Χτυπούσε το ξυπνητήρι ασταμάτητα,
μα δεν μπορούσε να κουνηθεί ρούπι, σαν να τον είχε χτυπήσει εγκεφαλικό. Μόνο,
μισάνοιγε τα μάτια, μετρούσε την ώρα σε εικοσάλεπτα και ξανάπεφτε σε λήθαργο.
Πρέπει να είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Απ’ το παράθυρο ο ήλιος τον χτύπαγε
κατ’ ευθείαν στα μάτια. Πετάχτηκε όρθιος,
μούσκεμα στον ιδρώτα. Κάποιος βρόνταγε την πόρτα επίμονα, δυνατά, φώναζε
και τ’ όνομα του. Η φωνή κάτι του θύμιζε. Έφτασε στο μπάνιο παραπατώντας,
κατούρησε κι έριξε μπόλικο νερό στα μούτρα του. Ένιωθε σάπιος, χρειαζόταν
επειγόντως καφέ, τσιγάρο και ντεπόν. Σκέτα
και σε διπλή δόση. Για πρωινό.
Η ώρα του ύπνου είναι
ιερή και το τηλέφωνο μπαίνει πάντα στο αθόρυβο. Έτσι κι αλλιώς, ότι είναι να γίνει
θα γίνει, δεν το γλυτώνεις. Οι αναπάντητες είναι δώδεκα. Και δύο μηνύματα
ελήφθησαν. Ρουφάει μια καυτή γουλιά και ανάβει τσιγάρο. Η γειτόνισσα από δίπλα
χρειάζεται πάλι συμπαράσταση, επειγόντως, γράφει. Πάλι ο καλός της απειλεί να
την παρατήσει, κι’ αυτή, με τη σειρά της, θα πέσει απ’ το μπαλκόνι και θα σκοτωθεί.
Πάλι ξεχνά ότι μένει στο ισόγειο. «Πάρε με, αμέσως, σε χρειάζομαι», τελειώνει
το μήνυμα. Μία από τα ίδια.
Χτυπάνε πάλι την πόρτα
και το κουδούνι με μανία. Ανοίγει και την βλέπει μπροστά του, σενάμενη
κουνάμενη, η παρδαλή. Μιλάει σε ρυθμό πολυβόλου, πάει το στόμα ροδάνι. Σαν του κακονύχτη τον κώλο, που θα
‘λεγε κι η συγχωρεμένη η μάνα του. Δεν τις λέει τίποτα, ούτε την διακόπτει, την
αφήνει να ξεθυμάνει. Όπως πάντα. Να του πει τα δραματικά γεγονότα της περασμένης βδομάδας, όλα τα σκηνικά που
έγιναν όσο ήταν άφαντος και δεν σήκωνε τα τηλέφωνα. Την παραμελεί, έχει μέρες
να φανεί, την απειλεί πως θα την παρατήσει, δεν μπορεί να αντέξει πια τέτοιο
μαρτύριο, αυτή που τον έχει βασιλιά, μη
βρέξει και μη στάξει τον αφέντη. Και σ’ όλα αυτά, πριν δυο μέρες, της κόψανε
και το ρεύμα. Όχι πως δεν το περίμενε, χρώσταγε πολλά, αργά ή γρήγορα θα γινόταν.
Μα της έπεσαν όλα μαζεμένα. Και ακόμα δεν του ‘χει πει τίποτα του αντρούλη της,
τότε είναι που δεν θα ξαναπατήσει.
Όταν την πρωτογνώρισε,
πριν από δέκα χρόνια, του είχε πει ότι
στην προηγούμενη ζωή ήταν μπατσίνα, σε ξένη χώρα, και δολοφονήθηκε στα είκοσι
εφτά της από μια σπείρα εμπόρων ναρκωτικών. Ήταν απρόσεχτη κι έπεσε στην
παγίδα τους. Τώρα είχε επιστρέψει, είχε αλλάξει και θρήσκευμα, ήταν μουσουλμάνα
πια, ας μην έχει κάνει περιτομή, δεν είναι υποχρεωτικό, του είχε πει, έτσι κι
αλλιώς ένας είναι ο θεός, ίδιος για
όλους. Του ‘χε πει κι άλλα πολλά, με ύφος σοβαρό, τα πίστευε, δεν έκανε πλάκα,
είχε και κάποιες υπερφυσικές δυνάμεις, είπε, που χρησιμοποιούσε όμως για το
καλό πάντα. Δεν γέλασε μ’ αυτά που άκουσε, ούτε παραξενεύτηκε, του είχε φανεί
και κάπως ψιλοφτιαγμένη. Κάνα εξάμηνο κράτησε η σχέση τους. Είχε να θυμάται
σαράντα ωραία γαμήσια, δεν είναι και λίγο. Στο τέλος ακολούθησε ένας άγριος
καβγάς με κλωτσιές, μπουνιές και δαγκωνιές. Τελικά έδειξε κατανόηση. Μείνανε
φίλοι, γίνανε και γείτονες.
Την άκουγε ανέκφραστος,
το βλέμμα του καρφωμένο στο ταβάνι. Μιλούσε ακατάπαυστα για αρκετή ώρα, ζητούσε
παρηγοριά, λίγη συμπόνια από μια αδελφή ψυχή. Ήταν ολομόναχη, απελπισμένη και
αδύναμη. Κάποια στιγμή τον αγκάλιασε σφιχτά κι ακούμπησε το κεφάλι της στο
στήθος του, πήγαν να της φύγουν και λίγα δάκρυα. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την
φίλησε στο μάγουλο, όμως δεν προχώρησε παραπέρα. Ούτε αυτός είχε όρεξη σήμερα.
Πριν μια βδομάδα τον
διώξανε απ’ τη δουλειά, το αφεντικό του είπε ότι τον έκλεψε. Δεν είχε άδικο, πάντα
κλέβει τ’ αφεντικά του, από λίγο, να μην τον κατά-λάβουν. Και να ισοφαρίσει την
αδικία αφού κι αυτά τον κλέβουν. Αυτή τη φορά όμως έκανε λάθος, παρασύρθηκε
και άδειασε όλο το ταμείο. Ήταν σκέτη αυτοκτονία, το ήξερε, μα είχε και κάποια
χρέη να πληρώσει. Άτιμο πράγμα ο τζόγος, σε ξεφτιλίζει, πρέπει να το κόψει,
έφτασε πάτο. Τουλάχιστον δεν έμπλεξε παραπέρα με αστυνομίες και δικαστήρια, δεν
υπήρχαν από-δείξεις. Μόνο που έχασε τη δουλειά του και είναι άφραγκος και
πρέπει να ψάξει για δανεικά. Ούτε για το αφεντικό του στεναχωρήθηκε, δεν έχει
τύψεις. Μαλάκας ήταν, του άξιζε, κι έχει φράγκα. Έχει όμως τα δικά του, έχει κι
αυτόν τον μπελά πάνω απ’ το κεφάλι του.
Στην αρχή, τότε που την
γνώρισε ήταν ακόμα κάπως μπερδεμένη. Μια φορούσε φουστάνια και σουτιέν με βάτες που τα φούσκωνε από μέσα, μια έβαζε
πάλι τα παντελόνια –όμως το μαλλί πάντα μακρύ και ελεύθερο και φουντωτό- μία ψηλοτάκουνα
και χείλη βαμμένα, μία σκέτα. Τελικά αποφάσισε, μόνο εξωτερικά, στην εμφάνιση, ούτε
σκέψη για ορμόνες, ακρωτηριασμούς και πλαστικές. Τα είχε βρει πλέον με τον
εαυτό της.
Τα είχε πει όλα και είχε
ξαλαφρώσει. Τώρα κάπνιζε ήρε-μα το τσιγάρο της και τον κοιτούσε αμίλητη. Τον ρώτησε
που ήταν μια βδομάδα εξαφανισμένος, μα δεν της απάντησε, ούτε της είπε ότι είναι
άνεργος. Είναι μπελάς. Όσο λιγότερα ξέρει, τόσο το καλύτερο, έτσι κι αλλιώς να
βοηθήσει δεν μπορεί. Τον ρώτησε αν έχει και κάνα φράγκο να πάρει τίποτα, έχει
να φάει από χτές. Έβγαλε απ’ τη τσέπη του ότι ψηλά είχε και της τα ‘δωσε…
Στην είσοδο της
πολυκατοικίας ο διαχειριστής χαζολογούσε με την καθαρίστρια, ποιος ξέρει,
μπορεί και να την φλέρταρε, παντρεμένος άνθρωπος και κάποιας ηλικίας, με παιδιά
και εγγόνια. Είχε μόλις μπει ο Ιούνης και οι ειδήσεις προειδοποιούσαν για τον
πρώτο μίνι καύσωνα, από αύριο η θερμοκρασία θα άγγιζε τους σαράντα. Στον
περιφερειακό δεν κυκλοφορούσε ψυχή, μόνο στο λόφο απέναντι κάτι τουρίστες
ανέβαιναν τον χωματόδρομο. Στη γωνία,
μέσα στο περιπολικό, δυο αστυνομικοί χασκογελούσαν κι έπαιζαν με τα κινητά τους.
Ο ασύρματος βούιζε ασταμάτητα. Μια μαύρη γάτα έψαχνε στα σκουπίδια για φαγητό. Κατηφόρισε
προς την πλατεία. Άρχισε να ιδρώνει.