Ήταν ολόιδιοι, φτυστοί, σαν
δυο σταγόνες νερού. Και πολύ αγαπημένοι, δεμένοι, αχώριστοι. Από παιδιά. Δεν
τσακώθηκαν ποτέ. Όλα τα μοιραζόντουσαν μεταξύ τους. Τα παιχνίδια, τα βιβλία, τα
χαρτζιλίκια, ακόμη και τις περιστασιακές χαζογκόμενες, που συνήθως τους μπέρδευαν
και τις έπαιρναν εναλλάξ. Όταν κουραζόταν ο ένας την έκανε πάσα στον άλλο και χαμπάρι
δεν έπαιρναν οι χαζοβιόλες. Έτσι κι αλλιώς, εκείνες ήταν μιας χρήσης, εφήμερες
κι ύστερα στο καλάθι των αχρήστων, ενώ η αγάπη των αδερφών αιώνια, για μια ολόκληρη
ζωή.
Όμως, για τους χαρακτήρες
τους λίγα πράγματα θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν έμοιαζαν σε όλα, είχαν μερικές
διαφορές, μα τις έκρυβαν επιμελώς. Ήταν και οι δύο κρυψίνοες και μυστικοπαθείς,
άλλη μία τους ομοιότητα, δεν τους έπαιρνες εύκολα λόγια. Και με τα χρόνια, όσο
μεγάλωναν, κλεινόντουσαν όλο και πιο πολύ στον εαυτό τους, στο καβούκι τους.
Έτσι, οι κοσμικές τους επισκέψεις και οι κοινωνικές συναναστροφές αραίωσαν,
μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Η ζωή τους, πέρα από τις επαγγελματικές τους
υποχρεώσεις, περιορίστηκε στο διώροφο νεοκλασικό κτήριο στην απάνω πόλη, με θέα
το κάστρο, κληρονομιά των γονιών τους, θεός σχωρέστους εκεί που
βρίσκονται.
Ο μπάτσος ήταν κατά δέκα
λεπτά μεγαλύτερος, αντικρίζοντας πρώτος το λαμπερό φως του ήλιου. Στην υπηρεσία
του φορούσε στολή, είχε και πιστόλι και τη φήμη σκληρού αστυνομικού, αφοσιωμένου
στο καθήκον του. Κάποτε, για σύντομο διάστημα, είχε αφήσει και μουστάκι.
Πίστευε ότι έτσι θα γινόταν λίγο περισσότερο άντρας, σύμφωνα με τα παραδοσιακά
πρότυπα της φυλής. Και σίγουρα θα ξεχώριζε απ’ τον ολόφτυστο αδερφό του, κανείς
πλέον δεν θα τους μπέρδευε. Όμως,
ακολούθησε γενική κατακραυγή. Δεν του πήγαινε, αποφάνθηκαν όλοι γύρω του, συγγενείς,
συνάδελφοι, φίλοι, με ένα στόμα και μια φωνή. Τον μεγάλωνε και τον έκανε
μπουρτζόβλαχο, είπαν. Ακόμα και η γυναίκα του, όταν ρωτήθηκε σχετικά
(απίστευτο, γιατί σπανιότατα ζητούσε τη γνώμη της για κάτι) με θράσος έκανε μια
ασυνήθιστη γκριμάτσα αποδοκιμασίας και με τα χίλια ζόρια κρατήθηκε να μην
γελάσει και τον εξοργίσει. Έκανε γκάλοπ, από όλους πήρε μια γνώμη, δυστυχώς
απορριπτική. Μόνο ο γιος του θα του ‘λεγε (από φόβο) ότι του πάει, τον
ομορφαίνει και τον κάνει λεβέντη και πιο άντρα. Μα δεν τον ρώτησε. Ήταν πολύ
μικρός για να έχει απόψεις. Τελικά, τους άκουσε και το ‘κοψε σύριζα. Πάντα λογάριαζε
τη γνώμη των άλλων, ίσως από κάποια έλλειψη αυτοπεποίθησης, που όμως ο
υπέρμετρος εγωισμός του ουδέποτε θα παραδεχόταν, ούτε καν στον ίδιο του τον
εαυτό. Ομολογουμένως, ήταν ένα από τα αρνητικά του.
Ο άλλος, ανώτερος υπάλληλος
του δημοσίου, προϊστάμενος και τμηματάρχης άλφα σε κάποιο υπουργείο, εξελίξιμος,
αγέρωχος, επιβλητικός, φορούσε πάντα σκουρόχρωμο κουστούμι και κολλαριστό άσπρο
πουκάμισο και γραβάτα για τις πιο επίσημες περιστάσεις. Ήταν ανύπαντρος και
κατά τα λεγόμενά του αφοσιωμένος στα υπηρεσιακά του καθήκοντα και την επαγγελματική
του σταδιοδρομία. Πάνω από όλα η καριέρα του. Είχε βλέψεις για πολύ ψηλά στην
ιεραρχία, ίσως αργότερα και για πολιτική σταδιοδρομία, φυσικά με κάποιο κόμμα
της δεξιάς, εκεί που παραδοσιακά ανήκε η οικογένεια. Επομένως, δεν υπήρχε
καιρός για παντρολογήματα, κουτσούβελα και λοιπές υποχρεώσεις, που θα τον
αποσπούσαν απ’ τον μοναδικό προορισμό του, αυτόν που έδινε νόημα στην κατά τ’
άλλα ασήμαντη ζωούλα του. Όμως, και καμιά υπόνοια για κρυφαδερφή, αφού κατά
καιρούς είχε διάφορες περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες. Μόνο για σεξ, βέβαια,
χωρίς δεσμεύσεις, και για αυτό τις άλλαζε πριν χρονίσουν. Σαν τα πουκάμισα.
Η σύζυγος του μπάτσου ήταν μια
απλή γυναικούλα του λαού, σχετικά όμορφη, που μπήκε μικρή στο σπίτι τους πριν από
κάμποσα χρόνια ως νοσοκόμα και υπηρέτρια για να φροντίζει τους γέρους. Τα δυο
αδέρφια σέβονταν και υπολήπτονταν τους γονείς
τους. Ειδικά τον πατέρα τους, ανώτερο δικαστικό λειτουργό, αρεοπαγίτη
και πάλαι ποτέ υπουργός της ένδοξης χουντικής κυβερνήσεως που κυβέρνησε για
επτά συναπτά έτη τον τόπο. Εκείνος ήταν το πρότυπό τους, ο ήρωάς τους, που τους
μεταλαμπάδευσε με τα υψηλά ιδανικά της πατρίδας, της θρησκείας και της
οικογένειας. Την υπηρέτρια και νοσοκόμα την πηδούσαν εναλλάξ. Μέχρι που οι
γέροι πέθαναν, εκείνη την κράτησαν να φροντίζει το σπίτι, κάποια στιγμή έμεινε
έγκυος, δεν γινόταν να το ρίξει και κάποιος έπρεπε να την παντρευτεί, παρόλο
που δεν ήξεραν τίνος είναι το παιδί. Έριξαν κλήρο, ο μπάτσος έχασε, ο άλλος
έγινε ο κουμπάρος κι εκείνη παραδόξως και ανέλπιστα κυρία με δόξα και τιμή.
Όμως, στη συμφωνία ήταν ο αδερφός να κόψει τις επαφές μαζί της. Τώρα τα
πράγματα άλλαζαν. Ήταν παντρεμένη, του ανήκε, μητέρα του παιδιού του, δεν ήταν
σωστό και πρέπον να την μοιράζονται. Στο πάνω σπίτι θα έμενε η οικογένεια του
μπάτσου και στο κάτω ο εργένης ανώτερος υπάλληλος του δημοσίου. Όμως, από τότε
κάτι ράγιζε ανάμεσα στους δίδυμους.
Ο γιος ήταν το καμάρι τους
και συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης. Είχε πάρει το όνομα του πατέρα τους
και παππού του, που ευτυχώς δεν πρόλαβε να γνωρίσει, και τα δυο αδέρφια είχαν
εναποθέσει πάνω του όλες τις μελλοντικές τους ελπίδες. Ακόμα δεν είχαν
αποφασίσει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, μα σίγουρα κάτι σπουδαίο και τρανό. Από
την άλλη μεριά, για την μητέρα του ήταν η παρηγοριά της, ο αρσενικός που
αγαπούσε περισσότερο από όλους μέσα στο σπίτι. Και εκείνος την αγαπούσε. Μα πιο
πολύ την λυπόταν, όποτε με διάφορες ασήμαντες αφορμές ο σκληρός σύζυγος την
ξυλοφόρτωνε, ξεσπώντας πάνω της τα σμπαραλιασμένα του νεύρα από τα προβλήματα
και τα ζόρια της δουλειάς. Όταν περνούσε η μπόρα και ο μπάτσος πήγαινε να τα
κοπανήσει, έπαιρνε τον γιο της αγκαλιά κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Όλα αυτά τον
είχαν κουράσει. Όταν θα μεγάλωνε και δεν θα τους είχε πια ανάγκη, θα ‘φευγε και
θα ‘ριχνε μαύρη πέτρα πίσω του. Και σίγουρα θα ‘παιρνε και τη μητέρα του μαζί.
Μα με τον πατέρα και το θείο θα ‘κοβε κάθε επαφή. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Όμως,
μέχρι τότε, έπρεπε να κάνει υπομονή.
Κάθε Κυριακή, μετά την
εκκλησία, ο πατέρας έπαιρνε τον γιο του και πήγαιναν στο σκοπευτήριο για
εξάσκηση. Ο μικρός είχε γίνει άσσος στο σημάδι. Ότι και να έκανε αργότερα στη
ζωή του, έπρεπε να μάθει να προστατεύει τον εαυτό του, γιατί η κοινωνία έχει
γίνει ζούγκλα, γεμάτη με άγρια θηρία, του ‘λεγε ο πατέρας του, που λόγω της
δουλειάς του έβλεπε παντού γύρω του κακοποιούς, παλιανθρώπους, βιαστές και
δολοφόνους. Ίσως και να μην είχε άδικο, τα πράγματα είχαν αγριέψει, γι’ αυτό
και η κυβέρνηση εδώ και χρόνια είχε κηρύξει στρατιωτικό νόμο, μα στο μικρό
αγόρι δεν άρεσε να πολεμάει και να σκοτώνει συνανθρώπους του, ακόμα κι αν ήταν
καθάρματα ανάξια να ζουν. Ούτε τα όπλα του άρεσαν, ούτε καν έπαιζε με
στρατιωτάκια και τανκς. Όμως, θέλοντας και μη, έκανε το χατίρι του πατέρα του,
γιατί φοβόταν το βαρύ χέρι του. Και στην εκκλησία με μισή καρδιά πήγαινε, το
λιβάνι και η ζέστη εκεί μέσα του έφερναν ζάλη. Και ήταν μόνο δώδεκα χρονών. Σε
λίγο θα τέλειωνε το δημοτικό και θα πήγαινε στο γυμνάσιο.
Οι υποσχέσεις δίνονται για
να μην τηρούνται. Όποτε ο μπάτσος είχε νυχτερινή βάρδια, ο αδερφός του ανέβαινε
πάνω και ξάπλωνε με την νύφη του. Στην αρχή τρώγανε, βλέπανε τις ειδήσεις στην
τηλεόραση, βάζανε τον μικρό για ύπνο και ύστερα πήγαιναν στην κρεβατοκάμαρα. Το
παιδί έκανε τον κοιμισμένο, μα μετά από λίγο άκουγε τα αγκομαχητά τους,
σηκωνόταν από το κρεβάτι και κολλούσε το μάτι του στην κλειδαρότρυπα. Τα έβλεπε
όλα πολύ καθαρά, τα υπόλοιπα τα
φανταζόταν και ερεθιζόταν πρωτόγνωρα για την ηλικία του. Ο θείος του ήταν πολύ
βίαιος στο σεξ, την έβριζε και την χτυπούσε δυνατά. Την είχε γεμίσει μελανιές
και σημάδια, που ευτυχώς ο αδερφός του δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει, γιατί εδώ
και χρόνια πήγαινε αποκλειστικά με άλλες, μπαρόβιες και λελούδες, ως επί το
πλείστον, κι όχι με τη γυναίκα του. Επομένως, δεν υπήρχε κίνδυνος να φανερωθεί
η απιστία και η προδοσία τους. Και φυσικά ούτε απ’ τη γυναίκα και το παιδί. Όταν
ο θείος του τέλειωνε και γύριζε ξαλαφρωμένος στο σπίτι του, το παιδί πήγαινε
και ξάπλωνε στο κρεβάτι πλάι της και την αγκάλιαζε για να την παρηγορήσει.
Εκείνη, ολόγυμνη, βογκούσε και αναστέναζε ακόμη. Μετά γύριζε από την άλλη μεριά
και γεμάτη ντροπή έβαζε τα κλάματα. Το παιδί χάιδευε το γυμνό σώμα, κολλούσε
πάνω του, τριβόταν και έμπαινε μέσα του. Γινόταν ένα.
Ένα βράδυ ο μπάτσος γύρισε
ξαφνικά στο σπίτι και τους έπιασε στα πράσα. Άγνωστο πώς το έμαθε ή αν είχε
ψυλλιαστεί κάτι ή απλώς ήταν μια κακοτυχία. Έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι
και το άδειασε επάνω στα ιδρωμένα κορμιά τους. Κοκκίνισε ο τόπος. Μετά το
κόλλησε στον κρόταφό του και πάτησε την σκανδάλη. Ακούστηκε μόνο ένα άψυχο
κλικ. Δεν περίσσευε σφαίρα για κείνον. Έβγαλε μια μεγάλη ανάσα. Δεν μπορούσε
πλέον να βλέπει τα πτώματα. Βγήκε απ’ την κρεβατοκάμαρα κι έκλεισε πίσω του την
πόρτα. Πηγαίνοντας προς το σαλόνι άλλαξε γρήγορα τη γεμιστήρα. Ο γιος του
στεκόταν απέναντί του σαν άγαλμα και τον παρακολουθούσε με τρόμο. Κάθισε στην
καρέκλα και ξανάβαλε το όπλο στο κεφάλι του. Μα αυτή τη φορά δείλιασε, δεν
βρήκε το θάρρος να πατήσει τη σκανδάλη, να δώσει τέλος στο μαρτύριο. Πέταξε το
πιστόλι παραπέρα κι έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε για ώρες. Ο γιος του τον λυπήθηκε.
Πήρε το πιστόλι απ’ το πάτωμα, το κόλλησε πίσω απ’ το κεφάλι του και πάτησε την
σκανδάλη.
Δεν ήξερε ακριβώς τις
συνέπειες της πράξης του, μα ένα ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης τον έτρεψε σε
φυγή. Έβαλε λίγα ρούχα σ’ ένα σάκο, πήρε όσα χρήματα βρήκε και βγήκε έξω. Όμως
οι γείτονες είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς και είχαν βγει αναστατωμένοι και
έντρομοι με τις πιτζάμες και τις νυχτικιές έξω στα μπαλκόνια και στα παράθυρα.
Είδαν το παιδί να τρέχει μόνο του μέσα στην κατασκότεινη νύχτα, του φώναξαν, μα
κείνο δεν γύρισε πίσω ούτε το κεφάλι του. Συνέχισε να τρέχει. Κρύφτηκε για
κάμποσες μέρες και νύχτες. Τον βοήθησαν κάποιοι άστεγοι και περιπλανώμενοι
αλήτες. Συγκινήθηκαν όταν άκουσαν το δράμα του, την οικογενειακή του τραγωδία,
παρόλο που δεν τους είπε όλη την αλήθεια. Είχαν και κείνοι ανάλογα βιώματα, δεν
ήταν ικανοί να τον κρίνουν και να τον δικάσουν.
Τελικά τον βρήκαν και τον έπιασαν.
Αν και ήταν ακόμα παιδί, το νυχτερινό συμβούλιο της πόλης αποφάσισε ότι έπρεπε
να τιμωρηθεί αυστηρά. Για παραδειγματισμό. Η ιστορία του είχε μαθευτεί σ’
ολόκληρη την πόλη και δεν ήθελαν να τον μιμηθούν και άλλα παιδιά. Δεν έπρεπε η
πόλη να γεμίσει από πατροκτόνους και αιμομίκτες. Με κάποιον άγνωστο τρόπο, τα
ήξεραν όλα. Ίσως να είχαν τοποθετήσει παντού κρυφές κάμερες, όχι μόνο σε
δρόμους, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, αλλά ακόμα και μέσα στα σπίτια,
ακόμα και μέσα στις κρεβατοκάμαρες, ακόμα
και μέσα τις τουαλέτες. Ήθελαν να γνωρίζουν και να ελέγχουν τα πάντα,
για όλα ήταν ικανοί. Δεν τον άφησαν καν να απολογηθεί, να δώσει κάποιες εξηγήσεις
για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Έτσι, οι πέντε άρχοντες αποφάσισαν την εσχάτη
των ποινών, δημόσιο ριζικό ευνουχισμό χωρίς αναισθησία και εξορία.
Η εκτέλεση της απόφασης
έγινε στη μεγάλη κεντρική πλατεία και μαζεύτηκε να την παρακολουθήσει ολόκληρη
η πόλη. Το πλήθος ούρλιαζε, παραληρούσε και χειροκροτούσε. Το παιδί δεν θυμάται
πολλά πράγματα από την τελετή γιατί, στη θέα του δήμιου με το μεγάλο ψαλίδι στο
χέρι, λιποθύμησε. Όταν συνήλθε στο νοσοκομείο, έμεινε λίγες μέρες μέχρι να
επουλωθεί κάπως η πληγή και κατόπιν έφυγε απ’ την πόλη. Πλέον, ήταν εξόριστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου