Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΛΙΑΣ


   Αν τα πράγματα ερχόντουσαν αλλιώς δεν θα πήγαινε. Κάποια δικαιολογία θα έβρισκε, ότι τον έχει πιάσει η μέση του θα έλεγε  ή πως είναι κρυωμένος, πάντως θα γλύτωνε την ταλαιπωρία, κι ας μην τον πίστευαν, καρφί δεν θα του καιγόταν. Όμως τώρα, αυτό το σαββατιάτικο απόγευμα του  κρότου και της λάμψης, τελευταίες απόκριες, έπρεπε να περάσει μέσα απ’ τους χιλιάδες στολισμένους μασκαράδες, να τον σπρώξουν, να τον τσαλαπατήσουν, να σφυρίξουν μέσα στα αυτιά του, να του ρίξουν σπρέι στα μούτρα, να φάει και μερικές  ροπαλιές στο κεφάλι, για να φτάσει στο πάρτι των γενεθλίων χαρούμενος και χαμογελαστός. Στις επτά θα κόβανε την τούρτα, θα τραβούσαν φωτογραφίες και βίντεο, του είπε χτες η αδερφή του στο τηλέφωνο, δεν έπρεπε να αργήσει. Τουλάχιστον, λόγω του πρόσφατου πένθους, δεν θα ήτανε μασκέ. Κάτι ήταν κι αυτό, αλλιώς δεν ήξερε τι να ντυθεί, ζορό ή καουμπόυς, μα δεν είχε κρατήσει τις παιδικές του στολές, μόνο το ξίφος και τη θήκη για τα πιστόλια, μα δεν ήταν αρκετά. Ευτυχώς λοιπόν που το πάρτυ δεν ήτανε μασκέ.
   Είχε να τους δει κοντά ένα χρόνο, από τη μέρα της κηδείας. Η  μικρή στεκόταν παράμερα με τον πατέρα της και κρατούσε στα χεράκια της μια κούκλα. Τους έβλεπε όλους σοβαρούς και λυπημένους, μα δεν καταλάβαινε το λόγο. Οι γονείς της είχαν φροντίσει να μείνει μακριά από τα φέρετρα, τις άψυχες σάρκες και τους λάκκους των σκουληκιών, από όσα τέλος πάντων θα μπορούσαν να τραυματίσουν ανεπανόρθωτα μια αθώα ψυχή. Όταν τον είδε μπροστά της έβαλε τα κλάματα. Δεν είχε κι άδικο. Φορούσε το μακρύ μαύρο παλτό του, είχαν μεγαλώσει και τα γένια του, σαν τον χάρο έμοιαζε. Δεν τον είχε ξαναδεί κιόλας, δεν τον ήξερε, ούτε και κανένας θα της είχε μιλήσει γι’ αυτόν. Μα και κείνος μόνο από φωτογραφίες τους ήξερε.
   Πρέπει να γινόταν τεσσάρων ή πέντε χρονών, δεν θυμόταν καλά. Έτσι κι αλλιώς, ένας χρόνος πάνω, ένας χρόνος κάτω, δεν έχει και πολύ σημασία. Όταν η μικρούλα ήρθε στον μάταιο τούτο κόσμο αυτός έλειπε μακριά, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, σε άλλο πλανήτη. Απ’ το τηλέφωνο το έμαθε. Είχε κάνει όρκο και σταυρό, όσο ζουν αυτές, να μην πατήσει το πόδι του στο βρωμόσπιτο, ούτε να ξανακούσει τις ύπουλες φωνές τους, να μην  ξαναδεί τις χοντρές ψευτοπένθιμες σιλουέτες τους. Για κανένα λόγο, ούτε για χαρά ούτε για λύπη. Ούτε και για τον γάμο της αδερφής του, ούτε και για να γνωρίσει τον άνθρωπο που η μοίρα αποφάσισε να διαιωνίσει κάποια απ’ τα μισακά του γονίδια, αφού ο ίδιος δεν είχε τέτοιες προθέσεις. Είκοσι χρόνια μακριά απ’ το τρικέφαλο τέρας, γύρισε μόνο για την τρίτη κηδεία την φαρμακερή και έμεινε. Απομόνωσε την ύπαρξή του σε μια μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα και άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια του παζλ. Εδώ και ένα χρόνο δεν είχε καμιά επικοινωνία ούτε με συγγενείς, ούτε με φίλους παλιούς, ποιος θα τον θυμόταν άλλωστε.  Μόνο με την αδερφή του συνέχισε να μιλάει  απ’ το τηλέφωνο, όπως όλα τα χρόνια της εξορίας. Σήμερα θα τους ξανάβλεπε όλους μαζί, παρόλο που το παζλ του τρόμου δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί. Η ανιψιά του, με τόσο κόσμο, μάλλον δεν θα τον αγνοούσε παντελώς. Γι’ αυτήν δεν θα ήταν παρά ένας ακόμα ξένος, φίλος των γονιών ή κάποιος μακρινός συγγενής.  Αν τουλάχιστον της έφερνε κανά δώρο ίσως  τα πράγματα να γίνονταν πιο εύκολα. Μα κείνος δεν ήξερε από τέτοια. Με άδεια χέρια θα πήγαινε.  
   Το τριώροφο βρισκόταν στο δρόμο κάποιου γάλλου φιλέλληνα της επανάστασης, από καιρό ξεχασμένος κι αυτός. Το φως της εξώπορτας ήταν αναμμένο και απ’ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ακούγονταν γέλια και φωνές, ξεχώρισε και κάποιες σκιές. Τα βεγγαλικά φώτιζαν  τον ουρανό και κάθε τόσο η νύχτα γινότανε μέρα. Πλησίαζε εννέα και είχε αργήσει. Τα κεράκια της τούρτας πρέπει από ώρα να είχανε σβήσει. Τέσσερα ή πέντε.
   Του άνοιξε η οικοδέσποινα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας αγκαλιαστήκανε σφιχτά. Το σαλόνι ήταν γεμάτο χαρούμενες φάτσες που έπιναν, κουβέντιαζαν και γελούσαν. Στο βάθος του διαδρόμου κάποια παιδιά κυνηγιόντουσαν και έπαιζαν. Προσπάθησε να ξεχωρίσει τη μικρή μα δεν τα κατάφερε. Ύστερα το βλέμμα του καρφώθηκε στο φωτιστικό του σαλονιού. Δεν ήταν το ίδιο και η τεθλασμένη ρωγμή του ταβανιού είχε εξαφανιστεί. Η αδερφή του έκανε κάποιες γενικόλογες συστάσεις στους καλεσμένους μα κανείς δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για τον περίεργο επισκέπτη που δεν γελούσε ποτέ. Ίσως κάποιοι να έσπαγαν το κεφάλι τους να θυμηθούν που τον ξέρουν, μα και αυτός δεν τους θυμόταν καλά, είχαν όλοι τους διαγραφεί από τη μνήμη του. Εκτός ίσως απ’ τον καλό ξάδελφο. Είχε να τον δει από τότε, μα δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο λίγο είχε ασπρίσει. Καθόταν στην άκρη του καναπέ, έπινε το ποτό του  και κουβέντιαζε με τους άλλους για τα πολιτικά, σε λίγο θα είχανε πάλι εκλογές. Για μια στιγμή το βλέμμα τους διασταυρώθηκε, μα δεν έδωσαν συνέχεια, φάνηκε πάντως πως τον θυμήθηκε. Τον πλησίασε και ο γαμπρός του χαμογελαστός και τον χαιρέτησε. Η οικοδέσποινα τους ζήτησε συγνώμη και επέστρεψε στην κουζίνα. Σε λίγο θα στρώνανε τραπέζι. Αυτός βγήκε μόνος στο μπαλκόνι, άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν ακόμα γεμάτος πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Κάθε τόσο η νύχτα γινότανε μέρα.
   Η γιαγιά, η μητέρα και η θεία πέθαναν και οι τρεις τους σε ένα χρόνο μέσα. Δεν θυμόταν με ποια σειρά, μα δεν είχε και μεγάλη σημασία. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν τις ξεχώρισε, γι’ αυτόν ήταν το ίδιο πρόσωπο σε παραλλαγές. Ήταν πλήρεις ημερών, σίγουρα πάνω από ογδόντα, η γιαγιά ίσως να περνούσε και τα εκατό. Είχαν καλό θάνατο, στον ύπνο τους, ήρεμες και χαμογελαστές, του είχε πει η αδερφή του. Μόνο ο μπαμπάς δεν  είχε καλό θάνατο. Ήταν συνήθως χαμογελαστός και ευδιάθετος απέναντί του. Μα κείνο το μεσημέρι, κρεμασμένος απ’ τον πολυέλαιο του σαλονιού, τον κοιτούσε με τα μάτια γουρλωμένα. Ήταν αδύνατος και πρέπει να βασανίστηκε μέχρι να τελειώσει. Μα είχε πολύ χρόνο, αφού όλο το πρωί οι γυναίκες λείπαν απ’ το σπίτι. Ήξερε πως ο γιος του θα γυρνούσε πρώτος απ’ το σχολείο, αυτός ήθελε να τον  βρει. Το σημείωμα άρχιζε με τη φράση «Αγόρι μου….» και δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των γυναικών, μόνο αυτόν αφορούσε, του έγραφε. Του ζητούσε συγνώμη μα δεν άντεχε άλλο, του εξηγούσε και κάποια πράγματα που θα καταλάβαινε αργότερα, όταν θα μεγάλωνε, και να προσέχει την μπουμπού, όπως φώναζε χαϊδευτικά την αδερφή του. Έγραφε και άλλα. Όταν το διάβασε, το δίπλωσε στα τέσσερα και το έκρυψε στην τσέπη του. Κατόπιν βγήκε έξω να περπατήσει. Στο σπίτι γύρισε αργά το απόγευμα.
    Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία. Τα παιδιά καθόντουσαν πλάι στο φέρετρο μαζί με τις γυναίκες. Λίγο πριν τον χώσουν στο λάκκο τα πρόσταξαν να φιλήσουν το κρύο κούτελο και αυτά υπάκουσαν. Δεν μίλησε σε κανέναν για το γράμμα, ούτε στην μικρή του αδερφή. Τα υπόλοιπα χρόνια κύλισαν αργά μέσα στη σιωπή. Οι γυναίκες ξεπέρασαν γρήγορα το πρώτο σοκ της αναίτιας, όπως λέγανε,  αυτοκτονίας και συνέχισαν να ζουν. Στο σπίτι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν διάφοροι περίεργοι τύποι γένους αρσενικού. Πιο πολύ θυμόταν έναν χοντρό παπά και έναν καραφλό εισαγγελέα, δικαστικό ή κάτι τέτοιο, με γυαλιά που όποτε έβρισκαν την ευκαιρία τσιμπολογούσαν τα αφράτα κωλομέρια των γυναικών του σπιτιού και αυτές χαχάνιζαν ξεδιάντροπα. Αυτός κλεινόταν στο δωμάτιό του και δεν μιλούσε. Μέχρι που έγινε ο μεγάλος καβγάς, τα μάζεψε και έφυγε απ’ το σπίτι. 
   Όταν ξαναμπήκε μέσα το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο και κάποιοι είχαν ήδη πάρει θέσεις μάχης. Οι γυναίκες φώναζαν τα παιδιά, μα  αυτά συνέχιζαν το παιχνίδι τους. Τράβηξε  προς το μπάνιο. Όταν ήταν μικρός, πριν από το συμβάν, του άρεσε να τρέχει στον μακρόστενο διάδρομο με την αδερφή του μέχρι την εξώπορτα ποιος θα φτάσει πρώτος. Πέρασε και απ’ το παιδικό του δωμάτιό, πλέον βαμμένο ροζ και στολισμένο με σχέδια και παιχνίδια. Το  θυμότανε κάτασπρο σαν νοσοκομείο, όπως και όλο τους το σπίτι. Δίπλα στο μπάνιο ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς και της θείας, απέναντι της μαμάς και του μπαμπά. Όταν παντρεύτηκε η μπουμπού, οι γριές μείνανε μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας της, καλός άνθρωπος που μπήκε σώγαμπρος στο σπίτι, τις φρόντισε και τις ανέχτηκε.
   Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα μα ήταν κλειδωμένη. «Μην μπεις, είναι μέσα ο μαμούτος!» άκουσε ξαφνικά πίσω του μια ψιλή φωνούλα. «Μην φοβάσαι κοριτσάκι, δεν υπάρχει πια μαμούτος» την είπε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλάκια της. Αυτή τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα μα, σαν να τον πίστεψε, γρήγορα του έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο. Κοιτούσε τα πανέμορφα μάτια της και μάταια προσπαθούσε να μαντέψει το μέλλον που θα είχε αυτό το φοβισμένο και αδύναμο πλασματάκι που προσπαθούσε να τον προφυλάξει απ’ τους μαμούτους, τους δρακουμέλ και όλους τους κακούς αυτής της επικίνδυνης ζωής. Αυτόν που είχε αντικρίσει από πολύ νωρίς κατάματα το θηρίο με τα σιδερένια δόντια και πλέον δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Μα η εποχή των δεινοσαύρων ήταν πλέον παρελθόν, είχε μπει πλέον στην εποχή των παγετώνων, μόνος και έρημος, χωρίς αγάπη, ελπίζοντας όμως ακόμα στην άνοιξη που θα ‘ρθει και θα λιώσουν τα χιόνια. Έπιασε τη μικρή απ’ το χεράκι της και τράβηξαν προς το σαλόνι. Οι άλλοι στο τραπέζι ήδη τρώγανε και πίνανε χτυπώντας δυνατά τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα.
   Δεν θα καθότανε στο τραπέζι, είχε και κάπου αλλού να πάει, τους είπε. Πήρε την ανιψιά του αγκαλιά,  της ευχήθηκε τα χρόνια πολλά και την φίλησε στο μάγουλο. Της υποσχέθηκε ότι θα ξανάρθει, θα πάνε και βόλτα και θα της αγοράσει ότι δώρο θέλει. Φίλησε και την αδερφή του. «Να την χαιρόμαστε» της είπε και της έδωσε ένα φάκελο. Μέσα είχε κάποια χρήματα, να πάρει στο παιδί ότι χρειάζεται.
   Και το κιτρινισμένο γράμμα του πατέρα διπλωμένο στα τέσσερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου