Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ (Η ΓΡΑΒΑΤΑ)

 Μες στη σιωπή δεν γνωρίζεις. Πρέπει να συνεχίσεις.

Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω.

                                                     Σάμιουελ Μπέκετ

Έχω ψάξει παντού σ’ όλο το διαμέρισμα. Σε συρτάρια και ντουλάπες. Έχω φάει τον κόσμο να την βρω. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Άφαντη. Δεν είναι πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αποκλείεται να την χάρισα ή να την πέταξα. Ίσως να χάθηκε στην προηγούμενη μετακόμιση. Κρίμα. Ήταν η αγαπημένη μου γραβάτα και η μοναδική. Μπλε σκούρα από φίνο μετάξι. Δεν την είχα ξαναφορέσει. Θα την εγκαινίαζα σήμερα το βράδυ στη γιορτή του γαμπρού μου μαζί με το καλό μου το κουστούμι. Με λευκό πουκάμισο και μαύρα λουστρίνια βέβαια. Είμαι καλεσμένος και ήθελα να εμφανιστώ πολύ επίσημα ντυμένος. Στην πένα που λένε. Φρεσκοξυρισμένος και αρωματισμένος. Όχι τόσο για να τιμήσω την περίσταση όσο για να κάνω εντύπωση. Να καταπλήξω τα πλήθη. Συγγενείς και γνωστούς που έχω χρόνια να δω. Πρόσωπα άλλης εποχή. Ήθελα να πάω με τα ρούχα που θα μου φορούσαν όταν θα ερχόταν η ώρα μου για το τελευταίο ταξίδι. Όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά και σιδερωμένα. Μόνο η γραβάτα έλλειπε.

Χτες με πήρε η αδερφή μου τηλέφωνο. Δεν ξέρω πού βρήκε το νούμερο γιατί το έχω απόρρητο. Τελικά σήμερα δεν είναι κανείς ασφαλής. Μου είπε και για τη μητέρα. Δεν είναι πολύ καλά. Με ζητάει συνέχεια και μάλλον είναι στα τελευταία της. Σύντομα θα τα κακαρώσει. Βέβαια αυτός δεν είναι σοβαρός λόγος για να παρευρεθείς σε ένα γιορτάσι. Κι όμως μετά από τριάντα χρόνια με λύγισε. Τελευταία έχω γίνει πολύ ευσυγκίνητος. Της είπα εντάξει κι έχω σκοπό να τηρήσω τον λόγο μου. Ανησυχούν για μένα. Πού δουλεύω και πώς τα βγάζω πέρα με την ζωή μου. Μια χαρά είμαι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι της απάντησα. Μόνο που δεν βρίσκω την γραβάτα του πατέρα. Εκείνη που έδεσε γύρω απ’ το λαιμό του και κρεμάστηκε μέσα στο μπάνιο απ’ τους σωλήνες του θερμοσίφωνα. Με διπλό κόμπο για σιγουριά. Φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του κι ήταν έτοιμος για την κάσα. Ξημερώματα σαββάτου κι είχε ακόμα τα μάτια ανοιχτά. Είχα βγει βόλτα με κάποιους συμφοιτητές μου κι όταν γύρισα τον βρήκα. Οι άλλοι κοιμούνταν του καλού καιρού. Πάνω στο πλυντήριο βρισκόταν το χαρτί με τα ορνιθοσκαλίσματά του. Με δυσκολία τα έβγαζα. Έβριζε χυδαία τα γύναια του σπιτιού που του φάγανε ολόκληρη τη ζωή. Με μίσος και οργή τις κατονόμαζε ευθέως ως ηθικούς αυτουργούς της απελπισμένης του πράξης. Ήθελε να ξεφύγει και να απελευθερωθεί από σύζυγο πεθερά κι αδερφή. Εκείνες φταίγανε. Όχι βέβαια η κορούλα του που ήταν ακόμα ένα αθώο νήπιο. Είχε πέσει θύμα της γυναικοκρατίας. Αυτές κάνανε κουμάντο. Το υστερόγραφο αναφερόταν σε μένα αποκλειστικά. Τον γιο του τον λεβέντη που κάποτε έδωσε μεγάλη μάχη για να πάρει το όνομα του δικού του πατέρα ενάντια σε όλο το βρωμόσογο της μητέρας. Μου ζητούσε συγνώμη μα δεν άντεχε άλλο. Θα τον καταλάβαινα αργότερα όταν θα μεγάλωνα. Δηλαδή τώρα που είμαι στην ηλικία του πενήντα χρονών. Κι όμως ακόμα να βγάλω άκρη.   

Με κάποιο μαγικό τρόπο το σημείωμα του πατέρα εξαφανίστηκε κι εκείνος χώθηκε βιαστικά στο λάκκο του νεκροταφείου. Οι μαυροφόρες τού κλείσανε  τα μάτια. Μόνο την γραβάτα του κατάφερα να κρατήσω για ενθύμιο και ενδεχομένως για κάποια μελλοντική χρήση. Πειστήριο και όργανο του εγκλήματος. Το πένθος τους δεν κράτησε πολύ. Η μητέρα σύντομα ξαναπαντρεύτηκε. Ήτα νέα ακόμα για να παραμείνει χήρα. Αν και μετά από κάποια χρόνια ξέκανε και τον ευκατάστατο πατριό μου. Πάει κι αυτός. Εγώ αποτραβήχτηκα στη γωνιά μου μα σύντομα με βάλανε στην μπούκα. Δεν τους άρεσαν οι παρέες και οι συναναστροφές μου. Οι καινούργιοι μου φίλοι τους βρώμαγαν. Δεν ήταν του επιπέδου μου. Πλέον δεν συμφωνούσαν με τις επιλογές μου μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Και ξαφνικά μια μέρα έγινε η μεγάλη έκρηξη. Ξέσπασα πάνω τους για όλα όσα τους είχα μαζεμένα τόσα χρόνια. Και στην τελική αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω. Έτσι τους είπα. Μετά μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα απ’ το σπίτι. Ξέκοψα από όλους μια και καλή ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Τον πρώτο καιρό πήγα κι έμεινα στον αδερφό του πατέρα μου. Με δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ήταν εργένης και ταξιτζής. Παράτησα και το πανεπιστήμιο. Άφησα στη μέση τα οικονομικά. Πλέον δεν υπήρχε κανένα λογιστικό γραφείο για να κληρονομήσω και να συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση. Άσε που δεν μου άρεσαν. Αγγαρεία έκανα για να μην τον στεναχωρήσω. Για να μην του δώσω άλλη μια πίκρα. Δεν υπήρχε λοιπόν πλέον κανένας λόγος να πάρω το πτυχίο. Όμως το θύμα επιστρέφει πάντα στο τόπο του εγκλήματος για να ξαναδολοφονηθεί.

Η ώρα περνούσε. Ήμουν πια απελπισμένος κι είχα σταματήσει να ψάχνω. Τότε χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα και τον είδα μπροστά μου. Μου χαμογελούσε δειλά σαν σκανταλιάρικο παιδί που έχει μετανιώσει για κάποια αταξία του. Ή που το πιάνουνε στα πράσα. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Ήρθε απροειδοποίητα από την πρωτεύουσα για να μου κάνει έκπληξη. Αν τον θέλω θα μείνει όλο το σαββατοκύριακο. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Τον είχα ήδη συγχωρέσει. Εγώ είμαι μια μεγάλη καρδιά κι εκείνος μικρός και άμυαλος ακόμη. Του ρίχνω δεκαεφτά χρόνια στο κεφάλι αλλά με τον καιρό θα στρώσει. Έχε χάρη που είναι καλό και όμορφο παιδί. Δεν θυμάμαι καν γιατί τα είχαμε τσουγκρίσει πριν κάνα εξάμηνο. Μου είχε στείλει απευθείας τελεσίγραφο χωρίς υστερόγραφα και υποσημειώσεις μα δεν το είχα πάρει στα σοβαρά. Έκανε ζαβολιές και η απάντησή μου ήταν εξίσου τηλεγραφική. Έτσι τσακωθήκαμε. Χωρίς κάποιο σοβαρό λόγο. Από κουτά πείσματα και ηλίθιους εγωισμούς. Είχαμε λοιπόν καιρό να τα πούμε. Ούτε ένα τηλέφωνο. Τον τράβηξα στα ενδότερα και πέσαμε με φόρα στο κρεβάτι για χάδια και φιλιά. Γδυθήκαμε γρήγορα και κάναμε έρωτα παθιασμένα. Η μάχη ήταν σκληρή και αμφίρροπη. Όταν τελειώσαμε είχαμε απομείνει δυο ξέπνοα ιδρωμένα κορμιά πλήρη από ηδονή.    

Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τότε ήταν που θυμήθηκα το γιορτάσι του γαμπρού μου και την ετοιμοθάνατη μαμά. Τον ενημέρωσα. Θα πηγαίναμε μαζί να τον γνωρίσουν κιόλας. Θα είχε μεγάλη πλάκα και συγκινήσεις μέχρι λιποθυμίας. Είχαμε αργήσει μα πεινούσαμε και θα τρώγαμε του σκασμού. Λίγο θα καθόμασταν. Μετά όλη η νύχτα θα ήταν και πάλι δικιά μας. Τον ρώτησα αν του βρίσκεται πρόχειρη καμιά γραβάτα. Με κοίταξε περίεργα νομίζοντας ότι του κάνω πλάκα. Μετά έβαλε τα γέλια. Αφού το ξέρεις ότι δεν έχω φορέσει ποτέ. Με πνίγει στο λαιμό. Έτσι μου είπε ο ζαβολιάρης. Δεν το θυμόμουν μα δεν είχα και λόγους να μην τον πιστέψω.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου