Η εκκλησία δεν είχε πολύ
κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν γέροι και γριές. Ο ιερέας έψελνε και θυμιάτιζε τον
νεκρό. Η οικογένεια της αδερφής του στεκόταν πλάι στο φέρετρο με τα χέρια
σταυρωμένα σε στάση προσευχής και τα κεφάλια κατεβασμένα να κοιτάζουν το
πάτωμα. Αυτοί τον βγάλανε ως οι κοντινότεροι συγγενείς. Δεν είχε δικιά του
οικογένεια. Ο θείος απολάμβανε τις μεγάλες ξάπλες ανάμεσα σε λουλούδια και
κορδέλες. Έφευγε από τον μάταιο τούτο κόσμο με δόξα και τιμή. Ότι έφτασε τα
εβδομήντα με τη ζωή που έκανε αποτελούσε έκπληξη πρώτου μεγέθους. Τουλάχιστον
για όσους τον ήξεραν καλά. Γερή κράση ο μπαγάσας. Είχε μεγάλα πάθη και δοκίμασε
όλων των ειδών τις αμαρτίες. Με τα μπούνια μέσα στις καταχρήσεις και τις ασωτίες.
Είχα χρόνια να τον δω. Από
τότε που έφυγα για την πρωτεύουσα. Τυχαία έμαθα για τον θάνατό του. Στην εξόδιο
ακολουθία του δεν με κάλεσε κανείς. Ίσως να ήμουν και ανεπιθύμητος. Γι’ αυτό
και καθόμουν παράμερα στην άκρη περιμένοντας τον πάτερ να τελειώσει. Δίπλα μου
ξεχώρισα και τρεις φίλους του από τα παλιά. Τους θυμόμουν αχνά από εκείνα τα
χρόνια. Αυτοί μάλλον όχι. Δεν μου ‘δωσαν καμία σημασία. Πλάι στην πόρτα
στεκόταν κι εκείνη. Φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου για να προστατεύουν τα
κατακόκκινα μάτια της από την κακία των λοιπών συγγενών. Σίγουρα ένιωθε κι αυτή
παράταιρη. Έλα ρε θείο. Ξύπνα. Μην κάνεις τον πεθαμένο. Άσε την πλάκα. Δεν το
χάφτω τούτο το παραμύθι. Σήκω πάνω να φύγουμε από δω μέσα. Αυτό δεν είναι μέρος
για μας. Πάμε κάπου πιο όμορφα να πιούμε και να γλεντήσουμε.
Του χρωστάω πολλά. Ήταν ο
μικρότερος αδερφός του πατέρα. Όταν ήμουνα μικρός δεν πολυερχόταν στο σπίτι
γιατί δεν τον ήθελαν οι γυναίκες του σπιτιού. Δηλαδή το σόι της μάνας μου. Για
αυτές ήταν ένας ανεπρόκοπος και αχαΐρευτος. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
Ούτε κι αυτός της χώνευε. Μα όταν έφυγα απ’ το σπίτι μου κακήν κακώς εκείνος με
περιμάζεψε από τους πέντε δρόμους. Για κάμποσες μέρες γύριζα ανέστιος και
πλάνης και κοιμόμουν όπου έβρισκα. Ντρεπόμουν να του χτυπήσω την πόρτα. Τυχαία
με είδε στο δρόμο και με βούτηξε απ’ τον σβέρκο. Είχε μάθει τα κατορθώματά
μου κι ότι ήμουν αγνοούμενος. Τότε
δούλευε ταξί και ήταν εργένης. Εκείνος σαραντάρης κι εγώ στα είκοσι. Με πήγε
στο σπίτι του ένα μικρό δυάρι. Κοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Κάνα χρόνο
κάθισα μαζί του. Περνούσαμε καλά οι δυο μας. Το βράδυ που τέλειωνε τη δουλειά
βγαίναμε έξω και τα πίναμε με τα φιλαράκια του. Γνώρισε και τα δικά μου. Του
άρεσαν. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις παρέες μου. Ήταν περπατημένος και
άνθρωπος της πιάτσας. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Μην μασάς ανιψιέ. Εσύ τη
δουλειά σου. Κι άσε τον κόσμο να λέει τα δικά του. Έτσι μου είπε για να μου
δώσει θάρρος.
Ώσπου γνώρισε εκείνη και την
σπίτωσε κανονικά. Ψηλή αρρενωπή κοκκινομάλλα. Κουκλάρα. Πλέον είχαμε γίνει
πολλοί μέσα στο διαμερισματάκι. Δεν χωρούσαμε. Κι ούτε ήθελα να τους γίνομαι
βάρος. Όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Είσαι ο γιος του συγχωρεμένου του αδερφού
μου και η θέση σου είναι εδώ για όσο καιρό γουστάρεις. Δεν μας ενοχλείς
καθόλου. Όλοι οι καλοί χωράνε. Οι γυναίκες είναι περαστικές και οι πιο πολλές μόνο
μπελάδες φέρνουν. Αράχνες. Πεταμένα λεφτά. Αυτά μου ‘λεγε μα κείνη φαινόταν να
την αγαπά και να την νοιάζεται. Με έναν τρόπο ταιριάζανε σε όλα. Ειδικά στο
κρεβάτι. Τους άκουγα τα βράδια που κάνανε έρωτα και τρελαινόμουνα. Με έπιανε
άγρια μούρλια. Μου ‘ρχόταν να πάρω τους δρόμους και τα άγρια βουνά. Κι ένα απόγευμα
που ο θείος έλλειπε στη δουλειά άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας και την είδα.
Ήταν ολόγυμνη κι έπαιρνε το λουτρό της. Έπαθα σοκ. Έμεινα άναυδος. Ξύλιασα. Κοκάλωσα.
Μπλοκάρισα τελείως. Είδα φάτσα κάρτα δυο καλοσχηματισμένα πεταχτά βυζάκια και
παρακάτω ένα μεγάλο πέος μαζί με όλα τα παρελκόμενα. Η αγία τριάδα σε πλήρη
παράταξη. Όταν με είδε ξαφνιάστηκε μα δεν ντράπηκε καθόλου. Ούτε προσπάθησε να
κρύψει τα κάλλη της. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να ρίχνει νερό πάνω στο όμορφο
κορμί της για να φύγουν οι σαπουνάδες. Με κόπο κατάφερα να ψελλίσω μια συγνώμη
και βγήκα τρέχοντας από το μπάνιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.
Με τον θείο δεν σχολιάσαμε ποτέ
το ατυχές περιστατικό. Σίγουρα θα το έμαθε και κάθε τόσο μου πέταγε διάφορες
μπηχτές κι υπονοούμενα και περίεργες κουβέντες γελώντας τρανταχτά. Και μου
‘κλεινε με νόημα το μάτι. Κυρίως όποτε τα ‘πίνε κι ευθυμούσε κι ερχόταν στο
τσακίρ κέφι. Τότε εγώ γινόμουν κατακόκκινος σαν παντζάρι. Τον ντρεπόμουν παρ’
όλο που ήξερα ότι τα λόγια του ήταν πάντα καλοπροαίρετα. Ώσπου μια μέρα μάζεψα
τα μπογαλάκια μου κι έφυγα για άλλα μέρη για άλλη γη. Άνοιξα τα φτερά μου και
πέταξα μακριά. Για άλλους λόγους βέβαια. Όμως στεναχωρέθηκε. Το είδα στα μάτια
του όταν αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά. Κόμπιαζε. Οι λέξεις έβγαιναν με
δυσκολία απ’ το στόμα του. Καλή τύχη ανιψιέ και να ξέρεις ότι το σπίτι μου
είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Ότι πρόβλημα και να ‘χεις μη διστάσεις να έρθεις
να με βρεις. Το ΄ξερα πως μ’ αγαπούσε όπως κι εγώ εκείνον. Γεια σου θείο και θα
τα ξαναπούμε. Με αγκάλιασε κι αυτή δίνοντάς μου ένα στοργικό φιλί στο μάγουλο.
Δεν τους ξαναείδα από τότε. Ούτε χρειάστηκε να τους ενοχλήσω.
Η λειτουργία είχε τελειώσει
και ο κόσμος περνούσε μπροστά απ’ την κάσα για να ασπαστεί τον νεκρό. Έλα ρε
θείο. Μη μου το χαλάς. Άσε τα ψόφια και σήκω να φύγουμε. Νομίζω ότι μου
χαμογέλασε μα δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ τη θέση του. Δεν πήγα κοντά του να τον
φιλήσω. Ούτε κι εκείνη. Βγαίνοντας την πλησίασα για να την συλλυπηθώ. Στην αρχή
δεν με αναγνώρισε. Όταν της είπα ποιος είμαι απ’ τη χαρά της δεν κρατήθηκε. Με
αγκάλιασε και ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνη δεν είχε αλλάξει πολύ. Ήταν ακόμα νέα
και όμορφη. Έξυπνη γυναίκα με χαρακτήρα. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν μαζί με τον
θείο ζευγάρι και πέρασαν μια καλή ζωή. Πέθανε ξαφνικά στον ύπνο του από ανακοπή
μετά από άλλη μια ηδονική νύχτα. Ο συγχωρεμένος τα γλέντησε όλα κι έφυγε χορτάτος.
Δεν ήταν παντρεμένοι με παπά και με κουμπάρο. Δεν είχαν νομιμοποιήσει τη σχέση
τους. Δεν το ήθελε εκείνος. Είχε στεναχωρηθεί πολύ που έκοψα τις επαφές μαζί
τους. Το είχε πάρει κατάκαρδα μα δεν μου κρατούσε κακία. Να ‘ναι καλά το παιδί.
Έτσι της έλεγε και το πίστευε βαθιά. Ήταν αλήθεια. Είχα φανεί κάπως αχάριστος
απέναντί του. Λάθη της νεότητας που είναι πάντα βιαστική και επιπόλαια. Όμως δεν
είχα καμιά δικαιολογία. Έφταιγα κι ένιωθα τύψεις.
Η νεκροφόρα και τ’ άλλα
αμάξια ξεκίνησαν για την τελευταία κατοικία του θείου. Σε τόπο χλοερό και μέρος
αναψύξεως και αναπαύσεως μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Δεν θα ακολουθούσαμε τους
άλλους συγγενείς στο νεκροταφείο. Μάλλον αισθανόμασταν λίγο απόμακροι και
παρείσακτοι. Δεν κολλάγαμε. Κάτι σαν μαύρα πρόβατα ας πούμε. Λίγο πριν φύγουμε
απ’ την εκκλησία και χωρίσουμε μου ‘δωσε το τηλέφωνό της. Αν ήθελα θα
μπορούσαμε να βρεθούμε για ένα καφέ να θυμηθούμε τα παλιά. Εντάξει της είπα.
Της το υποσχέθηκα. Μόλις μπορέσω. Με την πρώτη ευκαιρία.

