Στο καφενείο η κατάσταση ήταν
δραματική. Απ’ το πρωί είχαν κρεμάσει τον βαλέ στη μέση της τσόχας και
σερβίριζαν μόνο νηστίσιμα. Δηλαδή, μύριζε μεγάλη θανατίλα. Ένα μαυσωλείο γεμάτο
σαρκοφάγους και μούμιες. Ξαφνικά, ο κοντός, σαν από μηχανής θεός, μπήκε
φουριόζος στο νεκροταφείο των ζωντανών και με ξεσήκωσε άρον άρον. «Πάμε, σου ‘χω
μια έκπληξη!» είπε και γελούσαν ακόμα και τα αυτιά του. Τον κοίταξα περίεργα,
μα δεν είχα εναλλακτική. Τον ακολούθησα. Ψωνίσαμε δυο σακούλες ποτά απ’ το
σούπερ μάρκετ και πήραμε ταξί για την άλλη άκρη της πόλης. Δεν μου είπε πού ακριβώς
πάμε. Τελικά φτάσαμε στο παλιό καρνάγιο, πλάι στην μαρίνα των ιστιοπλοϊκών.
Ήταν όμορφη μέρα. Ο ουρανός πεντακάθαρος, ο ήλιος λαμπερός, η θάλασσα λάδι. Τα ‘παιξα!
Η τσίκνα απ’ την ψητούρα σου ‘σπαγε τη μύτη από μίλια μακριά. Κι ένα ραδιόφωνο
έπαιζε ανάκατα δημοτικά και λαϊκά στη διαπασών. Το γλέντι είχε ξεκινήσει απ’ το
μεσημέρι. Οι αθεόφοβοι δεν λογάριαζαν ούτε Μεγάλη Παρασκευή ούτε εβδομάδα των
παθών ούτε νηστείες ούτε τίποτα. Αμαρτωλοί εκ γενετής, μέχρι το μεδούλι. Κι όταν
θα ‘ρχόταν η ώρα να πάνε στον αγύριστο, θα τραβούσαν ντουγρού για τα καζάνια
της κολάσεως, μακριά απ’ τους νωθρούς και αγάμητους παραδείσους. Και τότε κανένας
πανάγαθος, ακόμα και να ‘θελε, δεν θα μπορούσε να τους σώσει. Ήταν έθιμο που κρατούσε
δεκαετίες, μου είπε ο κοντός. Δεν το ‘ξερα, δεν είχα ακούσει κάτι σχετικό και
λόγω της ημέρας μου φάνηκε αρκετά προκλητικό. «Έλα μωρέ, τι χολοσκάς; Αφού
αύριο θα αναστηθεί. Μούφα θάνατος είναι, τους κορόιδεψε όλους ο τύπος. Γιατί να
μην το γλεντήσουμε από τώρα;» Ο φίλος μου, αν και άπιστος, είχε σοβαρά
επιχειρήματα. Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ ήμουν αδιάφορος για θρησκευτικά και
μεταφυσικά ζητήματα. Καρφί δεν μου καιγόταν για τα επουράνια, αν ο τύπος πέθανε
ή αναστήθηκε, ούτε έψαχνα να βρω ιστορικές αποδείξεις και τεκμήρια αληθείας,
όπως κάποιοι άλλοι επαγγελματίες άθεοι και φανατικοί. Και απών βέβαια από κάθε
λατρευτική εκδήλωση. Έτσι κι αλλιώς, δεν μ’ αφορούσαν οι παραδόσεις της πατρίδας
μου. Μα το έθιμο αυτό, αν και κάπως
βέβηλο, ανόσιο και αιρετικό, ήταν
ξεχωριστό και μου φάνηκε ωραίο. Πάντως, ο κοντός είχε δίκιο. Μούφα θάνατος
ήταν.
Μέτρησα καμιά τριανταριά
κεφάλια. Αντρικός πληθυσμός, απ’ όλες τις ηλικίες. Υπήρχε κέφι και ευθυμία στην
ατμόσφαιρα. Καθόντουσαν ανάμεσα στις μαούνες, πάνω σε πάγκους και καρέκλες και γύρω
από καφάσια και αυτοσχέδια τραπεζάκια. Έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν και
τραγουδούσαν. Κάποιο έψηναν, άλλοι σερβίριζαν. Μπύρες, κρασιά, ούζα, τσίπουρα,
απ’ όλα είχε ο μπαχτσές. «Γεια σας μάγκες και χρόνια πολλά!» Ο κοντός απηύθυνε
έναν εγκάρδιο χαιρετισμό στην εκλεκτή
ομήγυρη, απίθωσε τη σακούλα με τα ποτά και τράβηξε για την παράγκα στην άκρη
της παραλίας. Τον ακολούθησα. Μέσα τσιμπολογούσαν και κουτσόπιναν ένας
ξερακιανός και κοτσονάτος γέρος κι ένας παπάς, της ίδιας περίπου ηλικίας. Τα
άσπρα τους γένια ήταν μακριά και ανάκατα, σωστοί προφήτες, μα το ράσο του παπά σωστό
κουρέλι. Φθαρμένο, ξεθωριασμένο και μέσ’ στη λίγδα. Ο κοντός με σύστησε ως έναν
καλό του φίλο, καινούργιο και νεοφώτιστο στην παρέα. Αν και ντροπαλός και λίγο
μαζωμένος, ήμουν καλό παιδί, είπε. «Ναι, πρώτη φορά έρχομαι εδώ» προσπάθησα να
δικαιολογηθώ. Με κοίταξαν περίεργα, χάιδεψαν σχεδόν ταυτόχρονα τις γενειάδες τους,
κοιτάχτηκαν με νόημα και ξέσπασαν σε γέλια. Γελάσαμε κι εμείς, για να μην τους
προσβάλουμε, αν και δεν πολυκατάλαβα το λόγο. Μας κέρασαν τσίπουρο και έβαλαν
άλλα δυο πιρούνια στο τραπέζι. Γεμίσαμε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. «Άντε,
καλή ανάσταση και άσπρο πάτο!» ευχηθήκαμε. Κοίταξα τριγύρω την παράγκα με
περιέργεια. Ήταν γεμάτη εργαλεία και σιδερικά για τη συντήρηση των πλεούμενων. «Μην
τα κοιτάς καθόλου. Άχρηστα είναι πλέον. Έχει πέσει πολύ η δουλειά»,
παραπονέθηκε ο ξερακιανός. Αυτός ήταν το μεγάλο αφεντικό. Μια ολόκληρη ζωή εδώ,
πλάι στο κύμα, με τις βάρκες της στεριάς. «Δεν μας προτιμούνε πλέον, τα πάνε
αλλού. Αλλά, και το ξύλο πέθανε», είπε. Το καρνάγιο είχε ζήσει ένδοξα χρόνια,
μα τώρα είχε καταντήσει νεκροταφείο παρατημένων σαπιοκάραβων. Άντε δυο-τρία απ’
αυτά να ταξίδευαν και πάλι στα αλμυρά νερά, ίσως και κάνα μικρότερο ψαροκάικο. Όλα
τα άλλα θα αναπαύονταν γαλήνια στη στεριά στους αιώνες τους άπαντες. Τσάμπα χώρο
πιάνανε, μα λυπόταν να τα διαλύσει. Πλέον, το μαγαζί το κρατούσαν οι δυο του
γιοι. Ήταν έξω με τους άλλους και τα πίνανε. «Να, αυτοί εκεί είναι!», είπε και
τους έδειξε με το χέρι του. Όμορφα, ψηλά και δυνατά παλικάρια, τα καμάρωνε. Αυτός είχε πια
κουραστεί, δεν ασχολιόταν. Από συνήθεια ερχόταν, για να περνάει την ώρα του
αγναντεύοντας την θάλασσα. Είχε βγει στη σύνταξη, είχε γίνει και παππούς, τρία
εγγονάκια είχε, τίποτε άλλο δεν ήθελε απ’ τη ζωή του. Όλα καλά και άγια,
παράπονο ουδέν. Μόνο για τα παιδιά του ανησυχούσε. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά.
Ο παπάς άκουγε, αλλά δεν
μιλούσε. Σίγουρα τα ήξερε όλα αυτά. Εμένα δεν με ρώτησαν κάτι, δεν πέρασα από
ανάκριση, να μάθουν τι κάνω κι από πού κρατά η σκούφια μου. Ούτε καν πώς με
λένε. Δηλαδή, πλήρης περιφρόνηση και απάθεια για το πρόσωπό μου. Όμως μπορεί να
ήταν κι από διακριτικότητα, ποιος ξέρει. «Πάμε να λιαστούμε με τους σκύλους και
τις γάτες, μας έφαγε η υγρασία εδώ μέσα!» είπε ξαφνικά ο παπάς με τη βροντερή
του φωνή. Ακουγόταν αγριεμένος και κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Αδειάσαμε τα
ποτήρια μας, σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω. Τα αδέσποτα της περιοχής τρώγανε
κόκαλα και αποφάγια και ανακλαδίζονταν του καλού καιρού, χωρίς αγωνία και
άγχος, με λιγοστές ανάγκες. Γι’ αυτά ήταν η ζωή. Στην άκρη της ακρογιαλιάς ο
παπάς αγνάντευε την ηρεμία της φύσης. Στο βάθος διακρίνονταν δύο ιστιοπλοϊκά με
τα πανιά τους ανοιχτά να κόβουν βόλτες στην ήρεμη θάλασσα, προσπαθώντας να
εκμεταλλευτούν το ελαφρύ αεράκι. Ξαφνικά μέσα από μια μαούνα πετάχτηκε το φρικιό
κουνώντας τα χέρια του αλλοπρόσαλλα. «Γεια σου τράγο με την παρέα σου!» είπε
και σκάσαμε όλοι στα γέλια. Είχε πλάκα ο
τύπος. Ήταν ο ξακουστός νεκροθάφτης, ο μικρότερος αδερφός της κουτσής, και τον
έβλεπα για πρώτη φορά. «Δηλαδή, σαν να λέμε, το κουνιαδάκι μου!», μου εξήγησε γελώντας
ο κοντός. Κούνησα το κεφάλι μου με απορία. Αγνοούσα παντελώς τις περίπλοκες συγγενικές διαβαθμίσεις.
Γαμπρός, κουνιάδος, μπατζανάκης, συμπέθερος και τα ρέστα. Χρειαζόμουν λεξικό
για καταλάβω τι σημαίνουν. Όμως, για τον νεκροθάφτη είχα ακούσει πολλά και
διάφορα και τώρα τον έβλεπα μπροστά μου ολοζώντανο, με σάρκα και οστά, φορώντας
με το αιωνίως μαύρο του παλτό, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Μόλις το είχε σκάσει
απ’ το τρελάδικο και κοιμόταν μέσα στις βάρκες. Τον έψαχνε ο μπόγιας να τον μαντρώσει
ξανά κι αυτός είχε βρει άσυλο και απάγκιο στο καρνάγιο. Δεν έπαιρνε τα χάπια
του, μα δεν ήταν επικίνδυνος. Ούτε εριστικός, δεν έβριζε ποτέ. «Μόνο λίγο
παλαβιάρης είναι», μου εξήγησε ο κοντός και είχε την πλάκα του ο χαζοβιόλης.
Είχε
αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν πλησίασε μια παρέα τσιγγάνων με κλαρίνο, κιθάρα
και τουμπερλέκι κι άρχισαν να παίζουν έναν εύθυμο σκοπό. Τότε έγινε
πανζουρλισμός. Όλοι ανέβηκαν πάνω στις καρέκλες και τα τραπέζια κι άρχισαν να
χορεύουν με ζητωκραυγές και άλλα ενθουσιώδη επιφωνήματα. Ο ρυθμός γινόταν όλο
και πιο γρήγορος, ο χορός όλο και πιο διονυσιακός. Είχαν ανάψει και κάμποσα
τρίφυλλα, η ατμόσφαιρα ντουμάνιασε απ’ τα χόρτα και τα μαύρα, τα κεριά και τα
λιβάνια. Παραπάνω, στον κεντρικό δρόμο, κάποιοι περαστικοί σταμάτησαν και μας χάζευαν.
Πρέπει να μας πέρασαν για καλικάντζαρους και δαίμονες, μέρα που ήταν, μα δεν
δώσαμε σημασία. Μέχρι που στο βάθος φάνηκε ο επιτάφιος και ίσα που ακούστηκαν
οι θρηνώδεις ψαλμωδίες των ιερέων. Τα όργανα σταμάτησαν και οι τσιγγάνοι
τράπηκαν σε φυγή. Δεν είχα πιει αρκετά και ντράπηκα. «Είναι αργά και πρέπει να
φύγω», είπα στον κοντό, καληνυχτίζοντας την εκλεκτή ομήγυρη. «Περίμενε, έρχομαι
κι εγώ μαζί σου!» άκουσα να μου φωνάζει ο παπάς.
Η
βραδιά ήταν γλυκιά, ανοιξιάτικη και φεγγαρόλουστη και βρισκόμουν σε σχετική
ευθυμία. Περπατούσαμε αμίλητοι. Αυτός πήγαινε μπροστά κλωτσώντας κάθε τόσο
πετρούλες στη μέση του δρόμου, εγώ απλά ακολουθούσα. Παραξενεύτηκα. Για την
ηλικία του είχε καλό βηματισμό και γερά πόδια. Δεν ήξερα που πηγαίναμε. Κάποια
στιγμή, σπάζοντας τη βουβαμάρα, βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω. «Δηλαδή, εσύ
τώρα είσαι πραγματικός παπάς;» Κοκάλωσε. Γύρισε προς το μέρος μου και με
κάρφωσε για λίγο με το βλέμμα του. Στο τέλος έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο και
συνέχισε το περπάτημα. «Αμ’ τι νόμιζες ότι είμαι μασκαρεμένος; Τα καρναβάλια αργούνε
ακόμα!» Δεν τον πίστεψα, ο πάτερ πρέπει να με δούλευε ψιλό γαζί. Μετά από λίγο
μου τα ξεφούρνισε όλα με το νι και με το σίγμα. Αν και δεν είχε καμιά υποχρέωση.
Ναι,
κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ήταν ένας πιστός ιερέας που υπηρετούσε με ζήλο
τον θεό του, κι ας παρέμενε εκείνος σιωπηλός και απόμακρος, δεν τον ένοιαζε.
Μάλιστα, είχε και μεγάλα όνειρα. Να κάνει πανεπιστημιακές σπουδές, να ανέλθει
στην εκκλησιαστική ιεραρχία, να φτάσει μέχρι και αρχιεπίσκοπος, ωφελώντας τα
μέγιστα το ποίμνιο και όσους τον είχανε ανάγκη. Όμως, τα μεγαλεπήβολα σχέδια
ανατράπηκαν, όλα πήγανε στράφι. Κάποια στιγμή μπήκε ο διάβολος μέσα του και ερωτεύτηκε
μια συμφοιτήτριά του στη θεολογική σχολή. Ήταν πολύ όμορφη και πέντε χρόνια μικρότερη.
Αυτός πολύ νέος τότε, υπέκυψε στον πειρασμό. Κι όμως, ήταν τα πιο ευτυχισμένα
χρόνια της ζωής του. Και κείνη ήταν θεοσεβούμενη και πολύ πιστή κοπέλα, είχαν
πολλά κοινά. Την αγάπησε πραγματικά, χωρίς τύψεις και ενοχές. Έτσι κι αλλιώς, «θεός
είναι η αγάπη», του έλεγε και σ’ αυτό συμφωνούσαν. Όπως και σε όλα. Ήταν ο
άνθρωπος της ζωής του, το ιδανικό άλλο του μισό. Σχεδιάζανε να παντρευτούνε, να
κάνουνε πολλά παιδιά και να ζήσουνε ευτυχισμένα, δοξάζοντας το όνομα και την
χάρη του μεγαλοδύναμου. Όμως ο σατανάς τους έβαλε να κάνουν έρωτα πριν το γάμο
τους. Μεγάλο αμάρτημα. Ήδη γνωρίζονταν ένα ολόκληρο χρόνο και δεν άντεχαν άλλο.
Ήταν πολύ νέοι. Κάθε φορά που τα κορμιά τους πλησίαζαν το ένα στο άλλο ριγούσαν
απ’ τον πόθο. Όποτε αγκαλιαζόντουσαν και φιλιόντουσαν έπαιρναν φωτιά. Εκείνη τη
βραδιά της αμαρτίας την θυμάται πολύ καλά. Η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Η
μοναδική φορά που συνουσιάστηκε με άνθρωπο, πρώτη και τελευταία. Δεν μπορεί να
την ξεχάσει. Όποτε τη θυμάται ξαναπαίρνει φωτιά, καίγεται ολόκληρος,
τσουρουφλίζεται στα πύρινα καζάνια της κολάσεως. Όμως, η κοπέλα έμεινε έγκυος.
Έπρεπε σύντομα να παντρευτούν. Μα δεν πρόλαβαν. Ο μουγγός θεός τους τιμώρησε.
Μετά από λίγο καιρό διαγνώσθηκε με μια σπάνια ασθένεια που την έστειλε γρήγορα
στον άλλο κόσμο. Ταλαιπωρήθηκε και βασανίστηκε πολύ μέχρι να βγει η ψυχή της.
Ένα μήνα κράτησε το μαρτύριο, μια ολόκληρη ζωή. Ήταν συνέχεια στο πλάι της.
«Μας τιμωρεί ο θεός, εμένα πιο πολύ, την αμαρτωλή!» ψέλλιζε συνέχεια και
παραμιλούσε. Όχι, εκείνον τιμώρησε πιο πολύ, σαράντα χρόνια τώρα, μια ολόκληρη
ζωή. Κι όμως, δεν έκαναν κάνα έγκλημα, αλλά αυτό που τους επέβαλλε η φύση τους.
Με αγάπη και όμορφα συναισθήματα. Και με καλούς σκοπούς. Τότε κατάλαβε ότι ο
θεός του ήταν σκληρός και άδικος. Ένας σαδιστής που του αρέσει να βασανίζει τους
αθώους και αδύναμους ανθρώπους. Και σαν άλλος εωσφόρος τον απέρριψε. Δεν
εξομολογήθηκε, δεν ζήτησε συγχώρεση, ούτε μετάνιωσε για τίποτε. Φούντωσε μέσα
του ο εγωισμός και η οργή. Αφού έψαλε το «δεύτε τελευταίον ασπασμό» και έθαψε
την κοπέλα αποποιήθηκε το σχήμα του κι έγινε αιρετικός. Κατασκεύασε και λάτρεψε
έναν δικό του, πιο ανθρώπινο, θεό. Μα τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ από πάνω του.
Ούτε κουρεύτηκε ούτε ξυρίστηκε ποτέ. Συνέχισε να πενθεί. Κι αυτήν και τον εαυτό
του και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Πλέον, εκείνον που του πήρε την αγάπη του τον
έχει συγχωρέσει. «Όχι, δεν είναι κακός. Απλά, δεν υπάρχει!» κατέληξε.
Ο
γέρος παπάς είχε κουραστεί να μιλάει και να εξομολογείται τις αμαρτίες που τον
βαραίνανε τόσα χρόνια. Είχε γίνει κατακόκκινος, σεληνιασμένος και δαιμονισμένος.
Η συντριβή και η οδύνη ζωγραφίζονταν στο ζαρωμένο του πρόσωπο. Τότε γονάτισε
μπροστά μου, γαντζώθηκε απ’ τα πόδια μου και ξέσπασε σε κλάματα. Χείμαρροι
δακρύων, σαν να μην είχε ξανακλάψει ποτέ στη ζωή του. Για ώρα πολύ έκλαιγε με
βογγητά που κάποια στιγμή έγιναν σπαραχτικά ουρλιαχτά, εκεί, στη μέση του
δρόμου, στην μέση του πουθενά, κάτω απ’ το άπλετο φως της μάνας σελήνης,
μπροστά σ’ έναν άγνωστο άνθρωπο, σ’ έναν ξένο, και σίγουρα πιο αμαρτωλός από
εκείνον. Οι πιστοί με τα αναμμένα τους κεριά επέστρεφαν απ’ τον επιτάφιο στα
σπίτια τους. Μας κοίταζαν έντρομοι, σταυροκοπιόντουσαν και προσπερνούσαν
βιαστικοί. Έμεινα σιωπηλός να ακούω την κραυγή του γέρικου πληγωμένου λύκου
κάτω απ’ το φως της ολόγιομης συμπονετικής σελήνης. Δεν είχα κάτι να του πω.
Ίσως, μόνο «υπομονή, άνθρωπε, υπομονή!» μα κι αυτό απλά το σκέφτηκα, δεν
τόλμησα να το προφέρω. Υπομονή, γέρο! Όλοι κάποιον μαρτυρικό σταυρό κουβαλάμε
στους ώμους μας, όλοι για κάτι υποφέρουμε. Υπομονή, μέχρι να βγει η ψυχή μας. Έβαλα
τα χέρια μου πάνω στο γέρικο κεφάλι του και χάιδεψα απαλά τα άσπρα του μαλλιά. Τουλάχιστον,
από μένα είχε τη συγχώρεση που ζητούσε η ψυχή του. Μετά από λίγο τον βόηθησα να
σηκωθεί, να σκουπίσει τα μάτια του και συνεχίσαμε αμίλητοι το δρόμο μας.
«Φτάσαμε,
εδώ είναι το φτωχικό μου!» Ήταν ένα μικρό οικόπεδο με μια παράγκα από πλίθες
και λαμαρίνες στο βάθος, κάτι σαν αποθήκη. Και γεμάτο από αδέσποτα, σαν να ήταν
παράρτημα της φιλοζωικής εταιρίας. Απ’ την μια πλευρά κοιμόντουσαν οι γάτες,
απ’ την άλλη τα σκυλιά. Ξύπνησαν, ανασήκωσαν γεμάτα περιέργεια τα κεφάλια τους,
ο γέροντας τους είπε δυο γλυκόλογα και κατόπιν συνέχισαν μακάρια τον ύπνο τους.
Με ένα φακό μπήκαμε αθόρυβα στην παράγκα. Επικρατούσε ησυχία. Μέτρησα επτά
κεφάλια. Είχαν πιάσει τις γωνίες και κοιμόντουσαν στρωματσάδα μέσα σε υπνόσακους. «Είναι οι
φτωχοί μου», δικαιολογήθηκε ο παπάς με συμπόνια. Στη μέση υπήρχε μια σβησμένη
ξυλόσομπα με μπουριά, ένα τραπέζι και γύρω του μπόλικες καρέκλες. Καθίσαμε σιωπηλοί
και αποκαμωμένοι μέσα στη βαθιά νύχτα. Έφερε τσίπουρο, γέμισε τα ποτήρια και
ήπιαμε άσπρο πάτο. Απ’ το παράθυρο η σελήνη έλουζε με ασήμι και μαλάματα το
σιωπηλό κοινόβιο και φώτιζε τις ωχρές, κουρασμένες και αδέσποτες φάτσες μας.
Πήρα το φακό και περιεργάστηκα τη γωνιά όπου έκαιγε το καντήλι. Ήταν το εικονοστάσι
του. Εκεί προσευχόταν γονατιστός τρεις φορές τη μέρα. Ανάκατες οι μορφές των
αγίων με ήρωες της επανάστασης και του αντάρτικου. Επομένως, πίστευε ακόμα σε
ένα καλύτερο μέλλον για την άνθρωπο, με λιγότερο πόνο. Αντίθετα από μένα, δεν είχε χάσει τελείως τις ελπίδες του. Μια
φωτογραφία έδειχνε τον αρχικαπετάνιο περιτριγυρισμένο απ’ τους γενειοφόρους
μαυροσκούφηδες και πλάι του ένας παπάς
με όπλο και σταυρωτά φυσεκλίκια. «Ο παπά-Ανυπόμονος, μακρινός μου συγγενής!»
ψιθύρισε περήφανος για τα ανυπότακτα γονίδιά που κουβαλούσε μέσα του, καταλαβαίνοντας
πού σταμάτησε το ανήσυχο βλέμμα μου. Γέμισε πάλι τα ποτήρια και τα κατεβάσαμε
ξανά άσπρο πάτο. Μα ήταν αργά κι έπρεπε να φύγω. Θα ξαναρχόμουν, του
υποσχέθηκα, είχαμε πολλά πράγματα να πούμε. Να του εξομολογηθώ κι εγώ με τη
σειρά μου τα μεγάλα αμαρτήματα μιας νωθρής και ασάλευτης ζωής. Χωρίς θεό, χωρίς
πίστη, χωρίς νόημα. «Όποτε θες, παιδί μου. Οι καλοί άνθρωποι είναι πάντα
ευπρόσδεκτοι στον οίκο του θεού. Να ‘χεις την ευλογία μου!» είπε και αγκαλιαστήκαμε.
Έφυγα και έφτασα παραπατώντας μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Ευτυχώς, εκείνη την
έρημη ώρα περνούσε ένα ταξί. Η μεθυσμένη μου φάτσα δεν προξενούσε ανησυχία,
ούτε πρόδιδε κάποιο επικίνδυνο κακοποιό στοιχείο με άσχημες προθέσεις.
Σταμάτησε και με πήρε. Με διπλή ταρίφα. Μετά από λίγο, βρισκόμουν ψόφιος πάνω στο
κρεβάτι μου. Ούτε τα ρούχα δεν πρόλαβα να βγάλω.
Την
επόμενη μέρα έμαθα το κακό. Έπιασε φωτιά στο παλιό καρνάγιο και κάηκε ολοσχερώς.
Και οι μαούνες και τα καΐκια και η παράγκα, τα πάντα. Εμπρησμός ή ατύχημα,
κανείς δεν ήξερε με σιγουριά, το έψαχνε ακόμα η πυροσβεστική. Πάντως, πολλά
ακούγονταν. Ευτυχώς δεν υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες, νεκροί ή τραυματίες. «Ήταν
ωραίο θέαμα!» είπαν κάποιοι. Οι λίγοι που είχαν απομείνει μέχρι αργά το βράδυ,
λιώμα απ’ το πιόμα, ροχάλιζαν του καλού
καιρού, μα ξύπνησαν εγκαίρως και πρόλαβαν να απομακρυνθούν και να γλυτώσουν. Κάποιοι
απ’ την τρομάρα τους βούτηξαν στη θάλασσα. Ένιωσα τύψεις και ενοχές. Τους είχα
κάνει κακό ποδαρικό των ανθρώπων. Παρ’ όλο που δεν είμαι προληπτικός, αυτό ήταν
το πρώτο που σκέφτηκα. Κι ύστερα τον νεκροθάφτη που θα έχανε το κρεβάτι του και
το σπιτικό του κι θα έμενε πάλι άστεγος και απροστάτευτος απ’ τον μπόγια. Ίσως πάλι
να ‘βρισκε απάγκιο στο σπιτικό του γέροντα παπά. Εκεί σίγουρα θα ήταν καλοδεχούμενος.
Όπως και όλα τα αθώα πλάσματα του άσπλαχνου και μάταιου τούτου κόσμου.