Όταν ξεκίνησε ο καβγάς ήταν
απόγευμα, δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος και τ’ αδέρφια μου έλειπαν απ’ το σπίτι.
Βρισκόμουν στο σαλόνι καθισμένος στην πολυθρόνα της γιαγιάς, εδώ και τέσσερα
χρόνια άδεια. Δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση και μου ζήταγε συχνά να της διαβάσω
παραμύθια. Ήθελε τάχα να διαπιστώσει την πρόοδό μου στο σχολείο. Ήμουν το
αγαπημένο της εγγόνι, το πρώτο και καλύτερο, είχα και το όνομα του συγχωρεμένου
του άντρα της. Μα κι εγώ δεν της χάλαγα χατίρι. Σαν υπάκουο σκυλάκι πλησίαζα
κοντά της, κουλουριαζόμουν στα πόδια της και άρχιζα να της διαβάζω «μια φορά κι
ένα καιρό» με άψογη ορθοφωνία, χωρίς λάθη και κομπιάσματα, φτάνοντας πάντα στο
«και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, καλή μου γιαγιά!». Τότε μου έλεγε ένα
μεγάλο «μπράβο, αγόρι μου!», μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της, με φιλούσε με τα
μεγάλα άσπρα της μουστάκια και στο τέλος μου γέμιζε τις χούφτες μου με καραμέλες.
Το βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεβάτι, της έλεγα ξανά το ίδιο παραμύθι, μέχρι να
κλείσει τα μάτια της και να αρχίσει το μακάριο ροχαλητό της. Τότε σταμάταγα,
άφηνα το βιβλίο πάνω στο κομοδίνο και σιγά σιγά έχωνα το δεξί μου χέρι κάτω απ’
το διάφανο νυχτικό της. Την χάιδευα απαλά για κάμποση ώρα, μέχρι να ακούσω
βήματα να πλησιάζουν στο δωμάτιο και να ανοίγει η πόρτα τρίζοντας.
Όσο ζούσε η γιαγιά δεν
τσακωνόντουσαν. Τώρα άκουγα καθαρά τις φωνές και τα κλάματα της μαμάς. Σηκώθηκα
ανήσυχος από την πολυθρόνα και πήγα στην κουζίνα να δω. Ο πατέρας την είχε
πιάσει από τα μαλλιά και την χτυπούσε με λύσσα. Όταν με είδε σταμάτησε, μου
είπε μια περίεργη βρισιά και εγώ το ‘βαλα αμέσως στα πόδια. Παράτησε τη μαμά
στο πάτωμα αιμόφυρτη και έτρεξε πίσω μου. Βγήκα έξω από το σπίτι, μα αυτός συνέχισε
να με κυνηγά. Λίγο παρακάτω σταμάτησα, δεν υπήρχε λόγος να τρέχω άλλο. Ήθελα να
δείξω ότι δεν τον φοβάμαι. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα ‘ταν η πρώτη φορά. Είχα
ξαναφάει ξύλο για αταξίες (για σοβαρές ή για ασήμαντες αιτίες, δεν μπορώ να
θυμηθώ) από κείνον στο σπίτι με την πέτσινη λουρίδα κι απ’ τη δασκάλα στο
σχολείο με τη ξυλόβεργα. Τώρα όμως βρισκόμασταν σε κοινή θέα. Ήρθε από πίσω μου
και μου ‘ριξε μια κλοτσιά στον κώλο. Δεν πόνεσα, μόνο ντράπηκα που τον είδαν οι
γείτονες να με ξεφτιλίζει. Ακούγοντας τις φωνές του, είχαν βγει όλοι στις
πόρτες και τα παράθυρα και παρακολουθούσας χωρίς να επεμβαίνουν. Μετά μ’ έπιασε
απ’ το αυτί. Πονούσα πολύ, νόμιζα ότι θα μου το ξεριζώσει και ότι θα μείνω μόνο
με ένα. «Μπρος, πάμε μέσα και θα δεις τι έχεις να πάθεις!» με απείλησε και με
τράβηξε σέρνοντας για το σπίτι. Και για
να με ταπεινώσει ακόμη πιο πολύ, μου είπε ξανά την ίδια ιστορία. Ότι δεν ήμουν
δικό τους παιδί, γι’ αυτό ήμουν τόσο σκάρτος. «Δεν μπορεί να βγήκες εσύ απ’ τα
δικά μου αρχίδια!» φώναζε δυνατά. Όχι, απλά ήμουν ένα μπαστάρδικο που τους το πούλησαν
κάτι γύφτοι ή το παράτησαν έξω απ’ την πόρτα τους, μες στην τρομάρα μου δεν
μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς. Δεν τον πίστευα, μα κάθε φορά, μετά το ξύλο, έτρεχα
στον καθρέφτη και κοιτούσα προσεχτικά το πρόσωπό μου να δω αν είναι μαυριδερό
και βρώμικο. Με είχαν υιοθετήσει, έλεγε, μα εγώ ήμουν αχάριστος και αγνώμων για
όσα έκαναν για να με μεγαλώσουν και να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία. Και
όλα αυτά ξεκίνησαν μετά το θάνατο της γιαγιάς. Όσο εκείνη ζούσε, δεν με είχε
πειράξει κανείς.
Ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή,
εμφανίστηκε ο σωτήρας μου. Στάθηκε
απειλητικός μπροστά του, σε θέση μάχης,
δείχνοντας τα μυτερά του δόντια. Ο πατέρας έδωσε μια κλοτσιά στον αέρα κι
εκείνος όρμησε κατά πάνω του και μ’ ένα σάλτο γαντζώθηκε στο κεφάλι του. Έκανε
σαν τρελός και λυσσασμένος και άρχισε να τον γδέρνει και να τον δαγκώνει. Ο
πατέρας ούρλιαζε απ’ τον πόνο και την τρομάρα του, μέχρι που άφησε το αυτί μου ήσυχο
και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς χάμω στο πεζοδρόμιο. Τότε του ξέφυγα και άρχισα να
τρέχω. Μα και ο μαύρος γάτος τον παράτησε στην δυστυχία του και με πήρε από πίσω
μου. Ήταν ένα όμορφο σφριγηλό ζώο με γυαλιστερή γούνα και φουντωτή τσακισμένη
ουρά. Δεν τον είχα ξαναδεί στη γειτονιά, ούτε γνώριζα γιατί με υπερασπίστηκε. Μου
νιαούρισε και απ’ το βλέμμα του κατάλαβα ότι ήθελε να τον ακολουθήσω. Τράβηξε
μπροστά και μετά από λίγο φτάσαμε σ’ ένα ξέφραγο οικόπεδο, ανάμεσα σε δύο
πανύψηλες πολυκατοικίες. Ήταν γεμάτο γάτες όλων των αποχρώσεων και ηλικιών,
μέτρησα καμιά δεκαριά κεφάλια. Μέσα υπήρχε μια μεγάλη συκιά και στο βάθος μια
μικρή ερειπωμένη αποθήκη. Ήταν Αύγουστος και το δέντρο ήταν γεμάτος γλυκούς
γινομένους καρπούς, η καλύτερη παγίδα για τα κακόμοιρα ποντικάκια, σκέφτηκα.
Έκοψα ένα σύκο, το ξεφλούδισα κι άρχισα να το μασουλάω με όρεξη.
Έμεινα κάμποσες μέρες εκεί.
Κοιμόμουν μέσα στην ερειπωμένη αποθήκη αγκαλιά με δυο μικρά παιχνιδιάρικα
γατάκια. Ευτυχώς είχε μια βρύση με πόσιμο νερό και φαγητό μας έφερνε μία
φιλεύσπλαχνη ηλικιωμένη κυρία. Μετά από λίγες μέρες η αστυνομία με ανακάλυψε
και με γύρισε στο σπίτι. Ευτυχώς δεν συνάντησα τον πατέρα, είχε μόλις πεθάνει.
Από ανακοπή καρδιάς, είπαν, κι όχι απ’ τα δαγκώματα του λυσσασμένου γάτου, μα
ένιωσα κάποιες τύψεις. Δεν τα πηγαίναμε καλά. Δεν ξέρω γιατί δεν με αγαπούσε
όπως τα μικρότερα αδέρφια μου. Μα πιο πολύ με ενοχλούσε και μου έσπαγε τα νεύρα
όταν καμιά φορά τρώγαμε όλοι μαζί και ρουφούσε τη σούπα του, πλάθοντας με απόλαυση
τα χείλη του. Αυτό δεν μπορούσα να το αντέξω. Μου κοβόταν μαχαίρι κάθε διάθεση
για φαγητό και περίμενα πότε θα τελειώσει το μαρτύριο για να εξαφανιστώ απ’ το
οικογενειακό τραπέζι. Έτσι, και με το δίκιο μου, πολλές φορές είχα ευχηθεί τον
θάνατό του. Και να που ο πανάγαθος θεούλης με άκουσε.
Στην κηδεία του η εκκλησία
ήταν γεμάτη με κόσμο μέσα και έξω. Τελικά είχε πολλούς γνωστούς και φίλους, αν
και ποτέ δεν έρχονταν στο σπίτι μας. Ήταν μέσα στο φέρετρο ροδαλός και
χαμογελαστός, καμιά σχέση με πτώμα, και μου φάνηκε ότι μας κορόιδευε όλους κι
ότι ξαφνικά θα ανασταινόταν και θα άρχιζε να με κυνηγάει. Η μαμά μας έβαλε να
τον ασπαστούμε στο κούτελο. Τα αδέρφια προχώρησαν, έκαναν τον σταυρό τους και
τον φίλησαν. Εγώ, όχι. Αρνήθηκα. Έβγαλα το κουζινομάχαιρο και άρχισα να το
μπήγω πάνω στο νεκρό κορμί του, στο ύψος της άσπλαχνης καρδιάς του. Ήθελα να
σιγουρευτώ ότι τα είχε κακαρώσει, δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στους γιατρούς και
τους παπάδες. Επικράτησε πανδαιμόνιο, ουρλιαχτά φρίκης και λιποθυμίες. Συνέχισα
να τον τρυπάω και να τον ματώνω, όταν το φέρετρο αναποδογύρισε και κείνος έπεσε
χάμω στο πλάι. Τότε άνοιξε το ένα του μάτι και με κοίταξε χαμογελαστός. Δεν
είχε κόρη, φαινόταν μόνο το ασπράδι. Φοβήθηκα, πέταξα το φονικό όργανο και το
έβαλα στα πόδια. Ο μαύρος γάτος με τη γυαλιστερή γούνα και τη φουντωτή
τσακισμένη ουρά με περίμενε απ’ έξω. Όταν με είδε να βγαίνω απ’ την εκκλησία,
άρχισε να τρέχει μαζί μου, λες και ήτανε συνένοχος.
Φτάσαμε κάθιδροι στο
οικόπεδο με την μεγάλη συκιά και την ερειπωμένη αποθήκη και ήπιαμε φρέσκο
δροσερό νερό απ’ το μπωλάκι της καλής κυρίας. Πλέον, δεν ήθελα να έχω καμία
σχέση με τους ανθρώπους, μόνο να μεταμορφωθώ σε γάτο και να με υιοθετήσει αυτή
η καλή πολύτεκνη οικογένεια. Μα αυτή τη φορά με έπιασαν αμέσως. Γιατροί,
μπάτσοι και νοσοκόμοι με έδεσαν πιστάγκωνα και με κλείσανε στο τρελάδικο, σε
ειδική πτέρυγα για τα παιδιά. Στο λευκό δωμάτιο ήμουνα μόνος. Είχε πολλά
παιχνίδια, μα δεν μπορούσα να παίξω. Με είχαν συνέχεια δεμένο στο κρεβάτι,
χέρια και πόδια, για να μην κάνω κακό στον εαυτό μου, είπαν. Κάθε τόσο έμπαιναν
μέσα κάποιοι με άσπρες μπλούζες και μου έκαναν ένεση. Κοιμόμουν πολλές ώρες και
έβλεπα εφιάλτες. Κανείς δικός μου δεν ήρθε να με δει, όλοι με είχανε ξεγράψει.
Ευτυχώς, όποτε άνοιγα τα μάτια μου έβλεπα καθαρά έξω απ’ το παράθυρο τον όμορφο
μαύρο γάτο με την τσακισμένη φουντωτή ουρά, τον μοναδικό μου φίλο, να μου
χαμογελά.
Ύστερα ξύπναγα. Μια εποχή
έβλεπα συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη. Με τυραννούσε κάθε βράδυ. Μετά από σαράντα
χρόνια τον θυμάμαι ολοκάθαρα. Τότε ήμουν δώδεκα χρονών παιδί, μα δεν το είπα σε
κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου