
Στην περίσταση αυτή ο
καθρέφτης δεν βοηθάει καθόλου. Δεν έχει ξεθαμπώσει ακόμα. Και είναι γεμάτος από
πιτσιλιές οδοντόκρεμας και πολυκαιρισμένες ξεραμένες κακαράτζες και κάτι
σκοτωμένα κωλοσκατομυγάκια και ζουζούνια που αποπροσανατολίζουν το ανήσυχο
βλέμμα μου. Το παραπλανούν. Με κάνουν να αλληθωρίζω. Αραιά και πού βλέπεις και
καμιά παχιά μα ξεθυμασμένη ροχάλα για τιμωρία και φτύσιμο κατάμουτρα. Να σου
λέει στην τελική άντε και γαμήσου ρε μουνόπανο. Φτούσου γαμημένο αφεντικό. Ένα
γυάλινο πεδίο μάχης. Τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουν συνέχεια να τον καθαρίσω μα
δεν έβρισκα την δύναμη και το κουράγιο. Ήμουν αναβλητικός και αναποφάσιστος. Απελπιστικά
βαριεστημένος για κάθε προσπάθεια. Έτσι παρέμεινε βρωμερός και τρισάθλιος όπως και
η φάτσα μου. Τώρα ας τον περιποιηθεί ο επόμενος νοικάρης. Εγώ φεύγω. Αύριο το
πρωί μου κάνουν έξωση. Εκτελείται χωρίς αναβολή η δικαστική απόφαση. Και πολύ
άργησε η πονόψυχη σπιτονοικοκυρά μου. Δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Η υπομονή
της τελείωσε. Έτσι κι αλλιώς ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Τι να τις δώσω.
Μόνο τα αρχίδια μού απόμειναν κι αυτά μικρά και ζαρωμένα. Δεν πιάνουν φράγκο.
Χρεοκόπησα εντελώς και της χρωστάω τα νοίκια ενός χρόνου. Δεν είναι και λίγα. Έχει
όλα τα δίκια με το μέρος της. Συμφωνώ μαζί της και επαυξάνω. Την πιέζει και ο
άντρας της κι εκείνη τον φοβάται πολύ. Τρέμει μπροστά του. Κι όμως ήρθε μαζί
μου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Ικανοποιήθηκα πλήρως. Μου δόθηκε σώμα και ψυχή
από όλες τις μεριές και τις μπάντες. Τόσο απεγνωσμένη και στερημένη ήταν. Δέκα
ολόκληρα χρόνια στο διαμέρισμά της δεν πέρασα και άσχημα. Κι εκείνη βολεύτηκε
όπως έπρεπε. Την ξεμυάλισα για τα καλά. Τώρα όμως ο σεβαστός σύζυγος και
αξιότιμος κερατούκλης κάτι πρέπει να ψυλλιάζεται. Μόνο μια φορά έχουμε τρακάρει
μα τον έκοψα για έξυπνο τύπο και μεγάλο μούτρο. Πονηρό βλέμμα και σκατόφατσα
περιωπής. Χοντρομπαλάς και καράφλας με κάτι πελώρια γυαλιά πάνω στην μύτη. Δεν
είναι πολύ μεγάλος μα δεν του σηκώνεται. Ευνουχισμένος. Γι’ αυτό του τα φόρεσε.
Ας πρόσεχε. Μόνο τις δουλειές του σκέφτεται. Πού όρεξη για διασκέδαση πέρα από
την μάσα. Εκείνη μου τα είπε μια μέρα που είχε έρθει να εισπράξει το νοίκι. Μου
τα ψιθύρισε εμπιστευτικά στο αυτί γελώντας. Φοβερό. Τι μου λες. Και πως αντέχεις
κούκλα μου. Της είπα και της έπιασα τον κώλο. Την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Ταράχτηκε
και άρχισε να τρέμει. Όμως αφέθηκε. Δεν έφερε καμία αντίσταση. Ήθελα να της
δώσω ένα χέρι βοηθείας. Να της τονώσω κάπως την πεσμένη της αυτοπεποίθηση. Να
της ανεβάσω το ηθικό. Να τσιτώσει λίγο η ρόγα της. Να φουσκώσει από υπερηφάνεια.
Ότι κάτι λέει κι αυτή σαν μία ώριμη και κατασταλαγμένη γυναίκα με τους χυμούς
της και τα πιασίματά της. Να μην πήγαινε χαμένη. Αυτό το νόημα είχε η
χειρονομία μου και δεν την παρεξήγησε. Είχα καλές και άγιες προθέσεις. Τα
κίνητρά μου δεν ήταν ταπεινά. Αγαπάω τους συνανθρώπους μου και θέλω να τους βοηθάω στις δύσκολες στιγμές
τους. Να υπερπηδούν τις αναποδιές και τα εμπόδια τις ζωής. Τις ζόρικες
περιστάσεις. Δεν φταίω λοιπόν εγώ. Έτσι κι αλλιώς εκείνη μου τρίφτηκε πρώτη. Πενηνταπεντάρα
πλέον και λίγο μεγαλύτερή μου μα κρατιέται ακόμα καλά. Και το λέει η περδικούλα
της. Κι εγώ έκανα ότι μπορούσα. Με το αζημίωτο βέβαια. Έχω μια ειδικότητα στις μετακλιμακτηριακές
ηλικίες που θέλουν να ζήσουν μια δεύτερη ζωή μήπως και καταφέρουν να
ξανακερδίσουν τον χαμένο τους χρόνο. Να πάρουν το αίμα τους πίσω. Με καβλώνουν
και θέλω να τις γαμήσω από πίσω. Να ξεσκίσω την παρθένα τους κωλάρα. Την
ακαλλιέργητη τρυπούλα τους. Κυρίως οι παντρεμένες και κάπως στερημένες. Όχι οι
πουτάνες αλλά οι σεμνές και συνεσταλμένες που μέσα τους βράζουν σαν ηφαίστειο
μέχρι να εκτοξευθεί η λάβα τους. Και τις συμπονώ. Μα τώρα τελευταία ο πατσοκοιλιάς
κάτι πρέπει να κατάλαβε και διακόψαμε κακήν κακώς. Θα της είπε να με πετάξει
έξω και να με στείλει στο διάολο. Ας πούμε από εκδίκηση. Έστειλε το φιρμάνι με
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Δεν τόλμησε να μου το πει ο ίδιος. Αν και υπήρξα
καλός και συνεπής νοικάρης τουλάχιστον μέχρι να απολυθώ. Και καλός γαμιάς της
κυρίας του. Της αξιοσέβαστης μαντάμ. Δεν το εκτίμησε. Όχι ότι του λείπουν τα
χρήματα. Είναι ευκατάστατος. Παίρνει και άλλα νοίκια. Ανάγκη δεν έχει. Όχι
βέβαια και να μου τα χαρίσει. Δεν συνηθίζει τέτοιες αγαθοεργίες. Όμως την
έβλεπε μάλλον υπερβολικά χαρούμενη και ορεξάτη. Ανανεωμένη να φροντίζει τον
εαυτό του. Δεν με πείραξε. Θα βρω άλλη. Είχα κιόλας βαρεθεί μαζί της. Το ίδιο
κρέας τόσο καιρό. Έστω κι αν είχα κάποιο συμφέρον. Ότι ήταν η σπιτονοικοκυρά
μου. Μα τώρα έχω πιο σοβαρά προβλήματα να λύσω. Να κόψω τις αρχιδομουνοκωλοπουτσότριχες
που με ταλαιπωρούν στα επίμαχα σημεία. Είναι σκληρές και κατσαρές και μου την
δίνουν στα νεύρα. Είναι και χοντρές. Δεν τις γουστάρω και είμαι αποφασισμένος να
τις εξολοθρεύσω. Όχι παίζουμε με τις καργιόλες.
Η ώρα πήγε κιόλας δύο το
μεσημέρι και καμία αναπάντητη. Ούτε μηνύματα έχω. Το κινητό μου τηλέφωνο δεν
λέει ποτέ ψέματα. Μόνο την αλήθεια. Μόλις πήρα το μπάνιο μου και κάθομαι
ολόγυμνος ακόμα πάνω στη λεκάνη και τριμάρω τις αγαπημένες μου τριχούλες επιμελώς
με το ψαλιδάκι. Είναι η ξεκούραση του πολεμιστή πριν από τη μεγάλη μάχη.
Χαλάρωση καλύτερη κι από γιόγκα πάνω στο βασιλικό θρόνο του αίματος και του
σπέρματος. Σήμερα που είναι μια δύσκολη και πολύ επικίνδυνη μέρα. Τόσο καιρό
τις είχα παραμελήσει και φούντωσαν. Αγρίεψαν κι έγιναν σαν ζούγκλα. Λίγο ακόμα
να της άφηνα και θα σκέπαζαν ολόκληρο το όμορφο πουλί μου. Θα πάθαινα μεγάλη συμφορά.
Ειδικά οι άσπρες που όλο και πληθαίνουν φέρνοντας άσχημα μαντάτα. Μανικιούρ
πεντικιούρ πουτσικιούρ λοιπόν για να γλυτώσω κι απ’ τις μουνόψειρες. Χα χα. Πλάκα
κάνω για να γελάσω λιγάκι. Να φτιάξει λίγο το κέφι μου. Έχω χρόνια να κολλήσω.
Ούτε καν λίγη βλεννόρροια. Γαμημένο μικρόβιο. Να τσούξει το καβλάκι μου και να
βγάλει εκείνο το δύσοσμο πύον. Δυο φορές στο πολύ μακρινό παρελθόν αρκούν.
Δυσάρεστη βέβαια εμπειρία μα ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Έτσι λένε
αυτοί που γνωρίζουν και αντέχουν τις δυσκολίες της πουτανοζωής. Και ότι δεν
λύνεται πρέπει να κόβεται. Χα χα. Όχι ότι μεγαλώνοντας έγινα πιο προσεκτικός.
Μαλακίες. Ούτε καπότες βάζω ούτε τίποτα. Μόνο έχω μία αρχή. Δεν χύνω ποτέ μέσα.
Αλλά μάλλον είναι θέμα τύχης. Σε αυτό το συμπέρασμα έχω καταλήξει. Ίσως πάλι να
έχω αποκτήσει κάποια ισόβια ανοσία. Ποιος ξέρει. Πάντως όμορφα πράγματα. Ούτε
τίποτε άλλο έχω κολλήσει. Ουδεπόποτε. Μόνο εκείνες τις δύο τσουχτερές γονόρροιες.
Μα οι τρίχες της ψωλής πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Όχι βέβαια
τελείως. Γι’ αυτό δεν τις ξυρίζω όπως κάνουν κάτι φλώροι. Είναι αντιαισθητικό. Δεν
μου αρέσει. Μα και τα γένια μου και η αφάνα μου και τα μαλλιά μου έχουν
μεγαλώσει πολύ και πουτσοτριχίζουν. Έχω ένα χρόνο να κουρευτώ κι έχω γίνει σαν
μουνί καλλιγραφία. Σαν ναυαγός σε έρημο νησί και τρελός προφήτης εξόριστος απ’
τον τόπο του. Από τότε που απολύθηκα και με έδιωξαν κακήν κακώς κι έχασα τη
δουλειά μου και δεν μπόρεσα να βρω άλλη. Ή δεν ήθελα. Δεν έχει σημασία. Το ίδιο
είναι. Πέσανε όλα μαζί και παραμέλησα τον εαυτό μου. Αδιαφόρησα για την
εξωτερική μου εμφάνιση. Λες και κάποιος με μούντζωσε. Δεν πειράζει. Σιγά τον
πολυέλαιο. Είμαι αισιόδοξος. Όλα θα διορθωθούν και θα φτιάξουν. Και ξεκινάω από
τα πιο εύκολα. Από τις τρίχες. Προχτές τηλεφώνησα κι έκλεισα ραντεβού για
κούρεμα σήμερα το απόγευμα στις οκτώ. Σε έξι ώρες από τώρα πρέπει να είμαι
εκεί. Να μην αργήσω. Είναι ζήτημα αρχών και αξιών. Ο νεαρός που με κουρεύει δεν
είναι βέβαια μπαρμπέρης αλλά κομμωτής. Και λίγο θηλυπρεπής μα καλό παιδί. Τον
ξέρω πολλά χρόνια. Καθόλου παλιόπουστας. Με κατάλαβε αμέσως και χάρηκε που με
άκουσε. Έτσι είπε. Κι εγώ τον αναγνώρισα από την πούστικια ψηλή του φωνούλα. Ποιος
άλλος βέβαια θα μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να απαντήσει στην κλήση
μου. Δεν έχει συνεταίρο και βοηθό. Δουλεύει μόνος του για να έχει ήσυχο το
κεφάλι του. Έτσι μου είχε πει κάποτε που τον είχα ρωτήσει. Ούτε σχέσεις κάνει παρά
μόνο αρπαχτές. Μια δυο φορές μου την είχε πέσει με τρόπο μα τον απέφυγα
ευγενικά. Αυτά είναι μπερδέματα. Δεν είμαι ομοφοβικός μα θέλω την ησυχία μου. Όλες
οι τρύπες ίδιες είναι μα πλέον η πούτσα μου βρίσκεται υπό απόλυτο έλεγχο και
αυστηρή εποπτεία. Όχι παίζουμε. Δεν θα κάνει αυτή ότι θέλει. Αρκετά αυθαδίασε
και μου δημιούργησε πάμπολλους μπελάδες και τραβήγματα. Πενηντάρισα. Δεν είμαι
κάνα παιδάκι. Είμαι πια καλά φαγωμένος και χορτάτος. Ο κουρέας με ρώτησε πού
χάθηκα τόσο καιρό μα δεν είχα όρεξη για πάρλα. Του είπα πως βιάζομαι και ότι θα
τα πούμε από κοντά. Το πουστράκι ήταν όλο γλύκες. Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου να
ευχαριστηθεί ο τζες σου. Έτσι λέγαν οι παλιοί φυλακόβιοι κωλομπαράδες στης
κοτούλες του κελιού και της πτέρυγας και κείνες υπάκουαν αδιαμαρτήρητα. Δεν
κατάλαβε τι εννοούσα. Δεν έχει κάνει ακόμα στη μπουζού. Κι εγώ τον είχα
πεθυμήσει τόσο καιρό. Είναι καλό παιδί κι έχει μεγάλη πλάκα. Όχι βέβαια και να
τον παντρευτώ. Σχεδόν τον είχα ξεχάσει μα μου τον θύμισε η αφάνα των μαλλιών
μου. Έτσι κι αλλιώς συμπαθώ όλες τις κατατρεγμένες αδελφές του άπονου τούτου
κόσμου. Και αν χρειαστεί τους συμπαραστέκομαι. Δίνω και σ’ αυτές ένα χέρι
βοηθείας. Γι αυτό λοιπόν μία είναι η εντολή. Εγώ διατάζω. Τραβέλια και
παλιαδερφές όλου του κόσμου ενωθείτε και καταγαμήσατε στα τέσσερα όλους τους
λεβεντομαλάκες της γης. Για το καλό τους. Για να καταλάβουν τι εστί βερίκοκο
μήπως και συνέλθουν. Να ξελαμπικάρει κάπως και το μυαλουδάκι τους το θολό. Με
τις κρυφοπουστάρες του κερατά.
Το πτηνό απογυμνώθηκε
εντελώς. Ξεπουπουλιάστηκε. Έχασε τα φτερά του μα μπορεί ακόμα να πετάξει. Βγαίνω
από την τουαλέτα και κατευθύνομαι προς το σαλόνι. Μου αρέσει να είμαι
ολοτσίτσιδος μέσα σε ένα γυμνό και άδειο σπίτι. Έστω και μόνος. Νιώθω πιο
ελεύθερος. Τίποτα δεν με σφίγγει και δεν με περιορίζει. Ευτυχώς που πρόλαβα να
πλυθώ και να λουστώ για να μαλακώσουν κάπως και οι τριχούλες μου. Αφού πρώτα
έχεσα. Είχε κολλήσει το σκατό στον κώλο μου μα τον σκούπισα και τον καθάρισα
καλά. Δεν είμαι αρκούδος. Δεν είμαι μαλλιαρός μα μου αρέσει το καυτό νερό στο σημείο βρασμού του να ξεπετσιάζει το
ταλαίπωρο κορμί μου. Όμως ξαφνικά έσβησαν οι λάμπες του σπιτιού κι έχασα το φως
μου. Βγήκα προσεκτικά και με κάθε προφύλαξη στο διάδρομο και πάτησα τον
διακόπτη. Ήμουν θεόγυμνος μα ευτυχώς ήταν άδειος και δεν με είδε κανείς. Θα
τρόμαζαν απ’ τον σάτυρο μεσημεριάτικα. Σκέψου να με έβλεπε κάνα παιδάκι. Θα
ξέσπαγε μέγα σκάνδαλο και θα είχα ιστορίες και τραβήγματα. Άσχημους μπελάδες
τώρα και στα τελευταία που φεύγω και τους αδειάζω τη γωνιά. Ευτυχώς δεν υπάρχουν
στην πολυκατοικία μας γραφεία και κάμερες παρακολούθησης. Και να σκεφτεί κανείς
ότι δέκα χρόνια εδώ πέρα δεν έδωσα ποτέ δικαίωμα για σχόλια και παρατηρήσεις. Ούτε
ένα. Ήμουν σε όλα μου εντάξει. Καθωσπρέπει και κύριος. Ούτε ο διπλανός γορίλας
με τη γκόμενά του ήθελα να με δει. Να ανοίξει ξαφνικά η πόρτα του ή να
ξεπροβάλει η σκατόφατσα μέσα από το ασανσέρ. Ο γείτονας είναι μεγάλο μούτρο και
δεν θέλω παρτίδες μαζί του. Ούτε ένα γεια. Όμως έξω το φως άναψε. Επομένως δεν
είναι κάποια γενική βλάβη. Αυτό λέει η κοινή λογική. Ξαναμπήκα γρήγορα μέσα με
την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Κατάλαβα ότι πλέον δεν έχω ρεύμα μα δεν με πειράζει.
Τουλάχιστον πρόλαβα να ζεστάνω τον θερμοσίφωνα και να κάνω μπάνιο. Να πάρω το
λουτρό μου. Δεν το χρειάζομαι πια. Είναι η τελευταία μου μέρα εδώ μέσα. Τα
τελευταία μου λεπτά. Σε λίγο θα ντυθώ και θα βγω έξω στην πόλη. Θα επιστρέψω την
άλλη μέρα το πρωί και θα είμαι άστεγος. Μέχρι τότε θα πρέπει να έχω σκεφτεί πού
θα μείνω και τι θα κάνω από δω και στο εξής με τη ζωή μου. Μου έχουν μείνει
λίγα λεφτουδάκια στην τσέπη. Υπάρχουν κάποιες δυνατότητες να φιλοξενηθώ κάπου για
λίγο. Έχω έναν καλό φίλο. Παίζω με τις πιθανότητες. Μπορεί και στο δρόμο. Ίσως
και σε κάποιο κρατητήριο ή στη φυλακή. Υπάρχουν και κάμποσες δομές αστέγων μα
είναι πλήρης. Δεν το έχω ψάξει μα έτσι νομίζω. Έστω για ένα πιάτο φαγητό. Στην
ανάγκη θα κλέψω και θα ζητιανέψω. Δεν γαμιέται. Ας μην το ‘χω ξανακάνει μέχρι
τώρα. Όλα για την επιβίωση. Δεν θα ντραπώ. Το μόνο που αποκλείεται είναι να
νοικιάσω σπίτι ξανά. Δεν υπάρχουν πλέον τα φράγκα για περιττές ανέσεις και
πολυτέλειες. Ίσως αν έβρισκα πρώτα καμιά δουλειά. Μα κι αυτό μου φαίνεται
δύσκολο. Ξεσυνήθισα από δούλος. Το καθισιό είναι γλυκό και νόστιμο. Δύσκολα
επιστρέφεις στη σκλαβιά. Προτιμάς να ψοφήσεις από την πείνα αν και πάντα
βρίσκεται ένα ξεροκόμματο. Πάντως αύριο με το πρώτο φως θα έχουν ήδη μπουκάρει
οι δικαστικοί επιμελητές με τους λοιπούς παρατρεχάμενους για να με πετάξουν
έξω. Θα αλλάξουν τις κλειδαριές και θα μου κοινοποιήσουν επίσημα και με όλους
τους τύπους την απόφαση της έξωσης την οποία και θα εκτελέσουν αυθορεί και
παραχρήμα. Με σφραγίδες και υπογραφές. Σαν να μην το γνωρίζω ήδη. Περιμένοντας
οι μαλάκες να πέσω από τα σύννεφα. Να αιφνιδιαστώ. Ας γελάσω. Δεν με ξέρουν
καλά. Θα διατηρήσω την ψυχραιμία μου και δεν θα αντισταθώ. Ούτε θα φέρω
αντιρρήσεις. Δεν θα πανικοβληθώ παρά την κούρασή μου απ’ την ολονυχτία και όλες
τις προηγούμενες αϋπνίες μου. Παρά τα σπασμένα μου νεύρα. Το έχω υποσχεθεί στον
εαυτό μου. Δεν θα τους βρίσω ούτε θα τους πλακώσω στο ξύλο. Θα είναι και πολλοί
και θα έχουν και μπάτσους μαζί τους. Πρέπει να είμαι ήσυχος και προσεχτικός.
Όχι μαγκιές και τσαμπουκάδες. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Έχω ήπια
ιδιοσυγκρασία και ήρεμο χαρακτήρα. Είμαι λογικός και καλόβολος. Έτσι λένε όσοι
με γνωρίζουν. Αγαπώ τους ανθρώπους και δεν θέλω να τους δημιουργώ προβλήματα. Θα
βάλω τον ταξιδιωτικό μου σάκο με τα λίγα απαραίτητα στον ώμο και θα εξαφανιστώ
προς άγνωστη κατεύθυνση. Πίσω μου η πόρτα θα μείνει ανοιχτή. Θα με κοιτούν όλοι
αποσβολωμένοι σαν χάνοι. Χα χα. Θα πάθουν την πλάκα τους. Θα βρουν το μικρό μου
δυαράκι των σαράντα τετραγωνικών εντελώς άδειο. Εκτός από ένα στρώμα στο πάτωμα
που είναι άνετο και πολύ αναπαυτικό. Αυτό θα τους το χαρίσω. Όλα τα άλλα πέρασε
χτες ο παλιατζής και τα πήρε κοψοχρονιά. Την έκανε ο μάγκας. Ήταν καλά
κομμάτια. Φίλε μου δώσε ότι θες. Έχω απόλυτη ανάγκη. Λιμοκτονώ. Δεν αντέχω
άλλο. Είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω από την εξάντληση και την πείνα. Με έχει
κόψει η λόρδα. Λυγίζουν τα γόνατά μου. Του κλάφτηκα για κάμποση ώρα κι εκείνος
με λυπήθηκε και κάτι μου έδωσε. Έστω και με τα χίλια ζόρια. Αποδείχτηκε σκληρός
διαπραγματευτής. Δεν σήκωνε παζάρια. Τελικά όλοι έχουν γίνει σήμερα πολύ
τσιφούτηδες. Μεγάλη η κατάντια της κοινωνίας. Θέλουν να βγάλουν απ’ τη μύγα
ξύγκι. Πάντως η σπιτονοικοκυρά με τον αντρούλη της θα μείνουν σύξυλοι. Οι
καργιόληδες δεν έχουν τίποτα να κατασχέσουν από μένα. Μόνο τη βρωμιά μου και τη
δυσωδία μου. Θα σπάσω και τον καθρέφτη για γρουσουζιά. Ίσως να τους αφήσω κι ένα
τρύπιο μου σώβρακο για ενθύμιο. Να είναι και λίγο κατουροχεσμένο. Και θα
εξαφανιστώ προς άγνωστη κατεύθυνση. Θα χαθώ για πάντα μέσα στη βουή της πόλης.
Βγήκα έξω στο μπαλκόνι να
πάρω λίγο καθαρό αέρα. Με έχει πιάσει μια νευρικότητα. Βρίσκομαι σε υπερένταση.
Περπατώ συνέχεια πέρα δώθε από τη μια άκρη στην άλλη. Τέσσερα μέτρα δηλαδή. Σαν
τους φυλακισμένους στο κελί τους. Παίρνω τρεις βαθιές ανάσες και ρίχνω μία
ψηλοκρεμαστή ροχάλα στο πουθενά. Χα χα. Την εκσφενδόνισα με χαρά. Ας είμαι
γυμνός. Δεν κρυώνω. Από τον πρώτο όροφο κοιτάζω ψηλά τον ουρανό. Παντού μαύρα
σύννεφα και πίσω τους ένας τρομαγμένος ήλιος. Φαίνεται ελάχιστα. Σίγουρα δεν
είναι άνοιξη αυτή παρά μια σκατούλα και μισή. Τουλάχιστον έφυγε το πάσχα και η
ανάσταση και το μουνί της μάνας τους για να ησυχάσουμε απ’ τις χαρές και τις
κλάψες τους. Να γλυτώσουμε και να ηρεμήσουμε απ’ τις μαλακίες. Και τις πολυπόθητες
αργίες τούς τις χαρίζω. Δεν τις χρειάζομαι πια. Φέτος έπεσαν αργά. Κάπου μέσα
στην μεγάλη βδομάδα ήταν και η πρωτομαγιά. Δεν μπόρεσαν να την γιορτάσουν με
αγωνιστική μεγαλοπρέπεια. Όπως και θα έπρεπε. Λένε ότι αναβλήθηκε για σήμερα.
Πρέπει να πάω στην πορεία. Νομίζω ότι είναι το απόγευμα κατά τις έξι. Αν
προλάβω γιατί έχω και το κούρεμα. Αυτοί συνήθως αργούν να μαζευτούν. Δεν είναι
πολλοί αλλά μάλλον περιμένουν τους αργοπορημένους για να τιμήσουν τους πρώτους
νεκρούς. Δεν γαμιέται. Μπορεί και να πάω. Ωραία βολτούλα θα είναι. Μπορεί να
συναντήσω και κάνα γνωστό. Βέβαια δεν είμαι εργάτης με το πηλοφόρι και το
μυστρί μα ένας άνεργος λογιστής που πριν από ένα χρόνο απολύθηκε από μία μεγάλη
ακμάζουσα εταιρεία για άγνωστους λόγους. Τουλάχιστον σε μένα. Δεν μου ανακοινώθηκαν
ποτέ. Λοιπόν ναι. Οι κεφαλαιοκράτες κλέβανε και τη δική μου υπεραξία. Χα χα. Δεν
χωράει καμία αμφιβολία. Με εκμεταλλευόντουσαν και πλουτίζανε από τους κόπους τους
μόχθους και τις θυσίες μου. Τα ατελείωτα ωράρια που έκανα και τις πνευματικές
δυνάμεις που σπαταλούσα για χάρη τους και για έναν μισθουλάκο πείνας. Που
ζάλιζα και κούραζα το έξυπνο μυαλουδάκι μου απλά και μόνο για να φυτοζωώ. Και
ήρθε και η οικονομική κρίση και βρήκαν την ευκαιρία να ψαλιδίσουν και τα
μπόνους και τα πριμ παραγωγικότητας και τα δώρα των γιορτών και τα γαμίδια τους
όλα. Κι εγώ να δουλεύω με αυταπάρνηση και τιμιότητα μέρα νύχτα για δέκα
ολόκληρα χρόνια χωρίς να τους κλέψω ούτε ένα φράγκο. Ενώ μπορούσα. Άλλοι
συνάδελφοι το έκαναν και μπράβο τους. Και την γυναίκα του εργοδότη μου μπορούσα
να γαμήσω. Μου τριβότανε κι εκείνη σαν την σπιτονοικοκυρά. Μα δεν το ‘κανα. Τόσο
μαλάκας ήμουνα. Κορόιδο πιάστηκα. Βέβαια. Ήμουν πολύ ηθικό στοιχείο. Όχι κάνας
καριερίστας ολκής που ήθελε να ανέβει ψηλά στην ιεραρχία της εταιρείας. Και όχι
αριβίστας. Με την αξία μου έστω. Ίσως γι’ αυτό με φάγανε. Ούτε κυνικός και τυχάρπαστος
υπήρξα ποτέ. Απεχθάνομαι τους αμοραλιστές και τους τυχοδιώκτες. Μια κλοτσά στον
κώλο λοιπόν και άντε στο καλό. Σκλαβάκι. Πάρε και μια μικρή αποζημίωση για να
την βγάλεις μέχρι να βρεις πάλι δουλειά και από πάνω να μας λες κι ευχαριστώ.
Και όλα αυτά με μια ασήμαντη αφορμή. Χωρίς αιτία. Κρίμα γιατί τον συμπαθούσα
τον καργιόλη. Φαινόταν καλό αφεντικό. Τότε που έψαχνα για δουλειά. Πριν από
δέκα χρόνια που έφυγα απ’ την πρωτεύουσα κι έριξα την μαύρη πέτρα πίσω μου την
στιγμή που περνούσα τα πρώτα διόδια. Και δεν ξαναπήγα ούτε για βόλτα. Δεν
επέστρεψα ποτέ. Που έθαψα τους νεκρούς και τους ζωντανούς μου και έπαψα να ζω
με σκιές και φαντάσματα. Που διέγραψα ολόκληρο το ένδοξο παρελθόν μου. Τουλάχιστον
προσπάθησα. Δεν είναι εύκολο. Που τους απαγόρευσα να έρχονται ακόμα και στον
ύπνο μου. Στα άδεια μου όνειρα. Που έσβησα ολοκληρωτικά τα άθλια χρόνια της
παιδικότητάς μου. Δηλαδή τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μου. Που αποφάσισα να
ξεκινήσω μια δεύτερη ζωή από την αρχή. Ολομόναχος. Δίχως φίλους και συγγενείς. Δίχως
εχθρούς. Εκτός από έναν και μοναδικό. Εδώ. Στην πόλη που σπούδασα οικονομικά
και λογιστικά κι έκανα και μεταπτυχιακό στα χρηματιστηριακά. Στην πρώτη μου
νιότη. Όταν ακόμα είχα μπροστά μου ένα λαμπρό μέλλον. Ξαναγύρισα στον τόπο του
εγκλήματος. Τότε το πρώην αφεντικό μου βρέθηκε μπροστά μου σαν από μηχανής θεός
και με βοήθησε. Μεσολάβησε ο κολλητός μου. Ήταν συμπονετικός εργοδότης. Μα οι
άνθρωποι αλλάζουν. Δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει την εξέλιξη. Δεν ξέρω γιατί
τα θυμάμαι όλα αυτά. Περασμένα ξεχασμένα. Τώρα σκέφτομαι μόνο να τον εκδικηθώ.
Να τον ξεμοναχιάσω και να του φάω τον καρύτζαφλο. Να τον φάει το μαύρο χώμα.
Και να πάω να κατουρήσω και να χέσω πάνω απ’ τον τάφο του. Τον έχω μεγάλο άχτι τον
κερατά μα πάνω στα νεύρα μου έκανα την μαλακία και τον προειδοποίησα. Δεν
έπρεπε. Τον απείλησα ανοιχτά ότι θα τον καθαρίσω και φυλάγεται. Έγινε πολύ
προσεκτικός. Παίρνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Προσέλαβε ακόμα και
σωματοφύλακες. Στην είσοδο της εταιρείας τοποθέτησε σεκιουριτά. Δεν μπορώ καν
να τον πλησιάσω. Μα τουλάχιστον με φοβήθηκε το μάτι του. Χέστηκε πάνω του ο
μαλάκας. Που μου έκανε και τον καμπόσο και μου πούλαγε και μούρη. Ξαφνικά ζάρωσε
ολόκληρος. Σαν σκουράτζος έγινε. Μαζεύτηκε. Του ‘φυγε η μαγκιά. Άλλαξε δέκα
χρώματα. Πλέον ζει με τον φόβο μου. Χα χα. Ο γαμημένος. Τέρμα τα παιχνίδια. Είμαι
ένας τσαντισμένος σούπερ νόβα που σύντομα πρόκειται να εκραγεί. Θα σκάσω απ’ το
κακό μου και θα κάνω ολόκληρο τον γαλαξία γυαλιά καρφιά. Χίλια κομμάτια.
Η αυλαία πέφτει. Δίνω ένα
απότομο τέλος στην ονειροπόληση και επιστρέφω στη μίζερη πραγματικότητα. Κουράστηκε
το μυαλουδάκι μου να θυμάται και να σκέφτεται. Κοιτάζω χαμηλά στο δρόμο. Το
βλέμμα μου πέφτει σε μια γριούλα που κάνει συνέχεια το σταυρό της. Σαν
αυτόματο. Πρέπει να με κοιτάζει για αρκετή ώρα. Μπορεί και να έχει ερεθιστεί.
Να θυμήθηκε τα νιάτα της. Κάποια ένδοξα γαμίσια και έρωτες που θα είχε κι αυτή
όταν ήταν μια όμορφη και ζωηρή κοπελίτσα. Ίσως. Ποιος ξέρει. Ασ’ την να παίρνει
μάτι. Μα κείνη τη στιγμή πλησιάζει μία χοντρέλω με το παιδάκι της και βάζει τις
φωνές καταστρέφοντας την ησυχία του μεσημεριού. Ευτυχώς δεν κυκλοφορεί άλλος κόσμος.
Μόνο μια μαύρη γάτα έχει σκαρφαλώσει στον κάδο των σκουπιδιών και ψάχνει για
αποφάγια αδιαφορώντας προς στιγμή για τις αψιμαχίες των ανθρώπων. Η γυναίκα
είναι έξαλλη. Κάνει σαν να της σκότωσα την μάνα και τον πατέρα. Χειρονομεί και τσιρίζει
προς το μέρος μου. Βρίζει και καταριέται ασύστολα. Μου σούρνει πολλά και
διάφορα. Δίπλα της ο μπόμπιρας κοιτάζει με απορία και τρόμο. Έμπα μέσα ρε αλήτη.
Επιδειξία. Κακό χρόνο να ‘χεις. Θέλεις να μας δείξεις και το πράμα σου. Έχουμε
και μικρά παιδιά. Την αστυνομία θα φωνάξω να σε μπαγλαρώσει. Βοήθεια. Ουρλιάζει.
Την έχει πιάσει υστερία. Φοβάμαι ότι θα πάθει κάνα ισχαιμικό επεισόδιο και θα
μείνει στον τόπο. Κρίμα για το παιδάκι της που θα μείνει ορφανό στους πέντε
δρόμους. Η χοντρή θα τεζάρει τρυπώντας την άσφαλτο. Μα έχει και την πλάκα της. Ωραίο
θεατρικό. Μου φτιάχνει το κέφι και χαμογελάω. Το παιδί αρχίζει να κλαίει.
Προσπαθεί να το παρηγορήσει. Σώπα αγόρι μου. Θα του δείξω εγώ του ανώμαλου.
Παραδίπλα η γιαγιάκα συνεχίζει να σταυροκοπιέται. Φυλάει κι ένα μικρό
σταυρουδάκι που κρέμεται απ’ το στήθος της. Τα χείλη της τρέμουν. Μπορεί να
ψιθυρίζει και κάποια διευχόν και κυρελέησον για την περίσταση. Για να φύγει από
μπροστά της ο εξωαποδώς που την πειράζει και την σκανδαλίζει. Να εξαφανιστεί. Να
χαθεί από τα μάτια της. Φυσικά το θέαμα
είναι σατανικό και ανάρμοστο και την έχει σοκάρει. Την βασανίζει. Αμέσως
μετά πρέπει να πάει τρέχοντας να εξομολογηθεί. Και στον πνευματικό της βέβαια για
να λάβει τις απαραίτητες οδηγίες και συμβουλές. Για να μην χάσει στο παραπέντε την είσοδο στον
παράδεισο. Να περάσει τις πύλες άσπιλη και αμόλυντη. Να μην πάνε τσάμπα τόσες
μετάνοιες και γονυκλισίες μπροστά στο μεγαλοδύναμο και τους παπάδες του. Τόσες
ειλικρινείς μεταμέλειες για τα κρίματα και τα ανομήματα μιας ολόκληρης ζωής.
Για τις πάμπολλες αμαρτίες της. Να μην πάνε χαμένες. Να μην αποδειχτούν άσκοπες
λίγο πριν το τέλος. Ίσως είναι και η τελευταία της μεγάλη δοκιμασία και θέλημα
θεού. Μα το μάτι της γαρίδα κολλημένο επάνω μου. Δεν το αποστρέφει απ’ το
επίμαχο σημείο. Την έχει μαγνητίσει. Έστω και με ψαλιδισμένες τις πουτσότριχες.
Έχει μείνει στήλη άλατος. Μόνο το δεξί της χέρι ανεβοκατεβαίνει μηχανικά. Όμως αυτή
θα είναι και ο αυτόπτης μάρτυρας της χοντρής που θα μου κάνει μήνυση. Ας ισχυριστώ εγώ ότι δεν είναι αξιόπιστη. Δεν
είδε καλά λόγω περασμένης ηλικίας κι επειδή έχει άνοια και τα μάτια της πάσχουν
από καταρράκτη. Χα χα. Μα το ζαρωμένο χούφταλο μπορεί να με κλείσει στη στενή. Βέβαια
έτσι θα λυθεί αμέσως και το στεγαστικό μου πρόβλημα. Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Κι ας μην έκανα κάποια άσεμνη χειρονομία. Απλά ξεχάστηκα και βγήκα στο μπαλκόνι
γυμνός. Και τι έγινε. Ούτε χούφτωσα τον πούτσο μου για να τους τον δείξω ούτε ερεθισμένος
ήμουνα. Σιγά τα λάχανα. Δεν είχα πονηρές προθέσεις. Ούτε ερωτικές διαθέσεις και
επιθυμίες. Χα χα. Με μια χοντρέλω και ένα χούφταλο. Μόνο που το παιδάκι είναι
ένα ζήτημα. Η παιδοφιλία διώκεται ποινικά και χα χα πρέπει να προσέχω. Μα ούτε
και ο πούτσος μου είναι υπερβολικά μεγάλος. Κανονικό μέγεθος έχει. Διαφορετικά
θα έκανε σίγουρα καριέρα ως πορνοστάρ. Θα ήμουν περιζήτητος. Θα γύριζα τις
καλύτερες τσόντες σε όλο τον πλανήτη για όλα τα παράξενα βίτσια και τα πονηρά
γούστα και θα ‘βγαζα μπόλικα φράγκα. Ακόμα και με γριές και γέρους θα πήγαινα. Πέρα
από τις κάβλες και τις απολαύσεις των γυρισμάτων. Μαλακίες. Τέτοια ώρα τέτοια
λόγια μέρα μεσημέρι. Κι όμως εγώ ο αγνός και αθώος κινδυνεύω να κατηγορηθώ για
προσβολή της δημοσίας αιδούς. Τα πράγματα λοιπόν είναι σοβαρά. Με τσαντίζουν
αφόρητα. Σκέφτηκα να παραστήσω το σιντριβάνι και να τις κατουρήσω από κει ψηλά
μα δεν μου ερχόταν. Και δω αποτυχία. Ατυχία μάλλον. Απ’ την άλλη δεν μου έφταιγε
σε τίποτα ο μπόμπος πλάι στη χοντρή να τον πιτσιλίσω. Φαίνεται καλό και ήσυχο
παιδάκι. Ανενόχλητο μα άτυχο. Κρίμα. Τι έχει να τραβήξει το έρημο. Πολύ το
λυπάμαι το αγοράκι της χοντρέλως.
Τέρμα τα δίφραγκα. Πρέπει να
πάρω αμέσως τις σωστές αποφάσεις και να πράξω αναλόγως. Μπαίνω γρήγορα μέσα και
κλείνω την μπαλκονόπορτα. Κατεβάζω και τα ρολά και προκαλώ μέσα στο διαμέρισμα κάποια
σχετική συσκότιση. Πλέον το λιγοστό φως μπαίνει μόνο από τις γρίλιες. Σε λίγο
τα μάτια μου συνηθίζουν. Αισθάνομαι ξανά ασφαλής και μακριά από τα απειλητικά
βλέμματα του κόσμου. Ωραία. Μα δεν έχω κοιμηθεί καλά και είμαι ψόφιος στην
κούραση. Τελευταία έχω πρόβλημα με τον ύπνο. Εγώ το παραβλέπω και δεν δίνω
σημασία μα το κορμί μου επαναστατεί και απαιτεί τα νόμιμα δικαιώματά του.
Βουλιάζω απαλά στο στρώμα και χαλαρώνω κοιτάζοντας το ταβάνι ασκαρδαμυκτί. Τα
βλέφαρα ακίνητα και τα μάτια γουρλωμένα και ορθάνοιχτα έτοιμα να πεταχτούν έξω το
καρφώνουν προσπαθώντας να το τρυπήσουν και να δουν τι γίνεται στον πάνω όροφο. Θέλω
να το διεμβολίσω απλά και μόνο με τη δύναμη της σκέψης μου. Αυτή είναι το
δυνατό μου σημείο. Και η φαντασία μου. Δυστυχώς κάθε προσπάθεια είναι μάταιη.
Για άλλη μια φορά η σκληρή πραγματικότητα με συντρίβει και η θέλησή μου
αποδεικνύεται αδύναμη και κατώτερη των περιστάσεων. Με ταπεινώνει και με ξεφτιλίζει
διαρκώς λες και είμαι κάνα σκουπίδι που το παρασέρνει ο άνεμος εδώ κι εκεί. Πέρα
δώθε και πάνω κάτω. Το πάει όπου του καπνίσει. Αναρωτιέμαι αν η χοντρή κυρία
πραγματοποιήσει την απειλή της ή θα ξεχάσει το περιστατικό και θα συνεχίσει αμέριμνη
το δρόμο της πηγαίνοντας στη δουλειά της. Σίγουρα θα έχει σοβαρότερα προβλήματα
να σκεφτεί. Εκτός και αν είναι εμπαθής. Τότε θα την μισήσω ολοκληρωτικά.
Σκέφτομαι πάλι αν η συμπαθητική γριούλα προσεύχεται ακόμα ή το ‘βαλε στα πόδια.
Ή τι κάνει το πρώην αφεντικό μου αυτή την ώρα. Μάλλον δουλεύει σκληρά και
ασταμάτητα στην εταιρεία του. Με τον κολλητό μου απ’ το πανεπιστήμιο που με
βοήθησε όταν πρωτοήρθα στην πόλη έχουμε χαθεί. Έχουμε πάνω από ένα χρόνο να
βρεθούμε και να τα πούμε. Προτού απολυθώ. Τον είχα πάρει δυο τρεις φορές στο
τηλέφωνο μα δεν το σήκωσε. Μετά το νούμερό του δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή.
Έτσι με ενημέρωσε κάποιος αυτόματος τηλεφωνητής γεμάτος ψυχρότητα και ασπλαχνία.
Πρέπει να το άλλαξε. Μα τώρα τον χρειάζομαι ξανά. Ίσως πάλι να έπαθε κάτι.
Μπορεί και να πέθανε. Ποιος ξέρει. Όλα μέσα στη ζωή είναι. Όλοι παίζουμε με τις
πιθανότητες και από τύχη ζούμε. Πρέπει να περάσω απ’ το σπίτι του να τον ψάξω. Να
δω πώς περνάει και τι κάνει. Αν δεν έχει αλλάξει διεύθυνση. Αν δεν έχει
μετακομίσει. Αν δεν έχει φύγει για το εξωτερικό. Πολλά τα αν και τα πρέπει. Με
κουράζουν. Αλλά νομίζω ότι ήταν δικό του. Δεν έμενε σε νοίκι. Έτσι κι αλλιώς είμαι
και ο επίσημος κουμπάρος του. Δεν είναι και λίγο. Εγώ τον πάντρεψα. Εκτός κι αν
χώρισε. Χωρίς να του δώσω εγώ την άδεια. Χωρίς να μου την ζητήσει. Όλα πιθανά
είναι σε τούτη τη σκατοζωή. Εσύ θα μου βαφτίσεις και το παιδί. Έτσι μου είχε
πει. Το ήθελε και η γυναίκα του. Κι αυτή με συμπαθούσε πολύ. Μια δυο φορές ίσα
που κρατήθηκα. Δεν ήθελα να χαλάσω τη φιλία μας. Τον ντρεπόμουν. Του είχα και
μεγάλη υποχρέωση. Τότε που η λίμπιντο με έκανε ότι ήθελε. Με έσερνε διαρκώς σε
νέες περιπέτειες. Όμως εντάξει. Είχα και φιλότιμο. Σε κάποιες περιπτώσεις συγκρατιόμουν.
Έφερνα αντίσταση μα ταλαιπωριόμουν και σε ποιον να το έλεγα και ποιος θα με
καταλάβαινε. Ούτε καν ο κολλητός μου. Πάντως λίγη τσίπα μου έχει απομείνει
ακόμη. Δεν κατάντησα τελείως για πέταμα. Από την άλλη σκέφτηκα πως κάποια
στιγμή όλα μαθαίνονται. Όμως ήταν πολύ όμορφη και με τύπο. Είχε χαρακτήρα. Μου
άρεσε. Πρέπει να τους δω. Έστω και απροειδοποίητα. Μόνο ότι είναι καλά. Ίσως να
έχουν αποκτήσει και κάνα παιδάκι και να ψάχνουν ακόμα για νονό. Απεχθάνομαι τις
εκκλησίες με τα κεριά και τα λιβάνια και τους τραγόπαπες μα θα τους κάνω και
πάλι το χατίρι. Αν και εφόσον μου το ζητήσουν. Όπως και στο γάμο. Όταν τέλειωσε
το μυστήριο έκανα εμετό. Έφταιγε το λιβάνι. Για μέρες ήμουν του θανατά και
πέρασε πολύς καιρός για να συνέλθω. Μα ήταν ο καλύτερός μου φίλος και μου το
ζήτησε σαν χάρη. Δεν ήθελα μα δεν μπορούσα και να του αρνηθώ. Τώρα ίσως να
έχουν χάσει το τηλέφωνό μου. Ποιος ξέρει. Γυρίζω στο πλευρό και κλείνω τα μάτια
κουρασμένος και απογοητευμένος. Είμαι ψόφιος.
Ξαφνικά ακούγεται το
κουδούνι της πόρτας. Ένας χτύπος μόνο που με αναστατώνει. Ανοίγω έντρομος τα
μάτια και πετάγομαι πάνω αλαφιασμένος. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και
ακανόνιστα. Δεν μπορεί να βρει τον φυσιολογικό της ρυθμό και είναι έτοιμη να
πεταχτεί έξω από το στήθος μου. Τρέχω να δω ποιος είναι. Κοιτάζω από το ματάκι
μα δεν βλέπω τίποτα. Απ’ έξω ο διάδρομος είναι άδειος. Μάλλον γελάστηκα.
Τελευταία έχω συχνά ακουστικές ψευδαισθήσεις. Ακούω και φωνές. Ειδικά όταν
βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μα τούτη τη φορά δεν είμαι και σίγουρος.
Έχω άσχημα προαισθήματα. Ανοίγω διστακτικά την πόρτα και τότε εμφανίζεται
ξαφνικά μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνι. Το πρώην αφεντικό μου στέκεται ολόγυμνο
και τελείως άτριχο απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Καραφλός και χωρίς πουτσότριχες.
Ούτε καν πέος δεν έχει. Στη θέση του μόνο ένα ξυρισμένο μουνί. Όμως το ύφος του
είναι πάντα αυστηρό και το βλέμμα του βλοσυρό με τρυπάει σαν σουβλί. Ούτε γεια δεν μου λέει ή μια καλησπέρα του
θεού. Αντιθέτως μου κάνει αμέσως την παρατήρηση. Τι υποδοχή είναι αυτή και τι
ξινισμένα μούτρα. Γιατί βγαίνω έξω ξεβράκωτος και τι χάλια είναι αυτά που έχω.
Λες κι αυτός είναι καλύτερος. Χαμογελάω αμήχανα και βουβαίνομαι. Δεν ξέρω τι να
του πω και τι να ομολογήσω. Η κατάσταση είναι περίεργη. Υπάρχει κάποια ένταση
στην ατμόσφαιρα. Δυο γυμνοί άντρες σε έναν άδειο διάδρομο πολυκατοικίας. Δεν
είναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου. Φοβάμαι ότι κάποιο περίεργο
κεφάλι θα πεταχτεί από καμιά πόρτα και θα εκτεθώ. Ότι κάποιο αδιάκριτο μάτι θα
μας δει και θα ξεσπάσει μέγα σκάνδαλο. Κοκκινίζω από ντροπή. Οι ματιές μας
χαμηλώνουν και εστιάζουν στα επίμαχα σημεία. Μιλάει μόνο εκείνος. Τώρα ο τόνος
της φωνής του είναι πιο ήπιος. Να ξέρεις ότι τώρα είμαι ένας βρικόλακας.
Κανονικά δεν υπάρχω. Πέθανα πριν από λίγη ώρα. Δεν πρόλαβες να με σκοτώσεις.
Σου την έφερα αλλά μην στεναχωριέσαι. Να ‘σουνα μόνο από μια γωνιά και να με
έβλεπες. Φούνταρα από πολύ ψηλά. Η πτώση μου ήταν ηρωική. Πού να το φανταστείς
ότι θα έβρισκα το θάρρος. Ανέκαθεν με θεωρούσες υπερβολικά δειλό μα γελάστηκες.
Μια τέλεια κατάδυση μέχρι τον βυθό της ασφάλτου. Δεν έμεινε τίποτα από μένα. Η
ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν βγάζει τα έξοδά της. Φαλιρισμένη εξαρχής.
Ευτυχώς που δεν άφησα απογόνους. Σ’ αυτό τουλάχιστον σκέφτηκα καλά. Όλα τα άλλα
τα έκανα μαντάρα. Μα είναι αργά για συγνώμες και μετάνοιες. Ήρθα απλά για να σε
αποχαιρετήσω. Δεν θέλω πια να μου κρατάς κακία. Τον πίστεψα. Σχεδόν. Ήξερα ότι
δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Όχι ότι δεν ήθελε. Ήταν τζούφιος. Είχε προσπαθήσει
αρκετές φορές μα δίχως αποτέλεσμα. Είχε αποτύχει παταγωδώς. Δεν του είπα
τίποτα. Δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω περισσότερο. Στο τέλος φαινόταν
συγκινημένος. Είχε βουρκώσει. Ήταν απρόσμενο. Δεν το περίμενα. Με έκανε να
νιώσω άσχημα. Με πλησιάζει με τα χέρια ανοιχτά και με αγκαλιάζει. Ανοίγει το
στόμα του και δυο τεράστιοι κυνόδοντες χώνονται βαθιά μέσα στο λαιμό μου
έτοιμοι να μου πιούνε το αίμα. Να μου ρουφήξουν όλη μου τη δύναμη. Είναι
παράλογο και μοιάζει με εφιάλτης. Μα και πάλι κανείς δεν μπορεί να είναι
σίγουρος. Είναι πολύ ζωντανός. Σχεδόν αληθινός. Πραγματικός.