Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΟΔΙΑ

Σε τρία λεπτά το λεωφορείο ξεκινά. Το δρομολόγιο είναι εξπρές, με ανοιχτό το εισιτήριο της επιστροφής, για κάθε ενδεχόμενο. Σάββατο μεσημέρι, μέρα ζεστή, φωτεινή, ανοιξιάτικη. Το ποτήρι φαίνεται για λίγο πάνω από τη μέση, μετά αδειάζει τελείως. Δεν το κάνει θέμα, ούτε δυσανασχετεί. Μόνο που έχει είκοσι χρόνια να περάσει τα διόδια.
Ο οδηγός έχει κιόλας ανάψει τσιγάρο, ρουφάει καφέ απ’ το καλαμάκι και ψάχνει στο ραδιόφωνο για λαϊκά. Το πούλμαν είναι γεμάτο, μόνο η διπλανή του θέση παραμένει άδεια. Μεγάλη κωλοφαρδία. Σχεδιάζει να απλώσει το κουρασμένο του κορμί, να κλείσει  τα μάτια και να ξαναγίνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.  Μα τα όμορφα  όνειρα κρατάνε λίγο.  Είναι ψιλή, αδύνατη και χαμογελαστή και του ζητάει ευγενικά να περάσει στη θέση της. Έφτασε με την ψυχή στο στόμα, του δικαιολογείται, μα ευτυχώς πρόλαβε. Τα μαλλιά της είναι μακριά, κατάμαυρα, τα χέρια της λεπτά και απαλά, μοιάζει με φοιτήτρια, γύρω στα είκοσι. Δεν έχει βάψει τα νύχια, ούτε τα ροδαλά της χειλάκια, όλα είναι αγνά και απόρνευτα ακόμα. Τις κάνει χώρο να περάσει και μαζεύεται στη θέση του. Οι πόρτες κλείνουν σφυρίζοντας και το λεωφορείο  ξεκινά. Σταματά να την κοιτάζει επίμονα και ρίχνει το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα. Παρακαλεί για λίγο ύπνο. Από παιδί έχει να προσευχηθεί. Μα ο θεός δεν τον ακούει, είναι κακός και μοχθηρός. Αν υπάρχει.
 Είκοσι χρόνια είναι πολλά, σχεδόν μισή ζωή. Ακόμα αναρωτιέται αν πρέπει να γυρίσει πίσω. Όλα αυτά τα χρόνια έκοψε κάθε επαφή, μ’ όλους, μόνο με τον αδερφό του κράτησε μια επικοινωνία, κι αυτή τυπική βέβαια, απ’ το τηλέφωνο. Κι αυτός το μέρος της πήρε τότε, όλοι –φίλοι, συγγενείς- απέναντι βρεθήκανε, αυτό δεν μπορεί να το ξεχάσει.  Πήρε τα μάτια του και έφυγε. Τώρα όμως τα ψέματα τέλειωσαν. Τουλάχιστον με τον μεγάλο πρέπει να δοθούν οι σοβαρές  εξηγήσεις, οι  τελεσίδικες. Αυτές δεν πρόκειται να τις δει, ότι είχαν να πουν το είπαν τότε, πριν απ’ το διαζύγιο. Και θα μείνει σε ξενοδοχείο, αυτό είναι σίγουρο. Έτσι κι αλλιώς δεν τον περιμένουν, δεν τους έχει ειδοποιήσει  ότι κατεβαίνει. Ούτε και για την αρρώστια θα τους πει.
Το κινητό της μικρής χτυπά όλο και πιο δυνατά. Είναι  η μητέρα της. Διαρκώς ανησυχεί και της λέει να προσέχει. Όταν θα φτάσει να την πάρει τηλέφωνο. «Εντάξει, μαμά, εντάξει!» επαναλαμβάνει κάθε τόσο αυτή και στο τέλος κλείνει τη συσκευή τσαντισμένη. Ανταλλάσουν ματιές συνενοχής και χαμογελούν. «Έτσι είναι οι μαμάδες!» της λέει για  παρηγοριά κι αυτή ξεφυσά με παράπονο. Δεν λένε κάτι άλλο, μόνο κάθε τόσο κοιτάζονται λοξά. Κάποια στιγμή την πιάνει να τον κρυφοκοιτάζει από το τζάμι. Αυτή σαστίζει απ’ την ντροπή και κλείνει απότομα τα μάτια, κάνει πως κοιμάται. Στην επόμενη στροφή  οι γοφοί τους αγγίζονται, κολλάει ο ένας με τον άλλο, μα δεν ενοχλούνται. Το εφαρμοστό παντελόνι και η ξέσκεπη μέση τον ερεθίζουν. Μπορεί να ‘ταν και κόρη του, μα έχει σάρκα σφιχτή και απαλή, κωλαράκι στενό και καλοσμιλεμένο. Πλησιάζει με την άκρη των δαχτύλων του μα τελευταία στιγμή σταματά.  Πλέον στα εξήντα του μπορεί και σταματά, γλυτώνει τα χειρότερα. Ίσως πάλι να μην την ενοχλούσε, συμβαίνει καμιά φοράν, μα δεν είναι κανάς λιγούρης, και το κορίτσι αυτό δίπλα του μπορεί να ‘ταν και κόρη του. Γυρνάει  από την άλλη, κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να ονειρευτεί.
 Ούτε ο φίλος του ξέρει για το ταξίδι. Στο σημείωμα του γράφει ότι πάει για λίγες μέρες  κάτω, για δουλειές, θα τα πούνε σύντομα. Όταν το απόγευμα το διαβάσει, θα τον πάρει και θα του ζητήσει εξηγήσεις. Ξέρει για την παλιά ιστορία, η ξαφνική αναχώρηση θα τον βάλει σε υποψίες. Γι’ αυτό έκλεισε το κινητό.  Ούτε αυτός ξέρει για την αρρώστια, όλα γίνανε πολύ γρήγορα, όμως κάποια στιγμή πρέπει να του πει. Έτσι κι αλλιώς πλέον κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Η στατιστική των ειδικών δίνει μόνο τρεις μήνες, μετά τέλος. Και αυτό τελικά  είναι το πρόβλημα, τι να κάνει με το χρόνο που απομένει. Λίγες μέρες στην πόλη του βέβαια, για τελευταία φορά, μετά ότι μένει θα το πετάξει στα σκουπίδια. Ποτέ δεν άντεχε τις αντίστροφες μετρήσεις, πόσο μάλλον αυτή που είναι και η τελική. Και ο κακός θεούλης δεν κάνει πλέον θαύματα. Αν υπάρχει.
Πέρασαν κιόλας τον ισθμό και τα πρώτα διόδια,  τώρα όμως πάνε αργά. Ο κωλόδρομος έχει γίνει μια λωρίδα, παντού έργα, μπουλντόζες, διαχωριστικές κορύνες και επικίνδυνες στροφές. Μπροστά ο οδηγός συνέχεια  ιδρώνει και ξεϊδρώνει, μ’ ένα πανί σκουπίζει το καραφλό του κεφάλι. Το ραδιόφωνο είναι στο σπινό, ίσα που ακούγεται. Όλοι οι άλλοι κοιμούνται. Το κορίτσι έχει γύρει στον ώμο του, μυρίζει το άρωμα των μαλλιών της και απ’ το βάθος έρχεται ένα μακρόσυρτο ροχαλητό που τον νανουρίζει. Επιτέλους, μετά από τέσσερα μερόνυχτα καταφέρνει να τον πάρει ο ύπνος. Βλέπει μόνο όμορφα όνειρα, πολλά όνειρα, που του λείψανε όλες αυτές τις μέρες και που μόλις ξυπνήσει θα τις τα διηγηθεί και μετά θα της πει πόσο όμορφη κοπέλα είναι και πόσο πολύ του αρέσει, ότι μοιάζει με την κόρη του, και με την μάνα του λίγο, και θα αλλάξουνε τηλέφωνα και θα βρεθούνε στην πόλη τους για έναν καφέ, να γνωριστούνε καλύτερα, τρεις μήνες είναι πολύ, και αυτή δεν θα του αρνηθεί, τα σοβαρά του λόγια θα την κολακέψουν, η ωριμότητά του, η ομορφιά του, παρά τα χρόνια δεν τον έχει εγκαταλείψει, η κοφτερή του σκέψη και η καλή του η καρδιά, όλα αυτά, που θα θαυμάσει πάνω του, θα την μαγέψουν και θα την αποπλανήσουν και θα την σύρουν οικειοθελώς σε σκοτεινά πάρκα και θλιμμένα δωμάτια, όπου εκεί θα γυμνώνουν τα κορμιά τους και θα σμίγουν, κάθε νύχτα, όλη νύχτα, τρεις μήνες είναι πολύ, με το φως του κεριού μόνο, μέχρι να σβήσει κι αυτό, και με τραβηγμένες τις βαριές κόκκινες κουρτίνες, με μισόκλειστα τα παντζούρια, θα τις χαϊδεύει το μακρόστενο κορμί της, απ’ την κορυφή ως τα νύχια και θα της γλύφει τις ρώγες, θα της φυλάει το λαιμό, τα χείλη, τα μάτια, όλα,  και μέσα της θα μπαίνει μόνο  όταν αυτή του το ζητάει επιτακτικά, όχι πιο πριν, ποτέ βιαστικά, ποτέ βίαια, πλέον μπορεί. Τρεις μήνες μόνο…
Ξύπνησαν απότομα και κοιτάχτηκαν έντρομοι στα μάτια. Η κραυγή μαρτυρούσε άπειρο πόνο και ερχόταν από μπροστά. Αμέσως μετά ακούστηκαν χοντρά σίδερα  να σπάνε και το λεωφορείο  αναποδογύρισε και μπήκε σε καθοδική πορεία. Βρεθήκανε χάμω, στη μέση του διαδρόμου, πλακωμένοι από άλλα κορμιά, ματωμένοι και χτυπημένοι, αμίλητοι, να κοιτάζονται με απορία. Για μια στιγμή μόνο. Μετά ακούστηκε η έκρηξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου