Σάββατο 2 Απριλίου 2022

ΤΟ ΦΑΚΕΛΑΚΙ

Ο κοντός είχε τα μαύρα του τα χάλια. Κάπνιζε τα τσιγάρα απανωτά και κατέβαζε το ουίσκι σαν νερό. Δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση, νόμιζα ότι θα του ‘ρθει συμφόρηση. Μιλούσε κι έτρεμε ολόκληρος. Χτες, ήρθε και τον βρήκε ο χοντρός. Είχαν καιρό να μιλήσουν. Του τα περιέγραψε πολύ τραγικά. Ο ψηλός δεν είναι καλά, τον χάνουμε. Πρέπει επειγόντως να εγχειριστεί. Χρειάζονταν αρκετά λεφτά και δεν υπήρχε σάλιο, έπρεπε να βοηθήσει. Ο γιατρός που τον φρόντιζε ήταν ο καλύτερος στο είδος του, μα μεγάλη κουφάλα. Διευθυντής της ογκολογικής κλινικής, με σπουδαία φήμη στο χώρο, μα δεν είχε μάνα μου και πατέρα μου. Απαιτούσε χοντρό φακελάκι και το μπαγιόκο μπροστά, πριν την επέμβαση. Η ταρίφα του  ξεκίναγε από τρία χιλιάρικα. Επιπλέον, η περίπτωση του ψηλού ήταν δύσκολη, με λίγες πιθανότητες επιτυχίας. Δηλαδή, σχεδόν πεταμένα λεφτά. Ο καρκίνος στον εγκέφαλο είχε προχωρήσει πολύ. Το πρόβλημα ξεκίνησε πριν από ένα τρίμηνο με ζαλάδες και πονοκεφάλους, μα δεν έδωσε σημασία. Την έβγαζε με κάνα ντεπόν και ξάπλα στο κρεβάτι. Φοβόταν τους γιατρούς και δεν ήθελε να πάει να κοιταχτεί. Μα όταν πριν από μια βδομάδα σωριάστηκε ξαφνικά φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου, τον πήγαν σηκωτό στα επείγοντα, του έκαναν εξετάσεις και τον κράτησαν μέσα. Ο καρκίνος ήταν επιθετικός, μα ευτυχώς δεν είχε κάνει ακόμα μετάσταση. Πάνω στην ταραχή του ο χοντρός του τα ‘λεγε κάπως μπερδεμένα, όπως και ο κοντός σε μένα, δηλαδή δούλευε χαλασμένο τηλέφωνο. Ίσως ο καρκίνος αυτός να μην ήταν μεταστατικός, δεν κατάλαβαν καλά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Ούτε κι εγώ. Πάντως, ο ψηλός έπρεπε αμέσως να εγχειριστεί και ο παλιόπουστας ο γιατρός ήθελε τα λεφτά μπροστά. Αυτό ήταν το ρεζουμέ της κατάστασης.

Προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Αφού υπήρχαν ακόμα ελπίδες να γίνει καλά δεν έπρεπε να χάνει το θάρρος του και να πανικοβάλλεται. Η περίσταση απαιτούσε ψυχραιμία, που όμως ο κοντός δεν διέθετε. Είχε πολύ καιρό να βρεθεί και να μιλήσει με τον χοντρό και τον ψηλό. Τελευταία, είχαν ψυχρανθεί ή τσακωθεί για κάτι δικά τους, δεν ξέρω ακριβώς, ούτε και μου είπε ποτέ. Μα ήταν παλιά φιλαράκια, είχαν φάει ψωμί κι αλάτι μαζί, σε ζόρικες καταστάσεις, κι έπρεπε να τους βοηθήσει. Δεν είχε πρόβλημα με τα χρήματα, τα είχε, απλά ήθελε να πάνε όλα καλά και ο ψηλός να την σκαπουλάρει. Ούτε και ηθικές αναστολές είχε. Ήξερε πως στην κωλοχώρα μας έτσι λειτουργούν τα πράγματα, με λάδωμα και δεν θα αλλάξουν ποτέ. Με νταβατζήδες, φακελάκια και μεσάζοντες. Γιατροί, δικαστές, μπάτσοι, πολιτικοί και όλοι οι γαμημένοι, όταν τους έχεις ανάγκη πρέπει να τους τα σκάσεις. Όλους αυτούς που επιτελούν τάχα μου λειτούργημα και δίνουν όρκους με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες ότι θα εκτελούν πάντα το καθήκον τους για το καλό της κοινωνίας.  Και που στο τέλος τον καταντούν ένα κουρελόχαρτο. Επίορκοι, δούλοι του χρήματος και της μάσας. Βέβαια, πάντα με κάποιες εξαιρέσεις, που ξεπλένουν όλους τους υπόλοιπους. Τους πολλούς. «Μα δεν είναι όλοι έτσι», σου λένε και καθαρίζουν, βάζοντας ανάμεσα στους άμεμπτους και τον εαυτό τους. Ναι, έπρεπε να καταργηθούν οι ορκωμοσίες, δεν είχαν νόημα. Έτσι κι αλλιώς, ο καθένας έδινε λόγο μόνο στη συνείδησή του. Και σε κανέναν άλλο.

Ανέκαθεν, δεν μπορούσα να χωνέψω το νταβατζιλίκι και τον εκβιασμό όταν βρίσκεσαι σε ανάγκη. Ένιωθα συνένοχος. Πρότεινα στον κοντό να ειδοποιήσουμε την αστυνομία, να προσημειώσουν τα χαρτονομίσματα και ο κωλογιατρός να πιαστεί στη φάκα. Αν ήθελε, μπορούσα να το αναλάβω εγώ. Ήξερα ότι είχε άσχημα προηγούμενα με τους μπάτσους και δεν γούσταρε πάρε δώσε μαζί τους. Τον ήξεραν χαρτί και καλαμάρι, κι αυτόν και τον ψηλό και τον χοντρό. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Δεν ήθελε να βάλει σε μεγαλύτερο κίνδυνο την έτσι κι αλλιώς επισφαλή και ετοιμόρροπη ζωή του φίλου του, να εξανεμίσει και τις ελάχιστες έστω πιθανότητες που είχε να γίνει καλά. Γύρευε στα χέρια ποιανού χασάπη θα έπεφτε μετά απ’ αυτό ο φίλος του. Και τι θα του κάνανε του κύριου διευθυντή; Τίποτα. Σιγά μην τον διώχνανε. Μια προσωρινή αργία και παύση των καθηκόντων του και μια ένορκη διοικητική εξέταση, όλα για τα μάτια του κόσμου, πιο πολύ για να το βουλώσουν οι εφημερίδες, και ένα πόρισμα μετά από πού καιρό που θα τον έβγαζε λάδι λόγω αμφιβολιών. Και η υπόθεση θα κουκουλωνόταν, το σκάνδαλο θα ξεχνιόταν και ο πουστογιατρός θα επέστρεφε στο πόστο του με δάφνες και τιμές. Θα ‘παιρνε και τους μισθούς για την περίοδο που έλειπε, την οποία θα υπολόγιζαν και στα συντάξιμα χρονάκια του. Σαν να μην έφυγε ποτέ. «Και τότε θα έπρεπε να τον καθαρίσω» κατέληξε. Ο κοντός είχε ξαναβρεί την ηρεμία του και αν και πιωμένος μιλούσε ορθά. Τίποτα δεν θα του κάνανε του κύριου διευθυντή, που για να βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση θα είχε σίγουρα πολιτικές άκρες και γνωριμίες. Μπορεί και μέσα στην αστυνομία, ακόμα και στα δικαστήρια. Θα ‘βγαινε λάδι ο παλιόπουστας. Άσε που μπορεί να βρίσκαμε και τον μπελά μας από πάνω. 

Την επόμενη κιόλας μέρα κανονίσαμε συνάντηση με τον βοηθό του διευθυντή και μας εξήγησε τις λεπτομέρειες. Ο χοντρός κι ο κοντός δεν μιλούσαν. Όταν του παραπονέθηκα ότι είναι πολλά τα χρήματα και είμαστε φτωχοί άνθρωποι και που θα τα βρούμε, η απάντησή του με αποστόμωσε. Ήταν λίγο κυνική, αλλά και πολλή λογική. Αφού ήταν φίλος μας και τον αγαπούσαμε, θα ‘πρεπε να τσοντάρουμε όλοι ρεφενέ, να γίνει κάτι σαν ένας μικρός έρανος για να σωθεί. Βέβαια, δεν ήταν πολλές οι ελπίδες της επιτυχίας, μα ο κύριος διευθυντής θα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε. Ήταν αυθεντία στο είδος του και εμείς πολύ τυχεροί που τον είχαμε στην πόλη μας και που δεν έφυγε κι αυτός, όπως τόσοι άλλοι, για το εξωτερικό ή τουλάχιστον για την πρωτεύουσα, εκεί όπου οι απολαβές του θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερες. Τα λεγόμενά του σχεδόν μας είχαν πείσει. Και επιπλέον, τα χρήματα δεν θα έμπαιναν όλα στην τσέπη του, θα γινόταν δίκαιη διανομή σε όλη την ομάδα, τους βοηθούς και την αναισθησιολόγο, μέχρι και οι νοσηλευτές και οι τραυματιοφορείς θα παίρνανε μερίδιο. Ναι, όλοι τους, δίκαια πράγματα. Σαν τους μισθοφόρους και πλιατσικολόγους άλλων εποχών, που μετά από κάθε επιδρομή μοιράζανε τα λάφυρα. Τα μισά τα ‘παιρνε ο αρχηγός, τα υπόλοιπα τα γενναία του παλικάρια. Δίκαια πράγματα. Τελικά, ο βοηθός του κύριου καθηγητή μας είχε πείσει. 

Φέραμε τα μπικικίνια και μετά από τρεις μέρες ο ψηλός ετοιμάστηκε και μπήκε στο χειρουργείο. Η επέμβαση ήταν δύσκολη, κράτησε αρκετές ώρες, όμως στέφθηκε με επιτυχία. Αφαιρέθηκε ο κακοήθης όγκος και την επόμενη μέρα ο ασθενής συνήλθε. Ο κύριος διευθυντής μας ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να μείνει λίγες μέρες στην κλινική για παρακολούθηση. Ίσως τον πρώτο καιρό να είχε κάποια προβλήματα διαύγειας και ομιλίας, κάτι σαν προσωρινή αφασία, ας πούμε, μα γρήγορα ο εγκέφαλος θα επανερχόταν στην προηγούμενη κατάσταση. Ίσως να του άφηνε ένα μικρό κουσούρι στη γλώσσα ή στο περπάτημα. Ίσως και να γινόταν λίγο πιο νευρικός και ευερέθιστος, δεν μπορούσε ακόμη να ξέρει.

Ο κοντός και ο χοντρός τον ευχαρίστησαν συγκινημένοι, ήταν υπόχρεοι, του είπαν. Εγώ δεν είπα τίποτα, μόνο κρατήθηκα να μη γελάσω. Ανέκαθεν ο ψηλός ήταν ανεγκέφαλος, μπουμπούνας και μαλακοκαύλης, άτομο μειωμένης σκέψης και αντίληψης. Τώρα θα απογινόταν τελείως. Πάντως, προσωρινά, είχε διαφύγει τον κίνδυνο, την είχε σκαπουλάρει. Κάτι ήταν κι αυτό. Και ο εντιμότατος κύριος διευθυντής με τα παχυλά φακελάκια, χωρίς να το ξέρει, είχε σώσει το όμορφο κεφαλάκι του. Προσωρινά κι αυτός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου