Περπατούσε τρέχοντας. Είχε
αργήσει, σήμερα δεν λειτουργούσε τίποτα. Ταξί και λεωφορεία σε απεργία, δρόμοι
πνιγμένοι στα αυτοκίνητα, μποτιλιαρίσματα, σπασμένα νεύρα, βρισιές και κορναρίσματα. Προσπερνούσε
με την τσάντα παραμάσχαλα, χαρτιά, βιβλία, σημειώσεις, όσα χρειαζόταν για το
μάθημα. Δεν είχε κοιμηθεί καλά, ο ύπνος είχε αργήσει να έρθει και η νύχτα ήταν
πάλι μεγάλη, τελικά τα ξημερώματα ξέκλεψε ένα δίωρο, συνήλθε κάπως, μα τώρα
είχε αργήσει. Και καλά να πάθει. Να μάθει άλλη φορά να ανοίγει την τηλεόραση, να
διαβάζει εφημερίδες, να παρακολουθεί τις ειδήσεις, να ξέρει τι του γίνεται, να
παίρνει τα μέτρα του. Αν γνώριζε, απ’ το μεσημέρι θα στηνόταν στο σχολείο και θα
περίμενε. Τώρα ποιος τον ακούει, πάλι, τον διευθυντή.
Δεν ήταν στα όνειρά του
να διδάσκει βαριεστημένους μαθητές του νυχτερινού. Όταν τέλειωσε το διδακτορικό
στη φυσική δούλεψε για δυο χρόνια σε κάποιο πυρηνικό κέντρο του εξωτερικού και συνάμα
βοηθός στο κοντινό πανεπιστήμιο. Έκανε δυο τρεις σημαντικές δημοσιεύσεις, πήρε μέρος και
σε συνέδρια, όλοι τον θεωρούσαν ανερχόμενο αστέρι στον τομέα του, διεθνούς
βεληνεκούς, λέγανε. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, να τον φέρουν με κάθε κόστος οι
αρμόδιοι, είχε πολλά να προσφέρει στην πατρίδα του. Τελικά επέστρεψε, μα για
άλλους λόγους.
Είχε πέσει ο ήλιος κι αυτός
ακόμα περπατούσε. Έπρεπε να πάει στη δουλειά του. Η πορεία των εργαζομένων και
των ανέργων, εδώ και ώρα, είχε τελειώσει. Φτάσανε μέχρι τη βουλή, κράτησαν ψηλά
τα πανό τους, ανέμισαν τις πολύχρωμες σημαίες τους, διαδήλωσαν με σθένος τα
δίκαια αιτήματά τους, φάγανε κάμποσα δακρυγόνα στη μάπα, τους σπρώξανε με τις
ασπίδες και τα γκλοπ, τους κλώτσησαν και στο τέλος το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε.
Και γύρισαν σπίτι. Τώρα είχε αρχίσει ο κλεφτοπόλεμος των κουκουλοφόρων. Τους
έβλεπε στα στενά, γύρω απ’ την πλατεία, να πετροβολάνε βιτρίνες και αμάξια, να
βάζουνε φωτιές σε κάδους σκουπιδιών, να στήνουν αυτοσχέδια οδοφράγματα, να
βρίζουν τους μπάτσους και κείνοι να τους παίρνουν στο κυνήγι. Σαν τα μικρά παιδιά
παίζανε τους κλέφτες κι αστυνόμους κι αυτός δεν ήξερε από πού να πάει και που
να κρυφτεί, παντού φασαρίες και συμπλοκές, το κέντρο είχε μετατραπεί σε κόλαση,
κοβόταν η ανάσα του από τα δακρυγόνα, έκλαιγαν τα μάτια του συνέχεια, πονούσαν
και έκαιγαν. Τέτοιο πράγμα δεν το ‘χε ξαναπάθει, σαν πρόβατο στη σφαγή, ο άμαχος
πληθυσμός, οι παράπλευρες απώλειες, όπως θα λέγανε εκ των υστέρων, άοπλος και εντελώς
ανύποπτος, ακίνδυνος για όλους, με το σκυφτό του σουλούπι το καμπουριαστό, το αθώο
του ύφος και τον τρόμο μέσα από τα μάτια του. Όμως όλα αυτά δεν του εξασφάλιζαν
τίποτα απολύτως. Και πάνω από όλα ότι θα φτάσει σώος κι αβλαβής στην εργασία
του. Γιατί καμιά όρεξη δεν είχε νυχτιάτικα να του ανοίξουν με καμιά κοτρόνα το
κεφάλι και να τρέχει στα νοσοκομεία. Θα έχανε και το μάθημα και οι μαθητές του,
τα κουρασμένα παλικάρια του, κάποιοι απ’ αυτούς τουλάχιστον, σίγουρα θα ανησυχούσαν.
Αυτοί μόνο, κανένας άλλος.
Όταν πέθανε η μάνα του
έπρεπε να γυρίσει πίσω. Ήταν η δικαιολογία που περίμενε. Είχε μπουχτίσει από
βαρβαρικές κραυγές, λέξεις χωρίς συναίσθημα, ψυχρές συνομιλίες της δουλειάς, της
έρευνας, είχε κουραστεί από δογματικούς προϊσταμένους, από την φανατίλα τους
και την αυθεντία τους, το ύφος τους το περισπούδαστο, αυτούς που ξέρανε πάντα
την αλήθεια, είχε βαρεθεί τις άσκοπες συνεργασίες, τις βαρετές συναναστροφές,
τις κουβέντες για τα μεγάλα ζητήματα της επιστήμης που εδώ και αιώνες
εκκρεμούσαν, για τα στριμμένα μαθηματικά και τις καινούργιες εξωτικές ιδέες που
κάθε τόσο ανακάλυπταν, τις δύσπεπτες διαφορικές εξισώσεις των άπειρων
μεταβλητών που θα τον οδηγούσαν κάποτε στη θεωρία των πάντων, στο άγιο
δισκοπότηρο των ερευνητών, εκεί μακριά, στους άγνωστους κόσμους του αχανούς
σύμπαντος, στα ένδοξα νόμπελ του μακρινού μέλλοντος. Σίγουρα, κάποτε όλα αυτά θα
τον οδηγούσαν στην αθανασία. Αυτά που σφράγισαν την άχαρη και μοναξιασμένη του
νιότη, την αποστειρωμένη. Πλέον τα είχε βαρεθεί, τον είχανε κουράσει. Τώρα η
ζωή του θα έμπαινε σε άλλη φάση. Θα γυρνούσε στην πατρίδα. Εκεί που τον
περίμενε μόνο ένας παράλυτος αδερφός
πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Κανένας άλλος.
Είχε μαζευτεί κόσμος
γύρω απ’ το πεσμένο αγόρι. Κάποιοι προσπαθούσαν να δώσουν τις πρώτες βοήθειες,
είχαν ειδοποιήσει και για ασθενοφόρο. Βρέθηκε κι ένας περαστικός γιατρός, απ’
το πουθενά, εξέτασε το παιδί στα γρήγορα και είπε πως είχε πεθάνει. Ήταν δεν
ήταν είκοσι χρόνων. Η κουκούλα του παρατημένη πιο κει κολύμπαγε στο αίμα, τα ξανθά του μαλλιά είχανε γίνει
κατακόκκινα, στο μέτωπό καταμεσής μια
τρύπα εννέα χιλιοστών ολοστρόγγυλη, πρέπει να πυροβολήθηκε εξ επαφής, ψιθύρισε
κάποιος έμπειρος στα πολεμικά. Πλησίασε πιο κοντά να δει καλύτερα. Δυο αθώα
γαλανά μάτια τον κοίταζαν ήρεμα και με συγκατάβαση. «Δάσκαλε, είναι πολύ ένας
χρόνος ημιζωής;» ρωτούσαν και πάλι.
Ήταν μαθητής του. Φέτος θα
τέλειωνε το σχολείο, ήθελε να δώσει και πανελλήνιες, να γίνει ηλεκτρονικός. Ήδη
τα πρωινά δούλευε σαν βοηθός, ας μην πληρωνόταν, μάθαινε όμως την τέχνη. Ήταν ο
καλύτερος της τάξης, απ’ τους λίγους που έδειχναν ενδιαφέρον, χωρίς απουσίες, χωρίς
εξυπνάδες, χωρίς φασαρίες, ειδικά στο μάθημά του. Είχε όνειρα για το μέλλον, μα
τον ενοχλούσε η βρωμιά και η αδικία αυτού του κόσμου, ήθελε να τον αλλάξει,
έλεγε. Άκουγε με συγκατάβαση τα φλογισμένα του λόγια και του χαμογελούσε. Δεν
είχε κάτι να του πει, να τον συμβουλέψει ως μεγαλύτερος, πείρα ζωής και
κουραφέξαλα, τι να πει ένας πενηντάρης σε έναν εικοσάχρονο, ακόμα κι ένας
πατέρας σ’ ένα γιο, τίποτα, μόνο προχώρα, κάνε ότι νομίζεις καλύτερο και
πρόσεχε, όχι μόνο γκάζι, θέλει και φρένο, στις επικίνδυνες στροφές, στις
κατηφόρες. Αυτά σκεφτότανε όταν τον άκουγε, μα δεν έβγαζε μιλιά, μόνο τον
θαύμαζε και χαμογελούσε. Χτες είχανε μάθημα για τη ραδιενέργεια, για τα άτομα
και τους πυρήνες, τις βλαβερές συνέπειες της ακτινοβολίας, τον κίνδυνο ενός
ολοκαυτώματος, μιας παγκόσμιας καταστροφής. Ο μικρός άκουγε με ενδιαφέρον,
κρατούσε σημειώσεις και ρώταγε. Είναι κάποια στοιχεία που μας μοιάζουν, φίλε
μου, του είχε απαντήσει, δεν είναι αιώνια, πεθαίνουν και μετασχηματίζονται σε
άλλα, και ο χρόνος ημιζωής τους είναι ένας περίεργος λογάριθμος που τα
καθορίζει, δεν είναι η μισή τους ζωή ακριβώς, είναι κάτι παραπάνω του είχε πει.
Ναι αγόρι μου, είναι πολύς χρόνος. Και αυτός άκουγε και σημείωνε, άκουγε και
σημείωνε. Σε λίγο έφτασε το ασθενοφόρο και δυο νοσοκόμοι σκέπασαν τον νεκρό
μαθητή.
Όταν επέστρεψε έψαξε
αμέσως για δουλειά. Έστειλε κάποια βιογραφικά, πέρασε από συνεντεύξεις και ξαφνικά κατάλαβε πως το ανερχόμενο αστέρι
της θεωρητικής φυσικής, του διεθνούς βεληνεκούς, είχε αρχίσει να σβήνει, όχι
τόσο από τις κλίκες και τις κουμπαριές των ντόπιων πανεπιστημίων, αλλά γιατί
είχε χάσει πλέον όλο του το ενδιαφέρον για την επιστήμη. Ναι, καρφί δεν του
καιγόταν να μάθει την αλήθεια. Δεν πίστευε πλέον. Πουθενά. Έτσι αρχικά έκανε
κάποια φροντιστήρια και κατόπιν μέσω ενός γνωστού στο υπουργείο κατάφερε να
βολευτεί σε μια ταπεινή θεσούλα σε νυχτερινό σχολείο με έναν μικρό μισθό και
λίγες ώρες απασχόλησης, χωρίς πολλές απαιτήσεις
και βάσανα. Του ήταν αρκετά.
Στην πλατεία επικρατούσε
αναβρασμός, γενικός ξεσηκωμός. Το άσχημο μαντάτο είχε ταξιδέψει με την ταχύτητα
του φωτός, οι σύντροφοι οπλίζονταν με στειλιάρια και βόμβες μολότοφ και ετοιμάζονταν
για μάχη. Ζητούσαν εκδίκηση και κείνο το βράδυ θα καιγόταν ολόκληρη η
πρωτεύουσα, την άλλη μέρα έντρομη η κυβέρνηση θα εφάρμοζε στρατιωτικό νόμο,
μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτοπίσεις που θύμιζαν άλλες εποχές. Είχαν
δικαιολογία πλέον, υπήρχαν δυο αστυνομικοί νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Μα
αυτός για την ώρα έτρεχε να προλάβει. Αναγκαστικά, πέρασε και μέσα από την
πλατεία, τρόμαξε από τον χαμό. Έξω από μια καφετέρια είδε και τον γυμναστή του
σχολείου, τον χαιρέτησε βιαστικά, αυτός αδιάφορος δεν πρέπει να τον πρόσεξε,
ούτε φαινόταν να τον ενοχλεί η κατάσταση γύρω του. Ταξίδευε μακριά.
Με τους συναδέλφους στο
σχολείο δεν είχε πολλά πάρε δώσε, τα τυπικά. Λίγες κουβέντες είχε με τον
γυμναστή μόνο, έπαιζε μαζί του και κάνα μπάσκετ για να ξεμουδιάσει. Οι
περισσότεροι μαθητές δεν συμμετείχαν, στεκόντουσαν στην άκρη, παρακολουθούσαν
αδιάφορα και καπνίζαν. Δεν είχε πολλές κουβέντες ο γυμναστής, σε λίγο θα έβγαινε στη σύνταξη. Ήταν από
χρόνια χωρισμένος, είχε κι ένα γιο. Πριν δέκα μέρες που πέθανε ο αδερφός του
πέρασε απ’ τον σπίτι για να τον συλλυπηθεί. Το καροτσάκι βρισκόταν ακόμα στη
θέση του, στο σαλόνι, απέναντι από την τηλεόραση. Τους έβλεπε καμιά φορά στην
πλατεία να κάνουν βόλτα και να πίνουνε καφέ. Τώρα το καροτσάκι ήταν άδειο. Γύρω
στο εικοσάλεπτο κράτησε η επίσκεψη, κουβέντα δεν αλλάξανε.
Όταν επιτέλους έφτασε
στο σχολείο το βρήκε κλειστό και έρημο. Δεν μπορεί, ήταν δέκα ακόμα, ώρα για το
τελευταίο διάλειμμα, που πήγανε όλοι τους.
Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη, την χτύπησε δυνατά, φώναξε να τον
ακούσουν. Μετά από λίγο φάνηκε ο φύλακας με το βαρύ νυσταγμένο του βήμα. Όταν
του ζήτησε να μπει μέσα, να πάει στο μάθημά του, παραξενεύτηκε. «Είναι Σάββατο,
κύριε καθηγητά, είναι κλειστό το σχολείο σήμερα» του είπε και συνέχισε να τον
κοιτάζει περίεργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου