Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ (Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ)


 

Όταν ξεκίνησε ο καβγάς ήταν απόγευμα, δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος και τ’ αδέρφια μου έλειπαν απ’ το σπίτι. Βρισκόμουν στο σαλόνι καθισμένος στην πολυθρόνα της γιαγιάς, εδώ και τέσσερα χρόνια άδεια. Δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση και μου ζήταγε συχνά να της διαβάσω παραμύθια. Ήθελε τάχα να διαπιστώσει την πρόοδό μου στο σχολείο. Ήμουν το αγαπημένο της εγγόνι, το πρώτο και καλύτερο, είχα και το όνομα του συγχωρεμένου του άντρα της. Μα κι εγώ δεν της χάλαγα χατίρι. Σαν υπάκουο σκυλάκι πλησίαζα κοντά της, κουλουριαζόμουν στα πόδια της και άρχιζα να της διαβάζω «μια φορά κι ένα καιρό» με άψογη ορθοφωνία, χωρίς λάθη και κομπιάσματα, φτάνοντας πάντα στο «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, καλή μου γιαγιά!». Τότε μου έλεγε ένα μεγάλο «μπράβο, αγόρι μου!», μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της, με φιλούσε με τα μεγάλα άσπρα της μουστάκια και στο τέλος μου γέμιζε τις χούφτες μου με καραμέλες. Το βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεβάτι, της έλεγα ξανά το ίδιο παραμύθι, μέχρι να κλείσει τα μάτια της και να αρχίσει το μακάριο ροχαλητό της. Τότε σταμάταγα, άφηνα το βιβλίο πάνω στο κομοδίνο και σιγά σιγά έχωνα το δεξί μου χέρι κάτω απ’ το διάφανο νυχτικό της. Την χάιδευα απαλά για κάμποση ώρα, μέχρι να ακούσω βήματα να πλησιάζουν στο δωμάτιο και να ανοίγει η πόρτα τρίζοντας.

Όσο ζούσε η γιαγιά δεν τσακωνόντουσαν. Τώρα άκουγα καθαρά τις φωνές και τα κλάματα της μαμάς. Σηκώθηκα ανήσυχος από την πολυθρόνα και πήγα στην κουζίνα να δω. Ο πατέρας την είχε πιάσει από τα μαλλιά και την χτυπούσε με λύσσα. Όταν με είδε σταμάτησε, μου είπε μια περίεργη βρισιά και εγώ το ‘βαλα αμέσως στα πόδια. Παράτησε τη μαμά στο πάτωμα αιμόφυρτη και έτρεξε πίσω μου. Βγήκα έξω από το σπίτι, μα αυτός συνέχισε να με κυνηγά. Λίγο παρακάτω σταμάτησα, δεν υπήρχε λόγος να τρέχω άλλο. Ήθελα να δείξω ότι δεν τον φοβάμαι. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα ‘ταν η πρώτη φορά. Είχα ξαναφάει ξύλο για αταξίες (για σοβαρές ή για ασήμαντες αιτίες, δεν μπορώ να θυμηθώ) από κείνον στο σπίτι με την πέτσινη λουρίδα κι απ’ τη δασκάλα στο σχολείο με τη ξυλόβεργα. Τώρα όμως βρισκόμασταν σε κοινή θέα. Ήρθε από πίσω μου και μου ‘ριξε μια κλοτσιά στον κώλο. Δεν πόνεσα, μόνο ντράπηκα που τον είδαν οι γείτονες να με ξεφτιλίζει. Ακούγοντας τις φωνές του, είχαν βγει όλοι στις πόρτες και τα παράθυρα και παρακολουθούσας χωρίς να επεμβαίνουν. Μετά μ’ έπιασε απ’ το αυτί. Πονούσα πολύ, νόμιζα ότι θα μου το ξεριζώσει και ότι θα μείνω μόνο με ένα. «Μπρος, πάμε μέσα και θα δεις τι έχεις να πάθεις!» με απείλησε και με τράβηξε σέρνοντας για το σπίτι.  Και για να με ταπεινώσει ακόμη πιο πολύ, μου είπε ξανά την ίδια ιστορία. Ότι δεν ήμουν δικό τους παιδί, γι’ αυτό ήμουν τόσο σκάρτος. «Δεν μπορεί να βγήκες εσύ απ’ τα δικά μου αρχίδια!» φώναζε δυνατά. Όχι, απλά ήμουν ένα μπαστάρδικο που τους το πούλησαν κάτι γύφτοι ή το παράτησαν έξω απ’ την πόρτα τους, μες στην τρομάρα μου δεν μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς. Δεν τον πίστευα, μα κάθε φορά, μετά το ξύλο, έτρεχα στον καθρέφτη και κοιτούσα προσεχτικά το πρόσωπό μου να δω αν είναι μαυριδερό και βρώμικο. Με είχαν υιοθετήσει, έλεγε, μα εγώ ήμουν αχάριστος και αγνώμων για όσα έκαναν για να με μεγαλώσουν και να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία. Και όλα αυτά ξεκίνησαν μετά το θάνατο της γιαγιάς. Όσο εκείνη ζούσε, δεν με είχε πειράξει κανείς.

Ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο σωτήρας μου.  Στάθηκε απειλητικός μπροστά του, σε  θέση μάχης, δείχνοντας τα μυτερά του δόντια. Ο πατέρας έδωσε μια κλοτσιά στον αέρα κι εκείνος όρμησε κατά πάνω του και μ’ ένα σάλτο γαντζώθηκε στο κεφάλι του. Έκανε σαν τρελός και λυσσασμένος και άρχισε να τον γδέρνει και να τον δαγκώνει. Ο πατέρας ούρλιαζε απ’ τον πόνο και την τρομάρα του, μέχρι που άφησε το αυτί μου ήσυχο και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς χάμω στο πεζοδρόμιο. Τότε του ξέφυγα και άρχισα να τρέχω. Μα και ο μαύρος γάτος τον παράτησε στην δυστυχία του και με πήρε από πίσω μου. Ήταν ένα όμορφο σφριγηλό ζώο με γυαλιστερή γούνα και φουντωτή τσακισμένη ουρά. Δεν τον είχα ξαναδεί στη γειτονιά, ούτε γνώριζα γιατί με υπερασπίστηκε. Μου νιαούρισε και απ’ το βλέμμα του κατάλαβα ότι ήθελε να τον ακολουθήσω. Τράβηξε μπροστά και μετά από λίγο φτάσαμε σ’ ένα ξέφραγο οικόπεδο, ανάμεσα σε δύο πανύψηλες πολυκατοικίες. Ήταν γεμάτο γάτες όλων των αποχρώσεων και ηλικιών, μέτρησα καμιά δεκαριά κεφάλια. Μέσα υπήρχε μια μεγάλη συκιά και στο βάθος μια μικρή ερειπωμένη αποθήκη. Ήταν Αύγουστος και το δέντρο ήταν γεμάτος γλυκούς γινομένους καρπούς, η καλύτερη παγίδα για τα κακόμοιρα ποντικάκια, σκέφτηκα. Έκοψα ένα σύκο, το ξεφλούδισα κι άρχισα να το μασουλάω με όρεξη.

Έμεινα κάμποσες μέρες εκεί. Κοιμόμουν μέσα στην ερειπωμένη αποθήκη αγκαλιά με δυο μικρά παιχνιδιάρικα γατάκια. Ευτυχώς είχε μια βρύση με πόσιμο νερό και φαγητό μας έφερνε μία φιλεύσπλαχνη ηλικιωμένη κυρία. Μετά από λίγες μέρες η αστυνομία με ανακάλυψε και με γύρισε στο σπίτι. Ευτυχώς δεν συνάντησα τον πατέρα, είχε μόλις πεθάνει. Από ανακοπή καρδιάς, είπαν, κι όχι απ’ τα δαγκώματα του λυσσασμένου γάτου, μα ένιωσα κάποιες τύψεις. Δεν τα πηγαίναμε καλά. Δεν ξέρω γιατί δεν με αγαπούσε όπως τα μικρότερα αδέρφια μου. Μα πιο πολύ με ενοχλούσε και μου έσπαγε τα νεύρα όταν καμιά φορά τρώγαμε όλοι μαζί και ρουφούσε τη σούπα του, πλάθοντας με απόλαυση τα χείλη του. Αυτό δεν μπορούσα να το αντέξω. Μου κοβόταν μαχαίρι κάθε διάθεση για φαγητό και περίμενα πότε θα τελειώσει το μαρτύριο για να εξαφανιστώ απ’ το οικογενειακό τραπέζι. Έτσι, και με το δίκιο μου, πολλές φορές είχα ευχηθεί τον θάνατό του. Και να που ο πανάγαθος θεούλης με άκουσε. 

Στην κηδεία του η εκκλησία ήταν γεμάτη με κόσμο μέσα και έξω. Τελικά είχε πολλούς γνωστούς και φίλους, αν και ποτέ δεν έρχονταν στο σπίτι μας. Ήταν μέσα στο φέρετρο ροδαλός και χαμογελαστός, καμιά σχέση με πτώμα, και μου φάνηκε ότι μας κορόιδευε όλους κι ότι ξαφνικά θα ανασταινόταν και θα άρχιζε να με κυνηγάει. Η μαμά μας έβαλε να τον ασπαστούμε στο κούτελο. Τα αδέρφια προχώρησαν, έκαναν τον σταυρό τους και τον φίλησαν. Εγώ, όχι. Αρνήθηκα. Έβγαλα το κουζινομάχαιρο και άρχισα να το μπήγω πάνω στο νεκρό κορμί του, στο ύψος της άσπλαχνης καρδιάς του. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι τα είχε κακαρώσει, δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στους γιατρούς και τους παπάδες. Επικράτησε πανδαιμόνιο, ουρλιαχτά φρίκης και λιποθυμίες. Συνέχισα να τον τρυπάω και να τον ματώνω, όταν το φέρετρο αναποδογύρισε και κείνος έπεσε χάμω στο πλάι. Τότε άνοιξε το ένα του μάτι και με κοίταξε χαμογελαστός. Δεν είχε κόρη, φαινόταν μόνο το ασπράδι. Φοβήθηκα, πέταξα το φονικό όργανο και το έβαλα στα πόδια. Ο μαύρος γάτος με τη γυαλιστερή γούνα και τη φουντωτή τσακισμένη ουρά με περίμενε απ’ έξω. Όταν με είδε να βγαίνω απ’ την εκκλησία, άρχισε να τρέχει μαζί μου, λες και ήτανε συνένοχος.

Φτάσαμε κάθιδροι στο οικόπεδο με την μεγάλη συκιά και την ερειπωμένη αποθήκη και ήπιαμε φρέσκο δροσερό νερό απ’ το μπωλάκι της καλής κυρίας. Πλέον, δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με τους ανθρώπους, μόνο να μεταμορφωθώ σε γάτο και να με υιοθετήσει αυτή η καλή πολύτεκνη οικογένεια. Μα αυτή τη φορά με έπιασαν αμέσως. Γιατροί, μπάτσοι και νοσοκόμοι με έδεσαν πιστάγκωνα και με κλείσανε στο τρελάδικο, σε ειδική πτέρυγα για τα παιδιά. Στο λευκό δωμάτιο ήμουνα μόνος. Είχε πολλά παιχνίδια, μα δεν μπορούσα να παίξω. Με είχαν συνέχεια δεμένο στο κρεβάτι, χέρια και πόδια, για να μην κάνω κακό στον εαυτό μου, είπαν. Κάθε τόσο έμπαιναν μέσα κάποιοι με άσπρες μπλούζες και μου έκαναν ένεση. Κοιμόμουν πολλές ώρες και έβλεπα εφιάλτες. Κανείς δικός μου δεν ήρθε να με δει, όλοι με είχανε ξεγράψει. Ευτυχώς, όποτε άνοιγα τα μάτια μου έβλεπα καθαρά έξω απ’ το παράθυρο τον όμορφο μαύρο γάτο με την τσακισμένη φουντωτή ουρά, τον μοναδικό μου φίλο, να μου χαμογελά.

Ύστερα ξύπναγα. Μια εποχή έβλεπα συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη. Με τυραννούσε κάθε βράδυ. Μετά από σαράντα χρόνια τον θυμάμαι ολοκάθαρα. Τότε ήμουν δώδεκα χρονών παιδί, μα δεν το είπα σε κανέναν.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Ο ΛΕΚΑΝΑΣ


Η γειτόνισσα ήταν εδώ και μήνες εξαφανισμένη και είχα βρει την ησυχία μου. Με τα ρολά κατεβασμένα, στη γκαρσονιέρα της βασίλευε άκρα του τάφου σιωπή. Και ξαφνικά να τη μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνι. «Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;» απόρησε τάχα μου. Ήταν κεφάτη και ευδιάθετη, όλο σκέρτσο και νάζι. Έδειχνε ανανεωμένη. Έλειπε για δουλειές στην πρωτεύουσα, μου είπε χωρίς να τη ρωτήσω, δεν είχα καμία πρεμούρα να μάθω. Δεν ήξερα πώς βιοπορίζεται, μα απ’ τους τρόπους και την εμφάνισή της μάλλον έκανε βίζιτες, αυτό το συμπέρασμα είχα βγάλει. Δεν μ’ ένοιαζε, κι αυτή δουλειά του θεού είναι. Κάποιους πελάτες πρέπει να τους έφερνε και στο σπίτι. Μπαινόβγαιναν συνέχεια καινούργιες φάτσες, μεσήλικες κυρίως, στην ηλικία μου. Κατά καιρούς ακούγονταν φωνές και κακό, της πουτάνας γινόταν και δεν μ’ άφηναν να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Είχα τις γαμημένες τις αϋπνίες μου, είχα κι αυτήν να γαμιέται και να μαλλιοτραβιέται μ’ ανοιχτά παράθυρα χειμώνα καλοκαίρι. Ευτυχώς, δεν ήταν συχνά τα παρατράγουδα. Κάθε φορά έκανα υπομονή μέχρι να περάσει η μπόρα. Δεν έκανα παράπονα σε κανέναν, ούτε καν στην ίδια, δεν ήθελα κανένα πάρε δώσε μαζί της. Άλλοι ένοικοι είχαν πάει στον διαχειριστή, μα κι αυτός, άνθρωπος ευγενής, κάποιας ηλικίας και μιας άλλης εποχής, ντρεπόταν μάλλον να της μιλήσει, αφού ήταν εντάξει και στους λογαριασμούς της. Ίσως πάλι να της είπε δυο κουβέντες, μα αυτή χαμπάρι δεν πήρε και συνέχισε το βιολί της. Μόνο ένα βράδυ κάποιος κάλεσε την αστυνομία. Δυο ένστολοι της χτύπησαν την πόρτα και της έκαναν συστάσεις, μα δεν προχώρησαν σε μηνύσεις.  Χτύπησαν και σε μένα, τους άνοιξα, ήταν ευγενέστατοι μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και με ρώτησαν αν είχα ακούσει και εγώ κάτι. Μάλλον ψάχνανε για μάρτυρες, μα δεν ήμουνα διαθέσιμος. «Δυστυχώς, κοιμάμαι βαριά και δεν άκουσα τίποτα», τους είπα και τους έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα. Δεν ξέρω αν με πίστεψαν, μα δεν ξαναφάνηκαν στην πολυκατοικία. Ήταν τότε που η γειτόνισσα εξαφανίστηκε και βρήκαμε την ησυχία μας. Μα τώρα είχε επιστρέψει, και όπως φαίνεται δριμύτερη, να μας ζαλίσει και πάλι τα αρχίδια. Μου κόλλαγε κι εμένα, μα δεν της έδινα χνώτα. Ήταν μεγάλος μπελάς, ούτε τσάμπα δεν θα την έπαιρνα. Ένα γαμήσι μπορείς να το πληρώσεις πολύ ακριβά, να μπλέξεις άσχημα, δηλαδή για το τίποτα. Και δεν αξίζει.

Το βράδυ συνάντησα τυχαία στο δρόμο τον κοντό. Άλλος μπελάς και τούτος. Μου ‘ρθανε όλοι μαζεμένοι. «Στον ουρανό σε γύρευα και στη γη σε βρήκα!» φώναξε ενθουσιασμένος και ρίχτηκε με φόρα στην αγκαλιά μου. Σαν παιδί έκανε, λες και είχαμε χρόνια να ειδωθούμε. Με τράβηξε απ’ το μανίκι. Είχε μια δουλίτσα να κανονίσει στα γρήγορα και μετά ήταν ελεύθερος για τσάρκες και περιπέτειες κι όπου μας βγάλει η νύχτα, είπε. Τον ακολούθησα με μισή καρδιά. Πλέον είχαν αραιώσει οι επαφές μας. Είχε αρχίσει να με κουράζει κι αυτός κι έψαχνα τρόπο να ξεκόψω. Δεν ήταν εύκολο. Όχι ότι του είχα κάποια υποχρέωση, μα με θεωρούσε φίλο του και ντρεπόμουν να τον κακοκαρδίσω. Δεν ήταν κακό παιδί, ας έλεγαν τριγύρω διάφορα οι καλοθελητές. Απλά ήταν με τα φεγγάρια του. Είχε απρόβλεπτα σκαμπανεβάσματα και στα κάτω του δεν είχε μάνα μου και πατέρα μου, έπρεπε να είσαι προσεκτικός απέναντί του. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω τι σκατοκαργιόλια έπινε, μα γινόταν άλλος άνθρωπος, έχανε τον έλεγχο κι έκανε ασχήμιες, κι άντε να τον μαζέψεις μετά. Σήμερα έδειχνε νηφάλιος και στα ίσα του, αν κι ήταν νωρίς ακόμα. Μα, όπως και να ‘χε το πράγμα, έπρεπε να ξεκόψω. Με τρόπο, όμως, όχι απότομα.       

Φτάσαμε στο μπουρδέλο απέναντι απ’ την ιχθυόσκαλα. Το άσπρο φωτάκι ήταν αναμμένο, η πόρτα ορθάνοιχτη. Ανεβήκαμε τη σκάλα. Στην κορυφή μας περίμενε η τσατσά με το βοηθός της. Φαινότανε παλιά καραμπαμπάμ, στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, πλέον, χοντρή και ξεπεσμένη, μα το ‘λεγε ακόμα η περδικούλα της. Εκείνος, θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος, παλιαδερφάρα του κερατά, πουστόγρια περιωπής, λίγο νεότερος, μα το ίδιο σουλούπι, η ίδια κοψιά με την μαντάμα, ούτε δίδυμοι να ‘τανε, φορούσανε και οι δύο ρόμπες. Αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε θερμά με τον κοντό και έπειτα έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Περάσαμε μέσα, δεν είχε κόσμο. Η μαντάμα παραπονέθηκε για τις αναδουλιές και απ’ το βάθος ξεπρόβαλε μια νεαρή όμορφη κοπέλα, με μικρά ολοστρόγγυλα βυζάκια, σχεδόν ολόγυμνη, ένα μαύρο ερεθιστικό κιλοτάκι φορούσε μόνο. Μας χαμογέλασε. «Είναι καινούργια και πρώτο πράμα!» μας ενημέρωσε η αφεντικίνα της καμαρώνοντας, αν θέλαμε μπορούσαμε να τη δοκιμάσουμε. «Μια άλλη φορά, σήμερα ήμαστε βιαστικοί, κούκλα μου!», αρνήθηκε ευγενικά ο κοντός, την έπιασε αγκαζέ και τραβήξανε οι δυο τους  προς το βάθος. Έμεινα στο σαλόνι με το βοηθό της. Αισθανόμουν κάπως άβολα και αμήχανα. Με κάρφωνε συνέχεια στα μάτια και μου χαμογελούσε. Δεν του έδινα χνώτα, στρέφοντας το βλέμμα μου αλλού. Για να σπάσει κάπως την βουβαμάρα, μου πρότεινε ξανά να πάω με την κοπέλα. Τσάμπα, είπε, δώρο του καταστήματος, για τους καλούς φίλους του κοντού που βέβαια είναι και δικοί τους φίλοι. Τον ευχαρίστησα και αρνήθηκα ευγενικά, ήμασταν πολύ βιαστικοί, είπα. «Κρίμα!» σχολίασε αναστενάζοντας και κατσούφιασε σαν μικρό παιδί που δεν του έκαναν το χατίρι. Η αδιαφορία μου, φαίνεται, του είχε χαλάσει τη διάθεση. Τον φαντάστηκα να παίρνει μάτι πίσω απ’ το ειδικό ματάκι του δωματίου και χαμογέλασα κρυφά. Δεν ξέρω αν πληρωνότανε και πώς για τις υπηρεσίες του, μα σίγουρα αυτή ήταν η ανταμοιβή που προτιμούσε. Να βλέπει κρυφά τους πελάτες να γαμάνε την πουτάνα κι αυτός να ερεθίζεται, να αναψοκοκκινίζει και να την παίζει χωρίς σταματημό, μέχρι τελικής πτώσης. Σίγουρα, αυτή ήταν η καλύτερη πληρωμή του.  

Δεν είχα ξαναμπεί ποτέ σε οίκο ανοχής. Από συστολή. Απέφευγα τις μπουρδελότσαρκες με τους παλιούς συμμαθητές, παρ’ όλο που συνήθως γινόντουσαν για πλάκα, δίχως κάποιο ουσιαστικό όφελος. Δεν αφήναν ανήλικους σπυριάρηδες έφηβους να μπουν, άντε στην καλύτερη περίπτωση να παίρνανε λίγο μάτι  απ’ την πασαρέλα της κοπέλας, να βλέπανε και λίγο ρώγα και κατόπιν κομπάζοντας να αραδιάζουνε τις φαντασιοπληξίες τους για να το παίξουν έμπειροι και περπατημένοι. Μα και ο πατέρας δεν ήταν από αυτούς που θα έπαιρνε απ’ το χεράκι τον γιόκα του και θα τον πήγαινε στις γυναίκες για να τον κάνουνε άντρα, ίσως και από κάποιον ενδόμυχο φόβο μη τυχόν και του βγει πούστης. Όχι βέβαια επειδή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ανδρισμό του κανακάρη του, αλλά μάλλον επειδή ήταν ένας καθωσπρέπει πουριτανός μικροαστός, πολύ συντηρητικός πάνω σε τέτοια καυτά ζητήματα. Ίσως πάλι, ποιος ξέρει, να τα θεωρούσε πολύ ξεπερασμένα, τακτικές και ήθη μιας άλλης, μακρινής εποχής. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, και σ’ αυτό το θέμα δυσκολεύτηκα, αφού υπήρξα μαζεμένος, συνεσταλμένος και τραγικά αυτοδίδακτος.

Ενώ έκανα όλες αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις, μπήκανε μέσα τρεις νεαροί. Αν και φορούσαν πολιτικά, έμοιαζαν για φαντάροι. Ήταν όμορφοι. Κοντοκουρεμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, εικοσάρηδες εξοδούχοι, ίσως και με κάποια τιμητική διανυκτέρευση απ’ τον διοικητή τους. Είχαν έρθει αποφασισμένοι να γαμήσουν, κάποιοι ίσως και για πρώτη φορά. Η αδερφάρα είχε αρχίσει να ξερογλύφεται και να του τρέχουνε τα σάλια. Τον ρώτησαν πόσο πάει. Τους είπε, μα θα τους έκανε καλύτερη τιμή. Ήρθε και η κοπέλα χαμογελαστή, πέρασε από μπροστά τους με χορευτική χάρη, κάνοντας μια επιδέξια φούρλα, και χάθηκε πάλι στο βάθος. Τα μάτια των νεαρών άστραψαν και έλαμψαν από λαγνεία και καύλα. Θα καθόντουσαν. Ο πρώτος, ασυγκράτητος, είχε περάσει κιόλας στο δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο κοντός. «Πάμε να φύγουμε, τελειώσαμε», μου είπε, με άρπαξε απ’ το μανίκι και κατεβήκαμε βιαστικοί τις σκάλες. 

Στο δρόμο μου έδωσε κάποιες αχρείαστες εξηγήσεις. Το μαγαζί βρισκόταν κάτω από την επίβλεψη και την προστασία του, φυσικά με το αζημίωτο. Όμως τελευταία οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. «Δεν γαμάει πλέον ο κόσμος, το έχει ρίξει στο μινάρισμα!» παραπονέθηκε και σκάσαμε στα γέλια. Έφταιγε βέβαια και το ίντερνετ. Πάντως, το μπουρδέλο πήγαινε για φούντο, παρ’ όλο που έφερνε πάντα τα καλύτερα κομμάτια. Η τσατσά ήταν παλιά του γνώριμη, το ίδιο και ο βοηθός της. Παλιαδερφή του κερατά ο λεκανάς, μα καλό παιδί, δεν είχε κάνει ποτέ άσχημη και σε κανέναν. Όχι σαν κάτι άλλους παλιόπουστες, στην ψυχή και στο σώμα, μουνιά της λάσπης, δίχως μπέσα, που τους ένοιαζε μονάχα τι θα φάνε τι θα πιούνε και τι θα αρπάξει ο κώλος τους. Ο λεκανάς ήταν εχέμυθος και άνθρωπος της εμπιστοσύνης, τελεία και παύλα. Και στα νιάτα του σκέτος κούκλος, είχε κάνει μεγάλη θραύση. Μην κοιτάς τώρα που μεγάλωσε, γέρασε και ξέπεσε. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έζησε και τα γλέντησε στην πρωτεύουσα. Εκεί γνώρισε μεγάλες δόξες και έβγαλε πολλά λεφτά. Μα πιο πολύ το έκανε για το κέφι του. Είχε παίξει και σε τσόντες, πρώτους ρόλους σε διεθνείς παραγωγές, έκανε μεγάλη καριέρα σαν πορνοστάρ. Κι αργότερα, όταν σίτεψε κάπως και πέρασε η μπογιά του, έκανε τον γλείφτη. Δηλαδή, στα ενδιάμεσα των σκηνών έπαιρνε τσιμπούκι στον πρωταγωνιστή που του είχε πέσει ο πούτσος, για να του τον σκληρύνει ξανά, να χύσει και να ολοκληρωθεί το γύρισμα. Κι αυτός ο ρόλος πίσω από την κάμερα του άρεσε, δεν τον θεώρησε ποτέ υποτιμητικό. Έτσι, γεύτηκε τα καλύτερα καυλιά κι έβγαλε μπόλικα χρήματα.  Μα δεν φύλαξε τίποτα για τα στερνά του. Δεν είχε μόνιμες σχέσεις ούτε νταβαντζήδες να του τα τρώνε, μα τα ακούμπησε όλα στους νεαρούς. Οικειοθελώς. Του άρεσαν πολύ τα τσόλια. Τον τραβούσε η ικμάδα, η ομορφιά και το νταηλίκι τους, παρ’ όλο που τα περισσότερα από δαύτα ήταν παλιαρχίδια και κωλόπαιδα. Κι ας πέρασε τα πάνδεινα μαζί τους. Ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, βρισίδια και ξυλοδαρμούς. Από καθαρή τύχη ζούσε ακόμη, μα δεν το μετάνιωνε. Αν ξαναγεννιόταν, πάλι την ίδια ζωή θα έκανε. Τον τράβαγε το μέγα πάθος, αυτή ήταν η μοίρα του και το ριζικό του και το έζησε στα κόκκινα, παράπονο ουδέν. Τα τελευταία  χρόνια γύρισε στην πόλη κι έγινε ένας ταπεινός λεκανάς σε λαϊκό μπουρδέλο τρίτης κατηγορίας. Κι ας μην χρειάζεται πλέον να αλλάζει τα βρομόνερα απ’ τη λεκάνη της κοπέλας. Κι όμως, δεν έχει παράπονο, καλά την πέρασε τη ζωή του.

Φτάσαμε στο μπαρ της κουτσής. Είχε πολύ δουλειά. Ήπιαμε ανεξέλεγκτα, σουρώσαμε επικίνδυνα και γίναμε τύφλα, μέχρι τελικής πτώσεως. Δηλαδή, ο κοντός πιο πολύ, εγώ απλά τον σιγοντάριζα. Τώρα τελευταία τον έπιανε αμέσως το αλκοόλ κι έκανε μαλακίες. Φώναζε, έβριζε και τσακωνόταν για ψήλου πήδημα. Δεν ξέρω τι άλλο έπαιρνε και τα μπέρδευε, μα η κατάστασή του όλο και χειροτέρευε. Βέβαια, ήταν και με τα φεγγάρια του. Απ’ την σούρα στη ξεσούρα κι άμα λάχει στη μαστούρα και τανάπαλι, που λέει και το τραγούδι. Ευτυχώς, εκείνο το βράδυ δεν παραφέρθηκε, αλλά κράτησε όλα τα προσχήματα της καλής διαγωγής. Σε μια στιγμή νηφαλιότητας κοίταξε το ρολόι του που έδειχνε τρεις και είπε ότι έχει μια δουλειά και πρέπει να φύγει, δεν θα ξαναγυρνούσε. Η υπόλοιπη βραδιά κύλισε ήρεμα, με την κουτσή χαμογελαστή να φτιάχνει ποτά, τις κοπέλες να τα σερβίρουν, τσιμπουκώνοντας άμα τύχαινε κάνα πελάτη στα πίσω σκοτεινά δωμάτια και στις τουαλέτες, γενικά όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος, και τα σκυλοτράγουδα στη διαπασών να σου πριονίζουν τον εγκέφαλο.   

Ήταν παράωρα όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα αγκαζέ η τσατσά, ο λεκανάς και η γειτόνισσα. Δηλαδή, έλα μουνί στον τόπο σου και τι άλλο θα δουν τα ματάκια σου τα αλλήθωρα. Που να φανταστώ ότι γνωρίζονταν, μα έτσι κι αλλιώς είναι μικρός ο κόσμος. Με πλησίασαν μες στο κέφι και την τρελή χαρά. Με το που έφυγα απ’ το μπουρδέλο μαζί με τον κοντό, πλάκωσε πελατεία κι έγινε το σώσε, τώρα μόλις ξεμπερδέψανε και κλείσανε το μαγαζί. Μάλιστα, πήγε να βοηθήσει και η γειτόνισσα, αναλαμβάνοντας τις ειδικές περιπτώσεις με τα περίεργα γούστα, μου εξήγησε η τσατσά. «Ο κόσμος σήμερα έχει πολλά βίτσια, αγόρι μου, της ανωμαλίας γίνεται», συμπλήρωσε γελώντας, λες και δεν το ξέραμε. Παραγγείλανε, ήπιανε τα ποτά τους και μετά από λίγο ήρθαν στο τσακίρ κέφι. Με το που ακούστηκε απ’ τα ηχεία το πρώτο τσιφτετέλι, ο λεκανάς και η τσαχπίνα η γειτόνισσα ανέβηκαν πάνω στην μπάρα κι άρχισαν να χορεύουν λικνίζοντας με χάρη τα κορμιά τους τα φιδίσια. Για αυτήν, εντάξει, δεν ξαφνιάστηκα, είναι μεγάλη μουρλοπαντιέρα. Μα εκείνη η πουστόγρια με άφησε άφωνο. Δεν περίμενα στην ηλικία του να κάνει τέτοια τσαλίμια. Και οι δυο τους εκείνο το βράδυ έσπασαν καρδιές. Ναι, ο κόσμος τελικά έχει άγρια βίτσια. Τις είδα, τουλάχιστον από δύο φορές την καθεμιά, να πηγαινοέρχονται στα πίσω δωμάτια αγκαζέ με κάτι παιδαράδες ίσα με δυο μέτρα μπόι, που αν μου το λέγανε, δεν θα το πίστευα.

Το χάραμα βρήκε το μαγαζί άδειο από πελάτες και γυαλιά καρφιά, μα το ταμείο της κουτσής γεμάτο. Ο κοντός άφαντος και η τσατσά την είχε κάνει εδώ και ώρα για το κρεβατάκι της. Ο λεκανάς και η γειτόνισσα στη μέση του βομβαρδισμένου τοπίου σιγομουρμούριζαν και χόρευαν ηδυπαθώς χωρίς μουσική το βαλς του τελευταίου αποχωρισμού. «Φεύγουμε, κι αύριο νύχτα είναι!» έδωσε τη διαταγή η κουτσή, έσβησε τα φώτα και βγήκαμε έξω στον άδειο πεζόδρομο. Τελευταίοι μείναμε οι τρεις μας, σε ένα παγκάκι να κοιτάμε τον μαύρο ουρανό να γίνεται σιγά σιγά γαλάζιος. Φυσούσε ελαφρύ βοριαδάκι κι εγώ μάταια προσπαθούσα να ξεμεθύσω, μήπως και σύρω τα ποδάρια μου λίγα μέτρα παρακάτω, μέχρι το κρεβατάκι μου. Είχα καιρό να γίνω τόσο σκατά, δεν με βαστούσαν τα πόδια μου. Δεν ξέρω γιατί ήπια τόσο, μάλλον έτσι, χωρίς λόγο. Αν ήταν εδώ ο κοντός, θα γέλαγε με τα χάλια μου, μα τούτη τη δύσκολη ώρα ο φύλακας άγγελός μου έλειπε από κοντά μου. Ένιωσα την σκληρή εγκατάλειψη της μοίρας, παρ’ όλο που η γειτόνισσα και ο λεκανάς προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν, με κουβάλησαν μέχρι την πολυκατοικία.

Από κει κι ύστερα δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Μόνο ότι μου χρειαζόταν ένας δυνατός καφές για να συνέλθω, άκουσα απ’ το στόμα της γειτόνισσας. Έχω πολλά κενά μνήμης. Πάντως, δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην γκαρσονιέρα της, ολόγυμνος ξαπλωμένος στο διπλό της κρεβάτι κι από πάνω μου ο λεκανάς κι εκείνη να χαϊδεύουν, να γλύφουν και να φυλάνε το ταλαίπωρο κορμί μου που βρώμαγε καπνό, ιδρώτα και ουίσκι. Άβουλος αφέθηκα στις περιποιήσεις τους, χαλαρός και ανάλαφρος, μέχρι που ο λεκανάς άρχισε να με γλύφει από πίσω και να με καβλώνει. Μπήκε μέσα μου αναστενάζοντας, χωρίς να με πονέσει και κατόπιν πήρε σειρά η γειτόνισσα. Για ώρα πολύ με σοδόμιζαν εναλλάξ και εκ περιτροπής, παίζοντας ταυτόχρονα μεταξύ τους, ενώ εγώ βρισκόμουν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση και το απολάμβανα. Δεν το περίμενα, ειδικά απ’ την γειτόνισσα, που αποδείχθηκε ότι διέθετε κρυφά χαρίσματα. Βέβαια, απ’ τη πρώτη στιγμή που την είδα, είχα καταλάβει ότι είναι τρανς, μα τη νόμιζα εγχειρισμένη. Δεν ξεχώριζε εύκολα από μια κανονική γυναίκα, ίσως μόνο απ’ το ύψος και κάποιες γωνίες στο πρόσωπό της, ίσως και λίγο  το σπινθηροβόλο ανδρικό της βλέμμα. Μα όλα αυτά ήταν μικρολεπτομέρειες, κατά τ’ άλλα ήταν και πολύ γυναίκα. Όσο για τον λεκανά, για την ηλικία του γαμούσε μια χαρά, μάλλον με τη βοήθεια κάποιων ενισχυτικών για την περίσταση χαπιών. Μα ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα.          

Πρέπει να κοιμήθηκα για ώρες σαν νεκρός. Το απόγευμα ξύπνησα γυμνός και μόνος στο κρεβάτι μου. Ήμουνα μούσκεμα στον ιδρώτα και το κεφάλι μου πονούσε, έτοιμο να σπάσει. Φώναξα δυνατά τα ονόματά τους, μα στο σπίτι δεν υπήρχε ψυχή. Δεν ήξερα πώς βρέθηκα εκεί, και μέχρι να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί και να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, πίστεψα ότι όλα όσα είχα ζήσει την προηγούμενη νύχτα δεν ήταν παρά ένα αποτρόπαιο όνειρο, που πάει, πέρασε κι έγινε καπνός. Όμως, εκτός απ’ το κεφάλι μου, πονούσε και ο κώλος μου, ένιωθα ένα έντονο τσούξιμο στο πουλί μου, ενώ ένα πηχτό γλιτσερό υγρό κυλούσε προς όλες τις κατευθύνσεις και έσταζε πάνω στα σεντόνια. Σίγουρα, σε τέτοιες παράωρες στιγμές παραζάλης και παραδομού κάθε προσπάθεια  προφύλαξης αποδεικνύεται ανέφικτη και μάταιη. Πάντως, τούτη την παράξενη καλοκαιρινή βραδιά (θλιβερή παρένθεση στον μέχρι τότε εντιμότατο και αστιγμάτιστο βίο μου) μελλοντικά θα προσπαθούσα να τη διαγράψω ολότελα απ’ τη μνήμη μου. Φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα.