Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ

   
                                                               ‘’Δεν λυπάμαι που μεγαλώνω,
                                                                    αφού έχω να θυμάμαι τόση ζωή’’
                                                                                             Γιάννης Ξανθούλης

Οι νύχτες του Ιούνη είναι πρόστυχες. Σήμερα έχει πανσέληνο και φωτίζει σαν μέρα. Η φίλη του, η κουτσή με τα έντεκα δόντια, τον παράτησε από νωρίς. Ήπιαν δυο πιοτά στο καφενείο και μετά έφυγε. Θα πήγαινε μόνη της για ύπνο, έτσι του είπε. Αυτός δεν νυστάζει ακόμα. Απόψε η νύχτα είναι βρωμερή και πρόστυχη. Περπατάει στην άκρη της προκυμαίας, πετάει πετρούλες στο νερό, κάνουν φλοπ-φλοπ και μετά βουλιάζουν στον βυθό. Παρακάτω κάποιοι ψαρεύουν. Βαριέται. Σκέφτεται να γυρίσει σπίτι, να βάλει καμιά τσόντα, να δει καμιά ταινία, να χαλαρώσει. Τα όνειρα δεν κοστίζουν τίποτα. Έξω έχει παντού ερημιά.
Ο δρόμος για το παλιό τελωνείο παραμένει σκοτεινός και επικίνδυνος. Κάτω απ’ το υπόστεγο, η πεσμένη σκιά μουγκρίζει. Πλησιάζει κοντά. Είναι χτυπημένος άσχημα, κουλουριασμένος. Το πρόσωπο γεμάτο αίματα, η μπλούζα του σκισμένη, πονάει παντού. Για μια στιγμή τον κοιτάζει με τα παιδικά του μάτια και ξεσπάει σε κλάματα. Δεν ρωτάει τίποτα, μόνο τον αγκαλιάζει. Τρέμει απ’ τον φόβο του, σπαρταράει. Ήταν τέσσερις. Τον κλέψανε. Πορτοφόλι, κινητό, ποδήλατο, τα πάντα. Ευτυχώς, δεν ήταν μαζί η κοπέλα του. Όχι ασθενοφόρο, δεν είναι και για θανατά, ούτε αστυνομία, οι μπάτσοι θα άρχιζαν να ρωτάνε μαλακίες. Ούτε στο σπίτι του μπορεί να πάει απόψε, ποιος τους ακούει τους δικούς του, ειδικά τον πατέρα του. Τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του, στηρίζεται πάνω του και προχωράνε μαζί, κρατώντας την κοιλιά του, αργά αργά, βήμα βήμα. Δεν σταματάει να τρέμει.
Πριν δυο βράδια τον είχε δει στην πλατεία. Ήταν καλά .Είχε πιει λίγο απ’ όλα, κοκτέιλ πάρτυ, μπύρες, ούζα, κρασιά, τέτοια πράγματα, φτηνά και αθώα. Κάπνιζε και γελούσε πλάι στην κοπέλα του, ίδια ηλικία είχανε. Τον ρώτησε για τα μαθήματα, πως τα πάει στη σχολή, είχε αρχίσει η εξεταστική. Δεν του απάντησε, μόνο συνέχισε να γελάει και να χαϊδεύει τη φίλη του, ήταν κι αυτή μεθυσμένη. «Να προσέχεις», του είπε, σαν να το ‘ξερε, στην πλατεία συχνάζουν περίεργες φάτσες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Όσο μπορώ, του είπε, όσο μπορώ προσέχω.

Όταν φτάσανε σπίτι, χωρίς ντροπή, τον έγδυσε προσεχτικά και τον έβαλε στο μπάνιο, κάτω απ’ το καυτό νερό. Γδύθηκε κι αυτός. Είχε γαντζωθεί πάνω του και δεν σταμάταγε να κλαίει. Μετά ξαπλώσανε στο κρεβάτι, γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν πεινούσε, δεν ήθελε τίποτα να φάει, μόνο να κοιμηθεί. «Κρυώνω», του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Μετά από λίγο σταμάτησε να τρέμει, σταμάτησε να κλαίει, σταμάτησε να κρυώνει. Είχε αποκοιμηθεί. Έξω ξημέρωνε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου