Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΚΟΚΚΙΝΟΓΑΤΟΣ


 

Βγήκα να πετάξω τα σκουπίδια και ν’ αγοράσω κάποια πράγματα απ’ το σούπερ μάρκετ. Ο κάδος ήταν άδειος, το πρωί είχε περάσει το απορριμματοφόρο. Στον πάτο του μόνο υπήρχε ένα χαρτόκουτο με ένα γκρίζο γατάκι τόσο δα, λίγων μόνο ημερών, κουλουριασμένο, ακίνητο, με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται. Ούτε παραμορφωμένο ούτε αιματοβαμμένο ήταν, δεν το είχε πατήσει αυτοκίνητο. Φαινότανε ανέπαφο, κι όμως κάποιος το πέταξε στα σκουπίδια μέσα στο χάρτινο κουτί. Σε λίγο, το ξέσκεπο φέρετρο μέσα στον πλαστικό τάφο  θα σκεπαζόταν από βρωμερά σκουπίδια και αποφάγια. Έδειχνε γαλήνιο και ατάραχο μες στην ανυπαρξία του, μα δεν βρέθηκε κανείς σ’ αυτήν εδώ την τσιμεντούπολη, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ανοίξει έναν λάκκο και να το χώσει μέσα στη χωμάτινη γη, έστω και χωρίς ψαλμωδίες, τρισάγια και παπάδες. Ποιος ξέρει γιατί ξεψύχησε, πώς πέθανε, από ποια αρρώστια, ίσως μόνο αυτός που το πέταξε στα σκουπίδια. Που δε σκέφτηκε τουλάχιστον να το τυλίξει μ’ ένα σάβανο, να μην φαίνεται, να μην πληγώνει τις ευαίσθητες και ραγισμένες καρδιές. Κι όμως, καμιά φορά γίνονται και θαύματα. Και το γκρίζο γατάκι, αυτή η αθώα ψυχούλα, τούτο το τόσο αδύναμο πλασματάκι, ίσως ξυπνήσει μετά από λίγο, ανοίξει τα αθώα του ματάκια και βρεθεί πάλι μέσα στον αφιλόξενο, άσπλαχνο και σκατένιο κόσμο, σ’ αυτή τη γαμημένη ζωή που δεν χάρηκε, έστω και χωρίς ύπαρξη, χωρίς λογική και συνείδηση, και αρχίσει πάλι να νιαουρίζει και να κλαίει, ζητώντας απεγνωσμένα τη μανούλα του.

Είχα μια ελπίδα. Ίσως γιατί κι εγώ κάποτε (σε μια προηγούμενη ζωή) ήμουν ένας περήφανος και αξιοπρεπής αίλουρος, έστω κι εξημερωμένος, ράθυμος, φιλήδονος, αρπακτικός, περίεργος και ατρόμητος, που αψηφούσε όλους τους κινδύνους, από άγνοια, εριστικός και απότομος, ανερυθρίαστος και ξεδιάντροπος, ο εαυτός και το εγώ μόνο, μακριά απ’ το μέγα πλήθος, έξω απ’ το κοπάδι, την αγέλη και την πλέμπα, φυγόκοσμος και φυγάνθρωπος, δίχως ποιμένα και καθοδηγητή, χωρίς θεό και αφέντη, ανυπόκριτος και έντιμος, χωρίς μυστικά και ψέματα. Μοναχικός, αυτάρκης και πλήρης. Μη αριθμήσιμος. Υπεράριθμος. Σχεδόν ελεύθερος. Περίπου ευτυχής. Κοκκινόγατος.

Πήγα μέχρι το σούπερ μάρκετ και μετά από κάνα μισάωρο γύρισα κρατώντας την πλαστική σακούλα με τα ψώνια. Ο κάδος είχε ήδη γεμίσει μέχρι τη μέση. Πότε πρόλαβαν και τα πέταξαν; Το γκρίζο γατάκι δεν φαινόταν πια, ούτε το άκουσα να νιαουρίζει. Ήταν λοιπόν τελεσίδικα νεκρό και μάταια περίμενα κάποια νεκροφάνεια. Γεννήθηκε άτυχο το καημένο. Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, να ριψοκινδυνεύσει, να κυνηγήσει, να τσακωθεί, να ερωτοτροπήσει, να συνουσιαστεί, να αναπαραχθεί, να χαρεί τη ζωή. Τουλάχιστον δεν θα μυρίσει άσχημα. Λίγων ημερών ήταν μόνο, μια αθώα ψυχούλα τόσο δα. Θα σαπίσει μα δεν θα βρωμίσει, ριγμένο μέσα στα βρωμερά και τρισάθλια σκουπίδια των ανθρώπων. Και μόνο τρεις τεράστιες σκουλικόμυγες, πετώντας τριγύρω του, θα το υμνολογούν.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου