Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΟΥΔ

Το ταξί τον άφησε κοντά στο περίπτερο. Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Έξω, στο μπαλκόνι του δίπατου νεοκλασικού, καθηλωμένο στο αναπηρικό καροτσάκι και στα πόδια του μια μάλλινη κουβέρτα.  Κοιτάζει τον ουρανό μόνο, πέρα μακριά, η ζωή στην πλατεία πλέον δεν τον ενδιαφέρει, δεν βγαίνει από το σπίτι, δεν κοιτάζει κάτω. Δεν λέει πολλές κουβέντες, δεν γελάει. Τον φροντίζει η κόρη του -είναι τυχερός- μένει μαζί της, με την οικογένειά της, την ώρα αυτή ο άντρας της δουλεύει, η μικρή έχει φροντιστήριο, τελειώνει φέτος, θα δώσει εξετάσεις. Ο γέρος κάθεται μόνος στο μπαλκόνι και κοιτάζει τον ουρανό, συννεφιασμένο και βαρύ, έτοιμο να βρέξει, μέσα η κόρη του κάνει δουλειές. Τον παρατηρεί έτσι γερασμένο κι ανήμπορο –δεν φαίνεται το σημάδι στο μάγουλο, αν υπάρχει ακόμα-  αλλά δεν τον λυπάται. Δεν ξέρει καν πως αποφάσισε, μετά από τόσα χρόνια, να γυρίσει πίσω. Το έχει ήδη μετανιώσει. Στέκεται ακίνητος και αναποφάσιστος –ο περιπτεράς από ώρα του ρίχνει κλεφτές ματιές- να περάσει το δρόμο ή να κάνει μεταβολή και όπισθεν. Είχε μάθει απ’ το τηλέφωνο για το εγκεφαλικό, πριν από δυο χρόνια, ούτε τότε είχε έρθει να τον δει, και κείνη τη φορά ήτανε βαρύ, όλοι περιμένανε από στιγμή σε στιγμή να τα τινάξει. Μα τη σκαπούλαρε πάλι, σκληρό καρύδι ο γέρος. Τελικά, περνά στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εδώ που φτάσαμε δεν έχει γυρισμό. Χτυπά το κουδούνι, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα. Η ξύλινη σκάλα με τα σαράντα δύο σκαλοπάτια, ακριβώς. Ακούει τη φωνή της, ρωτάει ποιος είναι. Δεν της απαντάει. Ανεβαίνει αργά,  με δυσκολία, νιώθει τα γόνατα βαριά, ξαναμετράει τα σκαλιά για να σιγουρευτεί, και πάλι ακούει τη φωνή της, πάλι δεν της απαντάει. Την βλέπει στο κεφαλόσκαλο ξαφνιασμένη, δεν πιστεύει στα μάτια της. Αγκαλιάζονται σφιχτά, τρέμει, βουρκώνει,  έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αυτός είναι ψύχραιμος, την κοιτάζει βαθιά στα μάτια και χαμογελά, την χαϊδεύει στο μάγουλό, τα μακριά μαλλιά, έχουν αρχίσει να ασημίζουν εδώ και κει, φιλιούνται και αγκαλιάζονται ξανά για να χορτάσουν, ακόμα πιο σφιχτά, παρατεταμένα. Συνέρχονται από την φωνή του, ζητάει νερό. Είναι ξέπνοη, βραχνή κι ασθματική, κουρασμένη και τσακισμένη μα την αναγνωρίζει και τον πιάνει σύγκρυο. Πηγαίνουν μαζί προς  την κουζίνα, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στο σπίτι, ίσως πάλι και να μην θυμάται λεπτομέρειες, είκοσι πέντε χρόνια πέρασαν. Όταν περνά απ’ το σαλόνι κοντοστέκεται. Διακρίνει αχνά τον καμπουριαστό σκελετό, η πλάτη γυρτή, οι ώμοι σκυμμένοι, το κεφάλι ξεφλουδισμένο. Μα δεν τον λυπάται. 
Δεν ήτανε μπροστά στο συμβάν, είχε βγει βόλτα με τους φίλους και τα ‘μαθε την άλλη μέρα. Είχε γυρίσει στο σπίτι πιωμένος , αργά το βράδυ, άρχισε χωρίς λόγο να την βρίζει και να την κοπανάει. Δεν ήταν η πρώτη φορά, όμως τον τελευταίο καιρό το κακό είχε παραγίνει. Η μάνα κάθε φορά έκανε υπομονή, περίμενε να περάσει η μπόρα, η αδερφή του πάλι δεν τολμούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της, να μπει στη μέση, να τη βοηθήσει κάπως, ήταν μικρή ακόμα. Μα κι αυτός που ήταν και μεγαλύτερος τον φοβόταν, όσο μπορούσε έλειπε απ’ το σπίτι, ειδικά τα βράδια. Έψαχνε για δουλειά, το είχε κατά νου να τις πάρει και να φύγουν απ’ το σπίτι. Δεν πρόλαβε. Την βρήκε πρώτος, χαράματα που γύρισε στο σπίτι, οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, ο πατέρας του ροχάλιζε του καλού καιρού. Ξημέρωνε Κυριακή. Ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού, ήρεμη,  τα μάτια κλειστά. Δεν ξαναξύπνησε. Είχε πάρει ολόκληρο το κουτί με υπνωτικά, είκοσι χάπια.   
Τον έπιασε απαλά απ’ την πλάτη και τον ανασήκωσε να πιει. Είχαν επισκέψεις, του είπε χαρούμενη, κάποιος είχε έρθει να τον δει. Ο γέρος παραξενεύτηκε,  είχε καιρό να ενδιαφερθεί κάποιος για κείνον, όλοι, φίλοι και γνωστοί, τον είχαν ξεχάσει. Γύρισε το καροτσάκι προς τα μέσα, εκείνος πλησίασε κοντά του και μετά από πολύ καιρό, πατέρας και γιος κοιταζόντουσαν ξανά στα μάτια, επίμονα, βαθιά και τρομαγμένα, αυτή τους άφησε μόνους και πήγε στην κουζίνα. Δεν αλλάξανε κουβέντα, μόνο κοιταζόντουσαν. Κάποια στιγμή τα μάτια του βούρκωσαν, σαν να προσπάθησε να σηκωθεί  κι απ’ το  καρότσι, γρήγορα όμως παράτησε κάθε προσπάθεια. Άναψε τσιγάρο, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από πάνω του. Κάποια στιγμή ο γέρος λύγισε κι έβαλε τα κλάματα, λυγμοί ξεθυμασμένοι και παράτονοι με ενδιάμεσα βογγητά, μα συνέχισε κι αυτός να τον κοιτάει, δεν ντράπηκε, δεν νευρίασε, ίσως να ήταν κι η πρώτη φορά που έκλαιγε στην ογδοντάχρονη ζωή του, μπορεί κι η τελευταία. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι και πλησίασε κοντά του. Έπιασε απαλά τα μαραμένα του χέρια, αναστέναξε και χάιδεψε τρυφερά το δεξί μάγουλο, το σημαδεμένο, κατόπιν και το ξεφλουδισμένο κεφάλι. Η αδερφή στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας και παρακολουθούσε. Έκλαιγε και κείνη βουβά.
Αυτός ήταν που ειδοποίησε το γιατρό και το ασθενοφόρο, μόνος του, χωρίς να ξυπνήσει κανέναν. Ήρθε ο γιατρός, μέτρησε τους σφυγμούς της, την καρδιά της και είπε ότι η μαμά είχε πεθάνει. Τότε ξέσπασε σε κραυγές και ο πατέρας του ξύπνησε. Όταν τον είδε, έτρεξε στην κουζίνα, πήρε το πρώτο μαχαίρι που βρέθηκε μπροστά του και, πριν προλάβουν να τον σταματήσουν, κατάφερε να του ανοίξει το μάγουλο στα δύο, από πάνω, το αυτί, μέχρι κάτω, το στόμα. Μετά έφυγε απ’ το σπίτι και μπαρκάρισε στα καράβια.
Όταν κατέβαινε τις σκάλες είχε πλέον νυχτώσει. Στην εξώπορτα συναντήθηκε με την μικρή. Δεν τον ήξερε, δεν τον είχε ξαναδεί, ούτε καν από κάποια πρόσφατη φωτογραφία. Στην αρχή τρόμαξε, ζαλισμένη από τα μαθήματα της μέρας, κουρασμένη, μετά ίσως να πήγε και το μυαλό της στο πονηρό, ο πατέρας της δεν είχε γυρίσει ακόμα. Για λίγο σταμάτησε και της χαμογέλασε. Ήταν ψηλή, λεπτή, πανέμορφη, φτυστή η γιαγιά της, είχε πάρει και τα μάτια της, και τ’ όνομά της. Μετά βγήκε βιαστικά στο δρόμο.

(Ύστερα από λίγο καιρό, ήταν Μεγάλη Παρασκευή που έμαθε πως ο πατέρας του πέθανε με τρόπο αναπάντεχο, την ώρα που περνούσε από την πλατεία ο επιτάφιος, μπροστά απ’ το σπίτι τους, όταν ο γέρος ξαφνικά, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τινάχτηκε πάνω, στάθηκε για λίγο όρθιος, κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι και κατόπιν φουντάρισε στο κενό, ανάμεσα στο έντρομο πλήθος που ακολουθούσε τους παπάδες. Η κηδεία του θα γινόταν μετά την Ανάσταση, είπε η αδερφή του στο τηλέφωνο.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου