Το αποφάσισα τελευταία
στιγμή. Πήγα έστω και απροειδοποίητα. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν έκανα για να τους
προετοιμάσω και να τους ζητήσω την άδεια. Αν μπορούν και θέλουν να με δεχτούν
στο σπιτικό τους. Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα μεσοβδόμαδα και η επίσκεψη
άτυπη δίχως κουστούμι και γραβάτα. Φορούσα τα καθημερινά μου και δεν κρατούσα
κάποιο δώρο στα χέρια. Χτύπησα κατά τις οκτώ το κουδούνι ακούγοντας από μέσα τα
γαβγίσματα κάποιου εκνευριστικού κοπρόσκυλου. Την πόρτα άνοιξε η αδερφή μου κι
έμεινε στήλη άλατος. Δεν με περίμενε. Ξαφνιάστηκε μα δεν κατάλαβα αν χάρηκε ή
όχι που με έβλεπε μετά από τόσο καιρό. Πάντως δεν ξίνισε και τα μούτρα της. Δίπλα
της το άσπρο κατσαρομάλλικο τετράποδο με κοίταζε καχύποπτα και μοχθηρά. Γρύλιζε
μα δεν τόλμησε να ορμίσει. Μονάχα μύρισε τα πόδια μου. Ήμουν σε επιφυλακή και
έτοιμος για όλα. Αν τολμούσε να με δαγκώσει θα ‘τρωγε μια ξεγυρισμένη κλοτσιά
που θα ‘ταν όλη δική του.
Ο γαμπρός μου έβλεπε μπάσκετ
στην τηλεόραση της κουζίνας και χαλάρωνε ύστερα από άλλη μία κουραστική μέρα
στη δουλειά. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και με υποδέχτηκε κεφάτος και
χαμογελαστός. Ήταν πολύ εγκάρδιος χτυπώντας με φιλικά στην πλάτη. Πάλι καλά.
Περίμενα καμιά σβουριχτή καρπαζιά στο σβέρκο. Το συνήθιζε πολύ παλιότερα όταν
είχαμε μεγαλύτερες οικειότητες και πάρε δώσε. Γεια σου κουνιαδάκι μου.
Καλώστονε κι ας άργησε. Τελικά μας θυμήθηκες μετά από τόσα παρακάλια. Πάπη βάλε
μας κάτι να πιούμε. Έδωσε την εντολή στη γυναίκα του και με ρώτησε τι κάνω και
πώς τα περνάω. Πού χάθηκα τόσο καιρό. Σαν να με κατάπιε η γη. Όλα καλά και ανθηρά
του είπα δίχως να μπω σε λεπτομέρειες. Τελικά το σκυλάκι τους με συμπάθησε και
αποδείχτηκε δραστήριο και αθλητικό. Συνέχεια πήγαινε πέρα δώθε με ένα κίτρινο μπαλάκι
του τένις στο στόμα. Του το πετάγαμε μακριά κι εκείνο το κυνηγούσε το έπιανε
και μας το ‘φερνε στα πόδια μας και πάλι απ’ την αρχή το ίδιο βιολί. Μέχρι που
κουράστηκε είπιε λίγο νερό και ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο πάτωμα.
Είχε την πλάκα του. Για
κάμποση ώρα ασχοληθήκαμε μαζί του. Μούκη την λένε και είναι θυληκό πέντε χρονών
με ενημέρωσε η αδερφή μου. Μετά από λίγο επικράτησε μια ενοχλητική και αμήχανη
σιωπή. Ξαφνικά ο γαμπρούλης μου θυμήθηκε και ξεφούρνισε ένα άσχετο σόκιν
ανέκδοτο. Όμως γέλασε μόνος του. Η αδερφή μου τον κοίταξε περίεργα κουνώντας
πάνω κάτω το κεφάλι και σφίγγοντας τα χείλη μα δεν το σχολίασε. Εγώ για να τον
σιγοντάρω απλά χαμογέλασα. Ρε τον μπίμπη. Πάντα ευτράπελος και καλαμπουριτζής. Τους
ρώτησα για τα παιδιά. Έλειπαν. Ήταν στο φροντιστήριο. Όμως είχαν θυμώσει με το
αστείο που τους έκανα τις προάλλες στην πλατεία που συναντηθήκαμε τυχαία για
την δήθεν οικογένειά μου και μου κρατούσαν μούτρα. Δεν ήθελαν να με ξαναδούν
στα μάτια τους μα σύντομα θα τους περνούσε. Έτσι είναι οι έφηβοι σήμερα. Δεν
σηκώνουν τέτοια χωρατά και πλάκες. Είναι σοβαρά και συνεσταλμένα μα κατά βάθος
καλά παιδιά. Και σε μια συναισθηματικά κρίσιμη ηλικία. Η μάνα τους προσπαθούσε
να τα δικαιολογήσει.
Ο μπίμπης και η πάπη λοιπόν.
Έτσι φωνάζονταν χαϊδευτικά στην αρχή της γνωριμίας τους όταν ήταν ερωτευμένοι
και μέσα στα μέλια. Φαίνεται ότι ακόμα αγαπιούνται μετά από σχεδόν είκοσι
χρόνια γάμο. Και στέκονται καλά στα πόδια τους χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας.
Τους ζήλευα και τους θαύμαζα. Για μεσήλικες είναι όμορφοι ακόμα και
ερωτεύσιμοι. Μεγαλώνουν γλυκά. Τότε δούλευαν στην ίδια εταιρεία. Αυτή γραμματέας
κι εκείνος ένα μεσαίο στέλεχος επιχειρήσεων που είχε μπροστά του μια λαμπρή και
αξιοθαύμαστη καριέρα όπως αποδείχτηκε. Ένα χρυσό αγόρι και σώγαμπρος σε τιμή
ευκαιρίας. Τον συμπαθούσε πολύ και η μητέρα. Τώρα έχει γίνει διευθυντής μεγάλος
και τρανός με παχουλό μισθό και μπόλικα μπόνους κι η αδερφή μου μια απλή
νοικοκυρά που του μεγαλώνει τα ατίθασα δίδυμα. Μεγαλοπιάστηκαν μα δεν άλλαξαν
σπίτι. Απλά το ανακαίνισαν πολυτελώς.
Δεν είχαν τίποτα πρόχειρο να
τσιμπήσουμε και παράγγειλαν απ’ έξω σουβλάκια. Ήταν πολύ νόστιμα μαλακά και
καλοψημένα. Τα χλαπάκιασα παραβλέποντας προσωρινά τις χορτοφαγικές μου ευαισθησίες. Για την περίσταση άνοιξαν και ένα κόκκινο εμφιαλωμένο κρασί πολλών
αστέρων. Για να με ευχαριστήσουν. Τρώγαμε και πίναμε με όρεξη. Είπαμε λίγες
βαριεστημένες κουβέντες για τα πολιτικά και την ακρίβεια της αγοράς μα γρήγορα
η συζήτηση πήρε άσχημη τροπή τουλάχιστον για μένα. Τα αίματα άναψαν. Η αδερφή
μου έκανε πρώτη την επίθεση. Φαίνεται ότι από καιρό μου τα είχε μαζεμένα και
καλά φυλαγμένα. Σε γενικές γραμμές είπε ότι κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου και
δεν ενδιαφέρομαι για κανέναν άλλο. Αν ζουν ή αν πεθαίνουν. Είμαι παρτάκιας και
καλοπερασάκιας. Δουλεύω στη χάση και στη φέξη. Ζω επικίνδυνα. Διάφοροι
καλοθελητές τους φέρνουν τα νέα για τον βίο και την πολιτεία μου. Έχω
καταντήσει ρεμάλι και ρεζίλης των σκυλιών. Ούτε καν για την μητέρα νοιάστηκα
τόσα χρόνια. Με τον καημό μου έφυγε. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγα.
Ο γαμπρός μου συμφωνούσε
κουνώντας το κεφάλι του. Μου είχε προτείνει να με βολέψει σε μια θεσούλα στην
εταιρεία του μα εγώ είμαι μπούφος και κουφιοκεφαλάκης και του αρνήθηκα. Παλιότερα
είχα κι άλλες ευκαιρίες μα τις πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Και να πεις ότι
δεν έχεις τα προσόντα. Πανέξυπνος είσαι μα και πανίβλακας. Συμπλήρωσε η καλή
μου η αδερφούλα. Με είχαν στριμώξει στη γωνία και με σφυροκοπούσαν ανελέητα μα
νομίζω ότι με αδικούσαν. Ίσως πάλι και να ‘χαν δίκιο. Δεν ήμουν σίγουρος γι’
αυτό και δεν έβγαλα άχνα. Δεν προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Όχι
πάντως από ενοχή και τύψεις συνειδήσεως. Απλά με αιφνιδίασαν κι είχα πιει
αρκετό κρασί. Είχα φτιάξει κεφαλάκι και τους κοιτούσα χαμογελώντας αδιάφορα με
το βλέμμα μου χαμένο να καρφώνει το άπειρο. Από ένα σημείο και μετά δεν τους
άκουγα. Το μυαλό μου έτρεχε πίσω στα χαρούμενα παιδικά μου χρόνια μέσα σε αυτό
το σπίτι που μεγάλωσα και έπαιξα που όμως δεν κατάφερα να ενηλικιωθώ. Τότε που
ακόμα ζούσε ο πατέρας. Είχαμε και ωραίες στιγμές. Περάσαμε ευτυχισμένες μέρες.
Μα πλέον δεν με συνέδεε
τίποτα μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαινόμασταν. Ήμασταν διαφορετικοί
κόσμοι και ερχόμασταν από άλλους πλανήτες. Όπως και με τη συγχωρεμένη τη μητέρα.
Γι’ αυτό και δεν ζήτησα τίποτα από την περιουσία της. Δεν έκανα αποδοχή της
κληρονομιάς και βέβαια όχι από την υποψία χρεών και υποθηκών. Αυτό τουλάχιστον
έπρεπε να μου το αναγνωρίσουν. Ή μπορεί κι αυτό να τους πείραξε. Ο κύριος είναι
υπεράνω χρημάτων και ακινήτων θα είπαν. Είναι κατά του θεσμού της ιδιοκτησίας. Ήταν
αλήθεια. Δεν ήθελα τίποτα. Μόνο να μείνω στην υπόγεια γκαρσονιέρα των τριάντα
τετραγωνικών. Εφόσον είχαν την καλοσύνη. Και το δέχτηκαν. Όλα αυτά τα
μπερδεμένα σκεφτόμουν και ονειρευόμουν μέχρι που άκουσα ένα δυνατό χτύπημα στο
τραπέζι και το ουρλιαχτό της αδερφής μου και ξύπνησα. Είσαι αναίσθητος και μας
γράφεις κανονικά φώναξε μέσα στα αυτιά μου. Ταράχτηκα μα και πάλι δεν έβγαλα
άχνα απ’ το στόμα. Συγκρατήθηκα μα είχα ήδη μετανιώσει για την επίσκεψη. Δεν
έπρεπε να πάω. Τώρα ήθελα μόνο να φύγω από κει μέσα το γρηγορότερο και να μην ξαναπατήσω
το πόδι μου ποτέ.
Ευτυχώς απ’ τη δύσκολη θέση
μ’ έβγαλαν τα αγαπημένα μου ανιψάκια. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα
φουριόζικα και χαρούμενα. Όταν με είδαν ξίνισαν απότομα τα μούτρα τους μα αυτό δεν
με στενοχώρησε καθόλου. Είχαν την πλάκα τους. Το αγόρι με περιφρόνησε
επιδεικτικά ενώ το κορίτσι μου ‘βγαλε τη γλώσσα. Χωρίς να πουν ούτε μια
καλησπέρα τράβηξαν στο βάθος για το δωμάτιό τους. Η αγένειά τους ήταν μεγάλη μα
έτσι ο εξάψαλμος των γονιών τους κόπηκε μαχαίρι και τα πνεύματα κάπως ηρέμησαν.
Ξαφνικά ο γαμπρός μου χασμουρήθηκε και σταύρωσε το στόμα του. Το ρολόι έδειχνε
έντεκα και ήταν ώρα για ύπνο. Αύριο θα ξημέρωνε για τους εργατικούς και τους
προκομμένους άλλη μια δύσκολη μέρα. Ο μπίμπης μας καληνύχτισε και τράβηξε για το
κρεβάτι του. Ήταν ψόφιος απ’ την κούραση. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά κι ακούγαμε
τα μακρόσυρτα ροχαλητά του.
Για λίγο έμεινα μόνος με την
αδερφή μου. Της χαμογέλασα. Μην έχεις τύψεις της είπα. Εσύ έκανες ότι μπορούσες.
Κανείς μας δεν φταίει. Με κοίταζε αμίλητη και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Δεν
είχε κάτι άλλο να πει. Της είχαν τελειώσει τα λόγια. Σηκώθηκα και την αγκάλιασα
για να της δώσω κουράγιο. Της χάιδεψα τα μαύρα μακριά της μαλλιά που είχαν
αρχίσει να γκριζάρουν. Μην κλαις πάπη της είπα. Όλα θα περάσουν. Μετά με
καληνύχτισε κι αυτή και τράβηξε αργά για το δωμάτιό της. Έμεινα ολομόναχος στην
κουζίνα για να τελειώσω το κρασί μου. Η μικρή λουλού που την φωνάζανε μούκη
κοιμόταν κι αυτή κουλουριασμένη τον ύπνο του δικαίου. Οι φωνές των ανθρώπων δεν
κατάφεραν να την ταράξουν.
Το μπουκάλι είχε αδειάσει
και η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκα να φύγω μα πρώτα χρειαζόμουν
επειγόντως την τουαλέτα. Έσκαγε η φούσκα μου. Πήγα σχεδόν τρέχοντας. Ξαλάφρωνα
κι άκουγα από δίπλα τα συντονισμένα ροχαλητά του μπίμπη και της πάπης.
Βγαίνοντας πέρασα έξω απ’ το δωμάτιο των παιδιών. Δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν
μέσα οι μεγάλοι. Ο χώρος τους ήταν άβατο. Η πόρτα τους ήταν κλειστή και δεν
τόλμησα να την ανοίξω. Μόνο πλησίασα κι έστησα αυτί. Αύριο το πρωί είχαν σχολείο
μα δεν κοιμόντουσαν. Ακόμα δεν τους είχε πάρει ο ύπνος. Άκουγα τους ψίθυρους τα
γελάκια και τα αγκομαχητά τους. Αγαπιόντουσαν αληθινά ανακαλύπτοντας τις χαρές
της άγουρης σάρκας τους. Βογκούσαν και αναστέναζαν σιγανά μην τους ακούσουν οι
δικοί τους αγκαλιασμένα σφιχτά σαν ένας άνθρωπος.
Γλυκά και ξένοιαστα δεκάξι.
Τους άφησα να ζήσουν την ευτυχία των στιγμών τους που αργότερα μεγαλώνοντας θα
θυμόντουσαν με νοσταλγία. Τότε που θα συνειδητοποιούσαν πικρά ότι ο αληθινός
έρωτας δεν είναι καθαρή και αμόλυντη ηδονή αλλά πόλεμος στην έρημο κάτω απ’ τον
καυτό ήλιο. Εκεί όπου είσαι μόνος και απροστάτευτος. Και συνήθως νικημένος
γεμάτος ουλές και τραύματα. Τσαλαπατημένος. Τράβηξα βαρύθυμος για την έξοδο. Ακόμη
είχα μπόλικη νύχτα μπροστά μου. Μόνο ένα δεν καταλάβαινα. Γιατί τα παιδιά κοιμούνται
ακόμα μαζί αφού τώρα το δωμάτιο της μητέρας είναι άδειο. Εκτός κι αν περιμένουν
κάποια στιγμή να επιστρέψει. Καληνύχτισα το μικρό σκυλάκι κι έκλεισα πίσω μου
απαλά την πόρτα.

