυτού, αν και ουδέποτε υπήρξα αστραφτερός και ατσαλάκωτος. Συνέχιζε να μου μιλάει στον πληθυντικό, από σεβασμό κι από συνήθεια. Σε όλους έτσι μιλούσε. «Ε, τι να κάνουμε, μεγαλώνουμε!» προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Με παρακάλεσε να καθίσω και να με κεράσει κάτι. «Μόνο για λίγο», του είπα, ήμουν βιαστικός και προφασίστηκα κάποιο σημαντικό ραντεβού. Δεν είχε την περιέργεια να μάθει λεπτομέρειες, μόνο χάρηκε που δέχτηκα την πρόσκλησή του και αμέσως μου σύστησε την μητέρα του. Δεν την είχα ξαναδεί. Ήξερα μόνο ότι ζουν μαζί και ότι είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, με σημαντικότερο το ζάχαρο, που της είχε πειράξει και τα μάτια και δεν έβλεπε καλά. Με κοίταξε προσεκτικά πίσω απ’ τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά της και είπε «χάρηκα πολύ, παιδί μου», προσπαθώντας να μου χαμογελάσει. Μετά έστρεψε πάλι το πρόσωπό της προς το λιμάνι κι έμεινε σιωπηλή και αδιάφορη. Τουλάχιστον, δεν έδειξε να ενοχλείται απ’ την παρουσία μου. Σουρούπωνε και ο μόλος είχε πολύ κόσμο, νεαρούς κυρίως, που βολτάριζαν ανέμελα πάνω κάτω. Κάποιοι καθόντουσαν στα παγκάκια χαζεύοντας την ήρεμη θάλασσα και το όμορφο ηλιοβασίλεμα. Κάποια ζευγαράκια χαϊδεύονταν και φιλιόντουσαν περιπαθώς.

Αυτή πρέπει να πλησίαζε τα ογδόντα, παχιά και μαυροφορεμένη, με μουστάκια και τρίχες στο πρόσωπο. Ο κλητήρας ήταν στην ηλικία μου, ανύπαντρος, πάντα φρεσκοξυρισμένος και περιποιημένος. Αυτός την φρόντιζε. Δεν είχε αδέρφια και ο πατέρας του ήταν από χρόνια πεθαμένος. Τον ρώτησα πώς πάνε τα πράγματα στη δουλειά, «όπως τ’ αφήσατε» μου απάντησε. Μόνο που κάποιοι συνταξιοδοτήθηκαν και δεν έγιναν νέες προσλήψεις, πλέον υπήρχε έλλειψη προσωπικού στην υπηρεσία. Έτσι, του φόρτωσαν και δεύτερο πόστο, στην αρχειοθέτηση. Είχε περισσότερη δουλειά τώρα, αναγκαζόταν να κατεβαίνει και στο υπόγειο, εκεί βρισκόταν το αρχείο, μα δεν τον πείραζε. Έτσι ένιωθε πιο χρήσιμος. Μάλιστα, για κάποιες υποθέσεις τον καλούσε στο γραφείο του ο κύριος διευθυντής αυτοπροσώπως, παρακάμπτοντας την ιεραρχία. Τότε ένιωθε ακόμη πιο περήφανος, ακόμη πιο  άξιος. Ήταν σαν είχε πάρει προαγωγή, είπε, αν και ο μισθός του παρέμενε ακόμα μικρός και στάσιμος. Ευτυχώς που υπήρχε και η σύνταξη της μητέρας, απ’ τον πατέρα του που ήταν σιδηροδρομικός, έστω και κουτσουρεμένη. Του έδωσα συγχαρητήρια για την αναβάθμισή του κι αυτός με ευχαρίστησε. Ήταν χαρούμενος και χαμογελαστός. Η μητέρα του δεν μας άκουγε. Κοιτούσε πέρα μακριά τη θάλασσα.

Κι όμως, στη δουλειά τον είχαν όλοι του κλότσου και του μπάτσου, το θυμάμαι καλά. Ο αγαθούλης κλητήρας ήταν για όλους μια ξεκούραση, ένα ευχάριστο διάλλειμα στην μίζερη υπηρεσιακή τους ρουτίνα. Τον δούλευαν ψιλό γαζί, έσπαγαν μεγάλη πλάκα με την πάρτη του.  Γινόταν άγριος ντόρος, η καζούρα πήγαινε σύννεφο, μα αυτός δεν αντιδρούσε, απλά προσπαθούσε να χαμογελάσει και να το πάρει το ζήτημα ελαφριά. Την μια του λέγανε ότι τον ψάχνει νευριασμένος ο προϊστάμενός του, την άλλη ότι τον ζητάει μια όμορφη γυναίκα στην είσοδο ή κάποιος παπάς, την τρίτη ότι τον πήρε τηλέφωνο η μητέρα του και τον ζητούσε. Τον βάζανε να τρέχει πέρα δώθε χωρίς λόγο. Μια φορά τον κλείδωσαν στην τουαλέτα, από τότε δεν ξαναπήγε ούτε για κατούρημα. Αυτά γινόντουσαν σε καθημερινή βάση, μέρα παρά μέρα, μα δεν δυσανασχετούσε. Κάπου πρέπει να τα είχε συνηθίσει και να μην τα έχαφτε. Απ’ την άλλη, θα του άρεσε και λίγο που ασχολιόντουσαν όλοι μαζί του, που βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Δεν είχε φίλους, ήταν μοναχικός άνθρωπος. Οι μόνοι γνωστοί του ήταν οι συνάδελφοί του στη δουλειά, αυτοί που τον κορόιδευαν. Εμένα με συμπαθούσε γιατί δεν τον ενοχλούσα κι όσο μπορούσα τον προστάτευα απ’ τους μαλάκηδες. Καμιά φορά του έλεγα κι έναν καλό λόγο, του ανέβαζα κάπως το ηθικό.

Όλοι ξέρανε τη συστολή του απέναντι στις γυναίκες. Του πετούσαν διάφορα υπονοούμενα και βάζανε τις συναδέλφισσες να του κάνουνε κόρτε. Καλές καργιόλες κι αυτές. Τότε ντρεπόταν αφάνταστα και γινόταν κατακόκκινος σαν το παντζάρι. Μα κατ’ ιδίαν, πίσω απ’ την πλάτη του, λέγανε τα χειρότερα, τα πιο ανήκουστα και ακατανόμαστα. Ότι ζαχαρώνει μικρά αγοράκια, ότι φέρνει αλλοδαπούς στο σπίτι του για να τον πηδήξουν, ακόμη κι ότι πλακώνεται με την μάνα του λέγανε κάποιοι ξεφτιλισμένοι. Και όλα αυτά χωρίς αποδείξεις, ούτε καν την παραμικρή ένδειξη. Δεν πίστευα λέξη απ’ τις βρωμιές τους. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έκανε. Απλά είχε παραμείνει ένα μεγάλο παιδί δίχως ερωτική ζωή. Και τι έγινε, δεν έχανε και τίποτα το σοβαρό. Μπορεί και να ‘παιζε ακόμα με τα τρενάκια, τα αυτοκινητάκια και τα στρατιωτάκια του. Και τι έγινε. Στη χειρότερη να ήταν άλλος ένας σολίστας, όπως τόσοι και τόσοι. Μόνος του, αυτός και η χούφτα του. Και τι έγινε. Έτσι κι αλλιώς, ήταν άνθρωπος της θρησκείας, όπως και η μητέρα του. Πίστευε ολόψυχα και αληθινά και εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή. Αυτό ήταν το αποκούμπι του στις δυσκολίες της ζωής, ο θεός, όπως και σε τόσους άλλους. Και στη δουλειά είχε πάντα μαζί του το ευαγγέλιο. Και τι έγινε.

Είχε όρεξη για τσιλάγρα, σαν να ‘χε χρόνια να μιλήσει σε άνθρωπο. Εγώ είχα τις δικές μου σκοτούρες και όπως πάντα αυτήν την ώρα ανάγκη για απόλυτη ηρεμία. Μάλλον δεν έπρεπε να καθίσω στο τραπέζι τους, θα με παραζάλιζε, αλλά τώρα είχε γίνει το κακό. Άρχισε να μου μιλάει για τον πατέρα του. Ήταν σιδηροδρομικός κι όταν ήταν παιδί τον έπαιρνε συχνά μαζί στη δουλειά του, ειδικά τα σαββατοκύριακα που δεν είχε σχολείο. Τον έβλεπε με την υπηρεσιακή του στολή, το πηλήκιο και τη σφυρίχτρα του και καμάρωνε. Ήταν το πρότυπό του, ο θεός του και ήθελε να του μοιάσει, να γίνει σαν κι αυτόν, σταθμάρχης, ο άρχοντας των τρένων, ο ελεγκτής των επιβατών, ο τροχονόμος των γραμμών, ο γενικός κουμανταδόρος του σταθμού, που δίχως το δικό του νεύμα ή σφύριγμα δεν θα κουνιόταν φύλλο. Αυτά ονειρευόταν τότε που ήτανε παιδί. Και σκαρφάλωνε στα σταματημένα τρένα κι έτρεχε μέσα στα βαγόνια και στους διαδρόμους κι έπαιζε τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους που ‘βλεπε στα γουέστερν της τηλεόρασης. Μάλιστα μια φορά ξεχάστηκε απ’ το παιχνίδι, δεν άκουσε τα προειδοποιητικά σφυρίγματα και το τρένο ξεκίνησε. Ταξίδεψε μόνος του λαθρεπιβάτης μέχρι τον επόμενο σταθμό που τον ανακάλυψαν και τον κατέβασαν άρον άρον. Τουλάχιστον, τον κέρασαν τυρόπιτα, γλυκό και πορτοκαλάδα, αυτό το θυμάται καλά.  Ο πατέρας του είχε πεθάνει απ’ την αγωνία του, μέχρι να επιστρέψει με την επόμενη αμαξοστοιχία. Μα  ήταν καλός. Τον μάλωσε, του αγρίεψε, του έβαλε τις φωνές, μα δεν τον χτύπησε. Ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω του. Μόνο όταν πήγε σπίτι με τη μητέρα του και μείνανε οι δυο τους έφαγε της χρονιάς του. Για να το θυμάται καλά και να μην το ξανακάνει, του είπε. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν ζωηρό παιδί, δεν έκανε αταξίες, μόνο μέσα στα τρένα ξεχνιόταν. Από εκείνο το περιστατικό ο μπαμπάς δεν τον ξαναπήρε μαζί του, αυτή ήταν η τιμωρία του, του είπε η μαμά. Και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Τον βρήκαν ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο του σαν να κοιμάται. Από ανακοπή καρδίας, είπαν. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Η μητέρα του δεν ξαναπαντρεύτηκε και κείνος από τότε δεν ξαναμπήκε σε τρένο, δεν ξαναταξίδεψε, δεν ξανάγινε λαθρεπιβάτης, δεν ξανάπαιξε ινδιάνους και καουμπόηδες, ούτε κλέφτες κι αστυνόμους. Όμως, έρχονταν συχνά με την μητέρα του στην καφετερία, έπαιρναν ένα τσάι ή μια σοκολάτα και αμίλητοι αναπολούσαν τα παλιά. Σαράντα χρόνια πίσω. Δεν έγινε σιδηροδρομικός, ούτε σπούδασε κάτι. Στο σχολείο ήτανε σκράπας, δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα και με το ζόρι πήρε το απολυτήριο. Ευτυχώς, ένας θείος έβαλε μέσο και τον διόρισε στο δημόσιο. Κλητήρα. Τώρα είχε αναβαθμιστεί και σε αρχειοθέτη.     

Μιλούσε ψυχρά, μηχανικά και αδιάφορα για τα περασμένα, για την παιδική του ηλικία, σαν ρομπότ, δίχως ίχνος συγκίνησης στη φωνή του, ούτε ένα σπάσιμο, ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπο, σαν να αφορούσαν όλα αυτά κάποιον άλλον, κάποιον ξένο. Την φωνή του την κάλυψε το σφύριγμα του τρένου που πλησίαζε στο σταθμό. Τα φρένα του στρίγκλισαν πάνω στις ράγες, μέχρι που σταμάτησε. Κάποιοι κατέβηκαν, άλλοι ανέβηκαν, ο σταθμάρχης σφύριξε τρεις φορές, το τρένο ξεκίνησε πάλι για το μακρινό του ταξίδι. Η αποβάθρα είχε αδειάσει και τώρα ο παλιός μου συνάδελφος παρέμενε σιωπηλός. Η ακατάπαυστη φλυαρία του είχε εξαντληθεί. Είχε περάσει η ώρα κι είχε νυχτώσει για τα καλά. «Πρέπει να φύγω», του είπα. Σηκωθήκαμε όρθιοι και χαιρετηθήκαμε. «Εις το επανειδείν» μου ευχήθηκε χαμογελαστός. Καληνύχτισα και την μητέρα του, μα δεν μου απάντησε. Βουβό πρόσωπο με βλέμμα απλανές, συνέχιζε να κοιτάζει τη μαύρη θάλασσα και τον έναστρο ουρανό πέρα μακριά.      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου