Η
καφετέρια ήταν γεμάτη από κόσμο, δεν έπεφτε καρφίτσα. Όλοι κοίταζαν στην οθόνη τον αγώνα, ήταν κρίσιμος
λέγανε. Η παρέα, στριμωγμένη πλάι στην τζαμαρία, δεν πολυνοιαζόταν για το ματς.
Κάπνιζαν χαλαροί, έπιναν τους καφέδες και
χαμογελούσαν, σήμερα που γιόρταζε ο φίλος τους. Η φιλία τους κρατούσε από
παιδιά, απ’ το σχολείο και την γειτονιά, τελευταία όμως είχανε χαθεί. Γυναίκες
και παιδιά, υποχρεώσεις, τρεχάματα, δουλειές με φούντες, σπάνια βρισκόντουσαν
πλέον, μόνο κανά τηλέφωνο έπεφτε κι αυτό
αραιά και που. Όμως τούτη τη μέρα κατάφερναν να συναντηθούν, να θυμηθούνε τα
παλιά και να γλεντήσουνε τον φίλο τους που γιόρταζε μέχρι αργά το βράδυ.
Εκείνος δεν
μιλούσε πολύ, την περισσότερη ώρα κοιτούσε έξω στο δρόμο αφηρημένος. Όσο το
σκεφτόταν, έβρισκε ότι δεν είχε πλέον πολλά να πει με τους φίλους του. Από
καιρό είχε τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του. Από την άλλη, είχε βαρεθεί και να
ακούει κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Για τα παιδικά τους χρόνια, πόσο όμορφα ήταν,
για τις τρέλες και τις αλητείες τους, δήθεν, για το σχολείο, τη γειτονιά, όλα
αυτά τα γλυκερά και ανούσια που του φαίνονταν πολύ γεροντίστικα. Έτσι κι
αλλιώς, γι’ αυτόν δεν ήταν και τόσο αμέριμνα και ευτυχισμένα, που τα περιγράφαν
οι φίλοι του, προτιμούσε να μην τα θυμάται. Μα ότι και να ‘ταν, πάει, πέρασαν
πια, τώρα τι γίνεται. Τώρα, δεν είχε τίποτα να πει μ’ αυτούς τους
καλοζωισμένους πενηντάρηδες, με τις κοιλιές και τα προγούλια, τους φτασμένους,
τους ασφαλείς, με τις γυναικούλες τους, τα παιδάκια τους, τη δουλίτσα τους, ποιος,
αυτός, ένας ακαμάτης, του σκοινιού και του παλουκιού, χωρίς δουλειά, χωρίς
φαμίλια, χωρίς σκοπό. Μπορεί και να τους ζήλευε λιγάκι. Μα τι να τους έλεγε και
ποιος θα καταλάβαινε.
Αυτή τη
φορά, την κουβέντα μονοπώλησε το ταξίδι στο εξωτερικό του φίλου που γιόρταζε.
Σε δέκα μέρες θα έφευγε, με όλη την οικογένεια, για κάποια από τις χώρες του
βορά. Φαινόταν πολύ χαρούμενος, το περίμενε πως και πως αυτό το ταξίδι,
επιτέλους, θα ξεκουραζόταν κι αυτός λιγάκι. Η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη, τους έλεγε και όλοι
συμφωνούσανε μαζί του. Μόνο αυτός παρέμενε ανέκφραστος. Έτσι κι αλλιώς, ούτε
δούλευε πλέον, ούτε ταξίδευε. Πως να σιγοντάρει την χαρά του φίλου, δεν του
έβγαινε. Ακόμη και η προσποίηση, με τα χρόνια, κουράζει. Όλα κουράζουν.
Ταξίδι
λοιπόν, και μάλιστα στα βόρεια. Εκεί που έχει μόνο ομίχλη, κρύο και νύχτα.
Καθόλου ήλιο και χλωμά αρρωστιάρικα φεγγάρια. Εκεί που μοιράζουν ωφέλιμα και υγιεινά
μεταπτυχιακά, που σου βρίσκουν και καλοπληρωμένες
δουλειές από πάνω με σίγουρη καριέρα. Εκεί ψηλά, στις χώρες των βαρβάρων, που
το ταξίδι δεν έχει επιστροφή. Εκεί που βρισκόταν και ο μικρός του φίλος απ’ το προηγούμενο
καλοκαίρι.
Την τελευταία
φορά που τον είδε, λίγες μέρες πριν φύγει, έδειχνε προβληματισμένος. Φοβόταν πως δεν θα τα καταφέρει,
πως θα γυρίσει με την ουρά στα σκέλια. Λίγο η ξένη γλώσσα που τον δυσκόλευε,
λίγο που θα έφευγε για πρώτη φορά από το σπίτι του, λίγο η μοναξιά που θα
ένοιωθε εκεί πάνω, άγνωστος μεταξύ
αγνώστων, φοβόταν πολύ. Αυτός προσπαθούσε να τον εμψυχώσει. Να μην ανησυχεί,
του έλεγε, να μην φοβάται, όλα θα πήγαιναν καλά. Και τις σπουδές του θα
τέλειωνε κανονικά, και καλή δουλειά θα έβρισκε, και τη ζωή σου θα έφτιαχνε όπως
την ονειρευόταν. Τέτοια του έλεγε και ο μικρός έπαιρνε κουράγιο και του χαμογελούσε. Υποσχέθηκαν να κρατήσουν επικοινωνία,
έστω κι απ’ το τηλέφωνο, να μη χαθούν
εντελώς. Με την πρώτη ευκαιρία, θα
μπορούσε και να τον φιλοξενήσει, του είπε, να έκανε κι αυτός ένα ταξίδι στα
βόρεια, για όσες μέρες ήθελε. Θα δούμε,
του είχε απαντήσει, πιο πολύ για να μην
τον αποκαρδιώσει, αφού ήξερε καλά από τότε πως δεν θα πήγαινε. Βαριόταν πλέον τα
ταξίδια και τα πηγαινέλα, τα έβρισκε κουραστικά και εντελώς άσκοπα. Απ’ την
πόλη του δεν θα έφευγε ξανά. Για κανέναν λόγο.
Από τότε
δεν ξαναμίλησαν. Το παιδί προσπάθησε να τον βρει, πήρε κάποια τηλέφωνα, του έστειλε
και κάτι μηνύματα, μα αυτός άφαντος. Ίσως και να ξανάρθε από τότε, έστω και για
λίγο, μα δεν νοιάστηκε να μάθει. Για κείνον ήταν τελειωμένη η ιστορία, έπρεπε
να τον ξεχάσει. Αγκάθι που ματώνει πρέπει να βγαίνει. Και δεν υπήρχε πλέον
λόγος να συνεχίζει να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ούτε κανονικοί φίλοι υπήρξαν
ποτέ, ούτε τίποτα. Όλα θολά και μπερδεμένα, κρυμμένα και ανομολόγητα, δειλίες
και κομπιάσματα της τελευταίας στιγμής, πιο πολύ παραισθήσεις του μυαλού ήτανε, δέκα χρόνια τώρα -μια ολόκληρη ζωή- ξεφτίλες
κι αναξιοπρέπειες δηλαδή, κι αυτός τα βράδια να τσουρουφλίζεται μονάχος, να γδέρνει
το κορμί του στα σκοτάδια, να σκίζει το πετσί του στα δύο, να ματώνει. Κι ούτε ένα
φιλί, ούτε ένα χάδι, ούτε μια φωτογραφία, τίποτα, όλα μισά και ψέματα. Μια
κακοπαιγμένη πρόβα θανάτου ήταν, τίποτα παραπάνω, Και παρόλο που το ‘ξερε καλά,
πως έτσι θα ‘ναι πάντα, χωρίς ελπίδα, δίχως λυτρωμό, δεν θα σταμάταγε να τραβιέται
και να παιδεύεται, να καίγεται και να ξεζουμίζεται
μέχρι τέλους. Έτσι είχε αποφασίσει. Μέχρι τέλους. Τι να τους έλεγε και ποιος θα
καταλάβαινε.
Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και έριχνε
νερό με το τουλούμι. Το τζάμι ε θολό, το καθάρισε όπως όπως και κόλλησε τη
μούρη του επάνω. Τρομαγμένοι περαστικοί από την ξαφνική μπόρα έψαχναν υπόστεγα για
να κρυφτούν, κάποιοι πιο προνοητικοί, άνοιγαν τις ομπρέλες τους βιαστικά. Ο
δρόμος είχε γίνει μια απέραντη λίμνη, τα αυτοκίνητα με δυσκολία περνούσαν.
Αυτός στεκόταν χαμογελαστός στη μέση του δρόμου και του κουνούσε το χέρι πέρα
δώθε, νόημα του έκανε να βγει έξω μαζί του στη βροχή. Ήταν χαρούμενος, δεν τον ένοιαζε
που βρεχόταν, ούτε φοβόταν τα αυτοκίνητα που περνούσαν πλάι του ξυστά. Δεν κρατούσε ομπρέλα, δεν φορούσε ρούχα, δεν ένοιωθε
κακία. Κολυμπούσε ολόγυμνος στα βρόχινα νερά, αμέριμνος κι αθώος, το πιο καλό
παιδί, στην ερημιά του άπλυτου κόσμου, ένας
ξανθός άγγελος, με ανοιγμένα τα φτερά, έτοιμος πάντα να πετάξει προς τα βόρεια. Του κούνησε κι αυτός αργά το
χέρι και του χαμογέλασε πικρά. Τα χείλη του άφησαν ένα υγρό σημάδι πάνω στη
τζαμαρία, που όσο και να τη καθάριζε, αυτή συνέχιζε να θολώνει.
Όταν μπήκε
το γκολ, οι βάρβαροι σηκώθηκαν όρθιοι και πανηγύρισαν με κραυγές και ουρλιαχτά,
σωστός πανζουρλισμός. Χόρευαν, τραγουδούσαν και σφύριζαν απ’ τη χαρά τους. Σήμερα η ομάδα τους
έκανε τόσο υπερήφανους, τους έδωσε μεγάλη χαρά. Μόνο οι φίλοι του ήταν ακόμα στην
κοσμάρα τους, εκεί ψηλά, στα βόρεια, γελούσαν σαν μικρά παιδιά και άκουγαν τις
λεπτομέρειες του ταξιδιού. Αυτόν τον είχανε τελείως ξεχάσει, ούτε ματιά
δεν ρίχναν προς το μέρος του, σαν να μην υπήρχε.
Απ’ το διπλανό τραπέζι, ένα ποτήρι έπεσε στο πάτωμα και έγινε χίλια κομμάτια,
χύθηκαν μαζί και κάτι μπύρες. Οι βάρβαροι συνέχιζαν να ουρλιάζουν μέσα σ’ αυτιά
του χωρίς σταματημό. «Πάω για τσιγάρα» ψέλλισε φοβισμένος και βγήκε τρέχοντας
έξω.
Κανείς δεν
έδωσε σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου