Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

ΕΛΑ ΡΕ ΘΕΙΟ

Η εκκλησία δεν είχε πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν γέροι και γριές. Ο ιερέας έψελνε και θυμιάτιζε τον νεκρό. Η οικογένεια της αδερφής του στεκόταν πλάι στο φέρετρο με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής και τα κεφάλια κατεβασμένα να κοιτάζουν το πάτωμα. Αυτοί τον βγάλανε ως οι κοντινότεροι συγγενείς. Δεν είχε δικιά του οικογένεια. Ο θείος απολάμβανε τις μεγάλες ξάπλες ανάμεσα σε λουλούδια και κορδέλες. Έφευγε από τον μάταιο τούτο κόσμο με δόξα και τιμή. Ότι έφτασε τα εβδομήντα με τη ζωή που έκανε αποτελούσε έκπληξη πρώτου μεγέθους. Τουλάχιστον για όσους τον ήξεραν καλά. Γερή κράση ο μπαγάσας. Είχε μεγάλα πάθη και δοκίμασε όλων των ειδών τις αμαρτίες. Με τα μπούνια μέσα στις καταχρήσεις και τις ασωτίες.

Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που έφυγα για την πρωτεύουσα. Τυχαία έμαθα για τον θάνατό του. Στην εξόδιο ακολουθία του δεν με κάλεσε κανείς. Ίσως να ήμουν και ανεπιθύμητος. Γι’ αυτό και καθόμουν παράμερα στην άκρη περιμένοντας τον πάτερ να τελειώσει. Δίπλα μου ξεχώρισα και τρεις φίλους του από τα παλιά. Τους θυμόμουν αχνά από εκείνα τα χρόνια. Αυτοί μάλλον όχι. Δεν μου ‘δωσαν καμία σημασία. Πλάι στην πόρτα στεκόταν κι εκείνη. Φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου για να προστατεύουν τα κατακόκκινα μάτια της από την κακία των λοιπών συγγενών. Σίγουρα ένιωθε κι αυτή παράταιρη. Έλα ρε θείο. Ξύπνα. Μην κάνεις τον πεθαμένο. Άσε την πλάκα. Δεν το χάφτω τούτο το παραμύθι. Σήκω πάνω να φύγουμε από δω μέσα. Αυτό δεν είναι μέρος για μας. Πάμε κάπου πιο όμορφα να πιούμε και να γλεντήσουμε. 

Του χρωστάω πολλά. Ήταν ο μικρότερος αδερφός του πατέρα. Όταν ήμουνα μικρός δεν πολυερχόταν στο σπίτι γιατί δεν τον ήθελαν οι γυναίκες του σπιτιού. Δηλαδή το σόι της μάνας μου. Για αυτές ήταν ένας ανεπρόκοπος και αχαΐρευτος. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Ούτε κι αυτός της χώνευε. Μα όταν έφυγα απ’ το σπίτι μου κακήν κακώς εκείνος με περιμάζεψε από τους πέντε δρόμους. Για κάμποσες μέρες γύριζα ανέστιος και πλάνης και κοιμόμουν όπου έβρισκα. Ντρεπόμουν να του χτυπήσω την πόρτα. Τυχαία με είδε στο δρόμο και με βούτηξε απ’ τον σβέρκο. Είχε μάθει τα κατορθώματά μου  κι ότι ήμουν αγνοούμενος. Τότε δούλευε ταξί και ήταν εργένης. Εκείνος σαραντάρης κι εγώ στα είκοσι. Με πήγε στο σπίτι του ένα μικρό δυάρι. Κοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού. Κάνα χρόνο κάθισα μαζί του. Περνούσαμε καλά οι δυο μας. Το βράδυ που τέλειωνε τη δουλειά βγαίναμε έξω και τα πίναμε με τα φιλαράκια του. Γνώρισε και τα δικά μου. Του άρεσαν. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις παρέες μου. Ήταν περπατημένος και άνθρωπος της πιάτσας. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Μην μασάς ανιψιέ. Εσύ τη δουλειά σου. Κι άσε τον κόσμο να λέει τα δικά του. Έτσι μου είπε για να μου δώσει θάρρος.     

Ώσπου γνώρισε εκείνη και την σπίτωσε κανονικά. Ψηλή αρρενωπή κοκκινομάλλα. Κουκλάρα. Πλέον είχαμε γίνει πολλοί μέσα στο διαμερισματάκι. Δεν χωρούσαμε. Κι ούτε ήθελα να τους γίνομαι βάρος. Όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Είσαι ο γιος του συγχωρεμένου του αδερφού μου και η θέση σου είναι εδώ για όσο καιρό γουστάρεις. Δεν μας ενοχλείς καθόλου. Όλοι οι καλοί χωράνε. Οι γυναίκες είναι περαστικές και οι πιο πολλές μόνο μπελάδες φέρνουν. Αράχνες. Πεταμένα λεφτά. Αυτά μου ‘λεγε μα κείνη φαινόταν να την αγαπά και να την νοιάζεται. Με έναν τρόπο ταιριάζανε σε όλα. Ειδικά στο κρεβάτι. Τους άκουγα τα βράδια που κάνανε έρωτα και τρελαινόμουνα. Με έπιανε άγρια μούρλια. Μου ‘ρχόταν να πάρω τους δρόμους και τα άγρια βουνά. Κι ένα απόγευμα που ο θείος έλλειπε στη δουλειά άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας και την είδα. Ήταν ολόγυμνη κι έπαιρνε το λουτρό της. Έπαθα σοκ. Έμεινα άναυδος. Ξύλιασα. Κοκάλωσα. Μπλοκάρισα τελείως. Είδα φάτσα κάρτα δυο καλοσχηματισμένα πεταχτά βυζάκια και παρακάτω ένα μεγάλο πέος μαζί με όλα τα παρελκόμενα. Η αγία τριάδα σε πλήρη παράταξη. Όταν με είδε ξαφνιάστηκε μα δεν ντράπηκε καθόλου. Ούτε προσπάθησε να κρύψει τα κάλλη της. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να ρίχνει νερό πάνω στο όμορφο κορμί της για να φύγουν οι σαπουνάδες. Με κόπο κατάφερα να ψελλίσω μια συγνώμη και βγήκα τρέχοντας από το μπάνιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.     

Με τον θείο δεν σχολιάσαμε ποτέ το ατυχές περιστατικό. Σίγουρα θα το έμαθε και κάθε τόσο μου πέταγε διάφορες μπηχτές κι υπονοούμενα και περίεργες κουβέντες γελώντας τρανταχτά. Και μου ‘κλεινε με νόημα το μάτι. Κυρίως όποτε τα ‘πίνε κι ευθυμούσε κι ερχόταν στο τσακίρ κέφι. Τότε εγώ γινόμουν κατακόκκινος σαν παντζάρι. Τον ντρεπόμουν παρ’ όλο που ήξερα ότι τα λόγια του ήταν πάντα καλοπροαίρετα. Ώσπου μια μέρα μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα για άλλα μέρη για άλλη γη. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα μακριά. Για άλλους λόγους βέβαια. Όμως στεναχωρέθηκε. Το είδα στα μάτια του όταν αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά. Κόμπιαζε. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία απ’ το στόμα του. Καλή τύχη ανιψιέ και να ξέρεις ότι το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Ότι πρόβλημα και να ‘χεις μη διστάσεις να έρθεις να με βρεις. Το ΄ξερα πως μ’ αγαπούσε όπως κι εγώ εκείνον. Γεια σου θείο και θα τα ξαναπούμε. Με αγκάλιασε κι αυτή δίνοντάς μου ένα στοργικό φιλί στο μάγουλο. Δεν τους ξαναείδα από τότε. Ούτε χρειάστηκε να τους ενοχλήσω.

Η λειτουργία είχε τελειώσει και ο κόσμος περνούσε μπροστά απ’ την κάσα για να ασπαστεί τον νεκρό. Έλα ρε θείο. Μη μου το χαλάς. Άσε τα ψόφια και σήκω να φύγουμε. Νομίζω ότι μου χαμογέλασε μα δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ τη θέση του. Δεν πήγα κοντά του να τον φιλήσω. Ούτε κι εκείνη. Βγαίνοντας την πλησίασα για να την συλλυπηθώ. Στην αρχή δεν με αναγνώρισε. Όταν της είπα ποιος είμαι απ’ τη χαρά της δεν κρατήθηκε. Με αγκάλιασε και ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνη δεν είχε αλλάξει πολύ. Ήταν ακόμα νέα και όμορφη. Έξυπνη γυναίκα με χαρακτήρα. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν μαζί με τον θείο ζευγάρι και πέρασαν μια καλή ζωή. Πέθανε ξαφνικά στον ύπνο του από ανακοπή μετά από άλλη μια ηδονική νύχτα. Ο συγχωρεμένος τα γλέντησε όλα κι έφυγε χορτάτος. Δεν ήταν παντρεμένοι με παπά και με κουμπάρο. Δεν είχαν νομιμοποιήσει τη σχέση τους. Δεν το ήθελε εκείνος. Είχε στεναχωρηθεί πολύ που έκοψα τις επαφές μαζί τους. Το είχε πάρει κατάκαρδα μα δεν μου κρατούσε κακία. Να ‘ναι καλά το παιδί. Έτσι της έλεγε και το πίστευε βαθιά. Ήταν αλήθεια. Είχα φανεί κάπως αχάριστος απέναντί του. Λάθη της νεότητας που είναι πάντα βιαστική και επιπόλαια. Όμως δεν είχα καμιά δικαιολογία. Έφταιγα κι ένιωθα τύψεις.  

Η νεκροφόρα και τ’ άλλα αμάξια ξεκίνησαν για την τελευταία κατοικία του θείου. Σε τόπο χλοερό και μέρος αναψύξεως και αναπαύσεως μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Δεν θα ακολουθούσαμε τους άλλους συγγενείς στο νεκροταφείο. Μάλλον αισθανόμασταν λίγο απόμακροι και παρείσακτοι. Δεν κολλάγαμε. Κάτι σαν μαύρα πρόβατα ας πούμε. Λίγο πριν φύγουμε απ’ την εκκλησία και χωρίσουμε μου ‘δωσε το τηλέφωνό της. Αν ήθελα θα μπορούσαμε να βρεθούμε για ένα καφέ να θυμηθούμε τα παλιά. Εντάξει της είπα. Της το υποσχέθηκα. Μόλις μπορέσω. Με την πρώτη ευκαιρία.

 

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ (Η ΓΡΑΒΑΤΑ)

 Μες στη σιωπή δεν γνωρίζεις. Πρέπει να συνεχίσεις.

Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω.

                                                     Σάμιουελ Μπέκετ

Έχω ψάξει παντού σ’ όλο το διαμέρισμα. Σε συρτάρια και ντουλάπες. Έχω φάει τον κόσμο να την βρω. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Άφαντη. Δεν είναι πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αποκλείεται να την χάρισα ή να την πέταξα. Ίσως να χάθηκε στην προηγούμενη μετακόμιση. Κρίμα. Ήταν η αγαπημένη μου γραβάτα και η μοναδική. Μπλε σκούρα από φίνο μετάξι. Δεν την είχα ξαναφορέσει. Θα την εγκαινίαζα σήμερα το βράδυ στη γιορτή του γαμπρού μου μαζί με το καλό μου το κουστούμι. Με λευκό πουκάμισο και μαύρα λουστρίνια βέβαια. Είμαι καλεσμένος και ήθελα να εμφανιστώ πολύ επίσημα ντυμένος. Στην πένα που λένε. Φρεσκοξυρισμένος και αρωματισμένος. Όχι τόσο για να τιμήσω την περίσταση όσο για να κάνω εντύπωση. Να καταπλήξω τα πλήθη. Συγγενείς και γνωστούς που έχω χρόνια να δω. Πρόσωπα άλλης εποχή. Ήθελα να πάω με τα ρούχα που θα μου φορούσαν όταν θα ερχόταν η ώρα μου για το τελευταίο ταξίδι. Όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά και σιδερωμένα. Μόνο η γραβάτα έλλειπε.

Χτες με πήρε η αδερφή μου τηλέφωνο. Δεν ξέρω πού βρήκε το νούμερο γιατί το έχω απόρρητο. Τελικά σήμερα δεν είναι κανείς ασφαλής. Μου είπε και για τη μητέρα. Δεν είναι πολύ καλά. Με ζητάει συνέχεια και μάλλον είναι στα τελευταία της. Σύντομα θα τα κακαρώσει. Βέβαια αυτός δεν είναι σοβαρός λόγος για να παρευρεθείς σε ένα γιορτάσι. Κι όμως μετά από τριάντα χρόνια με λύγισε. Τελευταία έχω γίνει πολύ ευσυγκίνητος. Της είπα εντάξει κι έχω σκοπό να τηρήσω τον λόγο μου. Ανησυχούν για μένα. Πού δουλεύω και πώς τα βγάζω πέρα με την ζωή μου. Μια χαρά είμαι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι της απάντησα. Μόνο που δεν βρίσκω την γραβάτα του πατέρα. Εκείνη που έδεσε γύρω απ’ το λαιμό του και κρεμάστηκε μέσα στο μπάνιο απ’ τους σωλήνες του θερμοσίφωνα. Με διπλό κόμπο για σιγουριά. Φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του κι ήταν έτοιμος για την κάσα. Ξημερώματα σαββάτου κι είχε ακόμα τα μάτια ανοιχτά. Είχα βγει βόλτα με κάποιους συμφοιτητές μου κι όταν γύρισα τον βρήκα. Οι άλλοι κοιμούνταν του καλού καιρού. Πάνω στο πλυντήριο βρισκόταν το χαρτί με τα ορνιθοσκαλίσματά του. Με δυσκολία τα έβγαζα. Έβριζε χυδαία τα γύναια του σπιτιού που του φάγανε ολόκληρη τη ζωή. Με μίσος και οργή τις κατονόμαζε ευθέως ως ηθικούς αυτουργούς της απελπισμένης του πράξης. Ήθελε να ξεφύγει και να απελευθερωθεί από σύζυγο πεθερά κι αδερφή. Εκείνες φταίγανε. Όχι βέβαια η κορούλα του που ήταν ακόμα ένα αθώο νήπιο. Είχε πέσει θύμα της γυναικοκρατίας. Αυτές κάνανε κουμάντο. Το υστερόγραφο αναφερόταν σε μένα αποκλειστικά. Τον γιο του τον λεβέντη που κάποτε έδωσε μεγάλη μάχη για να πάρει το όνομα του δικού του πατέρα ενάντια σε όλο το βρωμόσογο της μητέρας. Μου ζητούσε συγνώμη μα δεν άντεχε άλλο. Θα τον καταλάβαινα αργότερα όταν θα μεγάλωνα. Δηλαδή τώρα που είμαι στην ηλικία του πενήντα χρονών. Κι όμως ακόμα να βγάλω άκρη.   

Με κάποιο μαγικό τρόπο το σημείωμα του πατέρα εξαφανίστηκε κι εκείνος χώθηκε βιαστικά στο λάκκο του νεκροταφείου. Οι μαυροφόρες τού κλείσανε  τα μάτια. Μόνο την γραβάτα του κατάφερα να κρατήσω για ενθύμιο και ενδεχομένως για κάποια μελλοντική χρήση. Πειστήριο και όργανο του εγκλήματος. Το πένθος τους δεν κράτησε πολύ. Η μητέρα σύντομα ξαναπαντρεύτηκε. Ήτα νέα ακόμα για να παραμείνει χήρα. Αν και μετά από κάποια χρόνια ξέκανε και τον ευκατάστατο πατριό μου. Πάει κι αυτός. Εγώ αποτραβήχτηκα στη γωνιά μου μα σύντομα με βάλανε στην μπούκα. Δεν τους άρεσαν οι παρέες και οι συναναστροφές μου. Οι καινούργιοι μου φίλοι τους βρώμαγαν. Δεν ήταν του επιπέδου μου. Πλέον δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές μου μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Και ξαφνικά μια μέρα έγινε η μεγάλη έκρηξη. Ξέσπασα πάνω τους για όλα όσα τους είχα μαζεμένα τόσα χρόνια. Και στην τελική αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω. Έτσι τους είπα. Μετά μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα απ’ το σπίτι. Ξέκοψα από όλους μια και καλή ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Τον πρώτο καιρό πήγα κι έμεινα στον αδερφό του πατέρα μου. Με δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ήταν εργένης και ταξιτζής. Παράτησα και το πανεπιστήμιο. Άφησα στη μέση τα οικονομικά. Πλέον δεν υπήρχε κανένα λογιστικό γραφείο για να κληρονομήσω και να συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση. Άσε που δεν μου άρεσαν. Αγγαρεία έκανα για να μην τον στεναχωρήσω. Για να μην του δώσω άλλη μια πίκρα. Δεν υπήρχε λοιπόν πλέον κανένας λόγος να πάρω το πτυχίο. Όμως το θύμα επιστρέφει πάντα στο τόπο του εγκλήματος για να ξαναδολοφονηθεί.

Η ώρα περνούσε. Ήμουν πια απελπισμένος κι είχα σταματήσει να ψάχνω. Τότε χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα και τον είδα μπροστά μου. Μου χαμογελούσε δειλά σαν σκανταλιάρικο παιδί που έχει μετανιώσει για κάποια αταξία του. Ή που το πιάνουνε στα πράσα. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Ήρθε απροειδοποίητα από την πρωτεύουσα για να μου κάνει έκπληξη. Αν τον θέλω θα μείνει όλο το σαββατοκύριακο. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Τον είχα ήδη συγχωρέσει. Εγώ είμαι μια μεγάλη καρδιά κι εκείνος μικρός και άμυαλος ακόμη. Του ρίχνω δεκαεφτά χρόνια στο κεφάλι αλλά με τον καιρό θα στρώσει. Έχε χάρη που είναι καλό και όμορφο παιδί. Δεν θυμάμαι καν γιατί τα είχαμε τσουγκρίσει πριν κάνα εξάμηνο. Μου είχε στείλει απευθείας τελεσίγραφο χωρίς υστερόγραφα και υποσημειώσεις μα δεν το είχα πάρει στα σοβαρά. Έκανε ζαβολιές και η απάντησή μου ήταν εξίσου τηλεγραφική. Έτσι τσακωθήκαμε. Χωρίς κάποιο σοβαρό λόγο. Από κουτά πείσματα και ηλίθιους εγωισμούς. Είχαμε λοιπόν καιρό να τα πούμε. Ούτε ένα τηλέφωνο. Τον τράβηξα στα ενδότερα και πέσαμε με φόρα στο κρεβάτι για χάδια και φιλιά. Γδυθήκαμε γρήγορα και κάναμε έρωτα παθιασμένα. Η μάχη ήταν σκληρή και αμφίρροπη. Όταν τελειώσαμε είχαμε απομείνει δυο ξέπνοα ιδρωμένα κορμιά πλήρη από ηδονή.    

Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τότε ήταν που θυμήθηκα το γιορτάσι του γαμπρού μου και την ετοιμοθάνατη μαμά. Τον ενημέρωσα. Θα πηγαίναμε μαζί να τον γνωρίσουν κιόλας. Θα είχε μεγάλη πλάκα και συγκινήσεις μέχρι λιποθυμίας. Είχαμε αργήσει μα πεινούσαμε και θα τρώγαμε του σκασμού. Λίγο θα καθόμασταν. Μετά όλη η νύχτα θα ήταν και πάλι δικιά μας. Τον ρώτησα αν του βρίσκεται πρόχειρη καμιά γραβάτα. Με κοίταξε περίεργα νομίζοντας ότι του κάνω πλάκα. Μετά έβαλε τα γέλια. Αφού το ξέρεις ότι δεν έχω φορέσει ποτέ. Με πνίγει στο λαιμό. Έτσι μου είπε ο ζαβολιάρης. Δεν το θυμόμουν μα δεν είχα και λόγους να μην τον πιστέψω.