Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΟΥΤΕ ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

Είχα καιρό να την δω. Κάνα εξάμηνο απ’ την κηδεία του θείου. Στο μνημόσυνο δεν πήγα. Δεν ξέρω αυτή τι έκανε κι ούτε με νοιάζει. Πάντως δεν ήπιαμε τον καφέ της παρηγοριάς για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα μας. Έτσι κι αλλιώς ήμασταν κι οι δυο ανεπιθύμητοι απ’ τους άλλους συγγενείς. Ούτε λόγος να γίνεται. Και το χαρτί με το νούμερο του τηλεφώνου που μου ‘δωσε το πέταξα. Περσινά ξινά σταφύλια και ξαναζεσταμένο φαγητό. Δεν ήθελα καινούργιες επαφές. Ποιο το νόημα. Το πολύ να με μπέρδευαν και να μου μόλυναν τις αναμνήσεις μου. Τώρα η φίλη του θείου καθόταν με έναν όμορφο νεαρό στην καφετέρια  απέναντι απ’ το δημοτικό θέατρο. Είχε σουρουπώσει και η πλατεία είχε αρκετή κίνηση. Τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά και ο κόσμος σουλατσάριζε πέρα δώθε. Τα μπρούτζινα λιοντάρια μας κοιτούσαν αμίλητα. Τα σιντριβάνια δεν είχαν νερό.

Την χαιρέτησα και μου είπε να καθίσω. Μου σύστησε τον νεαρό. Εκείνος μου χαμογέλασε. Μάλλον δεν τους διέκοψα από κάτι σοβαρό. Σέρνανε κι αυτοί την ώρα να περάσει. Χαθήκαμε σχολίασε μα δεν βρήκα κάποια εύκαιρη δικαιολογία να ξεφουρνίσω. Δεν είχα προετοιμάσει κάτι για την περίσταση. Δουλειές της είπα μόνο. Τρέχω και δεν φτάνω. Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Παράγγειλα κι εγώ καφέ γιατί κάτι μου ‘λεγε πως η αποψινή νύχτα θα ήτανε μεγάλη. Έτσι κι αλλιώς ο ύπνος με έπαιρνε πάντα χαράματα. Του κρατούσε το χέρι σφιχτά κάτω απ’ το τραπέζι και τον κοίταζε στα μάτια. Κάτι πρέπει να ‘χαν οι δυο τους. Η κυρία ήταν τεκνατζού και μάλλον το χαρτζιλίκωνε το τεκνό. Δεν ζήλεψα. Μόνος μου και να ‘χω την ησυχία μου. Μακριά από μπερδέματα. Το ‘χα δει το όνειρο. Όμως τώρα δεν είχαμε να πούμε κάτι σημαντικό. Για τον καιρό ή την ακρίβεια της αγοράς θα ήταν μια συνηθισμένη σαχλαμάρα. Καλύτερα σιωπηλοί κι ο καθένας στην κοσμάρα του. Κι όμως δεν ένιωθα κάποια αμηχανία. Αντιθέτως οικειότητα. Εκείνη με κοίταζε μόνο και χαμογελούσε. Μάλλον δεν ήθελε να μιλήσει για τον θείο μπροστά σε τρίτο. Σίγουρα θα είχε πολλά να μου πει. Ήταν πρόσφατος ο χαμός του.

Η ώρα περνούσε. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Η πλατεία είχε αραιώσει. Ο ουρανός σκοτεινός. Εκείνη τη στιγμή δυο σκιές στάθηκαν πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν τον χάρο. Γεια σου θείε. Με χαιρέτησαν ταυτόχρονα με μια φωνή. Ταράχτηκα. Πανικοβλήθηκα. Πού με αναγνώρισαν τα μπασμένα. Είχαν χρόνια να με δουν. Μάλλον δεν είχα αλλάξει πολύ. Εκείνα είχαν μεγαλώσει και ομορφύνει. Τα δίδυμα ήταν όλο παράπονα απ’ τη συμπεριφορά μου κι άρχισαν να με πετροβολούν. Το κορίτσι είπε ότι τους είχα στήσει στη γιορτή του μπαμπά τους. Ήταν ανεπίτρεπτο. Τους το είχα υποσχεθεί. Με περιμένανε και δεν πήγα. Το αγόρι με ενημέρωσε και για ένα δυσάρεστο νέο. Η υγεία της γιαγιάς επιδεινώθηκε ραγδαία. Πλέον έχει προχωρημένη άνοια και δεν αναγνωρίζει κανέναν. Έγινε φυτό κι αναγκάστηκαν να την κλείσουν σε ίδρυμα. Καλά που μου το ‘πε για να μ’ απαλλάξει από περιττές τύψεις και ενοχές. Αχ καημένη μητερούλα. Τώρα μπορεί να ‘ναι καλύτερα για σένα και να μην βασανίζεσαι. Καμιά φορά οι μνήμες γίνονται σκληρές και εκδικητικές για τους ηλικιωμένους. Σίγουρα επώδυνες. Είναι καλό να ξεχνάς. Με μια φωνή με ρώτησαν γιατί δεν περνάω απ’ το σπίτι τους και γιατί δεν παίρνω ούτε ένα τηλέφωνο. Ρε τα μόμολα. Τελικά είναι πολύ ευαίσθητα. Ανησυχούν για το αν είμαι καλά ή αν έχω τσακωθεί με τους γονείς τους. Θέλουν να ξέρουν τα μυξιάρικα. Πάντως δεν μου κρατούν κακία για την συμπεριφορά μου. Με αγαπούν ότι κι αν έκανα. Τελικά τα ανιψάκια μου είναι καλά παιδιά. Πολύ τα γουστάρω. Αυτά τα μογγολάκια έχουν και μπόλικη πλάκα. Μου ‘ρχεται να τους τσιμπήσω το μάγουλο και να τα πλακώσω στις φάπες.

Ξαφνικά τα βλαμμένα πρόσεξαν ότι είχα παρέα. Τα βλέμματά τους στράφηκαν με απορία σε εκείνη και τον νεαρό. Τους σύστησα. Από δω η γυναίκα μου κι από κει ο γιος μου και ξάδερφός σας. Είναι η οικογένειά μου. Τόσα χρόνια υπήρξε το μεγάλο μου μυστικό. Το παραδέχομαι. Είχα διπλή ζωή. Έμειναν κόκαλο μ’ ανοιχτό το στόμα. Μπέρδεψαν την γλώσσα τους και χάσανε τη μιλιά τους. Δεν είχαν τι να πουν και τι να ομολογήσουν. Μόνο τους κοιτούσαν με γουρλωμένα τα πανέξυπνα ματάκια τους. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα ξεψυχισμένο γεια σας και χαίρω πολύ. Τους υποσχέθηκα ότι σύντομα θα περνούσαμε απ’ το σπίτι τους να γνωριστούμε καλύτερα. Τα χαιρετίσματά μας στους αγαπητούς σας γονείς. Όμως τα ευγενικά μου εφηβάκια ήταν βιαστικά. Είχαν να πάνε σε ένα πάρτι. Έτσι είπαν. Μας καληνύχτισαν κι έφυγαν τρέχοντας.     

Μόλις απομακρύνθηκαν και χάθηκαν απ’ το οπτικό μας πεδίο κοιταχτήκαμε με νόημα και ξεσπάσαμε κι οι τρεις σε ασυγκράτητα γέλια. Εκείνη τα βρήκε πολύ συμπαθητικά και με μάλωσε. Δεν είναι σωστό να τα δουλεύω. Άσε που μπορεί να ‘χα προβλήματα με τους δικούς τους. Πάντως κρίμα για την μαμά που έσβησε το μοχθηρό και τετραπέρατο μυαλουδάκι της τόσο άδοξα. Πλήρωσε το λογαριασμό στο γκαρσόνι και του άφησε πουρμπουάρ. Εγώ ήμουνα κερασμένος. Θα πήγαιναν σπίτι. Άμα ήθελα μπορούσα να τους ακολουθούσα για ένα ποτό. Θα τσιμπούσαν και κάτι. Κοίταξα τον νεαρό με νόημα. Σήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας. Δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ρε το τσόλι. Με είχε κι αυτός συμπαθήσει. Εντάξει τους είπα. Και δε πάμε. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Να σπάσει κάπως και η μοναξιασμένη μου ρουτίνα.

Όμως εκείνο το βράδυ θα μου μείνει αξέχαστο. Πέρασα πολύ όμορφα. Όλα κύλισαν όπως τα είχα υπολογίσει. Το ξημέρωμα μας βρήκε ολόγυμνους και ξέπνοους στο κρεβάτι. Τη φίλη του θείου δεν την ξαναείδα από τότε. Μετά από χρόνια έμαθα νέα της απ’ τον όμορφο νεαρό. Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο μαζί με την γυναίκα του. Είχε παντρευτεί πρόσφατα. Είχαν κι ένα παιδάκι. Εκείνη βρισκόταν μόνιμα πλέον στην πρωτεύουσα. Είχε φύγει ξαφνικά και απροειδοποίητα. Πήγε να φουσκώσει τα βυζιά της για να φαίνονται πιο όμορφα. Για τα από κάτω ούτε λόγος να γίνεται. Δεν θα πείραζε τίποτα. Καλά ήταν και περνούσε φίνα. Είχαν κρατήσει επαφή. Καμιά φορά τον έπαιρνε τηλέφωνο και τα λέγανε. Ρωτούσε και για μένα μα δεν ήξερε τι να της πει.    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου