Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι
ανάσκελα, ολόγυμνος, με τον ανεμιστήρα κατά πάνω μου. Είχα τραβήξει τις βαριές σκουρόχρωμες
κουρτίνες, είχα ανοίξει και το πορτατίφ του κομοδίνου. Ο κακός ήλιος φλόγωνε τα
πάντα, σκορπούσε καήλα και κάψα, και με
κανένα τρόπο δεν έπρεπε να μπει στο διαμέρισμα. Μόνο η τροπική υγρασία ήταν
ανίκητη, τρύπωνε απ’ όλες τις μεριές. Πριν από λίγο είχα κάνει ένα δροσιστικό
ντουζάκι και πάλι κολλούσα ολόκληρος. Κράτησα στο χέρι μου ένα βιβλίο, μα γρήγορα το
πέταξα μακριά, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Η αφόρητη ζέστη με ζάλιζε, ήμουν αποχαυνωμένος,
σαν μαστουρωμένος. Άνοιξα την τηλεόραση, η τελευταία μου ελπίδα. Έδειχνε επίσημους
και παρατρεχάμενους, πολιτικούς και σώματα ασφαλείας, γλάστρες και μαϊντανούς να τιμούν τη μεγαλόχαρη και να δοξάζουν τη
χάρη της με ταρατατζούμ, ομιλίες και άλλες παρλαπίπες. Είχε πλάκα. Όμως, η
επόμενη είδηση ήταν κακή. Οι φωτιές μαίνονταν σε όλη την επικράτεια, καιγόταν
ολόκληρη η χώρα, δάση και χωριά. Ευτυχώς, εγώ ήμουν ασφαλής. Έμεινα στην τσιμεντούπολη
και σώθηκα. Τουλάχιστον δεν θα πήγαινα από πυρκαγιά, είναι μεγάλο μαρτύριο να
καίγεσαι ζωντανός, άσχημος θάνατος. Το φετινό καλοκαίρι πήγε κατά διαόλου, μας
πήρε και μας σήκωσε και μας τσουρούφλισε. Ούτε μελτέμια είχε, ούτε ξαφνικές
μπόρες, ούτε μπουρίνια κι αεράκια, ούτε άλλες δροσιές. Το χειρότερο όλων των
εποχών, είπαν οι ειδικοί, έφταιγε η κλιματική αλλαγή του πλανήτη. Από δω και
στο εξής έτσι θα είναι τα πράγματα, ακραία, έπρεπε να προσαρμοστούμε. Το
νιώθαμε στο πετσί μας. Εδώ και δυο εβδομάδες μας είχε περιλάβει ένας άγριος
καύσωνας, αιμοβόρος και εξουθενωτικός. Η πόλη είχε αδειάσει για τα καλά, έξω δεν
κυκλοφορούσε ψυχή. Το θερμόμετρο σταθερά πάνω απ’ τους σαράντα και η υγρασία
στα επίπεδα των τροπικών. Κατάσταση αφόρητη. Οι περισσότεροι έφυγαν για τα
νησιά και τα βουνά, για διακοπές με φίλους ή φιλοξενούμενοι σε συγγενείς. Μα
και φέτος κάποιοι απ’ αυτούς δεν πρόκειται να γλυτώσουν, θα καούν ολοζώντανοι,
σκέφτηκα και παρηγορήθηκα. Εγώ δεν θα το ρισκάριζα, αν και είναι όμορφο θέαμα η
μεγάλη φωτιά, έστω κι απ’ την τηλεόραση. Κάτι ξέρουν οι πυρομανείς.
Από παιδί μισούσα τα
καλοκαίρια. Δεν ήθελα να αφήνω την πόλη και να χάνω τη σειρά μου, ακόμα κι αν
άδειαζε ολόκληρη. Οι γονείς με τραβούσαν με το ζόρι στα βουνά και στις παραλίες,
το ιώδιο κι ο φρέσκος αέρας θα κάνανε καλό στην υγεία μου, λέγανε, σαν να
ήμουνα κανένα καχεκτικό και αρρωστιάρικο. Ξεκαλοκαιριάζαμε εδώ κι εκεί, σε διάφορους
συγγενείς και φίλους, κυρίως του πατέρα. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, απ’ την μια
μέρα στην άλλη, βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα που με κοιτούσανε
περίεργα, δεν ξέρω για πιο λόγο, ακόμα και τα παιδάκια τους, που κάποια ήταν
και στην ηλικία μου. Δεν ταίριαζα με κανένα, με τα χίλια ζόρια έπαιζα μαζί
τους, κι αυτά σίγουρα το καταλάβαιναν. Μου ήταν από εντελώς αδιάφοροι, έως και απεχθείς.
Τους έβλεπα στη χάση και στη φέξη και δεν είχαμε τίποτα ουσιαστικό να πούμε. Μα
και μεταξύ τους οι μεγάλοι όλο μαλακίες λέγανε, κάτι άνοστα καλαμπούρια και
σαχλαμάρες του κώλου για να περνάει η ώρα. Ο μπαμπάς κι η μαμά τους χαμογελούσαν
ευγενικά, με συγκατάβαση, τι άλλο να έκαναν, νιώθανε μεγάλη υποχρέωση, το ιώδιο
της θάλασσας και ο καθαρός αέρας της εξοχής έπρεπε να πληρωθούν ακριβά και
προκαταβολικά. Γι’ αυτό και τους ενοχλούσαν τα ξινισμένα μου μούτρα, μα
δυστυχώς δεν μπορούσα να τ’ αλλάξω, δεν είχα άλλα, καλύτερα να βάλω. «Είσαι
ανώριμος, κακομαθημένος και αναίσθητος, τίποτα δεν σε ευχαριστεί!» με μάλωνε η
μαμά γεμάτη τσαντίλα όταν με ξεμονάχιαζε, δεν ήθελε να ακούσουν οι άλλοι. Δεν
της απαντούσα, αλλά ούτε και κοκκίνιζα απ’ τη ντροπή μου, αντιθέτως έβαζα τα
γέλια με τη φάτσα της. Δεν μπορούσα μα συγκρατηθώ, όταν νευρίαζε είχε πολύ
πλάκα, πάντα μου έφτιαχνε το κέφι. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ακίνδυνη, δεν τη
φοβόμουν, ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω μου, ούτε ο μπαμπάς. Πάντως δεν είχε κι άδικο, ήμουν κάπως ανάγωγος και
λίγο αχάριστος εκείνον τον καιρό. Μα δεν το ‘θελα και δεν το ‘κανα επίτηδες, έτσι
μου έβγαινε, εντελώς αυθόρμητα, αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου και τότε δεν
μπορούσα ακόμα να τον ελέγξω.
Ωστόσο, δεν ήταν όλα τόσο μαύρα
και άραχνα στις καλοκαιρινές μου διακοπές, υπήρχαν και στιγμές θεσπέσιας
απόλαυσης. Όταν έπαιρνα μάτι τις γυναίκες (μικρές και μεγάλες) που αλλάζανε για
να πάνε για μπάνιο, μα πιο πολύ τα βράδια που πέφταμε για ύπνο στριμωγμένοι σε
κοινά δωμάτια. Με θεωρούσαν μικρό ακόμα και ακίνδυνο και με βάζανε στη μέση,
μιας και δεν έπιανα πολύ χώρο. Ερεθιζόμουν και κολλούσα πίσω τους, ανάσαινα
βαριά και ακανόνιστα, τριβόμουνα και χαϊδευόμουνα, μα δεν έδειχναν να ενοχλούνται,
δεν έδιναν σημασία, μπορεί όμως και να έκαναν και τις κοιμισμένες, ποιος ξέρει.
Το πρώιμο ξύπνημα της άγουρης σάρκας μου, που ολόκληρα βράδια (και κάποια
μεσημέρια) με άφηνε εξουθενωμένο και άυπνο. Έτσι κι αλλιώς, ήμουν ακόμη μικρός
και ακίνδυνος. Αργότερα ήρθαν και άλλα πιο
καυλωμένα καλοκαίρια, και άλλα, όλο και πιο καυτά μεσημέρια, και όσο μεγάλωνα
γινόμουνα όλο και πιο επικίνδυνος. Μα, από τότε που πέθανε ο πατέρας, οι
επισκέψεις μας στους «βλάχους και τους χωριάτες» (έτσι τους έλεγα στη μαμά για
να την τσαντίζω) αραίωσαν. Και κάποτε οι παραθερισμοί και οι βόλτες στις εξοχές
σταμάτησαν εντελώς. Όπως και οι ολονύχτιες αγρύπνιες των επικίνδυνων, άσκοπων και ανέξοδων ερεθισμών. Ευτυχώς.
Σηκώθηκα και τράβηξα για το
ψυγείο. Δεν πεινούσα, μόνο διψούσα και ένιωθα πιασμένος, τόσες ώρες πάνω στο
κρεβάτι. Κατέβασα μισή μπουκάλα παγωμένο νερό και για να ξεμουδιάσω άρχισα να
βολτάρω πέρα δώθε. Σιγά σιγά ερχόταν το σούρουπο, μα η κάψα δεν έλεγε να
κοπάσει. Είχα μέρες να βγω για περπάτημα και τα νεύρα μου είχαν τσιτώσει
επικίνδυνα, χώρια η υγρασία, η ζέστη και η μοναξιά, είχα μέρες να μιλήσω σε
άνθρωπο. Όταν σκοτείνιασε για τα καλά έκανα άλλο ένα κρύο ντους κι αποφάσισα να
βγω στο μπαλκόνι. Όπου έφτανε το μάτι μου αντίκριζα ερημιά και σιωπή. Και
ξαφνικά βγήκε κι αυτή έξω, στο διπλανό μπαλκόνι. Πρώτα την άκουσα και μετά είδα
το περίγραμμά της να σχηματίζεται πάνω στο γυάλινο χώρισμα. Δεν ήξερα αν με
είχε πάρει είδηση. Μιλούσε στο κινητό της ακατάπαυστα, σε ρυθμό πολυβόλου, το
στόμα της πήγαινε ροδάνι. Άραγε ποιος φουκαριάρης την πλήρωνε πάλι, δεν ήξερα,
μα δεν έπρεπε να τον λυπάμαι, πλήρωνε κι αυτός τα γαμησιάτικα. Απροσδόκητα, μου
έφτιαξε το κέφι. Κάθισα και απόλαυσα τον μονόλογό της, σαν να άκουγα θεατρικό
του ραδιοφώνου. Πάλι τσακωνότανε, μάλλον με το τελευταίο της αμόρε. Κάποιες στιγμές
γινόταν μελοδραματική, έβαζε τα κλάματα, τον εκλιπαρούσε, μα γρήγορα έπαιρνε
και πάλι τα πάνω της, τον άρχιζε στα μπινελίκια και τα γαμωσταυρίδια, «όταν
γαμούσες ήταν ωραία, παλιομαλάκα, παλιοκαργιόλη, ε, άντε και στο διάολο, λοιπόν!!!»
του είπε στο τέλος και του ‘κλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Ευτυχώς, γιατί το
βρωμόστομά της είχε αρχίσει να με κουράζει, η υπόθεση όμως είχε πολύ πλάκα. Για
λίγο συνέχισε τη μουρμούρα μοναχή της, περπατώντας νευρικά πέρα δώθε και καπνίζοντας,
μα δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Και ξαφνικά είδα το κεφάλι της να προεξέχει απ’ το
μπαλκόνι, κολλημένη στο χώρισμα και να με κοιτάζει περίεργα. Τα μάτια της
γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Παρέμεινα να την κοιτάζω σιωπηλός. Η γειτόνισσα
μίλησε πρώτη. «Είδες τι τραβάω με όλους τους μαλάκες καλοκαιριάτικα;» Της χαμογέλασα
μα και πάλι δεν έβγαλα άχνα, φοβόμουν ότι ερχόταν κι η σειρά μου, με τη
θεοπάλαβη που έμενε δίπλα μου. Και κείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι μοιάζαμε με
τους πρωτόπλαστους λίγο πριν δαγκώσουνε το μήλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου