Το ουζερί είναι γεμάτο
από νωρίς. Αυτός κάθεται μόνος, πίνει το ούζο του και φουμάρει αργά. Κάθε τόσο
ρίχνει καμιά ματιά έξω στην πλατεία. Οι παρέες είναι κεφάτες, πολύβουες, το
κασετόφωνο παίζει λαϊκά στη διαπασών και τα τζιτζίκια έχουν αρχίσει το φάλτσο τραγούδι
τους μέσα στα αυτιά του. Προσπαθεί να τα αγνοήσει, να σκεφτεί κάτι ευχάριστο, κάπου
αλλού να στρέψει την προσοχή του, μα δεν τα καταφέρνει. Δεν πειράζει. Μετά το
δεύτερο καραφάκι, θα μεθύσουν, θα ζαλιστούν και θα σταματήσουν από μόνα τους.
Έξω δεν κυκλοφορεί ψυχή. Γενάρης στα
τελειώματα, δέκα παρά, απόβραδο παγερό, μοναξιασμένο και το ψιλόβροχο να σου
περονιάζει τα κόκαλα. Ακόμα και τα αδέσποτα έχουν εξαφανιστεί. Μόνο ένας γάτος
κατάμαυρος, έχει ανέβει σ’ έναν ξέσκεπο κάδο και ψάχνει στα σκουπίδια. Ξαφνικά,
γυρνάει το κεφάλι προς το μέρος του και τον κοιτά. Αυτός του χαμογελά, σβήνει
την γόπα του στο τασάκι και παραγγέλνει άλλο ένα καραφάκι.
Τις τελευταίες μέρες δεν
κοιμάται καλά, τα νεύρα του έχουν γίνει σμπαράλια. Είναι στα μαύρα πανιά. Από τη
μια εκείνο το κωλοόνειρο που τον ξυπνάει κάθε βράδυ μούσκεμα στον ιδρώτα, από
την άλλη κάθε τόσο ζαλάδες και ίλιγγοι, τρία χρόνια τραβιέται στους ωριλάδες,
μα δεν βρίσκουν τι έχει. Είναι ψυχολογικό, του λένε κάποιοι, πρέπει να τον δουν
οι ειδικοί, χρειάζεται άλλη θεραπεία.
Γελιούνται αν νομίζουν ότι χάφτει μύγες, να πάνε αλλού να πουλήσουν τα
παραμύθια τους. Στο τέλος θα τον βγάλουν και τρελό, οι κομπογιαννίτες,
επιστήμονες, σου λένε. Δεν τους έχει
ανάγκη, θα βρει μόνος του την άκρη.
Στο τηλέφωνο είναι ο
γιος του. Μόλις τέλειωσε από το φροντιστήριο, έγραψε καλά στο διαγώνισμα, δυστυχώς,
δεν μπορεί να τον δει σήμερα, έχει κανονίσει με τους φίλους του, αύριο όμως
σίγουρα. Καλύτερα έτσι, σήμερα δεν έχει όρεξη να δει κανέναν. Ακόμη κι αυτόν, που του έχει αδυναμία.
Δεκαπενταύγουστος, πριν
από δέκα χρόνια, στη γιορτή της πεθεράς
του. Τον βαστάει στην αγκαλιά του, δίπλα του εκείνη και γαντζωμένη στο
παντελόνι η κόρη του. Είναι όλοι μαζί, χαμογελάνε, η φωτογραφία τους δείχνει
ευτυχισμένους και αυτός έχει ακόμα τα σγουρά του μαλλιά. «Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ…» παίζει στο
κασετόφωνο. Τα τζιτζίκια σταμάτησαν και πήγανε για ύπνο. Το έχει τσεκάρει, στο
δεύτερο καραφάκι πάντα σταματούν. Παραγγέλνει και άλλο.
Χώρισαν το επόμενο
καλοκαίρι. Μήνες πριν είχε προσέξει κάποια αλλαγή, μα δεν έδωσε σημασία. Μάλλον
δεν ήθελε να το πιστέψει, μα αναγκάστηκε όταν, κατά διαβολική σύμπτωση, τους
είδε μαζί, με τα ίδια του τα μάτια, στο αμάξι του λεγάμενου. Στην αρχή προσπάθησε
να τον βγάλει τρελό, ότι δεν πρόσεξε καλά, πρέπει να ήταν κάποια που της
έμοιαζε, όχι αυτή, αποκλείεται, αυτή που τον αγαπάει τόσο. Έπρεπε να την
πιστέψει, τον αγαπούσε, του ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες, ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα. Στο τέλος
δεν άντεξε και τα παραδέχτηκε όλα. Ήταν ερωτευμένη, του είπε, έπρεπε όμως να τη
συγχωρέσει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις
της, μα έφταιγε κι αυτός. Δεν την συγχώρησε, αμέσως ζήτησε διαζύγιο και γύρισε στο πατρικό του.
Και ο πατέρας του ήταν απόλυτος. Δεν έπρεπε να της δώσει δεύτερη ευκαιρία, πάλι
θα του την ξανάκανε. Και η γειτονιά κουβέντιαζε, στη δουλειά θα γελούσαν πίσω από την πλάτη του, θα είχε
μαθευτεί παντού για τον κερατά, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όσο για τα παιδιά, θα μεγάλωναν και θα
καταλάβαιναν. Τον άκουσε και χώρισε.
Πάντα τον άκουγε.
Κατεβάζει το ποτήρι
μονοκοπανιά. Το τασάκι έχει γεμίσει στάχτες κι αποτσίγαρα, το βλέμμα πάντα
καρφωμένο στην κάφτρα να την διαπερνάει. Το κασετόφωνο μιλάει για ένα λυπημένο
σαββατόβραδο, μουντό συννεφιασμένο, και τον χάρο που θα ‘ρθει την άλλη μέρα να
τον πάρει. Μια νύχτα μόνο μένει και μετά τέλος. Ήταν το τραγούδι του, του
άρεσε, το χόρευε όμορφα. Σαν σήμερα τον
έχασε, του λείπει, ήταν σερνικός, λεβεντάντρας, τον καταλάβαινε. Δεν ήξερε να
χορεύει, μα ήθελε να σηκωθεί, για πρώτη
φορά στη ζωή του, κι ας γελούσε όλο το μαγαζί με την πάρτη του. Ίσως και να μη
γελούσαν.
Βρίσκεται όρθιος στη
μέση του μαγαζιού. Τα χέρια μισάνοιχτα, σκυφτός, τα μάτια του στο δάπεδο.
Περιστρέφεται αργά γύρω απ’ τον εαυτό του, μετά λίγο πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, όλο
και πιο γρήγορα. Γύρω του ακούει παλαμάκια και όπα και το τραγούδι δυναμώνει, δυναμώνει πιο πολύ, τα
αυτιά του πονάνε, είναι έτοιμα να σπάσουν, μα δεν σταματά. Τα τζιτζίκια
τρομαγμένα εγκαταλείπουν τη φωλιά τους και μιλιούνια γεμίζουν το πάτωμα. Πατάει
όσα περισσότερα μπορεί, μα είναι πολλά, δεν τα προλαβαίνει. «Μπράβο μάγκα, έτσι,
συνέχισε!», ακούει τις φωνές, τα σπασίματα, τα γέλια. Κάποιοι βαράνε ακόμα
παλαμάκια, ένας έχει πάρει το κασετόφωνο στα χέρια και χορεύει πλάι του. Αυτός
δεν βλέπει τίποτα, με το κεφάλι κατεβασμένο πατάει όσα περισσότερα τζιτζίκια
μπορεί…
Το ρολόι στον τοίχο
δείχνει περασμένες τέσσερις. Το ουζερί έχει αδειάσει, άδειο και το πακέτο με τα
τσιγάρα. Φουμάρει αργά. Έχει μείνει τελευταίος. Το πάτωμα γεμάτο κομμάτια και
θρύψαλα. Ο κάπελας πίσω από τον πάγκο πλένει ποτήρια, θα σκουπίσει αύριο. Τα
τζιτζίκια κοιμούνται ακόμα του καλού καιρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου